Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ..ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΤΟΙΧΟ

Hταν Νοεμβριος του 1960, κάπου σε ένα ελληνικό νησί ..
Εκείνος ο χειμώνας είχε ξεκινήσει με ένα άγριο πείσμα ,απο τον Σεπτέμβριο άρχισε να δείχνει τα δόντια του ..Ηταν απόγευμα Παρασκευής λίγο πριν νυχτώσει και ο αέρας  κατέβαινε με μανία και πείσμα, σαν το αγύριστο κεφάλι του γαιδάρου μας ,που για να συνενοηθούμε έπρεπε να αρχίσουμε τις διαπραγματεύσεις απο το πρωί, για να έχουμε βρεί μια άκρη το απόγευμα ..

Ο ουρανός απέναντι στην πλαγιά είχε γύρει ,και τα σύννεφα κάνοντας του παρέα χαμήλωσαν τα βλεφαρά τους και τον ακολούθησαν ,πάντα ο ουρανός ήταν ο μεγάλος και τρανός στην παρέα, και πάντα τα σύννεφα δεν του χάλαγαν το χατίρι .
Το σπίτι μας ήταν στην πλαγιά του βουνού, αλλά βλέπαμε την θάλασσα ,λίγο στραβά, σαν το σάμαλη που χθές μου έδωσε ο κουτσός γλυκατζής ,που τα κουβάλαγε στο κεφάλι του, που με έκανε να  αναρωτιέμαι πως τα κατάφερνε και τα ισορροπούσε στο κεφάλι του Την ίδια αίσθηση είχα για την θάλασσα, μπορεί να μην ήταν ευθεία και ίσια,όμως την ίδια γλύκα μου έβγαζε κάθε φορά που την έβλεπα ..
Οταν είχε συννεφιά όπως κείνη την μέρα, προσπαθούσα να μαντεύω, τι κρυβόταν στο βάθος ,πέρα μακρυά στο πέλαγος ,και το έκανα μόνον όταν είχε συννεφιά ,τις άλλες μέρες δεν το σκεφτόμουν καθόλου ,κόιταζα πέρα μακρυά και χάζευα ,χωρίς καμμιά σκέψη ..
Δεν ξέρω αλλά όταν μεγάλωσα, και πριν καταλάβω τα πολλά και σημαντικά, διάβασα κάτι που τώρα που το σκέφτομαι, καμμιά σχέση δεν είχαν με τα βιώματα της παιδικής μου ηλικίας ..Τότε αγάπησα το μπλέ του ουρανού και το γαλάζιο της θάλασας όπως το  ...'''.Θεέ μου πόσο γαλάζιο σπαταλάς για να μην σε βλέπω '''

Ας ξαναγυρίσουμε στην ημέρα εκείνη ...Το πρωί πήγα στο σχολειό όπως κάθε πρωί ,φορούσα κάτι σαν παπούτσια, με τεράστιες σόλες και πέταλα μπροστά και πίσω ,όπως τα άλογα ,τώρα ήταν, για να μην γλυστράω  ,ήταν για φρένο ,ηταν για να κρατάνε περισσότερο, θα σας γελάσω ..Πάντως θυμάμαι τον πατέρα μου που έδινε μεγάλη προσοχή όταν τα πήγαινε στον τσαγκάρη ,φρόντιζε να βάζει τα πιο ανθεκτικά πέταλα και τις πιο χονδρές σόλες ,αλλά η ειρωνία ήταν ότι όσο πιο χονδρές ήταν οι σόλες, τόσο πιο μεγάλες τρύπες κάνανε ,κάτι τρύπες που λειτουργούσαν αλλότε σαν υδροροές ,αλλότε  δροσιστικά ,όμως άντε να πείσεις την μάννα μου που έβλεπε τις κάλτσες μου να έχουν κατι τρύπες,σαν την παλάμη μου.
Τότε αλλά και αργότερα, φοράγαμε όλα τα αγόρια ,κοντά παντελόνια  ,δηλαδή κατι βρακιά ,που τα δέναμε στην μέση, οι πλούσιοι με σούρες, και οι φτωχοί με σπάγγο ..και ενα πουλόβερ που το αλλάζαμε μόνο όταν άλλαζαν οι εποχές ,ε ξερετε τώρα ,αν είχε και καμμιά λαδιά ποιός το καταλάβανε ..

Ειχα και μία σάκκα ,ας πούμε ,μια πλαστικοποιημένη τσάντα, που είχε τόσες τρύπες ,όσα και τα μολύβια που έχανα ,μέσα είχα και κάτι μπλέ τετράδια που τα είχα ντύσει, ο θεός να το πεί ντύσιμο ,με φαγωμένες τις άκρες ,αλλά με καλλιγραφικά γράμματα '''Τετράδιον εκθεσεως του μαθητου ...'''
Τότε έκανα πολύ όμορφα γράμματα ,ποτέ δεν κατάλαβα, πως στην συνέχεια δεν συνέχισα να κάνω , και άλλοτε έκανα κάτι γαιδουρογράμματα, και άλλοτε κάτι σαν από ιατρική συνταγή.. 

Για το σχολείο δεν διάβαζα ποτέ στο σπίτι ,απο τότε είχα εφαρμόσει τις συγχρονες τάσεις, να μην κουράζεται το παιδί στο σπίτι ,παρ'όλα αυτά ήμουνα ο πρώτος μαθητής σε όλες τις τάξεις του δημοτικού και του γυμνασίου ..
Οταν ερχόμουνα απο το σχολείο, κούναγα την τσάντα πάνω-κάτω σαν το σίδερο με τα κάρβουνα που είχε η μάννα μου ,έτσι μάλλον απο τον πολύ αέρα έπαιρνα φώτιση ,έχανα τα μολύβια μου ,αλλα το φυσερό δούλευε. 
Εφτανα σπίτι ,δεν έμπαινα μέσα, γιατί άντε μετά να βγείς εύκολα ,και χράπ εδινα μια στην τσάντα και αυτή προσγειωνόταν σε ένα παλιό καναπέ ,ήταν η λεγόμενη και απαραίτητη ώθηση στην παιδεία της εποχής ..

Αφού η μάνα μου, είχε στείλει αποσπάσματα για να με μαζέψουν για φαγητό ,και αφού συνήθως γύριζα με ''παράσημα'' και χτυπήματα ,μετά άρχιζε η διαπραγμάτευση ,να φάω .Εγώ το μόνο φαγητό που ήθελα, ήταν αυγά τηγανητά με βούτυρο του ντενεκέ  ,η μάνα μου να ενδίδει πάντα, και ο πατέρας μου να φωνάζει οτι με κακομαθαίνει .Τελικά και ένας και ο άλλος είχαν δίκιο ,αλλά αυτό αποδείχτηκε στην συνέχεια. 

Είχαν γίνει λοιπόν όλα αυτά ,και είχε έρθει το απόγευμα ,φύσαγε και είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει ,έκανε κρύο και η υγρασία σου περόνιαζε τα κόκκαλα .
Διπλα στο σπίτι μας ,ηταν ένας τοίχος γύρω στα δύο μέτρα ύψος, και μερικά σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο πάνω δρόμο ..
Αυτός ήταν ο αγαπημένος μου τοίχος για κάποιον λόγο ,ήταν η αγαπημένη μου συντροφιά ,γενικά πάντα με ντουβάρια τα πήγαινα καλά ..
Εκείνη την μέρα ,που έβρεχε, που φύσαγε ,πήρα τα βηματά μου και στάθηκα κάτω απο τον αγαπημένο μου τοίχο ..Η βροχή έρχόταν πάνω μου με την ορμή του νησιώτικου αέρα και εγώ εκει ακίνητος καθόμουν, και το απολάμβανα ..
Είχα γίνει μούσκεμα, και παρατρίχα γλίτωσα την πνευμονία ,αλλά όχι ένα άσχημο κρύωμα ,αλλά ήταν αυτό που πάντα ήθελα ,που πάντα επιζητούσα που και σήμερα ακόμη αναζητώ στις επιθυμίες μου ..

Εικόνες μιας άλλης εποχής ,ασύνδετες μάλλον, και χωρίς εμφανές ηθικό δίδαγμα για όλους εσάς ,ίσως ..

Ας ξαναγυρίσουμε πίσω ,ας αναζητήσουμε όλα αυτά που μας κάνουν να χαμογελάμε όταν τα σκεφτόμαστε, και προπαντός δεν στοιχίζουν τίποτε ..

Εκ Δελφινοσήμων ,είς (ένας )

1 σχόλιο:

ΜΑΡΙΑ είπε...

Ωραίο το κείμενό σου με τις αναμνήσεις σου από τα παιδικά σου χρόνια....!!!!
Εκείνη την εμμονή σου όμως με τα ντουβάρια να την προσέξεις..... γιατί μπορεί ένα ''ντουβάρι'' να το έχεις δίπλα σου σε όλη σου την ζωή.....!!!!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...