Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

''ΕΦΥΓΕ''


Προσπαθώ να αντιληφθώ με το λίγο μυαλό που κουβαλάω,την απύθμενη βλακεία,την ανίκητη,την μεγαλοπρεπή βλακεία,και συγχρόνως την εδραιωμένη αντίληψη οτι εαν δεν είσαι βλάκας δεν επιβιώνεις,και αναρωτιέσαι,αν όλοι αυτοί το κάνουν επίτηδες,η έπαθαν μόνιμη και ανήκεστη βλάβη.
Οπου το αυτονόητο καταντά αντικείμενο ενδελεχούς έρευνας,και σοβαροφανούς ενασχόλησης,όλων μας πιά.Σάμπως,και δεν υπάρχει πια καμμιά ελπίδα,χάθηκε με αφορμή την  κρίση(;) και εξαφανίστηκε απο παντού και για πάντα.

Τέλος πάντων,σήμερα λέω,να ασχοληθώ με κάτι που το βλέπω πολύ συχνά τελευταία και έχει γίνει πια κατεστημένη έκφραση απο όλους.
''Εφυγε'',λέει ο καθείς πικραμένος και πανύβλαξ,και εννοεί απλά οτι κάποιος πέθανε.
Απο πότε η λέξη πέθανε αντικαταστάθηκε απο την λέξη''έφυγε'';
Eίναι ένα είδος χαριτωμένης μεταφοράς λόγου,που δεν μας ενοχλεί;είναι καλόηχη; και φέρνει τύχη μήπως;
''Εφυγε'',και που πήγε ωρέ βλακοέλληνες;Πήγε παρακάτω,και θα γυρίσει,να περιμένουμε να μην φάμε,έφυγε αλλά θα αργήσει και να μην πέσουμε για ύπνο,
η έφυγε και έριξε μαύρη πέτρα πίσω του και μην τον είδατε τον Παναγή;
Εννοούν''μάλλον''οτι πέθανε,τα τίναξε,τα κακάρωσε,άντε γειά,και για να μην μας κακοπέσει,λέμε,''έφυγε'',και αφήνουμε και μια χαραμάδα,που ξέρεις μπορεί και να γυρίσει στην δεύτερη τρίτη παρουσία,μετά απο χρόνια και ζαμάνια.

''Εφυγε ''και που πήγε;Aν είναι,ας πούμε γνωστός, γλυκούλης,''αδελφούλα'',καλιτέχνης,πάει λέμε στην''γειτονιά των αγγέλων''.
Ερώτηση βλακα-νικού επιπέδου:Αυτή η ρημάδα η γειτονιά,είναι μόνο για τους καλούληδεςπου άφησαν αυτόν το μάταιο κόσμο και πήγαν μόνο κατακεί; 
H μήπως είναι για όλους πιά,αφού οι νεκροί δεδικαίωνται,άρα καλοί-κακοί στην ίδια γειτονιά, αυτή των αγγέλων που λέγαμε πριν .
Είναι μακρυά αυτή η γειτονιά,γιατί έχω και μια ανησυχία,αν είναι απόσταση,πως θα την βγάζουν οι ''γλυκούληδες'' μέχρι να φτάσουν εκεί.
Πάντως πρέπει να είναι μεγαλούτσικη γειτονιά,γιατί όλοι αυτοί που πάνε εκεί,και όσοι έχουν πάει τα τελευταία μερικά εκατομμύρια χρόνια,θάναι μερικά δισεκατομύρια και άραγε πόσοι κάθε μέρα περιμένουν στην σειρά,να μπούν στην γειτονιά.
Περνούν απο κάποιο έλεγχο,διαβατήρια ας πούμε,η μπέστε σκύλοι αλέστε,και ποιός μπαίνει,η γίνεται της μουρλής και όποιος προλάβει,πρόλαβε;

Οποιος είναι γνωστός κάπως,έχει κάνει  του κόσμου τις απατεωνιές,αλλά τώρα,τέτοια ώρα τέτοια λόγια,λέμε''έφυγε''κάνουμε πως λυπούμαστε,βγάζουμε και ένα δεκάρικο λόγο για τον εκλιπόντα,και πόσο καλός άνθρωπος ήτανε -οι κακοί πριν πεθάνουν περνάνε απο το καθαρτήριο του θανάτου τους,και βγαίνουνε σένιοι -.Βάζουμε και μαύρα γυαλιά και παιρνουμε αυτό το ύφος,του κλαμμένου μ...
Και μετά πάμε στην ταβέρνα για τα συληπητήρια,και τα γέλια κοριδίας του θανάτου μας,ακούγονται σαν κακόηχα φωνήεντα.

Εκείνος ο φτωχός που πεθαίνει κάθε μέρα,ανώνυμος και αμελέτητος,εκείνος ο πιτσιρικάς που τον καταπλάκωσε το σπίτι του στην Συρία και έγινε κιμάς,εκείνη η γριά που έπεσε τανάσκελα,και παρέδωσε το πνεύμα,απλώς πέθαναν,η σιγά,μη στάξει η ουρά του γαιδάρου που θα ασχοληθούμε μαζί τους,για να τους αποκαλέσουμε με την καλλιεπή έκφραση''εφυγαν ''.
Τι είδους διαστροφή και πνευματική κατάντια είναι,να ξορκίζουμε επιλεκτικά τον θάνατο;
Δεν αντέχουμε τις λέξεις ρε πατριώτες;Αλλά,αντέχουμε,όλα τα άλλα;
Eχουμε φτάσει σε τέτοιο επίπεδο ευδαιμονίας που δεν θέλουμε να χαλάσουμε την νιρβάνα μας και καταφεύγουμε σε παπαριές αυτού του στύλ''έφυγε''και''Γειτονιά των αγγέλων''.

Το δε,άλλο κουλό.Λένε οι παπαρολογούντες,έτσι για επίεδειξη καλοσύνης''Καλό παράδεισο''.Και δεν φτάνει που απαιτούν,να πάει ο δικός τους στο παράδεισο,τον θέλουν και ''καλό''.
Αυτή η ελληνική διαστροφή επιλογής κούφιων εννοιών,και χρήσης ελληνικών λέξεων για να πουν μια ανοησία,είναι η επιβεβαίωση της χειρότερης μορφής έλλειψης πολιτισμού και αυτοσεβασμού.

Θα μου πείς,και εσένα τι σε νοιάζει,πως θα αποκαλεί ο καθείς ένας,το θάνατο,την γειτονιά που θα πάει,και τον παράδεισο .
Με νοιάζει,να μην υποχωρώ στην απύθμενη βλακεία τους,με την χρήση όμορφων λέξεων για να ξεφύγουν,όχι απο την πραγματικότητα του θανάτου,αλλά από την μίζερη ζωή τους,την γεμάτη με ψεύτικη μπογιά,και την επίκληση,''ζήσε,και άσε τους άλλους να πάνε να γαμηθούν''και αν πεθάνουν,αποφασίσαμε,οτι''έφυγαν''.
Είτε,για να πάνε στην παραγκούπολη της γειτονίας των αγγέλων,είτε νάχουν''Καλό παράδεισο''.Μακρυά απο μας,και εμείς όταν τα τινάξουν εδώ είμαστε,θα τους έχουμε τότε,μια καλή κουβέντα βρε αδελφέ.

Επίσης,ισχύει οτι,αυτοί που''φεύγουν''τουλάχιστον στα καθημάς χριστιανοοθόδοξα,πάνε σε κάτι περιφραγμένα οικόπεδα,όπου βασιλεύει η σιωπή,ευδοκιμεί το πλαστικό λουλούδι και η ερημιά των τάφων;
''Εφυγαν'',και πήγαν μέχρι το κοντινό νεκροταφείο,έμειναν εκεί,μάλλον,δύσκολο εως χλωμό το βλέπω να ξανασηκωθούν,και σίγουρο είναι οτι,όλοι ξέρουν πιά,που βρίσκονται.

Ασε,που με την χρήση του''Εφυγε'',μπορούν να υπάρξουν και παρανοήσεις.
''Εφυγε ο δικός σου;'' 
Τώρα,πρέπει να ρωτήσεις περισσότερα για να καταλάβεις.
Εφυγε σε τόπο χλοερό και τόπο αναπαύσεως;Eφυγε και πήγε στα ξένα μετανάστης;
Eφυγε και πήγε για μπύρες δήθεν;Eφυγε και σε άφησε στα κρύα του λουτρού και έμεινες καγκελο;Eφυγε και πήγε,αλλά θάρθει;Eφυγε αλλά θα δούμε πότε ξαναθάρθει,Eφυγε και πήγε στα τσακίδια ;Eφυγε,και ακόμη τρέχει;Eφυγε και γύρισε να πάρει το κινητό του;
Tα τρένα που φύγαν,έφυγες άπονη,και άλλα πολλά.. 



Τελικά,όλοι μας φευγάτοι είμαστε,ένα φυγά έχουμε μέσα μας και ένα φευγιό ξορκίζουμε.

Μύλος.....

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 














  

Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

Ο ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ


Ισως φταίει η πανσέληνος η μεγάλη του Αυγούστου,ίσως φταίει η ζέστη του καλοκαιριού,πάντως σίγουρα κάτι φταίει και τάχω χαμένα.
Θα μου πείς,σιγά το νέο,όλοι το ξέρουν οτι,χρωστάς της Μιχαλούς,θα πούν κάποιοι φιλόστεργοι ακραιφνώντες φίλοι μου .

Και όταν λέμε χαμένα,μιλάμε για μεγάλη ζημιά,δηλαδή να σκεφείτε σήμερα το πρωί,ενώ είχα ξυπνήσει κανονικά,νόμιζα οτι ήμουν άλλος,
και προσπαθούσα λέει,να ξυρίσω τα πολλά γένεια μου,εγώ που ποτέ δεν άφηνα γένεια πάνω απο μια μέρα.
Κοίταζα το καθρέπτη και ρωτούσα τον τύπο που έβλεπα.
''Ποιός είσαι ρέ φίλε,τι φάτσα είναι αυτή,που την βρήκες;''
Γύρισε ο τύπος στον καθρέπτη,και μου αντιλέει:
''Και εσύ,ποιός νομίζεις οτι είσαι,έχεις δείς την φάτσα σου στο καθρέπτη τελευταία; 
Eκεί,αγαπητοί μου,τάπιαξα τελείως.Αφού δεν ήμουν εγώ στο καθρέπτη,έστω και έτσι,ποιός διάολε ήμουν;
Κοίταγε ο ένας τον άλλον,έγερνα το κέφαλι αριστερά ,ο τύπος στον καθρέπτη το κουνούσε δεξιά,γούρλωνα τα μάτια,με κοιτούσε ανέκφραστος σαν να μου έλεγε''Τι αστείος που είσαι,με αυτή την φάτσα;''
Ψιλοζορίτηκα είναι αλήθεια,ρε λες νάμαι άλλος,και να μην το ξέρω,να μην μου τόχει πεί κανένας μέχρι τώρα;
Πάλι,δεν γινόταν αυτό,αφού μέχρι να πάω στην τουαλέτα ήμουν μόνος μου,το θυμάμαι καλά,από την άλλη ο καθρέπτης με κοίταζε με αναίδεια και ήταν πέρα για πέρα πραγματικός .
Καθόμαστε λοιπόν,σαν δύο ηλίθιοι και κοιτάγαμε ο ένας τον άλλον,  κάναμε γκριμάτσες,περισότερο σαν παντομίμα τόλεγες,και παιχνίδι ποιός είναι πιό χαζός .

Γύρναγα με προσοχή προς τα πίσω,να δώ,τι θα κάνει ο τύπος στον καθρέπτη,τώρα δεν τον έβλεπα,όμως ένοιωθα στην πλάτη μου να καίει απο τις γεμάτες περιφρόνηση ματιές του,σαν μούλεγε:
''Οχι μόνο είσαι γελείος,είσαι και ανόητος,έλα γύρνα μην κάνεις σαν παδί που του πήρανε το τόπι.''
Τι να κάνω και εγώ,γύρισα,και του λέω:
''Τι θα γίνει τώρα;θα πάρει ώρα αυτό το αστείο;Εχουμε και δουλειές ;'' 
Και εκεί ακριβώς τον έπιασε ενα χοντρό ασταμάτητο γέλιο,κόντευε να πνιγεί,δάκρυα τρέχαν από τα μάτια του.
''Δουλειές;ποιές δουλειές ;Πω- πω,ρε μεγάλε,καιρό είχα να ακούσω κάτι τόσο αστείο,και να γελάσω τόσο,μπράβο ρε,είσαι απίστευτος ,''
Τον κοίταξα καλά καλά,μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι,κοίτα να δείς τον βλαμμένο,που γελάει έτσι μαζί μου.
Απο την άλλη,είπα να δώσω τόπο στην οργή και να κάνω πως δεν το κατάλαβα,ήταν και πρωί,δεν είχα διάθεση να μου χαλάσει την μέρα και τον κοίταξα με ύφος πολύ σοβαρό,ενοχλημένο πολύ,και ανασηκώνοντας τα φρύδια ,του λέω:
''Κοίτα,πρέπει να φύγω αρκετά κράτησε το αστείο''και πήγα να πάρω το πιστολάκι να ισιώσω τις περιτές τρίχες της κεφαλής μου ..
Τότε,μου είπε κάτι,με ύφος καρδιναλίου,που με συγκλόνισε.
''Γιατί το ζεσταίνεις το κεφάλι σου,οι τρίχες φύγαν μετανάστες,το μυαλό που έχεις εκεί,όσο και αν το θερμαίνεις,τσιμέντο ήταν,και τσιμέντο θα μείνει,άσε που ακόμη και να το πυροβολήσεις δεν θα γίνει τίποτε. ''Τίποτε;''ρώτησα. 
''Ναι,δεν έχεις ακούσει οτι ο καλλίτερος τρόπος για να κάνεις μια δήθεν αυτοκτονία είναι να πυροβολήσεις το κεφάλι σου,αφού δεν υπάρχει και κανένα ζωτικό όργανο εκεί ..''
Ρε αει σιχτίρ,του πέταξα,και έσκυψα να  πάρω την πετσέτα που είχε πέσει στο πάτωμα .
Ηταν ευκαιρία,να σκεφτώ τι θάκανα με τον τύπο που μου ζαλωθεί πρωί- πρωί,δεν μπορεί,κάτι έπρεπε να κάνω με είχε στριμώξει άσχημα ..
Κέρδιζα,κάποια δευτερόλεπτα,προσπαθώντας να πάρω την πράσινη πετσέτα απο το πάτωμα,πράσινη είπα;
Αυτό έπρεπε να το εξετάσω μετά,που θα τέλειωνα με τον τύπο απέναντι,και αφού δεν είχα και τίποτε έξυπνο να πω,σηκώθηκα απογοητευμένος σαν τον σουγιά πούχε μαγκώσει απο την μη συχνή χρήση.
Σηκώνομαι επιτέλους,και ο τύπος στο καθρέπτη είχε εξαφανιστεί.
Ολα ήταν πια λογικά,δεν υπήρχε κανένας εκεί,έβλεπες το βάθος χωρίς κανένα εμπόδιο ....

Βγήκα απο την τουαλέτα αρκετά ήρεμος,ένοιωθα οτι,είχα νικήσει,σε ένα αγώνα που τον νόμιζα χαμένο.Εντάξει,ήθελα να ξεχάσω οτι υπήρξε και ο τύπος στο καθρέπτη,έτσι μούρθε να ξαναπάω πίσω,να δώ,εαν ξαναγύριζε αλλά το φοβήθηκα και έκανα το κορόιδο.
Είμαστε τώρα για τέτοια,να μας αρχίσει και τίποτε άλλο,και άντε να βρίσκεις απαντήσεις σε όλα,άσε που ποιός μου εγγυάται οτι,δεν θα δώ κανένα άλλο διαφορετικό τύπο ..   

Ντύθηκα βιαστικά,έβαλα τα γυαλιά σταβωμάρας που δάγκωνα τόση ώρα στο τσέπη το πουκαμίσου μου,πήρα την τσάντα μου,και πηγαίνοντας τοίχο-τοίχο μην και ξεφυτρώσει κανείς από κάποια γωνία .
Ετσι,με την άκρη του ματιού μου,είδα την πετσέτα πάλι πεσμένη κάτω. Ηταν πάλι πράσινη,και πως διάολε ήμουν σίγουρος οτι ήταν άλλο χρώμα .
Τι χρώμα ήταν;Μάλλον καφέ σκέφτηκα,και σχεδόν τρέχοντας έφυγα.

Κατεβαίνοντας τις σκάλες,σαν να μου φάνηκε οτι,κάποια σκιά με ακολουθούσε,έκανα πως δεν τούδωσα σημασία,και μπήκα στο αυτοκίνητο.
Περίμενα μήπως και φανεί η σκιά,λές σκέφτηκα; 
Δεν φάνηκε,έβαλα μπρός και όπως κάθε μέρα πήρα το δρόμο ανάποδα και όπως κάθε μέρα,ήλπιζα οτι,κάποιος που θαρχόταν κανονικά,θα μούλεγε :''Που πάς βρε ηλίθιε,δεν βλέπεις οτι απαγορεύεται;''

Δεν έγινε τίποτε τέτοιο δυστυχώς,και βγήκα στο μεγάλο δρόμο 

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 






Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1968 ,ΠΕΡΑΣΑΝ ΚΙΟΛΑΣ,12 ΟΛΥΜΠΙΑΔΕΣ


Πριν,από 12 ολυμπιάδες ακριβώς ..1968

Ολυμπιακοί αγώνες στο Μεξικό,υψωμένες γροθιές με μαύρα γάντια απο τους αμερικάνους σπρίντερς,άνοιξη της Πραγας,από την ''φιλάνθρωπη'' εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία για την επαναφορά τους στο σωστό δρόμο,άνοιξη και στο Παρίσι,με τα γεγονότα που σημάδεψαν όλη σχεδόν την ήπειρο και πολλές γενιές ακόμη,πέθανε και  ο ''γέρος της δημοκρατίας'' Παπανδρέου,και καταδικάστηκε σε θάνατο ο Παναγούλης σε μια Ελλάδα στο δεύτερο χρόνο της εθνοσωτήριας επανάστασης και δικτατορίας μαζί ...

Από τότε μέχρι σήμερα,έχτιζα τούβλο-τούβλο την ζωή μου,και πάντα είχα το φόβο μήπως και χτίσω ένα τοίχο,που θα με έκλεινε απ' έξω,κάτι σαν μια εκούσια αυτοκτονία,έχτιζα τον τοίχο και τον μέτραγα με τις ολυμπιάδες,άλλοτε 4 χρόνια,και άλλοτε σε 48 δόσεις .
Ηταν και τότε Αύγουστος,και έκανε ζέστη πολύ στην Αθήνα.
Είχα μόλις τελειώσει το γυμνάσιο στην Σάμο με βαθμό σχεδόν άριστα,είκοσι σε όλα,είχα αφήσει πίσω μου μπόλικα καντήλια εκκλησιών κατεστρεμένα,που σπάγανε όταν με βλέπανε,αλλά είχα μείνει πάντα  στο απυρόβλητο μιας ιδιότυπης ασυλίας από όλους,και μόλις πριν από δύο μήνες είχα στεφανωθεί απο τον ίδιο τον μέγα Ασλανίδη,υπουργό αθλητισμού της χούντας νικώντας στα 80 μέτρα στους πανσαμιακούς αγώνες, στην σκυταλοδρομία 4χ80,και στο μήκος των αγοριών.
Μόνο στο ακόντιο δεν τα κατάφερα,αφού αντί να το ρίξω στο γήπεδο τόστειλα να κατηφορίσει στο λιμάνι της Σαμου που ήταν από κάτω  .
Γενικά,είχα έρθει την Αθήνα τροπαιούχος,αν και,η μετανάστευση μας,στην μεγάλη πολη είχε συνοδευτεί απο οδυνηρές οικογενειακές καταστάσεις την προηγούμενη χρονιά. .
Ημουν ψηλός,για τα μέτρα της εποχής,γυμνασμένος απο το κυνηγητό στα σοκάκια και καντούνια του Ανω Βαθέος,παίζαμε με τις πέτρες και πολεμάγαμε μεταξύ μας,με σφεντόνες,αλλά και κάτω από σημαίες των κρατών που μερικά χρόνια είχαν εμπλακεί στο μεγάλο πόλεμο και στο εμφύλιο στην συνέχεια .
Εγώ,είχα επιλέξει νάχω σημαία,ένα κόκκινο πανί,χωρίς το σφυροδρέπανο,οπαδός της μεγάλης χώρας-ουτοπίας της Σοβιετικής ένωσης .Ποτέ δεν φανταζόμουνα οτι,αυτή η κόκκινη παντιέρα που τότε δεν ενοχλούσε κανένα,θα ήταν μια απο τις αιτίες που θα με χαρακτήριζαν συμπαθούντα κομμουνιστή,και θα με εξόριζαν στην Λήμνο με όλα τα κομφόρ εκεί .
Κοντό μαλλί,λόγω των επιδείξεων και της παρουσίας του υπουργού,με κάτι λίγες τρίχες μπροστά σαν κακοραμένες αφέλειες,μεγάλο κεφάλι,που μούδινε πάντα χαρακτηρισμούς,κεφάλας ,αγύριστο,μουλάρι .
Οταν ήμουν πιο μικρός,είχα και δυο παρατσούκλια,ένα του πατέρα μου,του παππού δηλαδή''ο γιός του γανουτζή''ο ας πούμε, περιφερόμενος αργυροχόος στο χωριό,κουτάλια και πηρούνια μαύρα και γαριασμένα,τα βούταγε ο παππούς στο μείγμα και γινόταν μαγικά ασημένια για καμμιά βδομάδα,και άντε πάλι απο την αρχή .
Το άλλο παρατσούκλι μου τόχαν δώσει στο δημοτικό,με φωνάζανε ''πηχτή'' ,λόγω κεφαλιού,λόγω ακατάσχετης εξυπνάδας και αυτόκλητης αρχηγοσύνης .
Πάντως,τότε,με ενοχλούσε πολύ,μάλλον για ένα λόγο,δεν μου άρεσε καθόλου η πηχτή,που είναι ο ζελές,όταν κρυώσει,και προκύπτει απο τα εντόσθια κεφαλάκια ποδαράκια και λοιπά τοιαύτα .

Ημουν,και μαύρος,μελαχροινός,Πακιστανός ατόφιο πράγμα ,ποτέ δεν κατάλαβα πώς όλο αυτό το βερνίκι στα χρόνια που πέρασαν έφυγε,και τώρα μπορώ σχετικά εύκολα  να περνιέμαι για ''Ευρωπαίος'' ..
Μόλις,είχα φορέσει και μακρυά παντελόνια εκεί στο αρχή του καλοκαιριού του 68,με αφορμή την έλευση μου στην Αθήνα, σαν επιβεβαίωση της σημαντικής αυτής άφιξης..
Ηρθα λοιπόν στην Αθήνα τέλοςΙουνίου,φορτωμένος με ατέλειωτο εγωισμό,πτυχία και βραβεία,και βγήκα στην άλλη όψη του φεγγαριού .
Επρεπε,να επιβιώσουμε,μετά από μια επιλογή ακατανόητη για πολλούς,να φύγεις απο το χωριό-κωμόπολη,που ήσουν αν όχι δήμαρχος κάτι σημαντικό,και να πας στην πόλη που δεν ήσουν ούτε καν κλητήρας.

Μέναμε σε ένα σπίτι στο Σταυρό της Αγ.Παρασκευής,σε με δύο μεγάλα δωμάτια με κεραμίδια,μια κουζίνα κολημένη με ούχου δίπλα στο σπίτι, και το ''μέρος'' μακρυά,ίσαμε τριάντα μέτρα ,αλλοίμονο και σε έπιανε κόψιμο,τάιζες με λίπασμα την αυλή .
Είχε μια τεράστια τρύπα που με φόβιζε πάρα πολύ,πήγαινα με προσοχή,άκρη- άκρη,μην πέσω μέσα,και ποιός ξέρει τι θα γινόταν,άσε που,δεν θάκουγε και κανένας.
Είχε μπροστά,για πόρτα,ένα χράμι που κάλυπτε το μισό άνοιγμα,και ένα πλαστικό πανί με χάντρες,που κάθε φορά που τόσπρωχνες κροτάλιζαν οι χάντρες και σχεδόν σου κοβόταν η όρεξη ..
Ολα καλά με το σπίτι,που δεν ήταν και τρώγλη,αλλά έπρεπε να βρούμε και χρήματα .
Ο πατέρας μου δούλευε στο εργοστάσιο του Παπαστράτου,και ήθελε κάθε μέρα,4 ώρες να πάει και να γυρίσει,και κάθε βράδυ που γύριζε,μας έτριβε στα μούτρα,εμένα και στην μάνα μου,την επιλογή μας αυτή νάρθουμε στην Αθήνα .
Είχα και ένα θείο,αδελφό της γιαγιάς μου,που ήταν εργολάβος οικοδομών.
Πήγε ενα βράδυ ο πατέρας μου στα κρυφά στον μπάρμπα,και του λέει μήπως να βρούμε καμμιά δουλειά για τον μικρό,εμένα δηλαδή,να βγάζει κανένα δίφραγκο να βοηθήσω και εγώ, τάχατες.
Ηρθε λοιπόν ο μπάρμπας αυτός μιά Κυριακή πρωί,έκατσε σε κάτι πλαστικές καινούργιες καρέκλες,που μας είχε χαρίσει ο ίδιος,και απεφάνθη.Εχουμε δύο επιλογές,είπε.
Εγώ έκανα οτι διάβαζα,είχα το περιοδικό Οικογενειακό θησαυρό,και διάβαζα σε περίληψη έργα κλασικών,τότε θυμάμαι είχα αρχίσει τον Ηλίθιο ..
Η μία επιλογή ήταν,να πουλάω εφημερίδες στην Αγία Παρασκευή,θα με πήγαινε στον αστυνόμο της περιοχής που θα έδινε το οκ,και θα πουλούσα εφημερίδες,τις σωστές,και όχι τίποτε Αυγή και ΝΕΑ .
Ο θειός μου,ήταν καραδεξιό μούτρο,από γενιά Μάυδων -κάτι σαν εσωτερική πολιτοφυλακή των δεξιών καθαρμάτων που νίκησαν στον εμφύλιο -.
Ειχε λοιπόν τα μέσα,και την είχαμε στο ''χέρι'' την άδεια,να πουλάω εφημερίδες. 
Μόνο μην ντρέπεσαι,να φωνάζεις πιο πολύ απο τους άλλους,μου σφύριξε, για κάτι τσογλάνια δεξιά υπολείμματα,που γυρνάγανε απο πόρτα σε πόρτα,και κάρφωναν τους πάντες στην ασφάλεια,του στύλ,πόσες φορές πήδαγε ο κυρ-Ανέστης απέναντι,και είχε και ένα καημό ο μπάρμπας μου,δεν μπορεί κάτι κρύβουν οι φωνές της Κατίνας,της γυναίκας του Ανέστη,κάθε φορά που της άλλαζε τις λάμπες,και έλεγε η Κατίνα το Χριστό Παναγιώτη.

Από χρήματα;Λέω εγώ,ο έμπειρος με τα οικονομικά,αφού στο μυαλό μου είχα,πόσα φράγκα θα μάζευα,να κατέβω στην Σαμο,και να περνάω όμορφα με την Ντίνα και την Μάκη τον Δημήτρη και τον Αλέκο .
Μπά,τα χρήματα δεν είναι πολλά,5 δραχμες τη μέρα είπε,και σούφρωσε τα χείλη του,ρουφώντας το καπνό απο άφιλτρο Λαμίας που κάπνιζε,και με φλόμωνε .
Και η άλλη ;Η άλλη εχει λεφτά,αλλά θέλει κότσια απεφάνθη ο Κανελόπουλος της γειτονειάς.
Δηλαδη πόσα;Είπα,εγώ,μην ρωτώντας για το είδος της δουλειάς που μου προξένευε .
Μπετά,οικοδομές,μούπε,αλλά και 70 δραχμές την μέρα για επτά ώρες δουλειά .
Πολλά χρήματα σκέφτηκα,όταν ο πατέρας μου έπαιρνε με το ζόρι 40 δραχμές μεροκάματο .
Θάρθω,είπα,θείε,ήταν και η μοναδική φορά που τον είπα θείο .
Με χάλαγε η φάτσα του,και η καραδεξιά εληά,πούχε στο κούτελο . 
Κουβέντα στην κουβέντα,συμφώνησα,σε ηλικία 15 ετών,να πάω να δουλέψω μαζι του στην οικοδομή που άνεβαζε στην Βουλιαγμένη ..

Και έτσι,αρχίζει η πορεία μου,προς το εργατικό προλεταριάτο,σε ηλικία 15 χρόνων,εγώ,ένας τύπος που καβαλούσε την Σάμο,αλλά τούτυχε να καταλάβει και τα χειμερινά ανάκτορα της εργατιάς.
Ομως,ωραία όταν τα διάβαζα,για τους αγώνες της εργατικής τάξης,που ενίοτε πάει και στον παράδεισο,και άλλο είναι να το ζεις,στα μικράτα σου κιόλας .

Ξεκίνησα λοιπόν στις 15 Ιουλίου του 68,και υπελόγιζα πόσα φράγκα θα καβάτζωνα,για να κάνω το ταξίδι στο νησί,που,με περίμενε με ανοιχτές αγκάλες και όχι μόνο ..
Πρόσεξε,μούπε ο μπάρμας μου,η δουλειά είναι σκληρή και πρέπει να κοιμάσαι νωρίς. .
Την επόμενη Δευτέρα θάρχιζα,και από το Σάββατο το μεσημέρι,η μάνα μου ετοίμαζε τον εαυτό της και μένα για το μεγάλο γεγονός .
Είχαμε σπίτι ένα τεράστιο ρολόι,με κάτι κοντά μεταλλικά ποδαράκια και στεκόταν μετά βίας στο κομοδίνο απο κόντρα πλακέ,πούχα δίπλα στον καναπέ- κρεβάτι μου .
Του γυάλισα και το τζάμι,μήπως και δεν ακουστεί,εάν είχε σκόνη ,ποιός ξέρει ;
Είχε στο πίσω μέρος κάτι πεταλούδες κουμπιά,και κάθε φορά,που το ρύθμιζα βογγούσαν τα ελατήρια στο εσωτερικό,φοβούμενος πάντα μήπως και το τερματίσω στο κούρδισμα και σπάσει,και μετά ποιός θα φύλαγε καραούλι να με ξυπνήσει.
Ωρα έγερσης 4 και μισή,την κοίταζα,την ξανακοίταζα,σαν μικρή μου φαινόταν,αλλά το μόνο που πέτυχα είναι να την ρυθμίσω στις 4 και 35. Ξάπλωσα σίγουρος οτι είχα κάνει την έξυπνη επιλογή,πολλά τα  φράγκα,και ξαφνικά μούρθε μια απίστευτη ανάγκη για κατούρημα .
Ωχ σκέφτηκα,αυτό μας έλειπε τώρα,να πας,να γυρίσεις,να σε κοιτάσει με μίσος η αβυσαλέα τρύπα,να χτυπάνε οι χάντρες,περιπέτεια,οπότε σηκώνομαι σιγά- σιγά βγαίνω απο το παραπόρτι της κουζίνας- στοάς, και την αμολάω στο κήπο .Σιγά,ποιός θα το πάρει είδηση ..
Αντε,στο κρεβάτι πίσω,κοιτώντας το ταβάνι,που πέφτανε τα φώτα των αυτοκινήτων απο το δρόμο,σαν σκιές απόκοσμων όντων,φοβήθηκα,και κοιμήθηκα ..
Δεν πέρασε πολύς χρόνος κσι τα ελατήρια ξαμολήθηκαν και βαράγανε το κουδούνι στο εσωτετικό του ρολογιού,σαν έμβολα μέσα στα αυτιά μου. Σηκώθηκα,σαν τον Μακρή τον μπεκρή,έριξα λίγο νερό στο προσωπό μου,φόρεσα και τα σιδερωμένα ρούχα που μούχε ετοιμάσει η μάννα μου,λες και πήγαινα να δουλέψω στο υπουργείο εξωτερικών. 
Εβαλα και μπριγιαντίνι,να στρώσω το τσουλούφι το μαυρειδερό,και κατ'ευθείαν στην στάση του λεωφορείου πεντακόσια μέτρα στην Μεσογείων,ζαλισμένος σαν το καράβι που το βρήκε φορτούνα. 
Εκεί,κάπου σκάλωσα,φοβήθηκα και δείλιασα.
Βρέ,μήπως να το αφήσω,και να πουλάω εφημερίδες,άγρια ξεκίναγε,και ακόμη δεν είχε ξημερώσει.Βαθύ σκοτάδι παντού,ο χωματοδρομος λακούβες και χοντρά χαλίκια,αλλά η απληστία του εργατικού αγώνα του νεανικού πείσματος,και τα φράγκα που τάκουγα να κουδουνάν στην τσέπη μου,με οδήγησαν στην στάση. 
Μια στάση μισογερμένη αριστερά,με μια τάβλα για κάθισμα,καθόταν μια χοντρή ''γριά'' καμμιά σαρανταριά χρονών.Που πάει τέτοια ώρα σκέφτηκα,που να φανταστώ τότε,οτι,κάποιες σκάλες πριν πατηθούν θέλαν γυάλισμα από τα χεράκια της κυρά Δέσποινας.
Τόμαθα το όνομα της,τις επόμενες μέρες,που,σαν φαντάσματα αυτή και εγώ περιμέναμε νάρθει κάθε μέρα το λεωφορείο.
Εκείνα,τα μπλέ με μουτσούνα λεωφορεία,έμπαινες απο πίσω,αριστερά και  υπεριψωμένα,σαν υπέργειος κριτής,καθόταν ο εισπράκτορας,με κείνα τα κασκέτα στολής σαν τραγιάκσες του Λένιν,σε κάτι αφίσσες που αντάμωσα αργότερα στα φοιτητικά μου χρόνια .
Σε κοίταγε άλλοτε με μίσος,που τον ανάγκαζες νάρθει να σε πάρει,και άλλοτε με παγερή ματιά σαν να του χρώσταγες και του τάδινες λίγα- λίγα.

Πρώτη,η κυρά -Δέσποινα,πλήρωνε τα 70 λεπτά που ήταν το εισιτήριο,και καθόταν πάντα απέναντι από τον εισπράκτορα,πλήρωνα και εγώ,και καθόμουν στις μονές,πάντα στα δεξιά,θέσεις,για να κοιτάω έξω,και για να μην αναγκάζομαι να μιλάω με κανένα,αν και ποιός είχε όρεξη στις 5 η ώρα το πρωί να μιλήσει,και τι να πεί,άλλωστε .
Ο οδηγός πάντα ο ίδιος,φορούσε και αυτός στολή και κασκέτο,κάπνιζε,και έβριζε για οτιδήποτε,ακόμη και για το αυτοκίνητο που πεντακόσια μπροστά του,έστριβε αριστερά αντί για δεξιά που ήθελε αυτός .
Πήγαινε αργά,τα τζάμια θολά,και το φώτα έξω κίτρινα,και αχνόφωντα περνούσαν απο μπροστά μου,δίπλα μου ,απέναντι του .
Μόνο,στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής, υπήρχε το πουλί φωτισμένο περίλαμπρα, μεγάλο σε μια τσιμεντένια βάση.Φαντάρος και φοίνικας,και απο κάτω, Ζητω η 21 η Απριλίου. Ζήτω και πάλι ζήτω είπα και εγώ,περιμένοτας να φτάσει το λεωφορείο στο Ζάπειο, πηγαίνοντας για Συγγρού  που ήταν το τέρμα .Κοίταζα,μην χάσω και την στάση, σηκωνόμουν δυό- τρείς πιο πρίν -ακόμη και τώρα θα το έκανα αν πήγαινα με λεωφορείο -.
Στο Ζάπειο,ήταν η αφετηρία για Βουλιαγμένη και έφευγε στις 6 παρά τέταρτο,για νάμαστε εξήμισυ στο τέρμα, και επτά στην οικοδομή έτοιμοι για δουλειά ,
Τα λεωφορεία για την Βουλιαγμενη,ήταν πιο καινούργια,και πιο καθαρά,και είμαστε πάντα πέντε εξ νοματαίοι,εγώ ο πιό μικρός,νυσταλέοι,αποπαίδια μιας συνοικίας που μας ήθελε να πηγαίνουμε κρυφά να την φτιάχνουμε,και να φεύγουμε ήσυχα, για να μην ενοχλούμε τις φωνές που έβγαζαν αυτοί που Αυγουστο καιρό,πήγαιναν για μπάνιο 

Το λεωφορείο ταξίδευε στην νύχτα,μετά στο μισόφεγγο,και στο τέλος στην χαραματιά του πρωινού δίπλα στην θάλασσα,που λες και άχνιζε, απο την δροσιά που καθόταν πάνω της .
Εγώ,όμως έπρεπε και ήμουν εκεί στις 7 παρά τέταρτο,ο μπάρμπας μου ήταν απο τις 6,για να ετοιμάσει τα χαρμάνια,τα σίδερα,να παραλάβει υλικά,τούβλα,και ασβέστη. .

Ηταν ένα σπίτι διπλοκατοικία πολύ μεγάλο,πόσοι άνθρωποι θα μείνουν εδώ;Οσοι νόμιζες,πως θα μείνουν στο δικό σου,πούφτιαξες εσύ,μου απάντησε μια φωνή πολλά χρόνια αργότερα .
Είχε προχωρήσει αρκετά,ήταν στα μπετά στο δεύτερο όροφο και στα τούβλα στο πρώτο.
Μάλιστα,είπα,ωραία επιλογή έκαμες,και πριν προλάβω να καλοσκεφτώ,μου λέιει πατρικά ο θείος ''Ακου,θα τα μάθεις με την σειρά,θα φτιάχνεις χαρμάνι,τσιμέντο,ασβέστη και άμμο,θα κουβαλάς το μπετόν με τον ντενεκέ στους ώμους, και μετά άμα περισέψει χρόνος θα κουβαλήσειςκαι τούβλα στο μάστορα.Διάλειμμα στις 10 για κολατσιό και τσιγάρο,πρόχειρο φαγητό στην μία, ψωμί,τυρί,ντομάτα,και σχολάμε στις 2 και μισή .''
Τόσο απλά,τόσο εύκολα,που λες,σιγά επτά ωρίτσες είναι θα περάσουν,και έτσι άρχισε,και σιγά- σιγά έμαθα να φτιάχνω το καλλίτερο χαρμάνι,είχα επινοήσει μια δική μου τεχνική με μια βαθειά τσάπα να μην σβολώνει το τσιμέντο και να μην γίνεται και νερουλό .
Γέμιζα τον ντενεκέ,με την ξύλινη λαβή μέχρι λίγο πάνω απο τη μέση,αφού όταν τον ξεχείλιζα χυνόταν στο σβερκο μου,και γέμιζε η πλάτη μου. 
Μπετόν,σκόνη απο το τσιμέντο,και ασβέστης,που σούλειωνε τα χέρια,και λάσπη που γέμιζαν τα νύχια σου μέχρι το μεδούλι, μια χαρά ήταν .
Πόναγε ο λαιμός μου εκεί,που η ακμή του ντενεκέ με πίεζε,είχε ματώσει και παρά τις προσπάθειες της μάνας μου με κοπρέσες,κάθε μέρα η πληγή μεγάλωνε .

Ειχα όμως και τα τυχερά μου,δίπλα ακριβώς,ζούσε μια πολύ όμορφη γυναίκα με μακρυά μαλλιά,λεπτή και συνήθως φορούσε,είτε ελάχιστα,είτε προκαλούσε τους οικοδόμους επίτηδες.
Μας είχε δεί να την παίρνουμε μάτι,άσε που,στον πρώτο όροφο στο δωμάτιο που είχε καλή θέα,πάντα κυκλοφορούσαν υγρά σε παχύρευστη μορφή.
Το δεύτερο καλό ήταν,η τεχνική,πως κρατάς τον ντενεκέ,πως τον αδειάζεις στην ταράτσα,και όχι στό πόδι σου. 
Επίσης κοιτούσα,τους κτίστες με το εργαλείο με την φουσκάλα στην μέση για νάναι ίσιο το επίπεδο,η με τους σπάγγους και τους μεταλικούς κώνους για να είναι ίσιος ο τοίχος .Κοίταζα τους τοίχους,τούβλο-τούβλο,να σηκώνονται,να φτάνουν μέχρι το ταβάνι, και να σε κλείνουν,είτε μέσα,είτε απέξω .
Απο τότε,φαντάζομαι να χτίζω τοίχους με τούβλα,να μην τελειώνουν ποτέ,αλλά και άλλες φορές να παίζω το παιχνίδι,μιά απο μέσα,μιά απέξω,και ο τοίχος να σωριάζεται στο πάτωμα αφού,δεν είχα αποφασίσει τι θέλω,απο τον τοίχο μου ..  

Σχολάσαμε,μαζέψαμε όλα τα εργαλεία,πλύναμε τους ντενεκέδες με νερό,μαζέψαμε τα υλικά και μετά πήραμε το λάστιχο και πλενόμαστε,τόσος κόπος,να φύγει ένα ολόκληρο επίπεδο λάσπης και τσιμέντου πούχε δημιουργηθεί,ρίχναμε με πολύ πίεση,και χωρίς να φύγουν όλα,βάζεμε τα ρούχα της διαδρομής,και άντε πάλι στην στάση .
Τωρα πια,δεν είμασταν μόνοι μας,είχε κόσμο,νέους,και κοπέλλες που είχαν τελειώσει το μπάνιο τους,και γύρναγαν σπίτι τους κατακόκκινοι απο τον ήλιο,όμορφοι μέσα στα ψάθινα καπέλα τους,με γεμάτες τις τσάντες τους,κρέμες,και αντιηλιακά,μαγιώ και τόσα άλλα άγνωστα σε μένα.

Καθόμουν σε μιά γωνιά,και περίμενα,ήθελα να μην είμαι εκεί,ήθελα να ξεκινήσω με τα πόδια,να μην με βλέπουν,και να μην τους βλέπω,ήμουν παράταιρος,και γέμιζα τον τόπο τους,και σε αυτό που νόμιζαν,οτι τους ανήκε .
Συνηθως εύρισκα να κάτσω,γιατί οι μεγάλες παρέες,κρεμασμένες στις χειρολαβές προτιμούσαν να χαριεντίζονται μεταξύ τους,να κάνουν πλάκα.
Ακόμη και ο εισπράκτορας μισογελούσε με το θέαμα,παιδιά είναι,άστα να γλεντήσουν άλλωστε μεσημέρι είναι,κανείς τους,δεν με ξύπνησε από τα μεσάνυχτα σκεφτόταν.
Εγώ,κρυμμένος στην σιωπή,ένοιωθα μικρός και δειλός,ένοιωθα ένοχος και ασήμαντος,χωρίς να ξέρω τους λόγους για όλα αυτα,είχα ξεχάσει και τα λεφτα και την Σάμο,και τα αναμενόμενα γλέντια και την γκόμενα δίπλα,και το εγωισμό μου,και είχα παραδοθεί στην θλίψη και στα κολοσιαία ερωτηματικά.
Αει,και γαμήσου Λένιν και Μάρξ και οι συν αυτώ.Αυτά,όμως τα είπα πολύ αργότερα,όταν οι δυό τους δεν μπόρεσαν να μου εξηγήσουν,τα πιο απλά πράγματα,που τους ρωτούσα και κάθε φορά οι υπηρέτες τους στο σύστημα,μούδιναν και απο μια διαγραφή ..

Οταν τέλειωνε το μαρτύριο της διαδρομής μέχρι το Ζάπειο,ξαναρχόμουνα στα νερά μου,στο λεωφορείο για την Αγια Παρασκευή,ήταν όλα σωστά,ήρεμα,αμίλητα,κουρασμένα πρόσωπα και σώματα,εξαντλημένοι και παραδομένοι,χωρίς φωνές,χωρίς θέλω,όλα ελεγχόμενα. Κατέβαινα στην στάση,Παραδεισος,μόνος μου πιά,είχα αφήσει πίσω μου,τα πάντα,και στον ιδιο χωματόδρομο κλώτσαγα,τα ντενεκέδια απο Μπυράλ που όλοι είχαν την συνήθεια να πετούν στο δρόμο και κλωτσοπατινώντας έφτανα στην Περικλέους 20,στο σπίτι με την αυλή και τα συρματοπλεγματα,και την τουαλέτα με την τεράστια τρύπα στο κέντρο.Εμπαινα μέσα απο την κύρια είσοδο,έλεγα ένα γειά στην μάνα μου,που με κοίταγε στα μάτια,και περίμενε να της πώ κάτι ..
''Θέλεις να φας κάτι'' Οχι,ήταν πάντα,η απάντηση απο μένα,μονότονα,μονόχνωτα, απειλητικά,αλλά και ενοχικά,αφού αυτή και εγώ πήραμε την απόφαση νάρθουμε εσωτερικοί μετανάστες.
Επεφτα ξερός στο κρεβάτι- μπαούλο- καναπέ,κοίταζα με μίσος το ρολόι,και κοιμόμουν μέχρι νάρθει η μάννα μου να με ξυπνήσει 
''Ξύπνα αγόρι μου,νύχτωσε,ήρθε και ο πατέρας σου ''' Α,μάλιστα,ήρθε,έλεγα πάντα.Ποτέ,ακόμη και σήμερα δεν κατάλαβα τι εννούσα τότε.
Ολο αυτό κράτησε μέχρι 15 Σεπτεμβρίου,κάθε μέρα 6 μέρες την βδομάδα, κάθε μέρα,από τις 4 και μισή το πρωί,με σχεδόν 4 ώρες ταξίδι,με τον ντενεκέ στους  ώμους,με το μπόλικο μεροκάματο κάθε Σάβατο μεσημέρι,με το πείσμα να γίνεται θεριό,με το μίσος για την ανισότητα να είναι ναρκωτικό και αναβολικό συνάμα,να μαθαίνω την τέχνη του χαρμανιού,την τέχνη να κουβαλάς τον ντενεκέ,και πάνω από όλα τα τούβλα που χώριζαν εμένα όταν ήμουν απέξω,με μένα πάλι όταν ήμουν από μέσα. 
Εμαθα να μου αρέσουν τα ωραία γυναικεία εσώρουχα απο την γειτόνισσα στην Ηβης 25 στην Βουλιαγμένη,και είχα επινοήσει δύο δικές μου πατέντες,η μιά ήταν με τάβλες και το καρότσι με το μπετόν αντί για ντενεκέ -αυτά στο τέλος -και η άλλη επινόηση ήταν το μαντήλι για τα μαλλιά ..

Το 1968 ήταν μια πολύ σημαντική χρονιά όπως είπαμε,άσε,που αυτός ο Μπήμον ο αμερικάνος άλτης ξεκίνησε στο Μεξικό να πηδάει και πέρασαν χρόνια πολλά,να καταλάβουν πόσο μακρυά έφτασε,και όταν εκείνος ο γεροΠαπανδρέου πέθανε την ίδια χρονιά,κατάλαβα οτι,δεν πήγαν άδικα τόσα χαρμάνια,και τόσα τούβλα που κουβάλησα. 
Αργότερα αναρωτιόμουν,πόσες πολυκατοικίες θάχα χτίσει αν συνέχιζα να δημιουργώ στο τομέα αυτό,
Ομως λίγο το μίσος,λίγο τα κίτρινα φώτα,λίγο ο κακότροπος ειπράκτορας,λίγο ο καμπινές  με την τεράστια τρύπα στην μέση,δεν με άφησαν να μεγαλουργήσω στο χώρο αυτό 

Εχουν περάσει 12 ολυμπιάδες απο τότε,και αναρωτιέμαι πάντα,πως εξελίσεται η πορεία εός ανθρώπου,ίσια;γραμμικά;η τεθλεσμένα; Και οι γωνίες που δημιουργούνται στις άκρες της γραμμής είναι τα θέλω μας;τα συνασθηματά μας; η είναι,ένας ατέλειωτος βάλτος που η μόνη μας έννοια,είναι να περάσουμε απέναντι,ακόμη και γεμάτοι σκατά,και μόνη σημασία έχει να τον διαβούμε να πλυθούμε,να φτιάξουμε την χωρίστρα μας και όλα καλά .

Είναι σήμερα 2016,και κανείς βέβαια,δεν μου βάζει το δίλημμα φωνακλάς εφημεριδοπώλης η τεχνίτης και αρτίστας μπετατζής .
Οι εφημεριδοπώλες χάθηκαν,οι μπετατζήδες δεν υπάρχουν πια με τον ντενεκέ,τώρα ανεβαίνουν με αναβατόρια και οι εργάτες δυσκολεύονται να τραβήξουν μαλακία με την απέναντι γκόμενα,αφού και ίδιοι βαριούνται και η γκόμενα δεν έχει γούστο πιά .
Το 1968,πάλευα στα 15 μου χρόνια,να καταλάβω,να τρυπήσω τα σύννεφα,να πονέσω στο σώμα και στο μυαλό,να ψάχνω ακόμη,να βρώ την τρύπα του τουρκικου καμπινέ .
Ομως μέσα στο λεωφορείο του πόθου μου,και στην σκατόφατσα του εισπράκτορα,έφτιαχνα τις ψευδαισθήσεις μου,πίστευα ακράδαντα οτι έξω από το λεωφορείο υπήρχαν ελπίδες,πίστευα οτι τα όνειρα ζητούσαν δικαίωση,άνοιγα τα μάτια μου και συνέχιζα να πιστεύω οτι,θα μπορούσε ο κόσμος να γίνει καλλίτερος,άσχετα,αν τελικά, τα ζητούσα μόνο για τον ευατό μου,ίσως τα ίδια που ζητώ και σήμερα .

Σήμερα όμως,έχοντας βάλει τόσο λούστρο,ξέχασα τι κρύβεται απο κάτω,βοήθησε και η μανία μου για μόρφωση και μελέτη των πάντων,και αντί να ζητάω τα όνειρα που κρύβονται στα κίτρινα γράμματα,απαιτώ απο τους άλλους να ακούν απο μένα,εγωιστικά και απόλυτα αυτά,που, δυστυχώς γιαυτούς,δεν τα ξέρουν.
Ανόητη,και ανέξοδη επίδειξη απο την μιά,αμορφωσιά και απλυσιά ψυχής απο την άλλη,και η τρέλα σε καλωσορίζει στο πάνω δεξιά διάζωμα,και τα βιολιά του Τιτανικού παίζουν για σένα,γιαυτούς,ποιός ξέρει,ποιός νοιάζεται .

Σήμερα εν έτει 2016,τίποτε σημαντικό δεν γίνεται,που να μην είναι γνωστό απο χθές,όλα είναι σε ενα πιάτο γεμάτο με σκουπίδια για φαγητό,περιτά και περιτώματα μαζί,τηλεόραση και κινητό,αγκύλωση ψυχών,αμάθεια και βλακεία στα λούκια μιας προιούσας κατάθλιψης.
Αναρωτιεμαι,τι μπορώ να κάνω,πέρα απο το να διαλέγω κάτι ξεχωριστό και ακριβό μαζί,αφού τώρα μπορώ,άσε που δεν μπορεί ο άλλος.
Σήμερα σημασία δεν έχει,τι μπορείς εσύ,αλλά τι δεν μπορεί να κάνει ο άλλος δίπλα σου.
Σήμερα,βάζεις την ψυχή σου ενέχυρο,και δεν ξέρεις τι σου δίνουν για αντάλλαγμα,και το πιο σημαντικό είναι οτι,ποτέ,δεν θα πάς να την παρεις πίσω απο τον σαράφη που την έδωσες .

Λέω,μια μέρα του σημερινού έτους.Τι άλλαξε τόσο,στα χρόνια που πέρασαν απο τότε;
Εύκολη απάντηση:Πολλά,το περιβάλον,εγώ,πέρασε ο χρόνος,και άλλα ανόητα και αυτονόητα .
Μπα,τίποτε δεν άλλαξε,απλώς μετακινήθηκε ο παρατηρητής,εγώ δηλαδή,και απο τις πίσω θέσεις που ήμουνα βρέθηκα στις μπροστινές,κάποιοι άλλοι είναι εκεί πίσω,και νομίζουν οτι αν αναποδογυρίσει ο κόσμος,μαζί και αυτοί, θα βρεθούν στην άλλη άκρη του καραβιού.Κάποιος πρέπει να βυθίσει το πλοίο,ενας ύφαλος, κρυμμενός μοχθηρός,θα φέρει τα πίσω μπρός,και τα μπρός,πιο μπρός,και θα τελειώσει εδώ η ιστορία για μας,για μένα. .

Τα γεγονότα του 68,ήταν πολύ συγκεκριμένα,είχαν μια αρχή,είχαν ξεκάθαρες εικόνες,είχαν πλαίσιο,είχαν δρόμους και λεωφορεία,είχαν και χωματόδρομους.
Σήμερα,δεν υπάρχει τίποτε συγκεκριμένο,όλα είναι θολά και αιωρούμενα,είναι τόσα πολλά πιά,που δεν έχει χώρο να τα τακτοποιήσεις κάπου σε μια θέση,ένας κυκεώνας απο κρεμασμενα γυαλιστερά κομμάτια,να αιωρούνται πέρα δώθε,ένα κουτί της Πανδώρας που το βλέπεις απο μέσα τώρα πια,σήμερα. 
Κάποτε,είχες την ελπίδα,και τον φόβο,τι να είχε το κουτί της και δεν το άνοιγες,σήμερα επειδή είσαι από μέσα και ξέρεις τι έχει, και δεν τολμάς να το ανοιξεις .

Προσπαθώντας να βρώ τις αναλογίες μεταξύ 12 ολυμπιάδων,αναγκάστηκα να υπερβώ τα εσκαμμένα,στο χώρο που ανάλωσα,και στο τρόπο που χρησιμοποίησα.
Περιγραφή,αυτό που συνέβη έξω απο μένα,αλλά με αφορούσε καίρια για το τότε, ψυχαναγκαστική περιγραφή για το σήμερα,για κατι που τελικα δεν μπορώ να επηρεάσω καθόλου πιά .

Είναι προφανές οτι,οι περιγραφές και οι καταναγκασμοί αφορούν εμένα προσωπικά,και είναι ακόμη προφανέστερο οτι κατανοώ τις αντιδράσεις,που πάντα προκύπτουν όταν παραβιάζεται η σημερινή πραγματικότητα,μια γλυκερή επίπλαστη επιδίωξη,
''να περναμε καλά,πόσα χρόνια θα ζήσουμε βρε αδελφέ,τι τα θέλεις και τα σκαλίζεις,τι σε νοιάζει για τους άλλους,να γλεντάμε,να μεθάμε'',
και να περιμένουμε να μεγαλώσει η μέρα μας,τανώντας το χρόνο για την κάθε κίνηση,ας πούμε,αντί να πιείς το καφέ σε μισή ώρα, πιές τον βρε αδελφέ σε τρείς,έτσι τον χαίρεσαι καλλίτερα λένε οι επιδερμογράφοι και καλιέποντες φίλοι,γνωστοί,και άγνωστοι και χαίρονται που έχουν το μυαλό για να το πετυχαίνουν όλο αυτό το κατόρθωμα 
Δεν μπορούν να δεχτούν το ''άχθος αρούρης'' ,άντε να το εξηγήσω και αυτό.
(Βαρος περιττό σημαίνει)

Δεν τα γράφω όλα αυτά,για να αλλάξω το κόσμο,πολύ περισσότερο για να πείσω κανένα, ούτε έχει και ιδιαίτερη σημασία τι έκανα το μακρυνό 68.
Τα γράφω,για να μιλήσω φωναχτά στον ευατόν μου,σαν ένα είδος τιμωρίας και καταναγκασμού,σαν το μαθητή που πρέπει να γράψει εκατό φορές την φράση '' τα χρόνια που φύγαν,που πήγαν ;''

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 

ΥΓ .Το παραπάνω κείμενο είναι μέρος σκόρπιων,ανάκατων κειμένων,που γράφτηκαν κατά καιρούς -αυτό ειναι πρόσφατο -πηγαίνοντας μπρος -πίσω στο χρόνο της ζωή μου .
Δέστε το,σαν εκείνη την ακτίνα φωτός,γεμάτη σκόνη σε ενα σκοτεινό δωμάτιο,που άρχισε να μυρίζει μούχλα ...

Δ




 

 

 




  ;


 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...