Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019

ΤΑ 21 ΣΚΑΛΙΑ /ΣΚΑΛΙ 12/ΓΥΝΑΙΚΑ:ΤΟ ΑΜΑΡΑΝΤΟ ΑΛΑΣ


Κάθε μέρα μέχρι τώρα,απο το αιώνιο χθες,στο απέραντο μέλλον,
έψαχνα εναγωνίως να μετρήσω την απόσταση στο νήμα την ζωής μου, που την μια του άκρη κρατώντας εγώ,την άλλη,μια ύπαρξη,
γυναίκα μάλλον,κρατούσε ..

Πόσες εικόνες μπορούν να χωρέσουν σε ένα κεφάλι,όσο μεγάλο και νάναι,πόσες στιγμές μπορούν να αιχμαλωτιστούν στο πάνω συνειδητό,
η αόρατες στο κάτω ασυνείδητο,πόσες γλυκιές αναμνήσεις μένουν κολλημένες στην φαντασία,που θέλει να ξεφύγει,να καλπάσει,
να σε παρασύρει σε μια δίνη,να σε στροβιλίσει και να σε εξοντώσει, τρυπώντας την καρδιά σου με μυτερό σπαθί,άλυκες χονδρές σταγόνες 
να στάζουν το αίμα σου στην γή,θυσία στο αιώνιο θήλυ,
στην αναζήτηση της ανεκπλήρωτης ένωσης μαζί της ..

Ηταν θαρρείς μια μυστική συμφωνία με το Θεό,για νάχω άλλοθι,
για οτι έκανα κάθε φορά.Και κάθε φορά ήταν η μελοποίηση μιας ραψωδίας απο κωφούς τραγουδιστάδες,απο πλανόδιους παραμυθάδες χωρίς όνομα,γιατί,πως μπορεί νάχει όνομα ο μελωδός,όταν έχει όνομα η πλάση,η μορφή,η γυναίκα,το κορίτσι,το αιώνιο αντίπαλο δέος σου...

Για ένα περίεγο λόγο,πάντα,ένοιωθα οτι,πριν μπείς ακόμη στην ζωή μου,είχες ζήσει μέσα στα όνειρα μου,όταν άλλαζαν οι μέρες μορφή,
και γινόταν πιο μεγάλες,και το ονομά σου ήταν πάντα το ίδιο,
με άλλα γράμματα πολλές φορές,αλλά το σημάδι πούχες για μένα σταμπάρει στο μετωπό σου,έλεγε το ίδιο.
Αιώνια γυναίκα,αιώνιος αγώνας επικράτησης του αρσενικού με το θηλυκό.

Αλλοτε σαν μάνα,άλλοτε σαν γιαγιά,άλλοτε σαν φίλη,
άλλοτε σαν γυναίκα με ένωση δεμένη,μα πάντα,
η ίδια σχέση,του άνδρα,του έφηβου,
απέναντι στο ιερό αντίπαλο και ομοούσιο δέος .
Μπλεγμένες και αξεδιάλυτες οι επιθυμίες,κρυφές και ανομολόγητες οι σκέψεις,κατέτρεχαν το μυαλό και την καρδιά,αλλά πάντα ήθελα,
να φωνάζω δυνατά για να μην ξανακοιμηθούν τα όνειρα μου,
και καμμιά ελπίδα μου,να μην πεθάνει .
Κάθε φορά το ίδιο,θεέ μου συγχώραμε,που ζούσα πριν σε γνωρίσω,
και έλεγα,πως μισούσα τα μάτια μου,που δεν γινόταν καθρέπτης για το χαμογελό σου,γλυκειά μου,μάνα,γλυκειά μου Ελένη,Μαρία,Αννα,Αντιγόνη,Ισμήνη,γλυκειά μου δύσμοιρη Ιοκάστη .
Εφτιαχνα μια φανταστική σκηνή,να μ'έβρουν νεκρό στα σκαλοπάτια σου ένα βράδυ,σφαγμένο απο τα μαχαίρια των φιλιών σου,
που ονειρεύτηκα για σένα.

Γυναίκα,έρωτας,ερωτευόμαστε απέραντα όπως λέει και ο Ρίτσος, 
''πέρα απο τον χρόνο,κι απο το θάνατο πέρα,σε μια τρυφερή παγκόσμια ένωση ..''
Πεινάω,διψάω,κρυώνω,πονάω,λυπάμαι ,
όμως για μένα καμμιά σημασία δεν έχουν όλα αυτά.
Εαν δεν βάλεις την σωστή έννοια,σε διψάω,σε πονάω,σε φοβάμαι,
σε θέλω,σε λυπάμαι,σε χρειάζομαι,το ένα μαζί με το άλλο,
το σε,μαζί με το θέλω,είναι άλλο πράγμα,απο το απλώς,
θέλω,πεινάω,διψάω,κρυώνω ..

Και όταν ο καθρέπτης μούδειχνε οτι,η αγάπη λιγόστευε,
ακόμη και τότε,έψαχνα στις γωνιές του,να δώ μια κίνηση,
μια ένδειξη οτι αυτό το λίγο που έβλεπα δεν ήταν όλο,
δεν ήταν αυτό πούχα δεί προχθές,μιά ολόγιωμη μορφή,
με το ειρωνικό χαμόγελο της Τζοκόντας .
Ηθελα να με κοροιδεύεις,μισούσα να σε βλέπω λίγη,
να χάνεσαι λίγο-λίγο,και εγώ να φτιάχνω όμορφα ψέμματα,
να τα λέω φωναχτά μέσα μου.
Ενας πόνος που γινόταν μεγάλος κάθε μέρα,και όταν είχες φύγει, ξεθύμαινε και καταλάγιαζε,φωτιά με λίγες σπίθες και γκρίζα στάχτη ..
Γινόταν πέτρα ο πόνος,και αποκούμπι να ξαποστάσω,μια στάση εδώ,
μια στάση εκεί,μια αλυσίδα απο πέτρες και στασίδια ήταν η ζωή μου..

Πάντα η ύπαρξη μου,μαζί σου,ήταν χρόνος ενεστώτας,
χωρίς παρατατικούς,και σιχαινόμουν τις απαιτήσεις σου,
για αόριστους και παρακείμενους,και πάντα ξεχνούσες,
να μιλάς για μέλλοντες και υπερσυντέλικους.
Νάσαι έργο,ανεκπλήρωτο,πάντα να προσπαθείς,και πάντα να μην τελειώνεις,ένας Προμηθέας,ένας Σίσυφος,και νάχει χρώμα κατακόκινο,
η επιθυμία μου,να μην χλωμιάζει απο την αίσθηση του τελειωμένου σου έργου.Να είσαι πάντα ένα βήμα πριν,ένα μέτρο πριν,ενα εκατοστό πριν.

Θέλω να σου γράψω ένα γράμμα,να το διαβάσεις μόνη σου,
με χαμηλά φώτα,ναναι οι σκιές γύρω σου,εικόνες απο μένα,
θολές για να μην σε φοβίζουν,νάναι χειμώνας και να βρέχει,
να νοιώθεις οτι η παρουσία μου σε ζεσταίνει από το κρύο,
που έχει αράξει έξω απο το σκαλοπάτι σου,επίμονο και ξεροκέφαλο .

Θέλω να σου στείλω ενα περιστέρι μαζί με ένα γεράκι,
να σου φέρουν το ίδιο μήνυμα,νάναι άνοιξη,η καλλίτερα καλοκαίρι,
η μήπως φθινόπωρο,τι σημασία έχει η εποχή.
Περίμενε το πουλί,το ένα θάρθει,ήρεμα,υποτακτικά,λευκό,τίμιο,
και καθαρό,δική σου επιλογή,ενώ εγώ,προτιμώ το γεράκι,
με τις πιρουέτες στο αέρα,το κόρδωμα του στήθους,
και την μεγάλη μύτη με τα σπινθηροβόλα μάτια ..
Αυτός είμαι εγώ,όλο φιγούρα,όπως τότε,θυμάσαι,που σούκανα κόρτε,
και ήθελα να σε εντυπωσιάσω.
Αυτός είμαι εγώ,με την μεγάλη μύτη και τα κοφτερά δόντια,
που δοκίμαζαν την αντοχή σου.

Η γυναίκα,η μία,η μοναδική έννοια,το αντίπαλο δέος του άνδρα,
μια αιώνια πάλη του αρσενικού με το θηλυκό,μια μάχη πάντα σχεδόν ισοπαλία,πάντα χωρίς νικητές και ηττημένους,αλλά πάντα και μαζί,
το ίδιο και το αυτό ..

Οι γυναίκες τώρα,που έδεσαν τις χάντρες του δικού μου κομπολογιού,ήταν όλες όμορφες,ήταν όλες έξυπνες,
ήταν όλες γλυκιές,και τρυφερές,ήταν όλες θεές,
η μήπως δεν ήταν,και φαντασιώνομαι άλλα αν'τάλλων ;
Ποιός είμαι εγώ,που θα απαντήσει σε αυτό το ερώτημα .

Ας το απαντήσετε εσείς,που ξέρετε καλλίτερα ...

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 




 




Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019

ΤΑ 21 ΣΚΑΛΙΑ/ΣΚΑΛΙ 11, ΤΟ ΖΕΙΜΠΕΚΙΚΟ ΤΗΣ ΕΥΔΟΚΙΑΣ

Ευδοκία,ένα όνομα ίσως ασήμαντο,πέραν της Ευδοκίας,
πούγινε και αγία στην συνέχεια,όπως τόσοι πολλοί άλλοι,
βολεύτηκαν στα ιερά διαμερίσματα αγίων και οσίων,
στην Ορθόδοξη πίστη.
Νεαρά Αθηναία,εθνική,και μορφωμένη βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη σύζυγος αυτοκτάτορα.
Ξέχασε τον Πλάτωνα και βρέθηκε χριστιανή,υπάκουη 
και βολεμένη,ασήμαντη,κάρβουνο στο μαγγάλι της νεόκοπης Νέας Ρώμης,που αργότερα την βάφτισαν Βυζαντινή αυτοκρατορία,
και την ξάσπρισαν με τον μανδύα της ελληνικότητας,
για όσους φαντασιώνονται με μεγαλεία,μοναστήρια και αγίους.

Ομως στην χώρα του ποτέ,και του πάντα,
Ευδοκία,σημαίνει ζειμπέκικο,και όρισε την Ελλάδα των τελευταίων πενήντα χρόνων.Και μπορεί,νάταν η ταινία του Αλέξη Διαμιανού το 71, 
η αρχή και η βάση,όμως έμεινε στην ιστορία,και στην συνείδηση των Νεοελλήνων,κάτι το μαγικό,το περίφημο ζειμπέικο της Ευδοκίας του Μάνου Λοίζου.
Ενα μουσικό κομμάτι χωρίς στίχους-δεν τόλμησε κανείς να το βεβηλώσει-ζειμπέκικο με τζουρά,γραμμένο πάνω σε μια ρεμπέτικη φόρμα.

Αλλά καμμιά σημασία δεν έχουν όλα αυτά,σημασία έχει ο μύθος,
σημασία έχει η μαγεία,όλα τα πατρογονικά μηνύματα από τον Πλούτωνα, την Περσεφόνη,τον Σωκράτη και τον Διογένη,τον Οιδίποδα,
και τον Πολυνείκη αλλά και τον Αίγισθο και τον Ορέστη .
Ο χορός απο την μιά,το ζειμπέκικο από την άλλη,
τα αργά βήματα,η επαφή με τον Θεό και τον Αδη.

Ητανε για μένα,ένας απο τους λίγους τρόπους που επικοινωνούσα με το περιβάλλον,το κατανοητό,και το ακατανόητο,το θνητό,και το αθάνατο.
Εβλεπα τον πατέρα μου να χορεύει,όταν ήμουν μικρός,
προσπαθούσα να καταλάβω τους κώδικες επικοινωνίας που έβαζε ο ίδιος, και που περίμενε,να καταλάβουμε και εμείς,που είμασταν δίπλα του .

Μου άρεσε αυτός ο χορός,τον μελετούσα κάθε φορά,που κάποιος άνδρας μεγαλύτερος σηκωνόταν,και σαν θεριό,άπλωνε τις φτερούγες του,
πάνω απο την γή,και διάβαζα και άκουγα κάθε βήμα ,
που άλλοτε σερνόταν αθόρυβα,και άλλοτε βυθιζόταν στην γή.
Εμαθα να χορεύω ζειμπέκικο,πριν ακόμη έρθει ο Λοίζος,
και  βάλει και την έννοια του χορού στην εξίσωση,και γίνει διάσημο,
και το πάρουν όλοι οι νεόπλουτοι συναισθημάτων και το κάνουν μόδα.

Ενας χορός,μια ολόκληρη ιεροτελεστία ,μια συμπύκνωση όλων των εσωτερικών αναγκών μου,μούβγαιναν και με έσερναν εκεί,
ιεροφάντης και ικέτης,άνδρας και γυναίκα μαζί.
Οι ανάγκες μου πάντα οι ίδιες,να επικοινωνήσω με τον Θεό,
να απλώσω τα χέρια μου σε σταυρό,να κρεμάσω τον αίροντα τις αμαρτίες του κόσμου,να πονάω με τα καρφιά που μούχαν βάλει στις παλάμες, τιμωρία για την αναίδεια μου,για την αμετροέπεια μου,
για τον εγωισμό μου,που ξεβόλευε τους καλούς,τους σωστούς,
και τους νόμιμους .
Να μιλάω στην όμορφη ξανθιά η μελαχροινή,που είχε μάλλον κάποιο όνομα για να την γνωρίζουν οι υπόλοιποι,πούχε μια ταυτότητα να την αναγνωρίζουν οι τρίτοι,αλλά που για μένα,ήταν η επαφή με το άλλο μισό του εαυτού μου,λίγο πιο μικρό,άλλοτε πιο μεγάλο.
Η αιώνια μάχη του αρσενικού με τον θηλυκό,η παντοτινή συνύπαρξη των δύο σε ένα.

Σηκωνόμουν,πρώτα βήματα αργά,βαριά,να στέλνουν μηνύματα,
στον Αδη,οτι η Περσεφόνη πούχε φυλακίσει,θαρχόταν πάλι πίσω στην γή και στην ζωή,ένα μήνυμα οτι ο θάνατος,τώρα,εκείνη την στιγμή,
θα έπρεπε να υποταχθεί στην ζωή .
Μια μισή στροφή δεξιά,το πόδι μισολυγισμένο,ένας πύργος μισογερμένος δεξιά,έτοιμος να πέσει και να γίνει συντριμία και κομμάτια,
αλλά,να εκεί,που όλοι το ελπίζανε,οι μύτες ανασηκώθηκαν,
τα χέρια,σαν προωθητική δύναμη αεροπλάνου,έφεραν την ισορροπία στο κορμό και  τα χέρια κλείσαν προς τα μέσα,με υποταγή και ικεσία .

Χόρευα,και είχα τα μάτια πάντα κλειστά,έβλεπα τον Θεό απο ψηλά,
να με παρακολουθεί,να σουφρώνει τα φρύδια του,
όταν η ικεσία δεν ήταν πλήρης,να επιδοκιμάζει όταν το βήμα,τράνταζε την γή και έπαιρνε το μήνυμα ο θεός του κάτω κόσμου.
Τόβλεπες,ακόμη και οι θεοί,είχαν μεταξύ τους ανταγωνισμό,
και εσύ,εγώ δηλαδή,υποχείριο και ενεργούμενο στις ορέξεις και αντιδικίες τους.
Μικρά στέρεα βήματα,οι μύτες πάντα μπροστά,σαν τα μαχαίρια,
πούχαν τα άρματα των Ρωμαίων,να ξεσκίσουν σάρκες,
να τρέξει αίμα,να ποτίσει την διψασμένη γή,
νάχουν όλα,πάντα μια κατεύθυνση μπροστά και μόνο,
ποτέ πίσω,ποτέ να δειλιάσω,ποτέ να τα παρατήσω.
Και όταν στην τρίτη στροφή,το κορμί βαρύ,και κάθε κύκλος,
μερικοί τόνοι παραπάνω,κούραση στα γόνατα,να πατάω στις μύτες,
μην και,γίνουν τα μεγάλα πέλματα στην επαφή τους με το έδαφος, λαθεμένα μηνύματα στο άρχοντα του αποκάτω κόσμου.

Ανάλαφρα την μιά,στις μύτες σχεδόν πάντα,να θέλω να σηκωθώ απο την γή,να πετάξω,να βρώ ένα άλλο κόσμο,διαφορετικό,ονειροπαρμένο,
και αέρινο,παρέα με τα ξωτικά και τις τρελαμένες επίσης οπτασίες,
που πάντα πίστευα οτι,κατοικούσαν μερικά μόλις μέτρα πάνω απο το έδαφος.
Και  πάντα εκεί,απέναντι μια γλυκειά οπτασία,μια γυναίκα απέναντι στον άνδρα που χόρευε και γονιμοποιούσε την γή,να κτυπά ασύγχρονα τις παλάμες την μία στην άλλη,και εγώ να ξέρω οτι,το θηλυκό μου μισό,
είχε φύγει απο μέσα μου,και ήτανε εκεί,απέναντι,κριτής και δούλα των επιθυμιών μου.
Γύριζα,με τα χέρια να ανοίγουν σαν φτερά αετού,και να κλείνουν σαν τα ματόκλαδα της,να βυθίζομαι στο  χάος,στην ανυπαρξία και στην πεισματική επιμονή μου να πείσω τον Θεό μου,και να τρομάξω τον δαίμονά μου,και νάχω και την Παναγιά,ολόγλυκη,τρυφερή,
εκεί στην επόμενη στροφή,να την κοιτώ στα μάτια,
και να χάνομαι ίκέτης,και επιβήτορας μαζί .

Ολοι λέγαν οτι,χόρευα ωραία αυτόν τον χορό,αυτό το ζειμπέκικο της Ευδοκίας,έτσι πίστέυω και εγώ,για μένα,ήταν ο μοναδικός τρόπος,
να επικοινωνώ με τα μύχια,και για τους άλλους ήταν,
να βλέπουν την υποταγή του υπερφίαλου αρσενικού,
και που,ο υπερβολικός εγωισμός του,γινόταν συμπαθητική μετροφροσύνη.
Ολη μου η φιλοσοφία ζωής,χτίστηκε πάνω σε μια γυροβολιά,
γύρναγε η ζωή,γύρναγα και εγώ στροβιλιζόμενος,
ερχόταν απο μακρυά, και πήγαινε μακρυά,ερχόταν απο τον Αγαμέμονα,τον κερατά Μενέλαο, και πήγαινε στον Οιδίποδα και στον Θησέα,γινόταν το άλλο μισό Ιοκάστη,άλλοτε Μήδεια και άλλοτε Αριάδνη.
Να ζητάς την κυριαρχία,και να χάνεσαι στις λεπτομέρειες της,
να γίνεσαι έρμαιο των ορμών σου,των φαντασιώσεων,
να θέλεις να μπείς σε κάθε θηλυκό,και να αυνανίζεσαι με κάθε σκέψη ερωτική,παίρνοντας μάτι την Αφροδίτη,ξανθιά με όμορφα μάτια,
η την μελαχροινή Μόνικα,κάθε θηλυκό,να είναι το άλλο σου μισό,
και συγχρόνως ο εχθρός,που ήθελες να κατακτήσεις .

Κάθε φορά που άκουγα τις πρώτες νότες,από την μουσική του Λουίζου,πάντα ένα τεράστιο χέρι μέ έσπρωχνε στην αλωνίστρα,
να γυρνάω,να γυρνάω,ένας πλανήτης,ένας δορυφόρος,
ένας γαλαξίας,μετέχοντας στην γέννεση του κόσμου,
ένας κόκκος,και ένας σπόρος του ατέλιωτου και τυχαίου σύμπαντος.
Ομως,πριν προλάβω να σηκωθώ,κάποιοι άλλοι,και κάποιες άλλες,
είχαν προλάβει να πάρουν θέση στην πίστα,να χορέψουν με το ντέφι,
να γυμναστούν ακκιζόμενοι,και να περιμένουν τον αυτονόητο θαυμασμό, μαζί με νεκρά γαρύφαλλα.
Ακομη μια ευκαιρία χάθηκε έλεγα,η μήπως,ακόμη μια φορά δεν μπόρεσα να μετακινηθώ απο τις αλυσίδες μου,και το μολύβι που κουβαλούσα στην ψυχή μου,και έμενα να κοιτάω,κάνοντας κριτική για τον χορό τους,
εγώ που ήθελα νάμαι εκεί,μόνος μου .

Ενας χορός,μια μουσική,εξέφραζαν για μένα,τον αδυσώπητο εγωισμό μου,την ανάγκη μου να κλείνομαι σε ένα τετραγωνικό μέτρο,
να μιλάω με κινήσεις,να θέλω να πετάξω μόνος μου,σε ένα ουρανό πούταν μπλέ για κάποιο λόγο,και με εμπόδιζε να βλέπω κατάματα τον Θεό,η να βυθίζομαι στην δίνη του πυρήνα,γεμάτο φωτιά και κόκκινοι διάβολοι με ουρές,να χορεύουν μαζί μου,δίπλα στο μαύρο άρχοντα και παραδίπλα σπό τον βαρκάρη ...

Πάντα αναρωτιόμουν,ποιά βαθειά συναισθήματα κρυμμένα επιμελώς, μούβγαζε αυτός ο χορός,αυτό το ζειμπέικο,διάβαζα μετά μανίας οτιδήποτε είχε να κάνει με το χορό αυτό.Απο τους Ζειμπέκηδες αρματωμένους θράκες,μέχρι την ανάλυση Ζευς+Μπέκος/άρτος απο την μιά,και χορός αρχαίας τραγωδίας,να ολοφύερεται για την Αντιγόνη,
να οδύερεται για τον Ξέρξη που έχασε,και την Μήδεια που αλλοπαρμένη τα παιδιά βορά στα ψάρια έδωσε,απο την άλλη.
Τόσα χρόνια,τόσες φορές,τόσοι χοροί,τόσες πλάκες και σανίδια που μ'άντεξαν,τόσες στροφές που τον αέρα μαχαίρωσαν,τόσες ικεσίες τον θεό προσκύνησαν,και τόσα δάκρυα που δεν χύθηκαν,και την ψυχή γαλήνεψαν.
Ενας χορός,ενας πόλεμος,και μια εσωτερική πάλη μέσα μου,
να προσπαθώ να είμαι αυτός που θέλω,αλλά να μην είμαι αυτός που θέλουν οι άλλοι,να υποτάσομαι στο προφανές,και να έχω βρεί μέσα απο όλο αυτό,την μοναδική δυνατότητα επικοινωνίας,με τον υπέρτατο κριτή μου.Τον εαυτόν μου.
Γύριζα,μια στροφή,τα χέρια κουπιά,οι παλάμες ανοιχτές,
τα δάχτυλα κεριά απο μολύβι,τα πόδια αργά,να ακολουθούν το σώμα, που βαρύ ταλαντωνόταν,τα πέλματα στο αέρα να ακολουθούν τις μύτες πούχαν τον πρώτο λόγο,τρία βήματα,δυόμιση στροφές,και πάλι απο την αρχή.
Και κάθε φορά,μυρουδιές απο λιβάνι,να γεμίζουν την μύτη μου,
και τα σωθικά μου,και μαζί με το σώμα να λειτουργούν αόρατες αισθήσεις,το στόμα στεγνό,λέξεις ανείπωτες να λέει,και το μυαλο στο δικό του κόσμο αισθήματα να δημιουργεί,και η πάλη αέναη,
και διαχρονική,σαν τοιχογραφία της γιγαντομαχίας,με νικητή και ηττημένο τον ίδιο πάντα,εμένα ..

Ενας χορός,ένα ζειμπέκικο,το Ζειμπέκικο της Ευδοκίας,
η ζωή μου μια στροφή,μια συνεχής κίνηση γεμάτη με μουσική σε εννέα όγδοα,με τον τζουρά πούταν επίτηδες ξεκούρδιστος,σε μνήμη του Μ.Λοίζου.
Που,για πρώτη φορά,ένας φαντάρος,για μάτια μια πόρνης της Ευδοκίας,χόρεψε μπροστά της,ένας λεβέντης χορός,ένας θανατηφόρος χορός,για μια σχέση,φαντάρου και πόρνης,μιας Ελλάδα ίδιας ακριβώς πάντα,και να να σου μένει στιφή η γεύση,
η φωνή της Ροδά, ''Παναγιά μου..''

Παναγιά μου,γλυκειό μου θηλυκό,τρυφερή μου πουτάνα Ευδοκία,
με όποια μορφή,και όποια λαλιά,
εσύ πάντα,θα ορίζεις την αρχή και το τέλος της κάθε στροφής της ζωής
μου..

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ



ΥΓ.ΑΠΟ ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟ

Το ζειμπέκικο της Ευδοκίας,τόγραψε ο Μάνος Λοίζος για την ταινία του Αλέξη Δαμιανού το 1971 .
Η ταινία βασισζόταν κυρίως στην σχέση της πόρνης Ευδοκίας με τον λοχία φαντάρο.
Το ζειμπέκικο το χόρεψε,ο φαντάρος μπροστά της,
και στους νταβατζήδες της,με την κλασική φιγούρα σταυρού,
και την στροφή,με σηκωμένο το ένα πόδι.
Εκεί στο τέλος,ακούγεται η φωνή της Ευδοκίας,
στην ουσία ήταν η φωνή της Ελένης Ροδά ,πούλεγε το''Παναγιά μου''
Ποτέ δεν γράφτηκαν στίχοι γιαυτό,και ο μέγας Πρόεδρος Λευτέρης Παπαδόπουλος,είχε πεί οτι,ήταν ιεροσυλία να το  κάνει.
Βέβαια στην συνέχεια χορευόταν συνήθως απο την νεοπλουτίστικη μπλέμπα του Πασόκ,και απο όλες τις κυράτσες και κατίνες,
που το χόρευαν απο τσιφτετέλι μέχρι καλαματιανό.

Δ 








 
 
 


 














ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...