Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019

ΤΑ 21 ΣΚΑΛΙΑ /ΣΚΑΛΙ 15, ΑΧ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ..



Όταν ήμουν μικρός και είχα αρχίσει να καταλαβαίνω τον κόσμο,
στο μυαλό μου μπαίνανε πράγματα, παίρνανε μια θέση,με μια τάξη.
Εδώ οι γνώσεις,εκεί τα ερεθίσματα,πιό κάτω τα  ασυναίσθητα,
πιο πέρα οι ευαισθησίες,πολύς χώρος για την φαντασίωση.
Μπαίνανε και ξαναμπαίνανε πράγματα και καταλάμβαναν χώρο,
και κάθε φορά έπρεπε να στριμώξω όλα τα υπόλοιπα για να χωράνε οι καινούργιοι.
Ωσπου και μέρα αποφάσισα ότι,ήρθε η ώρα να τα βάλω σε μια τάξη,
από εδώ τα σωστά,από εκεί τα περιττά και λάθος.
Στα πιο κάτω και πάνω ντέξιον,τα απωθημένα,
στην διπλανή κάμαρα η φαντασία,με την θετή της κόρη την φαντασίωση.
Έβαλα και ταμπέλες,έτσι για να τα ξεχωρίζω εγώ πρώτος,και όποιος άλλος αποφάσιζε να με μπεί εκεί μέσα.Γραμμένα με καθαρά καλλιγραφικά γράμματα,
με πέννα βουτηγμένη σε μπλε σκούρο μελάνι,και στεγνωμένη με στυπόχαρτο .

Μου πήρε κάποιο χρόνο να το κανω για πρώτη φορά,
εκεί στα πρώιμα δεκαοχτώ,και ένοιωθα ότι τάχα βολέψει μια χαρά,
και ό,τι ήθελα,θα έμπαινα μέσα στο μυαλό μου,
και θα τόβρισκα εύκολα,το κάθε πράγμα στο χώρο του,
και με την σειρά του,εύκολα,βολικά,και έξυπνα .
Όμως φεύ,τι λάθος έγινε στην συνέχεια και όλα άρχισαν 
να διαλύονται σιγά-σιγά,πέσαν κάτω οι επιγραφές και θρυμματίστηκαν,
πάνε και τα γράμματα τα καλιγραφικά,
είχαν μπλέξει κομμάτια από το σωστό και λάθος,από τα θέλω και από τα πρέπει,
ένα σωρός από όλα μαζί,χωρίς αρχή και τέλος .

Περνάγανε τα χρόνια,και είχα πάντα την έννοια του μυαλού μου,
τι γίνεται εκεί την κάθε στιγμή,άλλοτε επειδή έπρεπε να το χρησιμοποιήσω σαν όπλο,και άλλοτε σαν ασπίδα,και άλλοτε,επειδή με παρέσερνε σαν την σχέδια στο πέλαγος.
Δεν έμαθα  ακόμη,και δεν θα  μάθω ποτέ,πως,να διαχειρίζομαι το μυαλό μου,
όσες φορές και να τόβαλα σε τάξη,σε κουτάκια,σε σειρά,με επιγραφές,και καταχωρήσεις σε αρχεία.
Αλλοτε ένοιωθα ότι,δεν υπήρχε τίποτε εκεί μέσα,μόνο μια μάζα από λειωμένα κύτταρα,ένας πολτός άχρηστος,γεμάτος γλίτσα,σαν τα σωθικά που βγαίνουν με βρώμα απο το στομάχι του αρνιού όταν το σφάζεις.
Τότε,έμπαινα με φόβο και τρόμο,έβλεπα τα κύτταρα λειώμα και αναρωτιόμουν,
τι λάθος έκανα πάλι,και που πήγε τόσος κόπος,να μπουν σε σειρά,τόσες φορές.

Ένα πράγμα ήταν,και είναι σίγουρο,το γεγονός ότι ποτέ,
δεν γνώριζα όλες τις γωνιές,και όλα όσα συνέβαιναν εκεί μέσα,
ενώ άλλα νόμιζα οτι ξέρω,αλλά κυρίως,άλλα ήθελα να πιστεύω.

Μετά την πρώτη τακτοποίηση,εκεί στις αρχές της εφηβείας,ήρθε η καταστροφή,
ένα τουβλάκι απο το στημένο σκηνικό τραβήχτηκε,και όλα μεμιάς άλλαξαν όψη.
Αλλα έπεσαν κάτω και έσπασαν,άλλα ράγισαν σαν το ποτήρι με το χοντρό γυαλί και τις ραγάδες μέσα του,μερικά άλλαξαν θέση για νάναι διαθέσιμα σε πρώτη ζήτηση,
και όλα φαινόταν οτι επηρεαζόταν από τα γεγονότα,
και άλλαζαν μορφή,σαν στολή παραλλαγής χοντρού στρατηγού.
Για πολλά χρόνια,πάνω από δεκαπέντε,τα άφησα έτσι,
χύμα και ατάκτως πεταμένα.Ομως ακόμη όταν έμπαινα μέσα,
μπορούσε σχετικά εύκολα,να βρω αυτό που ήθελα.
Έσπρωχνα τα μπροστινά,ψιλοτσαλαπατούσα κάποια άλλα,και με λίγη τύχη,
εύρισκα αυτό που ζητούσα κάθε φορά,άλλοτε ήταν ατόφιο,
άλλοτε ταλαιπωρημένο και σπασμένο στις άκρες του.
Μου αρκούσε που τόβρισκα εύκολα,και που,δεν έδειχνα βλάκας,
στην ερώτηση η στο πρόβλημα,
Πιο πολύ όμως με βόλευε ότι,μέσα σε όλη αυτή την αταξία,
μπορούσα να ξέρω που ήταν ακόμη,τι.

Όμως το πράγμα αγρίευε,η αταξία και σύγχυση μεγάλωναν με το καιρό,
τα χρώματα ξεθώριαζαν,τα γράμματα κιτρίνισαν και χλώμιασαν,
και τα κουτάκια άρχιζαν  να σαπίζουν.
Και δεν ήταν μόνο αυτό,είχαν αρχίσει να έρχονται πολύ πιο συχνά και πολύ πιο έντονα οι σεισμοί,τα ρεύματα,τα κύματα,και μόλις άνοιγες το πορτάκι για να μπείς,σούρχοταν καταπάνω σου,κύματα από λάβα,μαύρη πηχτή στο κάτω μέρος,γλυκιά κόκκινη αστραφτερή στο πάνω,
και δεν μπορούσες ούτε να τα κοιτάξεις,έτσι που σε πύρωνε,και σε σε κατέκαιγαν.

Άλλες φορές,με το που τολμούσες,να ανοίξεις μια χαραματιά,
τόννοι νερού με λάσπη και πέτρες,σουρχόταν κατακέφαλα,
και τρομαγμένος και ανήμπορος,έκανες αμέσως πίσω,
και κρυβόσουνα πίσω από την πόρτα,και έκανες προσευχή,
να αντέξει η πόρτα,μήπως και σπάσει,
σε πάρει και σε σηκώσει,σε κάνει χαλκομανία.

Περνούσε η μπόρα,και έλεγα,ας να δοκιμάσω,να δω τι άφησε πίσω της,
και δειλά-δειλά πάντα έμπαινα από την πλαϊνή πόρτα,
και ήμουν μπροστά σε ένα χάλι.
Βρεγμένα όλα,μουχλιασμένα παξιμάδια τα ονειρά μου,
η φαντασία μου κουτσή και ανήμπορη,
οι γνώσεις που τις είχα περί πολλού,ξεχαρβαλωμένες,
και σε κάποια σημεία σαπισμένες. 
Και ήταν όλο αυτό,σαν το χορό,στην αρχαία τραγωδία,
που ενώ ήξερες τι θα γίνει,ο ήρωας,εγώ δηλαδή,
περίμενα ανήμπορος την επέμβαση του θεού,
που βολικά πάλι τον είχα ξαναφέρει στο προσκήνιο των αναγκών μου .

Και κάποια στιγμή είπα,δεν πάει άλλο έτσι,πρέπει κάτι να κάνω,
πρέπει να ξαναμπώ και να τα ξαναφτιάξω,με πιο πολύ προσοχή αυτή την φορά,
με πιο σύγχρονα υλικά,ανθεκτικά στο χρόνο,και στην φωτιά,
στό νερό και στο σεισμό,στην αλλαγή και στην ταχύτητα.
Μα βρώ ανταλλακτικά για εκείνα που είχα φθαρεί,
να πετάξω οτιδήποτε είχε σαπίσει,και ήταν άχρηστο μια ανακαίνιση,
μια αλλαγή της όψης με υλικά,που μόλις είχαν εφευρεθεί. 
Ηταν όμως,μια γενναία αλλαγή μια εκ βάθρων και  δημιουργία,
η απλώς ήταν μια αναπαλαίωση με παληά υλικά,
και κορόιδευα τον ευατόν μου,για ακόμη μια φορά;

Αναρωτήθηκα,αλλά είπα,θα το δω επι τόπου,όταν θάμαι μέσα,
όταν θα πρέπει να πάρω απόφαση εκείνη την στιγμή.
Δεν έκανα σχέδιο,δεν είχα πλάνο τι θα έκανα,όχι γιατί δεν ήξερα,
αλλά γιατί δεν ήθελα,να τα αλλάξω όλα,έτσι εύκολα.
Όταν τα άλλαζα όλα,πως θα δικαιολογούσα τον ευατόν μου,
 για τις ενέργειες μου και την μέχρι τότε ζωή μου ;

Ομως τελικά,μπήκα με φόρα και με όρεξη,να κάνω αλλαγές δομικές,
σαν τους ανασχηματισμούς του Ανδρέα,είπα θα τα αλλάξω,δεν πάει άλλο,
αφού τόβλεπα το πράγμα ότι,είχε ξεχειλώσει,και έπνεε τα λοίσθια .
Εκεί λοιπόν στο μόσο της τέταρτης δεκαετίας,πήρα την απόφαση να ξαναμπώ και να κάτσω όσο χρειαζόταν,για να γινει μια νέα αρχή.
Είχα τελικά και ένα πλάνο,πάντα ήθελα να  έχω πλάνο,
μέχρι που κατάντησε το πλάνο αεροπλάνο από τις αναταράξεις,
πούφαγε στην πορεία μου αυτή .

Μπήκα με χαρά της αλλαγής,της νέας ηθικής,της γνώσης,
ότι επιτέλους, ναι,κάνω το σωστό για μένα,κάνω αυτό που θα με οδηγήσει σε νέα μονοπάτια,καθαρά,απαλλαγμενα από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος,
τα κολλήματα,τις χαμένες ιδεολογίες,και τα λειωμένα όνειρα ..
Είχα όπως προείπα τελικά,σχέδιο και πλάνο,για να μην φοβηθώ,
και για να μην κάνω λάθη,να έχω μια σφαιρική γνώση πρώτα,
να αρχίσω με πρόγραμμα και σύστημα και να τα καλύψω όλα,
όσον χρόνο και εάν χρειαζόμουν.
Κουβαλούσα μαζί μου,και κάθε τι καινούργιο από τα υλικά,
από την νέα γνώση,από τα τα νέα συναισθήματα που υπήρχαν στην αγορά,
από νέα χάπια για την καταπολέμηση του φόβου και της  άγνοιας,
μέχρι σύριγγες,για να ρουφάνε τα παληά δηλητήρια,
που ήταν λιγώτερα δραστικά,σύμφωνα με την διαφήμησή τους.

Μπήκα λοιπόν με όλα αυτά,και το πρώτο που έκανα αμέσως,
ήταν μια γυροσκοπική μάτια,κάμερα με 360 μοίρες ίδια το βλέμμα μου.
Πω-πω λέω μέσα μου,εδώ θέλει πολύ δουλειά,εδώ θέλει ατελείωτο χρόνο,
χρόνια δηλαδή,άσε δε,που αυτό το καινούργιο που θα προέκυπτε
ποιος ήξερε τι μορφή θάχε,και τι αποτελέσματα στην μετέπειτα ζωή μου.

Είχα δει,τις παλιές μηχανές που χρησιμοποιούσαν στην εποχή για την μηχανογράφηση,
μηχανήματα σαν μηχανές πλοίου,με χιλιάδες άλογα,ένα βουητό,
μια υποχθόνια αντίδραση του τέρατος,που κρυμμένου στα έγκατα,
ζητούσε μια μικρή ρωγμή,να βγει,και να κατασπαράξει,ότι βρει μπροστά του.
Φοβήθηκα,και άμεσως έκανα ένα βήμα πίσω.
Είχα αφήσει και την πόρτα μισόκλειστη,για καλό και για κακό,
και τότε άστραψε το μυαλό μου:
Δεν μπορείς μεγάλε,να τα θέλεις όλα δικά σου,
και την μεγάλη δραματική αλλαγή,
και την πορτούλα μισάνοιχτη,για να την κοπανήσεις εύκολα.

Ετσι δεν είναι μικρούλη;
Είπαμε να κοροϊδεύουμε τους άλλους,όχι και τον ίδιο μας τον εαυτό.
Στην αρχή,νόμιζα,ότι αυτό,μου το κραύγαζε η γεμάτη  σκόνη συνείδηση,
που την ειχα βάλει όχι μπροστά-μπροστά,αλλά όχι και πολύ πίσω.
Όχι φάτσα κάρτα,αλλά να μην έχει λόγο σε κάθε είσοδο μου εκεί.
Ενταξει,είπαμε όλα με έλεγχο,και μέτρο παληό,όπως πολύ παληά.

Χάος παντού,άλλα μισόκαμένα από την ενέργεια 
που έβγαζε ο φθόνος και η ζήλεια,
που αντάμα σε μια γωνιά,με κοιτούσαν με μάτια γεμάτα φλόγες,
ένα μυθικό τέρας με δυο κεφάλια,με τρεις γλώσσες, που η μια ήταν η αλήθεια,
και οι άλλες ο φθόνος και η ζήλια,και πάντα έτρωγε η μια γλώσσα την άλλη,
αλλα πάντα ξεπετιόταν από την αρχή καινούργιες,και οι τρεις.

Στην άλλη άκρη,ακόμη σε καλή κατάσταση η ηθική και η αξιοπρέπεια,
δίδυμες σιαμαίες,με όμορφα θλιμμένα μάτια.
Ηξεραν και οι δυο ότι,οι νίκες τους ήταν λίγες,αλλά όσο και να λιγόστευαν
κάθε τόσο,αυτές,εκείνες στεκόταν εκεί,δαρμένες και αγέρωχες.

Στο μέσον ήταν οι γνώσεις,με τις εμπειρίες,γύρω τους χορό πάντα είχαν,
η εξυπνάδα με την ευφυΐα,δυο κόρες ντυμένες πάντα με λευκά πέπλα,αέρινες οπτασίες,που με την αέναη κινηση τους,λες και προστάτευαν,τις ήδη ξιλοκουρασμένες γνώσεις και εμπειρίες.
Η γνώση είχε χοντρύνει αρκετά,είχε λίπος στην μέση,και καμπύλες λίγο έντονες στους γοφούς,η εμπειρία σαν πιο νέα,μια ξερακιανή μελαχροινή νύφη.
Θα την έλεγες και μικρή πεθερά,που γέννησε στα δεκαπέντε της,
και πάντρεψε το γιο της στα 30,άντε και λίγο  ακόμη,
μια μικρομέγαλη συμπαθητική κοπέλα που μου ενέπνευε σεβασμό το δίχως άλλο .

Υπήρχαν τόσα πολλά ράφια,που ούτε εγώ τότε,ήξερα τι είχα βάλει σε αυτά,
πάντα κοίταζα τα πρώτα,και πάνω-πάνω,όπως βάζουν όσοι πληρώνουν καλά,
τα προϊόντα τους στα πάνω ράφια στο ύψος του ματιού.
Οχι πιο κάτω,που να σκύβεις,όχι πιο πάνω,
που να κοιτάς συνέχεια στον ουρανό,σαν την κότα που πίνει νερό.
Τα ράφια είχαν ήδη σαράκι,και είχαν αρχίσει να λυγάνε από το βάρος.
Τα κουτάκια,άλλα ανοιχτά σαν το κουτί της Πανδώρας,
άλλα με ανοιγμένα τα σωθικά,σαν τα δώρα που δεν αρέσουν  προκαταβολικά.
Αλλα μούσκεμα,άλλα μισόκαμένα,άλλα σκουριασμένα,
πότε πρόλαβαν,σκέφτηκα,και σκούριασαν,
Για φαντάσου,τι θα γίνει στην επόμενη αξιόλογη,
γεμάτο σκουριά θάναι το σύμπαν εκεί μέσα.

Τέλος πάντων,έριξα μια μάτια παντού,
ήταν φανερό ότι ήθελε αλλαγή το σκηνικό,
το πλάνο ήταν ακόμη ζωντανό,η πόρτα όμως πίσω,
μου γαργαλούσε  τον πισινό,όλο και περισσοτερο.

Είχε φύγει η πολύ μεγάλη ορμή και επιθυμία,
ναι πράγματι ήθελα να τα φτιάξω επιτέλους,
αλλά έτσι όπως τάβλεπα,βουνό μου φαινόταν.
Είπα,μιας και μπήκα αποφασισμένος,
ας ανασηκώσω τα μανίκια,και στρωθώ στην δουλειά.
Άμ´έπος αμ´εργον,άρχισα με τα εύκολα,που ήταν κοντά και πεταμένα κάτω μπροστά.
Εσκυψα με προσοχή και άρχισα να μαζεύω τα σπασμένα κομμάτια,
από την ιδεολογία που είχε γίνει θρύψαλα,τα βασικά τα δομικά.
Μάζεψα τα πρώτα κομμάτια,μούλειπε το άλλο κομμάτι,που στα κοιμάται είχε χαθεί.
Ενας πόνος πίεσε την μέση μου,
από το πολύ σκύψιμο λες,και εκείνη την στιγμή νόμιζα ότι,
από τα πάνω ράφια,η πραγματικότητα πούταν αρπαχτή πάνω-πάνω,
μούριχνε ειρωνικές ματιές.
Α ρε κακομοίρη,φτιάχνεται πιά,ότι έχει σπάσει,σαν να μούλεγε.

Είχε δίκιο δεν γινόταν τίποτε,πάει η ιδεολογία έγινε κομμάτια και θρύψαλα,
και μόνο κάτι σκόρπια γράμματα εδώ και εκεί,μπορούσαν να υπονοήσουν,
τι σήμαινε αυτό(η) πριν από χρόνια.
Ομως σιγά-σιγά,κουτσά στραβά,είχα αρχίσει να βάζω μια τάξη,
από τα εύκολα,τα μεγάλα κομμάτια,τα μπροστινά,
και για όσα η συναρμολόγηση και τακτοποίηση ήταν εύκολη.

Μπροστά πάντα,η πραγματικότητα,
δίπλα στην γνώση,και μπροστά από την εμπειρία.
Άφησα λίγο χώρο για την φαντασία,
και έσπρωξα πίσω σε ένα σωρό από σπασμένα κομμάτια τις μεγάλες ιδέες,
που έτσι όπως ήταν ξαπλωμένες στο πάτωμα,
μόνο μεγάλες δεν μπορούσες να τις πεις.
Η ευαισθησία αυτό το ντροπαλό κορίτσι με τα αμυγδαλωτά μάτια,
και μόνο απο την ικεσία πούβλεπα στα μάτια της,
της βρήκα λιγο χώρο,για να βολευτεί και να την βλέπω εύκολα.
Ήξερα όμως ότι,όταν θαρχόταν η επόμενη φορά,
δύσκολα θα την εύρισκα στην θέση της,κάποια άλλη πιο καπάτσα,
θα της είχε πάρει την θέση.

Είχα σχεδόν τελειώσει,κοίταξα τον έργο μου,και έφριξα.
Κάποια είχαν μπεί σε σειρά,άλλα στέκονταν το ένα πανω στο άλλο,
κάποια επέμεναν ξαπλωτά στο πάτωμα,
Ομως ήξερα ότι,με το πρώτο κούνημα θα γινόταν το απόλυτο ρημαδιό.
Τα συντρίμμια τάχα κρύψει πίσω,να μην τα βλέπω,
και είχα βάλει από πάνω κάτι πλάκες, 
πούλεγαν ποιήματα και ανάλεξα.
Εβαλα τις πλάκες,να κρύψω τις ενοχές μου,
τις ιδεολογίες που σάπισαν και γέμισαν λάσπη,
την επιθυμία για να αλλάξω τον κόσμο.
Η πλάκα άντεχε ακόμη,από πάνω ήταν γυαλιστερή,
από κάτω όμως είχε αρχίσει νάχει μούχλα και μύριζε .

Δεν πειράζει λέω,ποιος θα το δει,αν το μυρίσει δεν θα ξέρει τι είναι,
άρα ότι φαίνεται είναι μια χαρά,από κάτω ποιος νοιάζεται ..

Είχα βάλει μια τάξη,σαν το σπίτι του μπάρμπα Θωμά.
Ρακένδυτοι με μπαλώματα και χοντρές ραφές καπλαντισμένα.
Όμως ήταν κάτι,στέκονταν ακόμη πολλά πράγματα όρθια,
και μπόρεσα τότε να υπολογίζω ότι,θα με πήγαιναν ακόμη αρκετά χρόνια.

Όμως δεν σας είπα όλη την αλήθεια,εκεί μέσα υπήρχαν και σκοτεινά μέρη,
που έμειναν στο σκοτάδι,οι αμαρτίες,παιδιά των θανάσιμων αμαρτημάτων,
που όλο και πιο πολύ χώρο μου καταλαμβάνανε,άλλοτε σε γνώσει μου,
και άλλοτε εν αγνοία μου.
Η απληστία ήταν η πρώτη μεταξύ των ίσων,φώναζε περισσότερο 
και έπαιρνε κεφάλι κάθε φορά και περισσοτερο,
ήθελε ζωτικό χώρο να εξουσιάζει και να προβάλεται.
Ποιος τολμούσε τότε να της σηκώσει κεφάλι,αλλά ακόμη ήταν στα σκοτεινά.
Αλλοίμονο λέγαν όλοι οι άλλοι,εάν βγει στο φως,τι έχουμε να τραβήξουμε ..

Ευτυχώς που μπήκα και έβαλα μια τάξη,
ήξερα ότι ακόμη υπήρχε μια ισορροπία,
με έγερνε από την μιά,με μπάταρε από την άλλη,
όμως στο τέλος ερχόμουν στα ίσια μου.

Πόλεμος μέχρις εσχάτων από την μιά,αλλά και γλύκα και απανεμιά.
Ηταν αυτή η γλυκειά κεντριά που κάθε φορα που την ένοιωθα στο στομάχι μου,
κάτι όμορφο θα γινόταν για μένα για τους άλλους γύρω μου.
Δυστυχώς κρατούσε λίγο,αφού το σκοτάδι μέσα μου φρίαζε,
και ζητούσε συνεχώς μεγαλύτερο μερτικό.

Είχα πραγματικά κουραστεί,ότι έκανα έκανα,είπα,και πάλι καλα,
βολεύτηκα σε αυτό,κοίταξα γύρω μου και τα είδα λιγο καλλιτερα.
Μια χαρά είπα είναι,ποιός το κάνει αυτό την σήμερον ημέρα,αναρωτήθηκα .

Κανείς,μου πέταξε μια φωνή μέσα μου.Είδες,λέω,που ανησυχούσες 
και πριν προλάβω να νοιώσω νικητής,μια άλλη φωνή,
τάκανες σκατά σαν τα μούτρα σου,αντιγύρισε .

Αυτή που λέτε ηταν η δεύτερη αξιολόγηση που έκανα πριν από πολλά χρόνια,
μούδωσε τράτο να πάω παρακάτω,με βοήθησε να καταλάβω,τι χώρο,
και τι δύναμη,είχε καθετί που ήταν στον μυαλό μου σε αυτό το κουτί από σάρκες και νευρώνες.

Ίσως εάν τα έφτιαχνα καλλίτερα,
ίσως εάν έδινα περισσότερο χρόνο και υπομονή,
τα πράγματα να ήταν καλλίτερα,μπορεί και όχι,όμως.
Αφού ότι,έμεινε σε μορφή  χάους,με βόλευε,
δεν μπορούσα να επέμβω σε όλα,όπως νόμιζα.

Στην πορεία από τότε,μέχρι την επόμενη αξιολόγηση,
είχαν αλλάξει πολλά,πάλι.

Αποφάσισα και ξαναμπήκα,και τότε πραγματικά φοβήθηκα και χάρηκα μαζί.
Φοβήθηκα γιατι πολλά πράγματα είχαν αγριέψει,πιάσαν πολύ χώρο,
άλλα εξαφανίστηκαν,χάρηκα όμως,γιατί τώρα πια,υπήρχαν πιο λίγα,και σημαντικά.

Γιαυτά,θα μιλήσουμε,κάποια άλλη στιγμή ..

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ




Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019

ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ .....


Κάνοντας ένα διάλειμμα απο σκαλοπάτια,μονοπάτια,δρόμους,
διαδρόμους,σταυροδρόμια και στάσεις των ηρώων μας,
Ιανού,Δελφινόσημου,ανέτρεξα λίγο στα κείμενα,
που έχουν γραφεί πριν από χρόνια,μέχρι να ετοιμαστεί το καινούργιο επεισόδιο της σειράς,που παίζει εδώ,φέτος .

Το πρώτο κείμενο γράφτηκε στο blog,στις 10 Νοεμβρίου 2010,
και είναι ένα ποίημα που δημοσιεύτηκε τότε απο τον Ιανό,
είναι δικό του,και νομίζω οτι,αξίζει να ξαναθυμίσω .

''Οταν αύριο,θάρθει μια καινούργια μέρα,
σκέψου,πόσα λεφτά έχασες,περιμένοντας την.
Μια μικρή ρυτίδα,γύρω απο την άκρη των χειλιών σου,
έφτασε να κάνει την ζωή όμορφη.
Η χαρά σου μεγάλη,η καρδιά σου ζεστή,
η ομορφιά που κρύβεις μέσα σου,πλήρης,καθαρή,
ευανάγνωστη γραφή,σαν Αλεξανδρινό βιβλίο με χοντρά φύλλα,
μετάφραση του καλλίτερου Ελληνοπλάστη της γής ..
Μην χάσεις,την γλυκειά αίσθηση της όμορφης μέρας,
που σου δίνει την δύναμη να ζείς,να αγαπάς,
να νοιώθεις άνθρωπος,και μη ξεχάσεις οτι,
την καρδιά σου,που κρύβεις επιμελώς,
στην αριστερή άκρη του κορμιού σου,
την έχεις για να αγαπά,να είναι αντίγραφο αυτού,
που εσύ ηθελες να ζήσεις,και όχι,αυτού,
που σου είπαν συνομωτικά ''κάποιοι ''στο δρόμο ..."


Το δεύτερο κείμενο,είναι γραμμμένο στο blog,
στις 26 Φεβρουαρίου 2011,
με τίτλο:''Την άνοιξη,αν δεν την βρείς,την φτιάχνεις''
Εκεί,υπάρχει ενα απόσπασμα από ένα ποίημα του Κώστα Καριωτάκη 
με τίτλο:''Κι'αν έσβυσε ο ίσκιος ''
που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1919 στον Νουμά.

''Κι'αν έσβυσε σαν ίσκιος τ'ονειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα την χαρά,
κι αν σέρνομαι στ'ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι,με σπασμένα φτερά

κι άν έχει,πριν ανοίξει το λουλούδι,
στον κήπο της καρδιάς μου,μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι άν ξέρω,πως ποτέ,δε θα ειπωθεί.

κι αν έθαψα την ίδια την ζωή μου,
βαθιά μέσα στο πόνο που πονώ,
καθάρια πως,ταράζεται η ψυχή μου,
σα βλέπω το μεγάλο ουρανό.

Η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι
μου λέει για κάποια,που έζησα,ζωή ..''

Δεν υπάρχει φυσικά καμμιά σύγκριση μεταξύ τους,
και του μεγάλου Καριωτάκη ,
Είναι όμως,μια κατάθεση με άλλο τρόπο,
κάποιων δικών μου σκέψεων,απο την μια τρυφερών,
και απο την άλλη,γλυκόπικρων,σκοτεινών και απαισιόδοξων.

Απο την μιά το φώς,το λακκάκι που μεγάλωνε,
με το γέλιο,και έγινε ρυτίδα.
Η χαρά και η ομορφιά των άδολων σκέψεων,
που όμως χάνονται σε κυκεώνα ψευδαισθήσεων,
σκοτεινών μονοπατιών θλίψης,για ένα κόσμο,
που δεν μας αντέχει,έτσι όπως είμαστε .

Υπάρχει Ελπίδα για να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα,
υπάρχει ελπίδα να ορθώσουμε το ανάστημα μας,
ίσαμε τρείς οργιές απο την γή,
υπάρχει ελπίδα,να σηκώσουμε πιότερο ψηλά τα μάτια,
απο αυτό που κάνουμε σήμερα,να τρυπάμε με το βλέμμα την γή,
υπάρχει ελπίδα,να πετάξουμε με λειωμένα φτερά του Ικαρου,
και όχι με τις σιγουράτζες,υπάρχει χώρος για φαντασία και όνειρο,
η μόνο λάσπη και σπασμένα γυαλιά,και λειωμένα κύταρα;
Υπαρχεί ελπίδα να κοιτάμε με βλέμματα καρδιάς,
και όχι με βλέμματα οίκτου,φθόνου,απελπισίας και συμπόνοιας;

Yπάρχει τίποτε;Aκούει κανείς;

Mάλλον υπάρχει,κάποιος που ακούει εκεί ψηλά,
στο αστερισμό του Σείριου,
εκεί,υπάρχουν οι άνθρωποι μας,που μιλούν την ίδια γλώσσα ..

Και πάλι,από το ίδιο κείμενο μου,για κλείσιμο.
Ενα μικρό απόσπασμα από τον Ελύτη,στα ''Μικρά Εψιλλον''

''Μέσα στην θλίψη της απέραντης μετριότητας,
που μας πνίγει απο παντού,παρηγοριέμαι,οτι,κάπου,
σε κάποιο καμαράκι,κάποιοι πεισματάρηδες,
αγωνίζονται να εξουδετερώσουν την φθορά ..''


ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 


























ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...