Τρίτη 14 Μαΐου 2019

ΤΑ 21 ΣΚΑΛΙΑ /ΣΚΑΛΙ 16 -Ο ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ ΜΟΥ


Στην,από αιώνων παράδοση των Ιαπώνων αυτοκρατόρων,
υπάρχουν τρία αντικείμενα που θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος της ύπαρξης τους και συμβολίζουν τις αρετές που πρέπει να ακολουθεί ο εκ θεού μονάρχης στην Χώρα του ανατέλλοντος ηλίου.
Είναι το σπαθί,που συμβολίζει την γεναιότητα,ένα άλλο κόσμημα που συμβολίζει την καλοσύνη,και το πιο σημαντικό απο τα τρία,τον καθρέπτη,που συμβολίζει την σοφία.

Θυμάμαι πάντα τον ευατόν μου,σε μια διαρκή αντιπάλη με τον καθρέπτη μου,
και ποτέ σχεδόν,δεν ήθελα να παραδεχτώ οτι,αντιπροσώπευε την σοφία,
βολεμένος με την απλή φυσική εξήγηση,οτι δηλαδή,
ήταν ενα ψευδές είδωλο του αντικειμένου,μια λεία επιφάνεια που αντανακλά το φως.
Όσες φορές έπιανα κουβέντα με το είδωλο,και τον τύπο που ήταν μόστρα εκεί μέσα,πάντα είχα πρόβλημα να συνενοηθούμε,να βρουμε μια λύση,
να συμβιβαστούμε βρε αδελφέ,έστω στα λίγα.

Μου άρεσαν οι καθρέπτες πάντα,όσο πιο μεγάλοι,τόσο πιο βολικοί,
αν και τώρα που το σκέφτομαι,ήθελα και να έχει ενα ρομαντικό ημίφως,
ο χώρος που ήταν κρεμασμένος.
Καθρέπτες,καθρεπτάκια,μεγάλοι,βενετσάνικοι,και μικροί τσέπης,
όλους τους γνώρισα,με όλους έκανα παρέα,ατέλιωτες σιωπές,
αμηχανία και προβληματισμός τις περισσότερες φορές,
και γκρίνια πολύ γκρίνια μεταξύ μας,δύσκολη επικοινωνία,
προβληματική θάλεγα.

Οι παρτίδες με τους καθρέπτες μου,ξεκίνησαν πολύ νωρίς.
Πολύ μικρός,θυμάμαι έναν οβάλ μικρό καθρέπτη δίπλα στο νεροχύτη της κουζίνας,κρεμόταν γαντζωμένος στο τοίχο με δύο κορδόνια που κατέληγαν σε δύο μεγάλα καρφιά,να τον κρατάει γερά,μη τυχόν και πέσει και σπάσει,
και αλλοίμονο μας,κακοτυχιά επτά χρόνια έλεγε η μάνα μου.
Κάθε μέρα πρόσεχε τα καρφιά,μην και χαλαρώσουν,και έχουμε τίποτε ντράβαρα.
Είχε κάτι μικρές ρωγμούλες,ίσα-ίσα που τις διέκρινες,εγώ τις έβλεπα,
η μάνα μου πεισματικά τις ξεχνούσε,γιατί ούτε να διανοηθεί μπορούσε,
να ραγίσει ο καθρέπτης.
Με μεγάλα καλλιγραφικά πεζά,έγραφε ''καλημέρα''.
Πλενόμουν στον νεροχύτη,πήγαινα ένα βήμα δεξιά,
και νάσου μια καλημέρα φάτσα κάρτα,και μια άλλη φάτσα περίεργη μούκανε σινιάλο.Τον κοίταγα τον τύπο,έτσι που τον έβλεπα,και δεν μου άρεσε,
μαυριδερός,με μαλλιά ανάκατα,βελόνες κατάμαυρες,
πάλευα να φτιάξω μια χωρίστρα με μια τσατσάρα που την έλειπαν δόντια,
και όργωνα την κεφάλα μου,αφού οι βελόνες αντιστεκόταν,
και εγώ έβαζα πιότερη δύναμη να στρώσουν σε χωρίστρα,
τα ατίθασα μαλλιά μου,μαζί με απείθαρχα μυαλά μου.
Αλλά γιαυτά,δεν έφταιγε ο καθρέπης μόνον.

Οι επαφές μου τότε,με τον καθρέπτη ήταν περιορισμένες σχετικά,
το πρωί υποχρεωτικά,η μάνα μου με στραβοκοίταζε να τσεκάρει,
αν πλύθηκα,και χτενίστηκα σουλοπώνοντας την μαλιοκατάσταση.
Τότε,κοιτούσα τον καθρέπτη,και έβλεπα απο το λαιμό και πάνω,
αφού ήταν και ψηλά ο καθρέπτης,και δεν με ενδιέφερε και πολύ,
να αρχίσουμε κουβέντα για το υπόλοιπο μέρος του σωματος.

Αργότερα,αποκτήσαμε ένα μεγάλο σχετικά σκρίνιο,και έφερε η μάνα μου,
ξυλουργό και κοτσάρισε ενα καθρέπτη απο πάνω,
με ξυλόγλυπτο τέμπλο γύρω γύρω.
Ακανόνιστο σχήμα,πλατύς σε όλο το πλάτος του σκρίνιου,
έκανε ένα σκέρτσο και τελείωνε προς τα πάνω,
σαν το Χριστό που κρατάει την γή,ένα ξυλόγλυπτο σύννεφο με τον καθρέπτη περιωπής,να μας κοιτάει και να τσεκάρει καλλίτερα.
Αυτός ο καθρέπτης ήταν σε περίοπτη θέση στο δωμάτιο που το λέγαμε σαλόνι,
και συνήθως ήτανε μόνος του,αφού λίγες φορές είχαμε παρτίδες μαζί του.

Ομως ήταν η επόμενη φάση,αφού,αντί μόνο για το κεφάλι,
τώρα έβλεπα και πιο κάτω,μέχρι την μέση.
Λίγο που ο καθρέπτης ήταν πιο ακριβός και περιβαλλόταν με ξύλο,
λίγο που ήταν και πλατύς έβλεπα μια άλλη εικόνα τώρα.
Πάλι δεν μου καθόταν το είδωλο,πήγαινα και έκοβα βόλτες μέσα στο μικρό δωμάτιο και γύρναγα δήθεν το κεφάλι,να με δώ απο όλες τις γωνίες.
Αναρωτιόμουν,τι ακριβώς δεν μου άρεσε σε αυτό που έβλεπα,και απάντηση δεν είχα.
Ομως,συνέχισα την καλημέρα φάτσα το πρωί,την μεσάτη εικόνα άλλες φορές στο επίσημο του σαλονιού.

Τότε,δεν είχα αρχίσει ακόμη την αντιδικία με τον καθρέπτη,εντάξει,δεν μου άρεσε και πολύ αυτό που έβλεπα,αλλά δεν έδινα και μεγάλη σημασία,παιδί ήμουνα άλλωστε,
και με τους καθρέπτες μου δεν τάβαζα πολύ,ήταν και λίγο επιεικείς μαζί μου,
και δεν είχαμε και πολλά πολλά για να τσακωθούμε .
Οταν όμως,εκεί στα δεκαπέντε άρχισαν τα πρώτα σκιρτήματα για το άλλο φύλο,αρχίσανε και τα ζητήματα με τους καθρέπτες,ξαφνικά έγιναν απαιτητικοί,γκρινιάρηδες και δύστροποι,τους παρακαλούσα να μου πούν μια καλή κουβέντα,όμως αυτοί,άλλοτε σιωπηλά,άλλοτε φωναχτά,με πυροβολούσαν.
Σιγά-σιγά φεύγαμε από την εμφάνιση,και μπαίναμε και στις σκέψεις,
τα θέλω,που γινόταν εικόνα,

Επρεπε,να περάσω απο την κρισάρα του καθρέπτη μου,
πάντοτε με γκρίνια,και υποτίμηση μερικές φορές.
Αυτό ήταν που με σκότωνε πιο πολύ,εντάξει,να μην συμφωνούμε οι δυό μας,
αλλά να μας την λες κιόλας,οτι,άλλα νομίζεις εσύ,και άλλα ο καθρέπτης λέει,
ήταν ένα βάσανο που μεγάλωνε χρόνο με χρόνο . 
Στα χρόνια μέχρι τα δέκα οχτώ,οι αντιδικίες και διαφωνίες μου με τον καθρέπτη μου, ήταν σε ατομικό επίπεδο,εγώ,αυτός,και τα δικά μου καλά η κακά.
Στην συνέχεια αυτό άλλαζε,μπήκαν υπόκρίση και οι σκέψεις και τα θέλω,
και αργότερα μπήκαν και οι τρίτοι,και οι συγκρίσεις με άλλους.
Δεν μου έφτανε η διαμάχη με το ευατόν μου,μπήκαν στο παιχνίδι τα θέλω,
που πάντα ήταν πιο μεγάλα από τα βλέπω,προστέθηκαν και συγκρίσεις με άλλους.

Οταν μίλαγα κοίταγα την πλάτη του άλλου,έβλεπα ένα σάκο,
πούχε τα ελλατώματα του,και πολύ μου άρεσε που αυτός είχε,και εγώ όχι.
Είχα ξεχάσει τον δικό μου σάκο,που κουβαλούσα στην δική μου πλάτη,
και γιαυτό όταν μιλούσα με τον καθρέπτη  μου,πάντα μου έλεγε,
για γύρνα να σε δω και απο πίσω.
Στην αρχή τόβλεπα σαν πλάκα μεταξύ μας,μετά όμως το καθιέρωσε,
μια επίτηδες διαδικασία που με έφερνε σε δυσκολία,και ήταν η αφορμή,
να αρχίσει να φωλιάζει η αντιπάθεια μεταξύ μας που μεγάλωνε και έγινε μίσος.

Το πάλεμα με τους καθρέπτες μου,ήταν μια επώδυνη διαδικασία,
που όμως δεν ήθελα να τους αποχωριστώ πιά.
Είχα και πιο πολλούς,πιο μεγάλους στο μπάνιο,νάναι πανοραμική η παρακμή,καθρέπτες στην είσοδο,να σου λεν καλημέρα και καλησπέρα,
και να εννούν ''που πας βρε Καραμήτρο με αυτή την φάτσα και αυτή την ψυχολογία'' Ηταν μια μαζοχιστική και αυτοτιμωρητική διαδικασία,φρουρός δύστροπος ο καθρέπτης,αλλά τον ήθελα εκεί,να με βλέπει,να τον βλέπω .

Στον στρατό,ήταν η μοναδική περίοδος της ζωής μου,που δεν είχα κανένα καθρέπτη,δεν ήθελα παρτίδες με κανένα κριτή,
μούφτανε το ξύλο και τα καψόνια,δεν ήθελα και κάποιον να μου λέει οτι,
έπρεπε να τα κάνω αλλιώς,και οτι,υπήρχαν και άλλες λύσεις. 
Η ξεροκεφαλιά και το γαιδουρινό πείσμα,έπρεπε νάναι μόνα τους,
να μην έχουν αντίλογο,να μην έχουν λογική.
Εχασα και τριάντα κιλά,και μόλις γύρισε και με είδε η μάνα μου,
φρίαξε και τραβούσε τα μαλλιά της.
''Πως έγινες έτσι παιδάκι μου,σκέβρωσες τι σου κάνανε;''
Tι μου κάνανε σκέφτηκα,και αμέσως πήγα στο καθρέπτη,ένα μεγάλο τετράγωνο κρεμασμένο πάνω σε καινούργιο σκρίνιο,
και εκεί,ξανάπιασα το νήμα της σχέσης μαζί του.
Με είδε,τον είδα,και είπα...''Δεν βαριέσαι,έχασες όλα τα περιτά κιλά,μια χαρά έγινες.''
Ο καθρέπτης συμφώνησε αρχικά,όμως σαν να κούνησε το κεφάλι του,
και να αναρωτήθηκε,να σε δώ πως θάσαι μετά απο μερικά χρόνια.
Και είχε πάλι δίκιο ο κερατάς,πάχενα σαν μοσχάρι στην αρχή,
σαν αγελάδα στην συνέχεια,και σταμάτησα όταν πια έγινα ιπποπόταμος.
Κοίταζα το καθρέπτη και σιχαινόμουν τον ευατόν μου.
Με κοίταζε με ύφος περιφρονητικό,και μούλεγε,''στάλεγα'' 
και πριν του ξαναυποσχεθώ οτι θ'αλλαζα,''καλά,καλά τάχω ξανακούσει τόσες φορές,με έχεις απογοητεύσει πλήρως''μου απαντούσε.
Κοίταγε τα κουμπιά στα πουκάμισα,και σκιαζόταν μη και ξεφύσει κανένα,
και άντε να περιμένουμε τα επτά χρόνια της γρουσουζιάς να τελειώσουν,
είχαν ζαρώσει και οι τρύπες απο την ζώνη,και κάποια στιγμή,
μου λέει με στόμφο,''μήπως νάπαιρνες ένα σχοινί κορδόνι να ζώνεσαι,
αντί να σφίγγεσσαι σαν παχύ λουκάνικο με τόσο ξύγκια ;''

Τάχασα τα κιλά ένα καλοκαίρι,έτσι χωρίς εμφανή λόγο,
και ήρθαμε λίγο στα ίσια μας με το καθρέπτη μου.
Βελτιώθηκαν οι σχέσεις μου μαζί του,καθόμουν και περισσότερο χρόνο μαζί,
και αρχίσαμε να μιλάμε για την ισοροπία που έπρεπε να αποκτήσω,
στα μέσα μου,με τα έξω μου,στα θέλω μου και στα μπορώ,
στο μέτρημα του δικού μου σάκου,με το ίδιο μέτρο που μετρούσα τον σάκο του μπροστινού,και πάλι όμως,
η σοφία των Γιαπωνέζων αυτοκρατόρων αργούσε πολύ .

Οταν μπήκαν πιο πολλά χρήματα στην τσέπη μου,η σχέση με τον καθρέπτη μου, άλλαξε κι'αυτή.
Εγώ έδειχνα πιο άνετος,και καλοβαλμένος,και αυτός πιο συγκαταβαοτικός,
μεγάλωνε ο χρόνος μαζί του κιάλλο ,μερικές φορές τον δωροδοκούσα κιόλας,
και ο μπαγάσας τάπαιρνε ευχάριστα.
Που ήταν οι εκρήξεις και οι φρίκη που μούβγαζε παληά,
τώρα,ήταν πιο ευγενής πιο συζητήσιμος,και εγώ νόμιζα οτι,
είχα ανέβει μερικά σκαλοπάτια στην εκτίμηση του .

Τώρα που το σκέφτομαι όλο αυτό,
το φαντάζομαι σαν ένα ανέβασμα και κατέβασμα σε ένα ψηλό βουνό.
Στην αρχή δύσκολα,όλοι απαιτητικοί απο όλους,
χαρίσματα που σε πάνε στην κορυφή και μετά εύκολα κατέβασμα που το θεωρείς φυσιολογικό και επιβράβευση,και κανείς δεν σου εξηγεί έγκαιρα οτι,
έτσι χάνεσαι,και οδηγείσαι στην ανυπαρξία.
Οταν ανεβαίνεις ο καθρέπτης σου,είναι σύμμαχος σου στην προσπάθεια,
είναι εχθρός σου στο παράτημα,είναι φίλος σου στην ανάγκη σου,
και μετά γίνεται βαρετός και κουρασμένος,συνοδοιπόρος που κατρακυλά εύκολα, αβίαστα,χωρίς να το καταλαβαίνει,η ακόμη χειρότερο,
ζεί μαζί σου στην ψευδαίσθηση,οτι η άνεση είναι επιτυχία,
και το βόλεμα ευτυχία,και όταν χτυπήσει το καμπανάκι,
θάναι ο βαρκάρης που περιμένει .

Πριν απο μερικά χρόνια,άρχισα να κάνω ζαβολιές με την καθημερινή μου συναναστροφή,του έλεγα πιο λίγα,και προσπαθούσα να του δείξω και λιγώτερα,
τα βασικά δηλαδή,αφού ήξερα πολύ καλά οτι,
οι πολλές λεπτομέρειες με αδικούσαν,και δεν ήθελα και επιβεβαίωση.
Ομως κάθε φορά το ίδιο ειρωνικό υφάκι του καθρέπετη,με προσγείωνε ανώμαλα,
''Τι κρύβεις βρε κακομοίρη,είναι δυνατόν να κρυφτείς με φτηνά κόλπα και χαμηλούς φωτισμούς.Οσο και να σε ανέχομαι με τα χρόνια,όσο και να με παραπλανούσες,δεν μπορείς να κρυφτείς απο μένα.''
''Είσαι λίγο γελείος,αλλά λίγο,μου αράδιαζε με κρυφοπονηριά.''
''Να σου δώσω ένα παράδειγμα για να καταλάβεις,'' συνέχιζε το τροπάριο,
''Φτιάχνεις και ασχολείσαι με τα μαλλιά σου,που εντάξει δεν είναι και λίγα μπροστά,αλλά δεν κοιτάς την γυαλάδα απο την πεδιάδα απο βερνίκι που απλώνεται στην κεφάλα σου πίσω'' 
''Εντάξει'' είπα,''έχεις δίκιο'' και καταστεναχωρέθηκα που ακόμη μια φορά με είχε στην τσίτα και δεν με άφηνε να νοιώθω οτι,αυτό που έβλεπα μπροστά,
ήταν το ίδιο και πίσω .

Σήμερα ίσως,οι σχέσεις μας έχουν εξομαλυνθεί περισότερο,
αφού και εγώ δεν δίνω αξία σε αυτό που βλέπω,και αυτός δεν είναι πια τόσο καυστικός μαζί μου,και αναρωτιέμαι,αν αυτό που συμβαίνει τώρα,
είναι αποδοχή μιας ίδιας εικόνας και για τους δυό μας,
η είναι η σοφία που έρχεται να αντικαταστήσει την ορμή της νιότης.
Τα χρόνια έφεραν τα χιόνια,και τα χρώματα έχασαν την λαμπάδα τους,
οι απαιτήσεις γίναν παρακλήσεις,και οι πολλές στιγμές διαπραγμάτευσης γίναν λίγα και μικρά περάσματα,τα ευθύβολα βλέμματα υποχώρησαν,
και τα βλέφαρα να λυγούν απο το βάρος της αποδοχής,
μαζί με την σοφία,και μακρυά απο την νιότη.

Πάντα οι διαφορές μου με τον καθρέπτη στα νιάτα μου ήταν έντονες,
παθιασμένες,και συγκρουσιακές,και σίγουρα μεγάλες.
Αλλα ήθελα εγώ να είμαι,και άλλα ο καθρέπτης μου,λογούσε.
Κάθε καμπύλωση του χρόνου,έφερνε και την σύμπτωση πιο κοντά,
δεν γινόμουν αυτό που ήθελα στο βαθμό που ήθελα,
αλλά πλησίαζα σε αυτό που ο καθρέπτης μου,δήλωνε.
Σήμερα,μάλλον συμφωνούμε,και αυτό είναι για σήμερα καλό,
για το χθές όμως,είναι απογοητευτικό,αφού δηλώνει οτι,
οι προθέσεις μείναν μετέωρες και απραγματοποίητες.

Για αύριο,είμαι σίγουρος οτι,εγώ θάχω μια πολύ κακή εικόνα για μένα,
και ο καθρέπτης μου θα επιμένει να μου λέει οτι θα είναι καλλίτερη.
Μια πλήρης ανατροπή,απο τις μεγάλες διαφορές μας,στην ισσοροπία,
και μετά στην άλλη άκρη,της θετικής γνώμης.

Καθρέπτη μου,συντροφέ μου,με πονούσες με τις απόψεις σου τότε,
μπορεί και να με βοήθησες,να γίνω λίγο καλλίτερος,
σίγουρα είσαι ο καλός μου φίλος πιά,
και θέλω να περιμένω την καλλίτερη σου γνώμη για μένα,στην συνέχεια.



Μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο,και αναφερόμενος στην δική μου επαφή με τον καθημερινό μου καθρέπτη,μπορώ να πω με βεβαιότητα οτι,
δεν είχαμε καλές σχέσεις επί πολλά χρόνια.
Τούλεγα ψέμματα και γέλαγε,τούλεγα υπερβολές και σιωπούσε,
τούλεγα για οράματα ιδέες και ιδανικά και στραβομουτσούνιαζε,
τούλεγα για τις αναμολόγητες σκέψεις και με προγκούσε,
που ποτέ δεν τις έκανα πράξη.
Ημουν εγώ,και αυτός,ήμουν πάντα απέναντί του,εχθρός μου,
και ανταγωνιστής μου σε όλα.
Αλλαξε με το χρόνο συμπεριφορά και έγινε πιο προσηνής,
αλλά φαίνεται οτι είχα αλλάξει και εγώ πριν.
Εμαθα να τον χειρίζομαι,έμαθα να τον χειραγωγώ,
και τελικά μάλλον βαρεθήκαμε και οι δύο,
να πηγαίνουμε κόντρα και ..συμφιλιωθήκαμε,κάνοντας τον μεγάλο συμβιβασμό.

Ομως,ακόμη και σήμερα,αυτός δεν τα παράτησε τελείως και μου την λέει.
Είναι δυνατόν να αλλάξει χαρακτήρα κάποιος;Δεν είναι.
Ομως ακόμη και σήμερα,εγώ δεν τα παράτησα,να τον παραπλανώ,
και να πιστεύω άλλα αντ'αλλων..
Αλλά είπαμε,αλλάζει ο λύκος και ο σκορπιός;

Δεν αλλάζουν αδέλφια...........

Γειά σου,ρε καθρέπτη,φίλε μου,συνοδοιπόρε και συναγωνιστή.
Γεια σου,και σένα Ιανέ,μου αντιμίλησε.


ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ

























































 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...