Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

ΤΑ 21 ΣΚΑΛΙΑ

ΣΚΑΛΙ 1 

ΓΑΝΟΥΤΖΗΔΕΣ ΚΑΙ ΞΥΠΟΛΗΤΟΙ

Ηταν το 1963 ..
Συνεχίζεται ο πόλεμος στο Βιετνάμ,εκείνοι,για μια χούφτα ρύζι,
και άλλοι,να κάνουν δοκιμή των βομβών ναπάλμ στα κεφάλια των ρακένδυτων,που τους περίσευαν στις αποθήκες τους,
όπου όμως στο τέλος,την γούνα των άλλων έκαψαν,τελικά.

Ενας γιατρός ειρηνιστής,πεθαίνει από τα χτυπήματα του δεξιού παρακράτους της εποχής,γλυκός,τρυφερός και όμορφος.
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης,αφήνει το αίμα του,να κυλήσει σε μια κόχη στο πεζοδρόμιο,και γίνεται σύμβολο όλων των επόμενων,που ήθελαν ειρήνη και αλληλεγγύη,αλλά στην ουσία,ήθελαν ένα ακόμη θύμα-είδωλο,
για να τακτοποιήσουν τις ενοχές τους οι μέν,και τα απωθημένα τους,
οι δε.
Ενα σύμβολο για χαμένους παραδείσους,ένα σύνεφο ουτοπίας,
μια θάλασσα ιδεών και φαντασιώσεων,που δεν βρήκε ποτέ δικαίωση.

Τότε,να,και η πρώτη σοβιετική γυναίκα κοσμοναύτης,όχι αστροναύτης,
αυτό ήταν αμερικανιά,κοσμοναύτης,με όλη την αίγλη της αριστερής πρωτοπορίας,που είχε πάντα μέσα της,τα σπέρματα ενός ιδανικού κόσμου για όλους,ενός απλού ναύτη,γυναίκα ακόμη καλλίτερα,
για καινούργια επιτεύγματα στο ατέρμονο και διαθλασμένο όνειρο,
που ήθελε να εξαχθεί και να κυριεύσει.
Η πρώτη γυναίκα κοσμοναύτης,μέγα κατόρθωμα,σημαντική πρωτοπορία στην ανακάλυψη του διαστήματος,και στην πουλημένη πολύ εύκολα υπεροχή,ενός ονείρου,που έμελε να καταλήξει εφιάλτης για όλους μας. Που,τότε,με τα παιδικά μάτια μας,βλέπαμε την νέα τοιχογραφία της γιγαντομαχίας,και είχαμε διαλέξει νικητή και πλευρά.

Ηταν την ίδια χρονιά,που ο ''νεαρός'' πρόεδρος της Αμερικής,
ήρθε στην Ευρώπη,για να βρεί μπροστά του,ένα τείχος απο τούβλα,
που χώριζαν τα όνειρα όλων μας,στα δύο,των καλών τε,και των άλλων. Πίσω από τοίχο που μας βόλευε να τον φανταζόμαστε σιδηρούν παραπέτασμα,και ήταν τόσο ''σιδηρούν'',που λίγα χρόνια αργότερα,
τα σίδηρα έγιναν χάρτινος πύργος και σωριάστηκε με κρότο,και πήγαν οι ελπίδες άπατες και άποντες .
Είπε ο Κένεντυ το γνωστό ''Είμαι ενα Βερολινέζος ''στα γερμανικά βέβαια,και δεν βρέθηκε ένας εκεί κοντά,να του τραβήξει το αυτί,
και να του πεί :
''Μην τους δίνεις θάρρος,θα μας ξανακαβαλήσουν με κάτι τέτοια που λες''και βέβαια,αλλίμονο είχαν δίκιο .
Και,πριν προλάβει ο χρόνος να κλείσει την στροφή του,
τον φάγανε μπαμπέσικα,και λέρωσαν και το φόρεμα της Τζάκυ.
Εκεί στο Τέξας,που τραβάνε πιστόλι πιο γρήγορα και απο την σκιά 
του Λούκυ Λούκ,και όλοι είπαν:Καλά να πάθει,που τάβαλε με τους καλούς εκείνους ανθρώπους της μαφίας των όπλων,και που τους ενοχλούσε το γέλιο του,που είχε γκόμενα την Μονρόε,και γυναίκα μια ανοργασμική ταγεράτη ψιλομύτα .

Ομως εκείνη την μαγική χρονιά,πήραμε και το πρώτο μας Νόμπελ λογοτεχνίας με τον τον Μέγα Γιώργο Σεφέρη.
Ολες οι ομορφιές της θάλασσας,όλα τα ταξίδια πούσκαβε η πλώρη των ανείπωτων συναισθημάτων,όλα τα περιγιάλια τα κρυφά,εκεί που γράψαμε τα ονόματά μας,άσπρα περιστέρια,διψασμένα χείλη, και τα νερά γλυφά.
Πόσοι καημοί,ξέφυγαν από καταπλακωμένες καρδιές,πόσες ψυχές αναδύθηκαν από το έρεβος,και πόσα πάθη ξεχύθηκαν στους δρόμους.
Ενας πανμέγιστος Ελληνας,ένας που κράτησε το δαδί της Ελλάδας,
που του κατάκαιγε τα χέρια,και αυτός εκεί,φάρος που στριφογύριζε,
και φώτιζε όλους εμάς,που μικροί και ασήμαντοι,περιμέναμε να γυρίσει το φως προς την πλευρά μας,για να φωτίσει η γή,και να σταματήσει 
ο φόβος να μας κυριεύει την ψυχή στο σκοτάδι της άλλης στροφής .

Ο κόσμος λοιπόν ο μέγας,η γη,μια μικρή κουκίδα στο απέραντο σύμπαν, κλωθογυρνούσε στη ανέμη του χρόνου,και μίκρυνε,μίκρυνε,μίκρυνε,
και φώτιζε μια μικρή γωνιά,ένα νησί,με θάλασσα γύρω γύρω,
μια πόλη,ένα χωριό,που απλωνόταν αραχτό,από την ακτή μέχρι πάνω στον Αη Ηλία,και εγώ,ένα μόριο του απύθμενου παντός,
ζούσα,και περιφερόμουνα στα σοκάκια,στην γειτονιά,και στο σχολειό.

Εκεί λοιπόν,στο Βαθύ Σάμου,που τότε,χωρισμένο στα δυό,
στο Κάτω Βαθύ,δίπλα στο κύμα,εκεί που ήταν η πρωτεύουσα,
οι πλούσιοι δήθεν,αλλά και οι πραγματικοί,οι δημόσιοι υπάλληλοι,
οι αρχές,και η εξουσία,και εμείς,στο πάνω μέρος στην πλαγιά,
να σου βγαίνει η ψυχή να ανέβεις τα ατέλειωτα σκαλιά,
για να τιμωρηθείς που πήγαινες στο χωριό μας.
Εκεί,λοιπόν κατοικούμε εμείς,τα ''μπουρνέλια''.
Ετσι λέγαν τους κατοίκους στο Πανβαθύ,τα μικρά ντοματάκια 
απο άνυδρες ντοματιές,μικρά,γεμάτα σπόρια.Στο Κάτω Βαθύ,τάχαν να τα τρώνε οι κατσίκες,που δεν είχαν κιόλας.
Το Ανω Βαθύ,Πανβαθύ στην ντοπολαλιά διάλεκτο,που έμοιαζε με βαριά ανάσα,άρτι εξημερωμένων αγριογούρουνων
χωρίς φωνήεντα,φερμένη απο άλλα μέρη της γής,
είχε τρείς συνοικίες,ανάλογα με την εκκλησία-μητρόπολη,πού είχε,
και ήταν η κάθε μιά,το σημείο αναφοράς και ανάλογου προσδιορισμού.
Η Παναγία,η Παναγίτσα,και ο Χριστός,που παρότι στο ίδιο χωριό, 
είχαν οι άνθρωποι μεταξύ τους τεράστιες διαφορές,οικονομικές κοινωνικές,γλωσολογικές,ακόμη και εμφανισιακές.
Αυτοί,οι της Παναγίας,πιο κοντά στους κάτω πρωτευουσιάνους,
με πιο μεγάλα σπίτια,μαγαζάτορες και υπάλληλοι,
Οι άλλοι της Παναγίτσας πρόσφυγες κυρίως,μιλάγανε μια περίεργη διάλεκτο βαριά Σαμιώτικα με βαριά Σμυρναίικα και άντε να συνενοηθείς
Και εμείς,του Χριστό,ψηλά,σαν φωλιά γερακιών,πιο αγροίκοι,
πιο βαριά ακόμη προφορά,πιο κοντά στην γή,και στα χωράφια που υπήρχαν μετά απο το χωριό.

Ομως το σχολείο,το δημοτικό,ήταν ένα καύχημα,ψηλό σαν την βιβλιοθήκη του Κέρσου,στο κάτω μέρος του χωριού,
στο όριο με την πόλη,δίπατο με δύο υπόγεια,με κεραμίδια τριγωνικά και ακροκέραμες κόχες με την μορφή της Αθηνάς,με κάθε τάξη να είχε δυο και τρία τμήματα,μια ατέλειωτη τσιμεντένια αυλή μπροστά,και μια τεράστια επίσης, χωματένια,πίσω.
Τεράστιες αίθουσες,ψηλοτάβανες,κοίταγες ψηλά,και φοβόσουνα μήπως και φανερωθεί ο θεός,και σου κάνει παρατήρηση,ανέβαινες την σκάλα και έτριζε,σαν να πονούσε,απο το βάρος τόσων χρόνων,
και τόσων νεανικών πελμάτων που την είχαν πατήσει.
Είχε μια κουπαστή απο γυαλιστερό ξύλο,και όταν ο Θεός δεν μας κοιτούσε,την κατεβαίναμε με τσουλήθρα,και μπαίνανε οι σκλήθρες 
στον πισινό μας,αλλά ποιός νοιαζόταν γιαυτές.
Τα χέρια μου,και τα γονατά μου,ήταν γεμάτα παράσημα απο τραύματα, μιας μάχης νιότης με τον χρόνο,με το ξύλο,με το τσιμέντο,γεμάτα κακάδια απο παληά ηρωικά τραύματα,νέα κοκινάδια,και καρούμπαλα στα κουρεμένα γουλί κεφάλια μας .

Τότε,όσο πήγαινες προς τις πάνω συνοικίες,στην δική μας δηλαδή, έβλεπες και περισσότερους,να μην φοράν παπούτσια,
και να κυκλοφορούν ξυπόλητοι,απο την φτώχεια,και την συνήθεια.
Είχαν γίνει τα πέλματα τους,πετσιά κατάμαυρα,και σκληρά σαν οπλές αλόγων,μόνο πέταλα δεν φοράγανε κατάσαρκα.

Ο πατέρας μου,απο φτωχή οικογένεια,είχε ιστορικό ξυπόλητων,
αφού ο παππούς,απο την πλευρά του,ήταν πέραν απο γεωργός και Γανουτζής (Έτσι είμαστε γνωστοί). Δηλαδή,γάνωνε τα μεταλικά σκεύη για να αποκτήσουν ασημένιο χρώμα απο το γάριασμα,και για να αποστειρωθούν απο τα μικρόβια.
Ο Παππούς λοιπόν,κυκλοφορούσε μόνιμα ξυπόλητος,και είχανε να λένε, για την πλατφόρμα πούχε φτιάξει στα ποδάρια του,και δεν την αποχωριζόταν ποτέ,μαύρη με σκασμένα πλαινά,μπόλικη σκόνη,αλλά και άμεση επαφή με την γή.
Ομως ο πατέρας μου,παντρεύτηκε απο προξενιό,μια νεράιδα της εποχής,
απο καλή οικογένεια,με όνομα απο παληά,και δεν τολμούσε να κυκλοφορεί ξυπολητάδα και ασκεπής υποδημάτων.

Ετσι,μου είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία,χωρίς.
Μια φορά που πήγα σχολείο απόγευμα ανυπόδητος,και τόμαθε ο μπάρμπα Γιάννης πατέρας μου,απο τον ρουφιάνο του καφενείου,ξεκίνησε απο το σπίτι εκεί ψηλά στο Βράχο(έτσι λεγόταν η υποσυνοικία που μέναμε,στην άκρη του χωριού),και νάσου,να ροβολάει την κατηφόρα,για να βρεί τον γιό του,τον κακομαθημένο απο την μάνα του,και να τον βάλει στο  ίσιο δρόμο.

Ας αφήσουμε όμως λίγο την σκηνή παγωμένη,με τον κυρ Γιάννη με την βέργα ανα χείρας,να καταβαίνει σχεδόν τρέχοντας,σκαλοπάτια,και ανήλιαγα σοκάκια,έπλεος ιερής αγανάκτησης,που ο αγαπημένος γιός της γυναίκας του Ελένης,και δικός του κατά τα φαινόμενα,κυκλοφορούσε ασανδάλωτος,και είχε ασκεπείς τις πατούσες του,μιμούμενος τον συνονόματο πατέρα του,και παππού του μικρού και ατίθασου νεανίσκου 

...Είχε αρχίσει να πλησιάζει στο σχολείο και ....

Πριν όμως δούμε την συνέχεια,παγώνουμε την εικόνα και την σκηνή,
και αφήνουμε τον Κυρ Γιάννη να είναι ακίνητος,με το ένα πόδι στον αέρα και εκείνη την έκφραση,σαν μάσκα μονιμά υπαξιωματικού στο προσωπό του,επαναλάμβανε μέσα του,φωνάζοντας έξω του,
''Θα σου δείξω εγώ κωλόπαιδο ''.

Εγώ που λέτε,τότε,σχεδόν δεκάχρονος,πήγαινα στο περίφημο δημοτικό και ήμουν μια ολόκληρη κατηγορία μόνος μου.
Ψηλός για τα δεδομένα της εποχής,δηλαδή ο ψηλότερος,
από όλα τα παιδιά το σχολείου,ακόμη και τα μεγαλύτερα.
Μαυριδερός σαν ποδοσφαιριστής της εθνικής Γαλλίας που τον έπιασε ο ήλιος,γενημμένος στο Παρίσι της Αλγερίας,μαλλί κομμένο σύριζα,
αλλά με ένα τσουλουφάκι μπροστά σαν κλαπέτο η σαν κουρτινάκι,
στο γυμνό τοπίο,της ούτως η άλλως,μεγάλης κεφάλας μου.
Είχα και μια μύτη μεγάλη,αλλά όχι σαν την σημερινή μελιτζάνα,
κάπως μεγάλη,αυτιά μεγαλούτσικα,αλλά κανονικά,σαν ηχεία με πολλά μπάσα.
Είχα όμορφα σκουρόχρομα μάτια,λεπτός,μην βλέπετε που ξεχείλωσε το πράγμα απο το πολύ βάλε- βγάλε,και φορούσα τότε,κοντό παντελονάκι,και είχα κάτι τρίχες μεγαλόσχημες,και κατάμαυρες και ήταν να γελάς,να να βλέπεις ένα ψηλό κρεμανταλά με κοντό παντελονάκι και ένα δάσος απο μαύρες τρίχες στα πόδια του.
Εκτός απο εκείνη την αποφράδα μέρα,φορούσα υποχρεωτικά παπούτσια δίχρωμα πάντα,άσπρόμαυρα,είχα απο την στιγμή που γεννήθηκα,
την αντίληψη του άσπρου -μαύρου,μανιχαιστικά και βασανιστικά.
Στα παπούτσια μπροστά και πίσω,μου βάζανε μικρά πέταλα για να μην γλυστράω,αφού οι σόλες ήταν σαν πάτωμα με λάδι,και τα πέταλα ήταν και φονικό όπλο να κλωτσάω σαν άλογο,τον αέρα,τους φίλους μου και τους εχθρούς μου,τότε.
Ημουν αθλητικός τύπος,και πάντα από μένα ξεκινάγανε οι επιδείξεις στο δημοτικό,και σαν αθλητής στην συνέχεια στο γυμνάσιο,όμως,έπρεπε να με ανέχονται,και να με αντέχουν όλοι,από τότε .
Ομως το δίπολο,γινόταν παράνοια,όταν μιλάγαμε για καλός μαθητής και ''καλό'' παιδί.
Ημουνα όχι μόνο καλός μαθητής,αλλά εξαιρετικός σε όλα,πολύ πάνω από αυτό που λέμε πρώτος μαθητής.Ειχα γράψει στην τρίτη δημοτικού δυο εκθέσεις,μία για την αποταμίευση,που βραβεύτηκε σε πανελλήνιο διαγωνισμό για παιδιά έκτης δημοτικού,και άλλη μια,με θέμα το καλοκαίρι σε πανσαμιακό επίπεδο,που πάλι πήρε το πρώτο βραβείο,
για παιδιά μέχρι τρίτης γυμνασίου.
Δεν διάβαζα ποτέ,είχα μια τρύπια σάκκα απο ενισχυμένο πλαστικό και την πηγονόφερνα σχολείο- σπίτι,σαν λάφυρο και έπαθλο μαζί,
και η δόλια η μάνα μου,την έβλεπε έτσι ανέγχιχτη και ακούνητη πάνω στο καναπέ σαν σαρανταποδαρούσα που πήγε να περάσει κάθετα το δρόμο.

Ομως σαν παιδί γενικά,ήμουν κινούμενη καταστροφή,είχα σπάσει όλα τα τζάμια των εκκλησιών και των σπιτιών που δεν μου φαινόταν σόι,
είχα σπάσει κεφάλια όλων των φίλων μου,είχα πετάξει απο δύο μέτρα ύψος τον αδελφό μου σε ένα λάκο με ασβέστη,και παραλίγο να πνίξω τον καλλίτερο μου φίλο Αλέκο,σε ένα βαρέλι γεμάτο νερό,
για να μου βρεί μια δεκάρα που λαμπίριζε στο πάτο.
Ολοι τα είχαν μαζί μου,ειδικά οι κατηλανάφτισες που μισούσαν τον μικρό διάβολο,και οι γείτονες τσούπ κάθε λίγο και λιγάκι στην μάννα μου. 
''Τι θα γίνει Ελένη με τον διάβολο;'' 
Και η πολυαγαπημένη μου μάνα,έλεγε σάπιες δικαιολογίες σε όλους και αντιμετώπιζε και το μένος του κυρ Γιάννη,όταν έπρεπε να πληρώσουν τα σπασμένα.

Μόνο η μπακάλισα με αγαπούσε πολύ,γιατί κάθε φορά που πήγαινα να ψωνίσω,γιατί μόνο σ'εμένα επέτρεπε ο πατέρας μου να πάω στο μπακάλικο,την μάνα μου την φοβόταν οτι θα τον χρεοκωπούσε,
και πάντα τότε γράφαμε τα χρωστούμενα σε ένα μικρό τεφτέρι,
κίτρινο,με μπλέ τετράγωνες ρίγες,και ένα ρόμβο-αστέρι μπλέ στην μέση,  και εκεί,ήταν όλα τα χρέη μας,για μια ολόκληρη χρονιά
Δεν έγραφα ποτέ τι ήθελα,μούλεγε η μανα μου,θα πάρεις αυτό,εκείνο, τόσα δράμια (ήταν η οκάδες ακόμα),και ήταν όλα χύμα,απο τα μακαρόνια μέχρι τις σαρδέλες σε κάτι βρώμικα βαρέλαι,ρέγγες,και βούτυρα στην λαδόκολα .
Οι τιμές ήταν καρφωμένες σε μικρά πλακάτ στο κάθε τσουβάλι,
η βαρέλι,και ήταν ένα μικρό θέατρο υποσχετικών και αναζήτησης,
στο μαγικό χώρο του μπακάλικου,όπου το όνειρο του φαγητού τότε μου προκαλούσε απέχθεια,παρά το γεγονός οτι έπαιρνα πράγματα,
και έδινα ενα νούμερο γραμμένο στο μπλοκάκι με μαύρο μολύβι,
δεν υπήρχαν στυλό,δεν πρόλαβα το κάρβουνο γραφής.
Με συμπαθούσε λοιπόν η κυρά Μαρία,μια γριούλα,θάταν δεν θάταν πενηντάρα,αλλά μου φαινόταν γριά με άσπρα μαλλιά,και καμπούρα,
ήταν και κοντή,αλλά ήταν ο χορηγός μου,στην αποδοχή και εύνοια.
Της έλεγα τι να βάλει,το μάτι μου πήγαινε στην τιμή πάνω στο πλακάτ,
και στην ζυγαριά με τα τεράστια ζύγια,των 50,των 100,των 200 (Δράμια). Είχε και της μιας οκάς,και μου φανταζόταν τόσο μεγάλο,
με άνα χαλκά να το κουβαλάς,που δεν το επέλεγα ποτέ .
Οταν τέλιωνα με όλες τις αγορές,τις έγραφε η κυρά Μαρία στο δικό της τεφτέρι,ένα μεγάλο μαύρο βιβλίο βρώμικο στις άκρες απο την χρήση,
και μετά με κοιτούσε μέσα απο τα γυαλυά της,με τον δεξί φακό ραγισμένο,τα άθροιζε κρυφά,και πάντα μούκανε την ίδια ερώτηση.
''Για να σε δω,πόσο κάνουν όλα μαζί ;''
Εγώ τάχαμου,σκεφτόμουνα και πάντα ρώταγα:
''Μαζι με τις δεκάρες ;''
Και πριν μου πεί ναι η όχι,της απαντούσα ακριβώς ποιό ήταν το σύνολο των αγορών μου.Ποτέ οι αγορές μου δεν πέρασαν το όριο των εκατό δραχμών,αλλά και ποτέ δεν έκανα λάθος στην πρόσθεση χωρίς μολύβι και χωρίς καμμιά βοήθεια.
Ήμουνα το καμάρι της,παρά το γεγονός οτι,είχα σπάσει τα τζάμια στο σπίτι της αδελφής της.Και αυτή η φήμη με ακολουθούσε,και η κυρά Μαρία ήταν ο χορηγός μου και το διαβατήριο μου,στο χωριό όλο, 
και όχι μόνο.
Δεν έτρωγα σχεδόν τίποτε εύκολα,και σχεδόν κάθε μέρα η μάνα μου,μούφτιαχνε αυγά τηγανητά που ήταν η αδυναμία μου,
και ο πατέρας μου ούρλιαζε''Τον έχεις κάνει,σαν τα μούτρα σου''
Πριγκιπέσα γάρ,μοναχοπαίδι,μοναχοκόρη,κρινολάτη και μίσχος,
από πατέρα στρατιωτικό φιλελεύθερο Βενιζενικό,
όμως τώρα ζωσμένη στα φυσεκλίκια επιλογής της χήρας μάνας της,απέναντι στους ξυπόλητους της οικογένειας του πατέρα μου,
και των κακότροπων σε αυτήν,αδελφών του.

Είχαμε μείνει λοιπόν παραπάνω,με τον κυρ Γιαννη φριζαρισμένο,
με το πόδι στον αέρα,σαν εύζωνος στις παληές φωτογραφίες να κλωτσά ιταλικούς πισινούς .

Ας του δώσουμε κίνηση λοιπόν,νάτος,ξεκίνησε γεμάτος οργή και θυμό..

Εγώ λοιπόν τότε,μάζευα τις πλαστικές προτομές που υπήρχαν μέσα στα απορυπαντικά ΚΛΥΝ,μια μικρή βάση και από πάνω η προτομή ενός ήρωα της Ελληνικής επανάστασης,σαν να λέμε καθαρή βιολογική επιμόρφωση. Κολοκοτρώνης,Καραισκάκης,Ανδρούτος,Μπουμπουλίνα,είχα όλη την συλογή,και μόλις πετύχαινα ένα καινούργιο,πήγαινα στην δημοτική βιβλιοθήκη,δίπλα στο σχολείο,και ήταν εκεί,ένα μπάρμπας σαν φύλακας βιβλιοθηκάριος,που όταν με έβλεπε άνοιγε η καρδιά του,και μούλεγε: ''Κάτσε και δείξε μου ποιον μου έφερες,να βρούμε τι έκανε ο ήρωας σου.''
Εκείνη την αποφράδα μέρα λοιπόν,είχα βρεί την πλαστική προτομή του Παλαιών Πατρός Γερμανού.
Τότε,δεν είχαμε μπάλες να παίξουμε ποδόσφαιρο,είχαμε τόπια από τσουράπια,κάλτσες δηλαδή,και ήταν μια ''μπάλλα'' γεμάτη καρούμπαλα και δεν μας βόλευε στο παιχνίδι.Γιαυτό χρησιμοποιούσαμε οτι βολικό βρίσκαμε για τόπι.
Μάζεψα το πλήθος των παιδιών υποτακτικών μου στην ουσία,
εκτός από την Μάκη,που ήταν η δεύτερη καλλίτερη μαθήτρια,
και ο πρώτος μου έρωτας.Αυτήν την έβαζα να παίζει τέρμα,για να μην χτυπάει στο άγριο παιχνίδι που γινόταν στο σκληρό τσιμέντο στην αυλή του σχολείου .
Πριν προλάβω,να δώσω το σύνθημα να ξεκινήσουμε το μάτς,
νάσου ένας μαινόμενος πατέρας στην είσοδο,κραδαίνοντας την ζώνη του, και μια ακόμη βίτσα απο λυγαριά χοντρή σαν παλούκι,με το ένα μάτι στο βορά και τα άλλο στην ανατολή,νάρχεται κοντά μου,ήταν και ψηλός,
και απο εκεί επάνω,μου λέει:
''Που είναι τα παπούτσια σου και κυκλοφορείς ξυπόλητος;'' 
Εγώ μούγκα,τι να πώ,να πώ οτι ήθελα να νοιώσω την επαφή με την γη, να πω οτι ήθελα να μοιάσω στον παππού μου και πατέρα του,
να πω οτι να,δεν φοράν και άλλοι,τίποτε,λαλιά,τον κοιτούσα,
με κοιτούσε,και τότε μούρθε σαν αστραπή η πρώτη με την ζώνη,
και η δεύτερη με την χοντρή βίρσα,η πρώτη με χτύπησε στην μέση,
και η δεύτερη στα τριχοφόρα μπούτια μου,και πριν προλάβω να πω τέλειωσε,ένα βαρύ χέρι σαν μπαλτάς προσγειώθηκε στα μάγουλά μου. Εμεινα ακίνητος,δεν κούνησα ούτε τα βλεφαρά μου,όλα τα παιδιά είχαν παγώσει και από την μύτη μου έτρεχαν αίματα.Δεν τα σκούπισα,
και γέμισαν την άσπρη κοντομάνικη μπλούζα που φορούσα.
Ο Πατέρας μου τρόμαξε,φοβήθηκε,και αμέσως σαν να μετάνοιωσε, γύρισε να φύγει,και με σκυφτό κέφάλι απομακρύνθηκε .
Δεν ξέρω ακόμη,εαν αυτό ήταν το πιο σημαντικό αρνητικό απωθημένο απο τον πατέρα μου,όμως ποτέ ξανά δεν σήκωσε χέρι πάνω μου,
παρά το γεγονός οτι,στην συνέχεια έκανα όργια και απίστευτα πράγματα, και θάταν απόλυτα δικαιολογημένος,όταν το ξύλο τότε είχε έρθει συστημένο απο τον παράδεισο,και έπεφτε σύνεφο ..

Μόλις συνήλθα,πήγα στην γούρνα και έπλυνα την μούρη μου,
από τα αίματα,και ήμουν ετοιμοπόλεμος πάλι.

Ξεκινάει το παιχνίδι με την προτομή τους Παλαιών Πατρών για μπάλα και κλωτσοσκούφη μαζί,και είναι ειρωνικό οτι,πολλά χρόνια αργότερα συνδύασα αυτήν την στιγμή,την έννοια του κλωτσοσκούφη,
με την πραγματική ζωή του παπά αυτού,και συμφώνησα οτι,
καλά έκανα και του φέρθηκα με κλωτσοπατινάδα .
Ομως εκείνη η μέρα,ήταν όπως είπαμε αποφράς,και σημαδιακή..
Εκεί,που παίζαμε με την προτομή του παπά- Γερμανού(άκου ρε φίλε,και παπάς και Γερμανός),ξεμυτάει ο δντής του σχολείου,ένας τύπος κοντά στα δύο μέτρα,με μια μύτη σαν περιβόλι απο μελιτζάνες,γιαυτό μάλλον τον συμπαθούσα,αυστηρός,λόγιος ,μορφωμένος πολύ,και θρησκευάμενος πολύ επίσης,ήταν και δεξιός ψάλτης στην μεγάλη Παναγιά.
Παρά λίγο να πάθει κοκομπλόκο έμφραγμα ο δάσκαλος,
βλέποντας τον παπαγερμανό ξαπλωμένο και χιλιοκλωτσημένο.
Δεν χρειάστηκε να ρωτήσει ποιός ήταν ο υπεύθυνος,καταλάβε,
και επειδή δεν τολμούσε να κάνει τίποτε περισσότερο εκείνη την στιγμή, κραύγασε με εκείνη την γαιδοροφωνάρα του:
''Στις τάξεις σας,και εσείς της Πέμπτης όλοι τιμωρία ..''

Δασκάλα μας,ήταν η κυρία Κατίνα,έμενε λίγο πιο κάτω απο το σχολείο, σε ένα μικρό σπίτι με πολλά ανθομύριστα δέντρα,πορτοκαλιές,λεμονιές, ροδιές,μηλιές ένας παράδεισος.Ηταν γυναίκα ενός σημαντικού ζωγράφου που έφτιαχνε κάτι τεράστιους πίνακες,με πορφυρά χρώματα και άπειρο μπλέ του ουρανού.
Εκεί πηγαίναμε δυό -τρία παιδία και μας διάβαζε ιστορίες η κυρία Κατίνα, για τους μεγάλους ρώσους κλασικούς,και από κει,ψώνισα το μεράκι μου γα το διάβασμα και για την υπόκλιση στην αριστερή ιδεολογία. 

Μπαίνουν λοιπόν μαζί,ο δντής και η κυρία Κατίνα,με ύφος συνοθρυωμένο και απειλητικό ο δντής,λίγο πιο χαλαρή η δασκάλα.
''Οσοι παίζαν μπάλα με τον ήρωα στο προαύλιο,να σηκωθούν και να μαζευτούν στην άκρη της άιθουσας..'' 
Εκεί ήταν η γωνιά των βασανιστηρίων .
Υπήρχαν πάντα διαθέσιμα ψιλοχαλίκια,και οι αμαρτωλοί και παρανομούντες μαθητές,έπρεπε να είναι γονατισμένοι για όλη την ώρα,πάνω στα χαλίκια που έκοβαν σαν πριόνια.
Στην γωνία υπήρχαν και άλλα όργανα βασανιστηρίων,όπως ένας μικρός βούρδουλας,και μια λεπτή λυγαριά,πολύ εύκαμπτη και όταν άνοιγες τις χούφτες σου,να τις φας,ο οξύς πόνος που ένοιωθες ήταν αβάσταχτος,
και το καλό ήταν,οτι δεν άφηνε ίχνη του βασανιστηρίου  μετά από λίγο.

Ηρθε λοιπόν η ώρα της τιμωρίας,οι ένοχοι στην γωνία να επιλέξουν μεταξύ των χαλικιών με την γονυκλησία,και της λυγαριάς.
Τα ένοχα κορίτσια συνήθως προτιμούσαν την λυγαριά,να μην έχουν σημάδια και να τελιώνουν μια και έξω,τα αμαρτωλά αγόρια τα χαλίκια, που όμως άφηναν ματωμένα πέταλα στα γόνατα,σημάδια διαρκούς ενοχής,αλλά και περισσότερου χρόνου στην τιμωρία.
Ομως ο μεγάλος ένοχος και μπελάς,εγώ,και η αγαπημένη μου Μάκη ήταν το μεγάλο μέλημα της δασκάλας.Εμένα,δεν ήθελε να με τιμωρήσει ακόμη και εαν πούλαγα την Σάμο στους Τούρκους,και την Μάκη επίσης,
γιατί την αγαπούσε υπερβολικά,της θύμιζε,μας έλεγε,μια κόρη που έχασε πριν από χρόνια,δεν ήταν καν δάκα χρόνων από υδροποικίαση.
Ο από μηχανής θεός της εξαίρεσης,της προτίμησης,της μεροληψίας δούλεψε μέσα της..
''Μάκη'',λέει, ''μου είπε η μαμά σου χθές οτι θα φύγετε να πάτε στο κάμπο νωρίς,και πρέπει να φύγεις αμέσως,και για την τιμωρία,
θα την χρωστάς,μην νομίζεις οτι,θα γλυτώσεις ..''

Μετά κοιτώντας έξω με βλέμμα αδιάφορα,δήθεν..
''Είπαμε προχθές για την εφεύρεση του τηλεφώνου,λίγα πράγματα,
γιατί είναι στα επόμενα κεφάλαια,και δεν τα έχετε διδαχθεί κανονικά, όμως,όποιος ξέρει να μας πεί για αυτό σήμερα,θα γλυτώσει την τιμωρία.''
Σιγή ιχθύος σαρδέλας,από όλους,σηκώνω το χέρι δειλά,ένα χεράκι σαν λαμπάδα που παλεύει να μην σβήσει,και λέω ένοχα:
''Nα πώ εγώ Κυρία ;''
''Να πεις'',μου λέει,
''Αλλά θα κοιτάζεις τους συμμαθητές σου,που είναι γονατισμένοι και τιμωρημένοι,και σιγά που ξέρεις ..''
Μάλλον ήξερε,οτι ήξερα;Mεγάλο μυστικό έμεινε. 

Σηκώνομαι λοιπόν,πάω στό βάθος της αίθουσας,με πλάτη στό πίνακα 
και στην δασκάλα,κοιτώντας τα τιμωρημένα παιδιά,και είπα για την εφεύρεση του τηλεφώνου,σαν να τα διάβαζα απο μέσα.
Ετσι γλύτωσα την τιμωρία,τιμωρήθηκα όμως,κοιτώντας,
τους υποταγμένους συμμαθητές μου,γιατί δεν ήμουνα μαζί τους,
και κατάλαβα οτι ήμουν κάτι που ήξερα,οτι θα γινόμουν άλλος.

Από τότε,και για όλα σχεδόν τα χρόνια στην Σάμο,
γιατί στην Αθήνα ήταν αλλιώς,είχα ασυλία σε καθετί μαθητικό,
έπαιζα θέατρο τον λόρδο Βύρωνα που ήταν ξανθός,εγώ ένα μαυροτσούκαλο αγόρι,γιατί αυτό ήθελα,ήμουν πρώτος στα πάντα, μαθήματα αθλήματα,δεν τιμωρήθηκα ποτέ,ακόμη και όταν την επόμενη χρονιά,σπάσαμε τα χρωματιστά και πανάκριβα τζάμια της μητρόπολης, και μας κυνηγούσαν θεοί,παπάδες,και δαίμονες μαζί .

Το τίμημα αυτού όλου,ήταν η αποθέωση της ματαιοδοξίας,
ο εγωισμός που γίνεται εμμονή,η μοναξιά,και η δυσκολία 
επικοινωνίας με άλλους ανθρώπους,ακόμη και τους πολύ κοντινούς μου.

Ηταν 1963,πολλά χρόνια; 

Ομως,όλα που γράφονται στο καφασωτό ξύλο του παράθυρου της μνήμης μας,μαζί με το γονίδιο μας,από την αστρόσκονη των γονιών μας,θα είναι πάντα,αναλλοίωτα,ίδια . 


ΙΑΝΟΣ


Προσεχώς στιςν οθόνες σας ..


ΣΚΗΝΗ 2
1976
Λήμνο,σούρχομαι...


Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018

ΣΥΡΙΖΟΛ


Σάντουιτς με Φελιζόλ απ'έξω,προφιτερόλ μέσα, και αντί για μαρούλι μπόλικο σανό από αυτό που δίνουμε στα γίδια.Γυαλόχαρτο με γλύκα,και αψάδα για επίγευση.
Νάτο,το νέο προιόν,Συριζόλ,αν και,αναρωτιέμαι μήπως αντί για σάντουιτς,
είναι ένα εντομοκτόνο,φλίτ δηλαδή,που του πάει και πιο πολύ.

Αριστερός εθνικολαικισμός,κίβδηλοςπατριωτισμός,βρώμικα χνώτα,
κούφια λόγια,όπως παντού στο  παγκόσμιο χωριό,άρα,γιατί όχι και στην χώρα μας.
Συμφωνώ οτι,δεν μπορούμε να μην  έχουμε και εμείς τους δικούς μας κλόουν,
και γελοίους τύπους,αλλά βρε αδελφέ είμαστε η δεν είμαστε,ο εξυπνότερος λαός του κόσμου;

Πως την έχουμε πατήσει έτσι με όλο αυτό τον θίασο,τόσο καιρό τώρα;
Δεν μπορεί,τόσο εύκολα,και τόσοι πολλοί άνθρωποι Συνέλληνες,να τους πίστεψαν, 
και το κυριότερο να τους πιστεύουν ακόμη.
Ποιοί είναι αυτοί που τους υποστηρίζουν,σχεδόν πάνω από 20% του κόσμου,
και τους κρατούν στην εξουσία,αλλά και σαν παρουσία στην χώρα μας;

Mια κατηγορία,είναι όσοι έχουν άμεσο συμφέρον απο την εξουσία τους,
αυτοί που ευνoούνται απο το σύστημα που έχουν  εγκαθιδρύσει,παρακοιμώμενοι,
οπαδοί της καμαρίλας της εκάστοτε εξουσίας,χωρίς κανένα ενδοιασμό να πάνε με οποιoνδήποτε που τους δίνει την αίσθηση της δύναμης,
και την δυνατότητα να γλύφουν κόκκαλα,να λυγίζουν μέση,και να σέρνονται,
να γυαλίζουν με σάλια τους τα πατώματα,για να περάσουν  οι νέοι βιγλάτορες.
Αυτοί είναι δύο είδών οι μεγαλόσχημοι και οι  υποτακτικούς τους,
αυτοί οι ασήμαντοι από μόνοι τους,που θέλουν να είναι κάπου,και προτιμούν την εξουσία,την θέση,μετακλητοί,συμβασιούχοι υπάλληλοι,που τρούπωσαν μετά απο ένα εξαντλητικό γλύψιμο όλης της οικογένειας στον αξιωματούχο του συστήματος,συνήθως άπλυτο και βρωμιάρη,αλλά αξιωματούχος όμως.
Θα μας  πει κάποιος,τι να κάνουν οι κακομοίρηδες,μια δουλίτσα θέλουν,
να ταίσουν τα παιδάκια τους,να ζήσουν λίγο καλλίτερα,
να επιβιώσουν,τι να κάνουν τα ανθρωπάκια;
Ανθρωπάκια είναι,τι άλλο μπορούν να κάνουν άλλωστε ;

Οι ''μεγαλόσχημοι-μεγαλόσταυροι'' είναι δύο ειδών.
Αυτοί που δεν θυμούνται τι ψήφισαν,και δεν τους ενδιαφέρει τίποτε άλλο,
παρά η σχέση με την εκάστοτε εξουσία,η επιρροή,οι δουλειές,δεν ορρωδούν σε τίποτε,και δεν ασχολούνται με τίποτε,παρά μόνο με την τσέπη τους,και τα συμφέροντα τους .
Στην περίπτωση δε,του ΣΥΡΙΖΑ ήταν όλοι.
Πετρελεάδες,λαθρέμποροι καυσίμων,φαρμακοτρίφτες,τραπεζίτες,κατασκευές,
τυχερά παιγνιδια,ενέργεια,κανάλια και όλος ο καλός κόσμος.
Τα  ''πολύ μεγάλα ονόματα'' της Ελλάδος,αυτοί που σε πολύ μεγάλο βαθμό,
είναι υπόλογοι για την κατάντια της Ελλάδος.
Κονόμα απο την μία,και συμφωνίες να μην τους αγγίξει κανείς,αφού οι περισσότεροι έχουν και κάμποσες καταδίκες στην καμπούρα τους.
Αυτοί, μαζί με τα εκλεπτυσμένα τσιράκια τους,που έχουν και αυτοί τα κονέ,
την εξάρτηση,και τις αμαρτίες τους.Σαν τον μεγαλόσχημο,του κώλου μεγαλόσχημο δημοσιογράφο,που ακόμη και τώρα σιγοντάρει την σαπίλα του συστήματος Συριζόλ,
υπόγεια,υποχθόνια,και επικίνδυνα .
Αλλη κατηγορία ''μεγαλόσχημων-μεγαλόσταυρων'' είναι οι μετακλητοί στο σύστημα απο το Πασόκ κυρίως,δικηγόροι,πολιτευτές και λοιποί,μπλεγμένοι σε απάτες και την γλύτωσαν δικαστικά στην συνέχεια,και τώρα βόσκουν ανενόχλητοι στα βοσκοτόπια της νέας πιο επικίνδυνης διαπλοκής και εξάρτησης .
Και δίπλα τους,ανθρωπάκια κάνουν την βρώμικη δουλειά για λογαριασμό των ισχυρών ''φίλων τους''έχοντας εξασφαλίσει ευκολάκια για πάρτη τους,
με μαύρα τούβλα,και το χρήμα ρέει,και η καινούργια τάξη πραγμάτων εδραιώνεται.

Ηταν αλλιώς στο παρελθόν; 
Oχι δεν ήταν,μπορεί και τα χρήματα τότε,που ρούφαγαν όλοι,να ήταν πολύ περισσότερα,όμως  οι καινούργιοι τώρα,θέλουν να εδραιωθούν στην εξουσία με κάθε μέσο,αλλά και με βουλιμία ορμούν στα οικονομικά της ψωροκώσταινας.
Τι να  ψηφίσει ο κακομοιράκος,και χθεσινός πεινάλας,όταν μπορεί να συναγελάζεται με τον άχρηστο μεν,υπουργό δε,συγχρόνως να γεμίζει τις τσέπες του με μαύρο χρήμα,και νάχει και επιρροή στον περιπτερά της γειτονειάς του .
Ετσι ήταν πάντα το σύστημα,όμως αυτοί εδώ,τους έχουν πάρει όλους παραμάζωμα .

Δεν έχουν,που δεν έχουν καμμιά μόρφωση,κυρίως κοινωνικά,ήταν στο περιθώριο, 
και στην απέξω τόσο χρόνια,και επικαλούμενοι την αριστερά και την ουτοπία της,
θέλουν πρώτο δεξιά στασίδι,θέλουν μερίδιο απο όλα.

Ειδική κατηγορία με αυτούς που παίρνουν το ΣΥΡΙΖΟΛ,είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι.
Σχεδόν όλοι,είναι αμόρφωτοι,κυρίως ανεκπαίδευτοι,με παρωχημένη αντίληψη και νοοτροπία,θεωρούν τους εαυτούς τους κάτι ξεχωριστό,ένα αξιόπιστο όν,
που πληρώνει σαν τράπεζα,και απαιτεί τον σεβασμό των υπολοίπων κιόλας,
άσχετα αν δεν ξέρουν οι περισσότεροι, να γράψουν το όνομα τους στον υπολογιστή.
Φυσικά δεν φταίνε μόνο αυτοί,είναι και θύματα της πολιτικής εξάρτησης,
που τους επέβαλε το σύστημα και τους κατέστησε ανίκανους.
Και τι κάνεις σήμερα με όλους αυτούς ;
Τους στέλνεις σπίτι τους όλους,και τους αντικαθιστάς με νέα μορφωμένα παιδιά;
Αυτό  θέλει πολλές και χονδρές κοχόνες απο την μια πλευρά,
και το σημερινό καθεστώς τους θεωρεί πυλώνες και οιωνεί ψηφοφόρους του,
απο την άλλη.
Ομως μπορείς να τους εκπαιδεύσεις,να τους πληρώνεις ανάλογα με τα προσόντα τους, και όχι ανάλογα ποιός έχει(είχε) το μεγάλο άσχημο δόντι.
Οι άχρηστοι να φύγουν σιγά-σιγά,μέσα απο μια αξιολόγηση και να εξομοιωθούν οι μισθοί του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, και φυσικά να καταργηθεί η μονιμότητα.
Ακούνε αξιολόγηση και παθαίνουν ένα ταράκουλο,και φυσικά,βλέπεις κάτι σούργελα καθηγητές του ΣΥΡΙΖΟΛ σπουδαγμένοι στην εσπερία μεν,αλλα διαπρύσιοι κήρυκες της αναξιοκρατίας δέ.
Σήμερα μεγάλος μέρος όλων αυτών των άχρηστων και απαίδευτων ανθρώπων,
θέλει ΣΥΡΙΖΟΛ,αφού πέρα όλων των άλλων,μοιάζουν στην ήσσονα προσπάθεια στο λίγο,στην απαξίωση του ικανού.
Τους θέλους σαν τα μούτρα τους,και τους έχουν έτσι ακριβώς όπως είναι  οι ίδιοι .

Ομως ΣΥΡΖΟΛ παίρνουν και κάτι  ηλίθιοι,που ακόμη πιστεύουν οτι,
θα τους χαρίσουν τα δάνεια τους φόρους και τις εισφορές.αλλά δεν καταλαβαίνουν οτι,το μόνο που θέλουν όλοι αυτοί οι αλητήριοι τύπο,είναι να δημιουργήσουν μια μεγάλη ομάδα πληθυσμού με επιδόματα,να εξαρτάσαι απο την φιλανθρωπία τους,
ένα είδος ιδιότυπου κομμουνισμού,πολλοί με λίγα, και εξαρτόμενοι απο το χόρτο που θα τους δίνουν πια,υποχρεωτικά.

Είναι και όλοι  αυτοί που δεν εφαρμόζουν τους νόμους,κινήματα ''δεν πληρώνω'' κυκλοφορώ στην λωρίδα έκτακτης ανάγκης,καπνίζω όπου μου καπνίσει,φωνάζω για να ακούγομαι σαν καζανάκι απόπατου,κάνω κατάληψη για πλάκα,σπάω για  χαβαλέ,εμποδίζω για να δείξω την αριστερή μαγκιά μου,και κλέβω απο χόμπυ.
Αυτή είναι η συνεχής εκπαιδευση μιας κοινωνίας απο όλους αυτούς που θέλουν επιδοματούχους χαχόλους,με πολύ λίγη δημοκρατία και μπόλικο διεθνισμό δήθεν.Λωρίδες κυκλοφορία,να κυκλοφορούν μόνο οι ίδιοι,και οι χαχόλοι να τους χειροκροτούν κιόλας,που τους έχουν αφήσει ένα μονοπάτι για να κυκλοφορούν την αναξιοπρέπεια τους και την κακομοιριά τους.

Εχω πεί οτι,όλοι οι προηγούμενοι είναι υπόλογοι για πάρα πολλά πράγματα,
πολύ σημαντικα και έχουν φέρει την Ελλάδα στο σημερινό χάλι.
Ομως πίστευες οτι,μετά την χρεωκοπία,μετά την φρίκη της κρίσης,
κάποιοι αριστεροί κιόλας,θα κάναν μερικά πράγματα για να αλλάξει η κατάσταση,
να γίνει μια σύγχρονη χώρα,να τιμωρηθούν αυστηρά οι ένοχοι,όποιοι και να είναι,
και να γίνουν βήματα με οδηγό την αξιοπιστία,την αξιοπρέπεια,και την αξιοκρατία.

Ολες οι χώρες από την μιά έχουν κάνει βήματα εξέλιξης και προόδου,π.χ.οι πρώην ανατολικές χώρες,η Κύπρος,και απο την άλλη έχουν να παλέψουν τον νέο κίνδυνο,του εθνικισμού που γενιέται,την μετανάστευση,και την έλλειψη ασφάλειας που καλώς η κακώς αισθάνονται .
Και για νάμαστε ξηγημένοι,είναι πιο τίμιοι οι Γερμανοί στο  μεταναστευτικό απο εμάς,που κλαίμε δήθεν με τον καημό του μετανάστη,αλλά είμαστε τα χειρότερα ρατσιστικά καθίκια της Ευρώπης.
Εκτός και εαν συμπόνια είναι η εκμετάλευσή τους,και η χρήση τους σαν δουλικά
Ετσι ναί,είμαστε ουμανιστές ...


Εμείς,αντί να πάμε με όλους αυτούς,που κάνουν βήματα σε μια Ευρώπη που θέλει να προστατέψει σύνορα και λαούς τους,παραδίνουμε την ψυχή μας,υποθηκεύουμε τα συνορά μας,και συγχρόνως κάνουμε μεταρρυθμίσεις σαν το κόψιμο των συντάξεων -φοβερή μεταρύθμιση -και διατηρούμε εκατοντάδες ρεμπεσκέδες στο δημόσιο,άχρηστους οργανσιμούς,και είμαστε ανάξιοι να εφαρμόσουμε το νόμο για το κάπνισμα,και λένε οτι βγαίνουμε απο τα μνημόνια,και έχουμε καθαρή έξοδο.
Εμένα σαν την έξοδο του Μεσολογγίου μου νοιάζει,και ένας Κιουταχής να κρυφογελάει κάτω απο τις μουστάκες του για τα πλάσματα που θα κάνει βολικά χανουμάκια..

Οποιος σήμερα ψηφίζει και καταπίνει το ΣΥΡΙΖΟΛ,δεν είναι άμοιρος των ευθυνών του,και των ευθυνών του,απέναντι στα παιδιά του,στην ιστορία αυτού του τόπου ,
είναι βαθειά υπόλογος,και είναι ένας  μικρός και επικίνδυνος Ελληνας  .
Μην αρχίσουμε τις παπαριές του τύπου,σιγά μην ψηφίσω τον Μητσοτάκη,
πούναι ο μπήξε και ο δείξε.Μπορεί και νάναι έτσι.
Ομως υπάρχουν τόσοι άλλοι,και πάνω από όλα,τόσοι,που μπορούν να βγούν στην επιφάνεια και να οδηγήσουν αυτό το δύσμοιρο τόπολίγο παρακάτω.
Μόνο να σηκώσουμε  το κεφάλι,και να  φυσύξουμε με  δύναμη,να καθαρίσει ουρανός.
Ας ανοίξουμε τα μάτια μας,ας κοιτάξουμε στην ψυχή μας,και ας κάνουμε μια αρχή.
Να φύγει αυτό το σκοτάδι και αυτή η επικίνδυνη παρέα των αμοραλιστών και καιροσκόπων,και μετά ας κοιτάξουμε δίπλα μας .

Κάπου εκεί, υπάρχει ένας καινούργιος ηγέτης,να τον βρούμε,τον χρειαζόμαστε.

Μακρυά απο την καταχνιά,την χολέρα,και την απελπισία,την αμορφωσιά και την απλυσιά.
Η Ελλάδα έχει φώς,ήταν το φώς,να ξαναγίνει φως ..
  
Οχι άλλο κάρβουνο,όχι άλλα ψέματα,οχι άλλη υποβάθμιση μας,σε ζητιάνους επιδομάτων.

Καληνύχτα γιαυτούς,καλημέρα για μας,για τις επόμενες γενιές. 
Τόσες αστραπές καλοκαιριάτικα,κάτι σημαίνουν,ας μην τις υποτιμήσουμε.

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 
 






ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...