Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

ΤΑ 21 ΣΚΑΛΙΑ/ ΣΚΑΛΙ 8 Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ

Λένε οτι,όταν μεγαλώνεις προτιμάς,να κοιτάς προς τα πίσω και οι αναμνήσεις σαν τα άγρια κύματα,πνίγουν τα αδύνατα πιά,όνειρά σου.
Το παρόν μετεωρίζεται και χάνεται,μεταξύ του παρελθόντος και του επερχόμενου μέλλοντος,αρα,στην ουσία δεν υπάρχει για να το αξιολογήσεις,
αφού ήδη,η κάθε στιγμή έγινε παρελθόν και χάθηκε,και μένει να αναζητάς το μέλλον,
για να δείς που,θα κουρνιάσουν τα όνειρα σου.
Η μόνη σου πραγματικότητα,είναι αυτή που θα σου συμβεί το επόμενο δευτερόλεπτο,αφού έχεις την δυνατότητα να αλλάξεις κάτι,και εξαρτάται απο σένα,ενώ η αναπόληση του παρελθόντος είναι μια ουτοπική διαδικασία,
αδυνατώντας να επηρεάσεις οτιδήποτε.

Η αχλύ του χρόνου σε βαραίνει,σε κυριεύουν οι θύμησες,και οι αναμνήσεις,
άλλοτε σαν κάργες και άλλοτε σαν περιστέρια,να πετούν γύρω σου.
Και τα χρόνια στην διάβα τους,ισοπεδώνουν την παλαιότερη έκδοση των αναμνήσεων και τις απωθούν στον πίσω χρόνο,πίσω,πιο πίσω και πιο πίσω,
ίσαμε να βρεθείς στην μήτρα της μάνας σου,και εκεί να βρείς οτι,κάποιοι άλλοι εν αγνοία σου,και χωρίς την θελησής σου,σου φύτεψαν γονίδια,μια ανεξίτηλη στάμπα, να την κουβαλάς μέχρι το τέλος,αφού στο μεταξύ,θα έχεις κάνει και εσύ το ίδιο στα δικά σου παιδιά.

Πάντα αναρωτιόμουν ποιά είναι η κατάλληλη στιγμή να αναρωτηθώ,
για το τρόπο που αντιμετώπισα τους δικούς μου γονείς,
σε σχέση με την δική μου αντιμετώπιση απέναντι στα παιδιά μου .
Σε αυτή την ατομική αξιολόγηση και ενδοσκόπηση,προσπαθούσα να είμαι δίκαιος,αλλά πάντα ήξερα οτι,κάτι τέτοιο στην ουσία δεν υπάρχει.
Δεν μπορούσα να είμαι δίκαιος με κανένα απο τους γονείς μου,
αφού επηρεαζόμουν απο τα δικά μου θέλω,και τις δικές μου ανάγκες,
σε σχέση με τον εκάστοτε χρόνο,και το ίδιο βλέπω να γίνεται και τώρα,
σε σχέση με τα δικά μου παιδιά.

Ο πατέρας μου,ζούσε και επηρεαζόταν κυρίως απο το περιβάλλον που ζούσε,
στα χρόνια που ζούσε,στο μέρος που ζούσε,κουβαλούσε τα δικά του γονίδια απο τους γονείς του,και αντιδρούσε κυρίως με το θυμικό και την ανάγκη αυτοσυντήρησης. Υποταγμένος στις εξαρτήσεις,από μια κοινωνία με κλειστά μάτια,που μόλις είχε βγεί απο τον εμφύλιο και τον πόλεμο,απο την ανάγκη της επιβίωσης κυρίως.
Του είχαν χαράξει,ένα κύκλο στο χώμα γύρω του,ένα κύκλο σαν σιδεριά στο λαιμό, ένα χαλκά στη μύτη,φορτωμένος πάντα μια τεράστια πέτρα κολλημένη με τσιρίζι στην πλάτη του.
Τον κατηγορούσα πάντα,όχι για την κληρονομημένη πέτρα που κουβαλούσε,
αλλά για το γεγονός οτι,δεν ήθελε ποτέ στα σοβαρά να την μικρύνει,
να την ελαφρώσει,να βρεί μια άλλη πιο μικρή,μια ελαφρόπετρα,
να του επιτραπεί να δεί,πιο πέρα απο την μύτη του,και το στενό ορίζοντα του.

Δεν ήταν που δεν μπορούσε,κυρίως δεν ήθελε να μάθει,τι γινόταν πέραν απο τον μικρό του κύκλο,φοβόταν οτι,δεν θα μπορούσε να το αποδεχτεί,
και να λειτουργήσει με τους νέους κανόνες.
Μούλεγε,και μούδειχνε τα αστέρια:''Να,βλέπεις τον Ιορδάνη ποταμό'' το νεφέλωμα του Γαλαξία μας,μούδειχνε,την Πούλια και τον Αυγερινό,τον δορυφόρο πούστειλαν πρώτοι οι Ρώσοι,αυτό του άρεσε.
Ηθελε νάχει όνειρα,πίστευε από ένστικτο οτι,κάπου,υπήρχε ενα καλλίτερος τόπος,αλλά τον καταλάβαινε μόνο με τις αισθήσεις του,να μπορεί να τον δεί στο ουρανό,σαν απόδειξη των ονείρων του.
Πεισματάρης σαν μουλάρι,και ξεροκέφαλος σαν ξερολιθιά,επέμενε στην γνώμη του,τσακωνόταν για τα πολιτικά,τσακωνόταν με την μάννα μου για μένα που με κακομάθαινε,για τους συγγενείς του,που δεν γούσταρε η μάνα μου,
για τα λεφτά που χαλούσε σπάταλα αυτή,κυρίως όμως,δεν ήθελε να φύγει απο κείνο το τόπο.
Εγωιστικά,χωρίς εγωισμό,πάλευε με σκληρό τρόπο,να μην αλλάξει τίποτε .

Νοικοκύρης και τίμιος,σοβαρός και γλεντζές,να τραγουδά,
και να ζηλεύουν τα αηδόνια,να χορεύει και να σείεται ο τόπος,
να χάνεται στους στροβιλισμούς του,ναι,ένας μικρός θεός,
εκείνες τις στιγμές του γλεντιού και της παραζάλης ένας μοναχικός ήρωας,
ένας μικρός έκπτωτος βασηλιάς.

Δούλευε στα κτήματα πούχαν μπόλικα,και απο προίκα,και στον καπνεργοστάσιο,
και έκανε και τον μεσίτη καπνών,και κάθε φορά που έπιανε χρήματα στα χέρια του,
τα πήγαινε όλα στην μάννα μου,και αυτή τούδινε ενα μικρό χαρτζηλίκι για τον καφέ του,για την πρέφα,και τα τσιγχαρόχαρτα,για να φτιάχνει τσιγάρα απο τον μυρωδάτο καπνό βιρτζίνια,που ο ίδιος καλλιεργούσε .

Απο μικρό παιδί θυμάμαι ή θέλω να θυμάμαι οτι,δεν είχα καταφέρει να βρώ,
ένα κώδικα επικοινωνίας μαζί του,θες επηρεασμένος απο την μάνα μου,
θες,επειδή είχα ανησυχίες που ξεπερνούσαν τα όρια του νησιού μας,
θες απο την κοινή μας ξεροκεφαλιά και μονόχνωτη αντίδραση.
Δύο μουλάρια κυριολεκτικά.

Εφτιαχνα ένα ιστό,που κεντούσα όλες μου τις διαφορές μαζί του,και αυτός
έχτιζε τοίχο μέχρι το ύψος του.
Είχα και τον σπιούνο,την μάνα μου,που στην προσπάθεια της,
να πάει κόντρα μαζί του συνεχώς,εξυπηρετούσε τα δικά μου σχέδια,
για να φύγω μακρυά,να πετάξω αλλού,πέρα από κείνο τον 
τόπο,που με οδηγούσε,τόξερα και τότε,στην ανυπαρξία .

Ομως,μικρές στιγμές μούλεγαν οτι:''κάνεις λάθος με τον πατέρα σου''
Οπως τότε,που πέρασα στο Πανεπιστήμιο,με υποτροφία να σημειωθεί,
και κέρασε εκατόν συναδέλφους του στην δουλειά,χαλώντας όλο το δεκαπενθήμερο που μόλις είχε πάρει.Ηταν τόσο υπερήφανος,και καμάρωνε για μένα,αλλά στους άλλους.Δεν μπορούσε και δεν τον άφηνα και εγώ,να μου το πεί,
να μου το εκδηλώσει,να μοιραστεί την χαρά του,μαζί μου.

Υπέγραψε δήλωση υποταγής και αποκήρυξης του κουμουνισμού,
για να σώσει την ζωή του στο νησί,δεν είχε κάνει τίποτε επιλήψιμο και σημαντικό,
ένας οπαδός του Γεροπανδρέου ήταν,φώναζε και τσακωνόταν με τους δεξιούς,
αλλά μέχρι εκεί.Δεν του άξιζε αυτό,και πληρώσαμε και οι δύο,
το τίμημα της δήλωσης αυτής.

Τα ξεροκέφαλα γονίδια απο την μία,
τα όνειρα που δεμένα σε σπάγγο κολλημένα στην γή ήταν,
η εποχή που άλλαζε,δικτατορία,γαλλικός Μάης,πανεπιστήμιο,
σοβαρά οικογεινειακά προβληματα,όλα δούλευαν,
και εξύφαιναν κεντήματα στο τοίχο του σπιτιού μας,
και εμείς οι δύο,χωρίς σκέψη πολύ,ήρωες αρχαίοι,
να παλεύουν για την στιγμιαία επικράτηση .

Δεν μπορέσαμε επι δεκαετίες να μιλήσουμε,να πούμε τα δικά μας,
να ακούσουμε την φωνή μας,νάναι ζεστή,και τρυφερές λέξεις να πλημυρίσουν την καρδιά μας.Δεν θέλαμε ίσως ;

Eπρεπε νάρθουν οι ύστερες μέρες,να αρρωστήσει πολύ,και τότε δειλά,
να αφήσουμε τις πρώτες χαραμάδες να ανοίξουν,τις πρώτες γεμάτες λέξεις,
να ειπωθούν ανυπόκριτα,την ζεστασιά να πλημμυρίσει την ζωή μας,
ένας αγώνας δρόμου να κερδηθεί ο χαμένος χρόνος .
Ομως δυστυχώς δεν έφτασε,για να καλύψει όλες τις ανείπωτες στιγμές,
όλες τις άφωνες εικόνες που είχαν χαθεί,όλα τα θέλω,και όλα τα γιατί.
Και όταν έφυγε για πάντα,το καλοκαίρι του 92,τότε όλα ξεχείλησαν,
και έγιναν ποτάμια,και κουτρουβαλώντας πέτρες χώματα,έμεινε η λάσπη της συμφοράς,πήρα το λάστιχο,και καθάρισα ένα ένα το πετραδάκια λέξεις,
καθισμένος με τις ώρες έξω απο το τοίχο του νεκροταφείου,
μιλώντας στο αέρα,και στα κύματα,να πάνε τις λέξεις στον ουρανό,
να φιλώσει η καρδιά μας,πούμενε τόσα χρόνια στεγνή και άνυδρη .
Και όταν οι λέξεις και τα αισθήματα γέμισαν όλα τα κενά,τον αποχαιρέτησα,
και τον άφησα να φύγει,μια εικόνα χίλιες λέξεις,ένα ολόγιωμο χαμόγελο, ευχαριστημένος.

Αναρωτιέμαι σήμερα,το χρόνο που σπαταλήσαμε,θα μπορούσαμε να τον έχουμε κερδίσει;Δεν νομίζω οτι,θάταν διαφορετικά,και ίσως και εκ των υστέρων,
δεν θάθελα,να είναι διαφορετικά .

Το παρελθόν μας,είναι εκείνες οι στιγμές,που άλλες,τις θυμόμαστε ατόφιες,
άλλες τις φτιάχνουμε όπως μας βολεύει σήμερα,και πολλές,τις προσαρμόζουμε σε αυτές που θέλουμε να ζήσουμε στο μέλλον.

Μπορούμε να αλλάξουμε και να μην κάνουμε τα ίδια λάθη με τα παιδιά μας ;
Η απάντηση μου είναι:Δεν ξέρω.Ξέρω οτι,είμαστε απο τα ίδια υλικά,
που ήταν οι γονείς μας,και είναι αυτά τα ίδια υλικά,που είναι και τα παιδιά μας. Εχουμε κερδίσει σε λιγώτερα προβλήματα σχέσεων,κατανόησης και αποδοχής,
και έχουμε χάσει σε κλάμα,χαρά,και νοιώθω .

Μπορεί και είναι υγιεινό,να πιστεύουμε οτι,εμείς έχουμε κάνει τα πάντα σωστά,είμασταν στην σωστή πλευρά του λόφου,ακολουθήσαμε την καρδιά μας,
και έχουμε ήσυχη την συνειδηση μας,και προς τους ανιόντες και προς τους κατιόντες συγγενείς μας
Σήμερα,πιστεύω οτι,κάτι τέτοιο,δεν ισχύει.

Είμαστε,εμείς και μόνο εμείς,υπόλογοι για κάθε λέξη που έφυγε αλόγιστη,
για κάθε χάδι που δεν δόθηκε αυθόρμητα,για κάθε σκέψη που ήταν μολυσμένη και ιδιοτελής,για κάθε νεύμα που δεν δόθηκε στον σωστό άνθρωπο,
και στον σωστό χρόνο.
Είμαστε εμείς με τον αυτόν μας,μόνοι μας,υπόλογοι ,μικροί και ασήμαντοι κόκκοι,
που λάμπουν μόνο,εαν μέσα τους έχουν οι ίδιοι την φλόγα,και δεν χρειάζονται το φακό των άλλων.

Αν αξίζουμε τελικά για κάτι,δεν είναι τίποτε άλλο,από αυτό που εμείς ξέρουμε οτι αξίζουμε.

Δεν είναι τέχνη να περάσεις την ζωή σου απο την άκρη της βελόνας,
τέχνη είναι,να την περάσεις απο την κρισάρα,του αμείλικτου κριτή σου,
του ευατού σου ...

Αχ ρε πατέρα καπετάνιο..


ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ










































 










 

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

ΛΗΓΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΚΑΤΑΛΗΛΑ ΟΝΕΙΡΑ



Ποτέ μην λυπάσαι για ότι,δεν σκέφτηκες,και οτι δεν πεθύμησες.
Τι είναι χειρότερο τελικά;Tα όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν.
Kαι το ακόμη χειρότερο;Aυτά,που δήθεν πραγματοποιήθηκαν.
Κάποιοι ήθελαν την ήττα,αφού έτσι,θα έμεναν τα όνειρα ανέπαφα,
σε σχέση με αυτούς,που ήθελαν να κερδίσουν,κάνοντας  τα όνειρα ανέφικτα.
Πεθυμιές,όνειρα δεμένα,άλλοτε στο μουράγιο,άλλοτε στο σπάγγο και στην ανέμη,ανέπαφα απο τις ήττες,και άλλοτε,ανέφικτα απο τις ημιτελείς προσπάθειες. 

Μπορώ να μιλήσω με κοινότυπους όρους,μήπως και καταφέρω το αυτονόητο να επικοινωνήσω με την πραγματικότητα,
όπως αυτή σέρνεται δίπλα μου;
Mπορώ να σκεφτώ απλά,γραμμικά,έτσι απλά,έτσι λαικά,
έτσι συνηθισμένα;Ανθρώπινα θα μούλεγε κάποια,
σαν συμβουλή και παρατήρηση.
Οι άνθρωποι,δεν μπορούν,κυρίως δεν θέλουν,να σκέφτονται.
παίρνουν ετοιματζίδικες σκέψεις απο το πρώτο ράφι που βρίσκουν μπροστά τους,ακούνε εύκολα τα βολικά,καταλαβαίνουν δύσκολα τα άβολα,ακούνε τον εαυτό τους με προσοχή,είναι κουφάλογα,
όταν μιλάνε οι άλλοι,και αφού ξέρουν εκατό λέξεις όλες κιόλες, αποφεύγουν αυτές που έχουν περίεγα και πολύπλοκα μηνύματα,
όπως ευθύνη,φταίξιμο,αξιολόγηση,αυτοκριτική.

Ανεβαίνω στο φεγγάρι,απλώνοντας τα φτερά μου,λίγο πλάγια πετώντας,
σκαλοπάτια μου τα σύννεφα,ανεμόσκαλα απο ουράνιο,
κουβαλώντας τα ονειρά μου,πίσω στην πλάτη μου,σε ένα σακκούλι απο λινάρι.
Λίγο η μουντάδα του φεγγαριού πριν την φωτάδα της πανσελήνου,
με βολεύει να ξεφεύγω απο τα βέβηλα μάτια,
όσων κοιτάνε το δάχτυλο πούδειχνε την σελήνη ..

Μπα,δεν λένε και πολλά όλα αυτά,δεν συγκινούν,
δεν ανασηκώνουν μύτες για να δούν πέραν απο το τοίχο των λέξεων,
δεν κρυώνουν απο την ψύχρα των ανείπωτων ριπών απο λέξεις,
που μόνες τους πιά,δεν φτάνουν να συγκινήσουν .

Η γλώσσα,είναι ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας στους αιώνες,
όμως το φεγγάρι δεν είναι πια,ρομαντική περατσάδα,
και τα σύννεφα,είναι μόνο για βροχή,και όχι για σκαρφάλωμα σαν το κατσίκι που κυνηγά αρμυρίκια στα βράχια.

Εχουμε φτιάξει ένα λαβύρινθο απο τα προφανή,λίγα,πεζά φτωχά λόγια. Και απο φόβο μην εκτεθούμε,αφήνουμε μέσα μας σφιχτά δεμένα στο παχνί του μυαλού μας τα μη προφανή,που ξέρουμε,
οτι είναι αυτά που θέλουμε,και ακόμη μας γρατζουνάνε.
Τα επίσης μη προφανή που δεν ξέρουμε,αλλά είναι αυτά που τελικά μας ελέγχουν,και μας βασανίζουν ασυνείδητα.
Το προφανές επίπλαστο και ψεύτικο,αλλά κατά το κοινώς λεγόμενο,απαραίτητο.
Το μη προφανές που ξέρουμε,εσωτερικό καμπανάκι,
που σου λέει,οτι αυτό που λες/κάνεις,είναι κατά συνθήκη ψέμμα,
και το γνωρίζεις καλά.
Αλλά και το μη προφανές που δεν γνωρίζεις,είναι η ασυνείδητη άποψη, που δεν τολμάς όχι μόνο να την πείς,αλλά ούτε να την σκεφτείς.
Κρέας στο φούρνο το ένα,σούπα με γλάρο το δεύτερο,
και τραχανάς με φύκια το τρίτο ..


Κοιτάς το χώμα πολύ,βρέ αδελφέ,μην βιάζεσαι τόσο.
Κοιτάς λοξά τον γύρω σου,και θέλεις να τον δείς να παραπατάει,
και να πέφτει,δεν σηκώνεις ποτέ να δείς τους αετούς που σε κοιτάν από ψηλά,και φοβάσαι κακόμοιρε,το φεγγάρι,το μισοσκόταδο σε τρομάζει ..

Τώρα,θα μου πείς-εσύ που κατάφερες να διαβάσεις μέχρι εδώ-
και ρωτάς,''αδελφέ,όλα αυτά που γράφεις είναι κατανοητά;
Δεν είναι,απαντάω με μιάς,και με φόρα .
Ομως,εσένα που άντεξες,μήπως κατάφερα να σου παίξω με το νύχι
τις χορδές σου,μήπως γρατζούνισα τα τέλια του μπαγλαμά μυαλού σου;
Οχι πάλι,θα πείς ..
Αυτό περίμενα,αυτό ήξερα,άρα συμφωνούμε ..

Ενα κενό,μια συζήτηση με σιωπές που τρόμαξαν τις λέξεις και κρύφτηκαν,ζαραβακατρανέμια,όνειρα απο πυρίτιο και στάχτη απο πηλό,
εξόριστε ποιητή στον αιώνα σου,πες μας τι βλέπεις,
τυφλέ Πίνδαρε,ανόητε Σωκράτη και καταθλιπτικέ Διογένη με το κιούπι σου,χωλέ Νέρωνα,και πλοκαμοφόρα Μέδουσα. 

Είναι τόσο δύκολο τελικά,να επικοινωνείς βρε αδελφέ,
σου λέει ξανά ο άλλος ο κανονικός,με απλό τρόπο;
Nα,σαν κάτι ετούτο:
Σήμερα,είναι Δευτέρα,έχει συννεφιά,κάτι απλό κατανοητό απο όλους,
με λίγες λέξεις,το ζεστό καίει,και το κρύο κρυώνει,
ο ήλιος βγαίνει από την ανατολή,και πάει κατά την δύση,
και μετά έρχεται η νύχτα,που τα πουλιά ησυχάζουν,
και μετά πάλι,ξημερώνει και ξαναβγαίνει ο ήλιος,απλά πράγματα ανθρώπινα ..

Τι θα πεί,στοιβάζω τα ονειρά μου σε ντάνες,δίπλα στις απόκρυφες επιθυμιές μου,αλλά μακρυά απο τους πεταγμένους εδώ και εκεί φόβους μου.Τι θα πούν όλα αυτά;Οέοοοοο

Κλαίς για τον θάνατο των γύρω σου,τα δάκρυα σου μόλις πούφθασαν μέχρι τα γυρτά και ολοστρόγγυλα μαγουλά σου,πονάς έξω σου,
να δεις τον ευατόν σου θλιμμένο στον καθρέπτη,
αλλά και να σε δούν και οι άλλοι πονεμένο και στεναχωρημένο.
Μια προφανή και ξεδιάντροπη σκέψη φευγαλέα,
σου λέει,οτι αύριο,πρέπει να πληρώσεις την δόση της εφορίας,
και αμέσως το κλάμα κρεσέντο,και δάκρυα ρυάκια.
Και νάσου εκεί,κρυμμένο και το άγνωστο,μη προφανές,
να σκέφτεσαι ότι,έρχεται και σειρά σου,η ώρας σου,
και γίνεσαι ράκος,και τα δάκρυα σου ποτάμια,και λίμνες,και θάλασσες.

Πένθησες,έκλαψες,τον τίμησες,τώρα είναι ώρα για να πιάσεις την ζωή,που συνεχίζεται,όπως λες,με τον μπάρμπα δίπλα σου.
Παίρνοντας τον αγκαζέ,κατηφορήσατε στον μεγάλο δρόμο.
Κάποιος εκεί δίπλα,κρυφογέλασε,και τρόχισε ακόμη λίγο τα κορδόνια των ημερών σου ...

Διαβάζεις για το μηδέν και το άπειρο,αφαιρείς το άπειρο,
και σου μένει το μηδέν,άρα γιατί να διαβάσεις,
άρα καλά κάνεις και μένεις αστοιχείωτος.
Μπερδεύεις τα πάντα πιά,ανήμπορος να ξεχωρίσεις την βούρτσα,
απο την πούντην,που χάθηκε και δεν ξεπετιέται πιά.
Ομως παρακολουθείς τηλεόραση,οτι σκουπίδι υπάρχει,
για ξεσκάσεις βρε αδελφέ,απο τις έννοιες και σκοτούρες,
να δείς κανένα κώλο,και να γελάσεις με τα υποκείμενα,
που σου δίνουν την χαρά,να νοιώθεις οτι είσαι καλλίτερος .

Ομως δεν το κάνεις ούτε αυτό πιά,είσαι με τις ώρες στο κινητό,
μήπως και σε πάρει ο Αλ6ς και σε κάνει υπουργό,παρακολουθείς τα τεκταινόμενα μέσα απο τα κοινωνικά δίκτυα,
και κάνεις και καμμιά κοινοποίηση απο τις σοφίες των άλλων.
Η μοναξιά σου βάρεσε κόκκινο,μικρέ τυμπανιστή,και άμοιρε καμπανοκρούστη,και βρέχει όταν σου λένε οι άλλοι οτι βρέχει,
και χιονίζει και ασπρίζει η ψυχή σου,όταν η γκόμενα που λέει το καιρό σε πείθει οτι χιόνισε στην αυλή σου,και εσύ σιγά,που θα σηκωθείς απο τον καναπέ,να βγάλεις το κρινένιο χεράκι σου,έξω απο το πάραθυρο σου,
και να δείς μόνος σου..
Ομως βρέχει,έτσι λέει ο βλάκας,έτσι λες και εσύ .

Δεν επιτρέπεις σε κανένα να σου λέει δυσάρεστα πράγματα,
δεν θέλεις βρέ αδελφέ να σου μαυρίζουν την ψυχή,
θέλεις να ακούς τα πουλάκια που κελαηδούν έξω απο το παραθύρι το ψηλό με σιδεριές,και μάνταλα.
Θέλεις να ακούς το κύμα της θάλασσας,να σου χαιδεύει τα αυτιά σου,στην Λάρισσα που ζείς,Θεέ .
Θέλεις να σου δίνουν ελπίδες,να πιστεύεις οτι αύριο όλα θα πάνε καλλίτερα,αφού το θεώρημα λέει:Aν θέλεις κάτι πολύ,
το σύμπαν,θα συνωμοτήσει μαζί σου,για να γίνει η ελπίδα,πράξη.
Ασχετα,αν δεν ξέρεις τι ελπίζεις,και όλα είναι μαζεμένα στην χωματερή, πούφτιαξαν αυτοί,που τους έδωσες την εξουσιοδότηση,
να ενεργούν για πάρτη σου.
Και πιστεύεις οτι,μαζί με την δική τους ελπίδα,θα σπρώξουν και την δική σου,κούνια μπέλλα,η όμορφη κοπέλλα,πέρα δώθε,πάρε κόσμε.

Είσαι μέρος του καλλίτερου λαού του κόσμου,αμάν παπαντάμ Ελληνας, με κάτι αρχίδια πεντέμισυ κιλά,και αυτό σου φτάνει να φτιάχνεσαι,
και όταν σου ζητά η γκόμενα να ζουλίξει τα αχαμνά σου,
να βγάλουν λίγο ζουμάκι,εσύ γυρίζεις αλλού,και φοβάσαι οτι,
την περιουσία σου στα ξένα χέρια,δεν την εμπιστεύεσαι,
αυτά τα ξένα χέρια πούνε,μαχαίρια.

Ψηφίζεις κατα συνείδηση,μια τον Ανδρέα,μια τον χοντρό Κωστάκη,
μια τον Αλέξη,και είσαι βέβαιος οτι,ξέρεις να διαλέγεις τον σωστό κάθε φορά.
Δεν σε νοιάζει,αν σου λένε ψέμματα,αν σε κοροιδεύουν,
σε νοιάζει να τρώς σανό,και εκεί στην χώνεψη,να τους διαολοστέλνεις που δεν σούδωσαν τον καλό σανό που σου υποσχέθηκαν.
Και το μυαλό που σούδωσε ο Γεραμπής,τόχεις για να γεμίζει την ξεροκολοκύθα πούχεις για κεφάλι,και κάνοντας γλού γλού,
πιστεύεις οτι,είσαι ακόμη ζωντανός,

Ελλην,πατριώτης,χριστιανός Ορθόδοξος,πολίτης μια χώρας που την ζηλεύουν όλοι.
Α βρέ μπαγασάκο,τσαχπίνη,και καραγκιοζάκο,σούμεινε το παζάρι αμανάτι,οτι τάχατες το παλεύεις,και τόχεις,οι άλλοι δεν σε καταλαβαίνουν και όσοι το κάνουν,σου πιάνουν το κωλαράκι.


Φτιάχνεσαι,να κυνηγάς την πανσέληνο στα κατσάβραχα,
και στις ακρογιαλιές,φασώνεσαι,να μπαίνεις το βράδυ με την πανσέληνο στην Ακρόπολη,και νοιώθεις να συνουσιάζεσαι με όλη την αφρόκρεμα του χρυσού αιώνα,παίρνεις παρτούζα την Ασπασία,με τον Περικλή να παίρνει μάτι,και νομίζεις,οτι θα γκαστρώσεις την εταίρα,
ελπίζοντας οτι,κάποιος Αλκιβιάδης θα γεννηθεί απο την φύτρα σου.
Και μετά,πας σπίτι σου,και δεν μπορείς να σηκώσεις ούτε το σεμαίν,
που έπεσε απο την τηλεόραση,όχι το άλλο,που,κουρασμένο απο την αρχαίο όργιο,αδυνατεί πιά,γενικώς και απολύτως ..


Λέξεις,που μεταφράζουν τις επιθυμίες και τα ονειρά μας.
Ελπίδες,φρούδες η όχι,μαζεμένες σαν θημωνιά ψηλή γύρω σου.
Ονειρα αλαφροίσκιωτα,κάθε βράδυ γερνάνε,και μαραμένα μαστάρια, απλωμένα σε σκληρά δέρματα.
Γνώση,που,μισοπεθαμένη,σιγοψυθιρίζει,μην με παρατάς,
θα κάνω οτι θές,πουτάνα θα γίνω,φτάνει να με έχεις δίπλα σου.
Μόρφωση,αδύνατη,κοκαλλιάρα,χαμένη στην σκόνη και στην απαξία,παλεύει να μην ξεχάσει,αυτά έστω,τα λίγα,που μάζεψε στο παρελθόν.



Ομως,τραλαλά και τρείς χαρές,και μηδέν λύπες,πάει η ζωή απο πήδημα σε τσαλίμι,και φέρε γυροβολιά,ρε μάγκα Ελληνα ..

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 

Οσοι το διαβάσατε μέχρι τέλους θα μπείτε σε κλήρωση για ένα πολύ μεγάλο δώρο.
Η κλήρωση θα γίνει,με αμερόληπτο τρόπο,παρουσία όλων.
Αντε και καλή επιτυχία 

Δ



 


 





 
 

 


 



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...