Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

ΤΑ 21 ΣΚΑΛΙΑ :ΣΚΑΛΙ 5 /ΤΟ 1974 ΤΗΣ ΜΕΤΑ ΕΠΟΧΗΣ


Σε αυτή την αρμένικη περιήγηση μου στο χρόνο,αυτόν τον νεόγερο απαραίτητο και περιτό μαζί,νάναι η αξία του,τόση όση και η απαρνησή του.
Το νούμερο έγραφε αρμένικα 1423  χρόνια,και το δικό μας 1974,
χρονιά ζουμερή,ντομάτα κόκκινη,σπόρια κρυμμένα,ψιλογκαστρωμένη και έτοιμη να γίνει σάλτσα.
Βούτηξε ο γεροχρόνος το μαρκάρι του στην φωτιά του καμινιού,
το πύρωσε,νάναι κόκινος φαλλός,και κρατώντας το,από μια λαβή με χοντρό πετσί για να μην καεί,γύριζε,κοίταζε,και όπου του καθόταν, μάρκαρε,και τσιτσιρίζοντας έμεινε εκεί το σημάδι,και ο πόνος ήταν αβάσταχτος και απαραίτητος όμως.

Εκεί,στην Αμερική,ένας πρόεδρος,είχε σταυρώσει την μισή Ασία,
και έβαζε πατάτες με κεφάλια αμερικανών στο φούρνο του Βιετνάμ,
και προσπαθώντας να ξεπεράσει την ύβρη και να κοροιδέψει την νέμεση, πήγε να κλέψει,όπως όλοι κλέφτες που στηρίζονται στην ανοχή των λοιπών κλεπτών.Αλλά,βλέπεις εκεί,ο απο μηχανής θεός υποτάχθηκε στον χορό,και τον πιάσανε στα πράσα,και τι να κάνει η καταθλιπτικός εκείνος Νίξον,παραιτήθηκε και αχός μεγάλος έγινε,και σημάδι με λιωμένο βουλοκέρι έμεινε.

Πιο δώ,στην άκρη της Ευρώπης,εκεί που ο Δίας βαρέθηκε να κυνηγάει την Ευρώπη,και αυτή,κάνοντας του,ναζάκια το πήγαινε όσο είχε γή απο κάτω της,και έπεσε,όταν ξαφνικά αντί για γή έβλεπε θάλασσα, παραδόθηκε,και έπεσε στην αγκαλιά του κυνηγόσκυκλου Δία .
Εκεί στην άκρη της Ευρώπης,στην Πορτογαλία έγινε εκείνη την χρονιά,
η επανάσταση των γαρυφάλλων,με την κατάρρευση μια ακόμη ευρωπαικής δικτατορίας.
Γαρύφαλο στο αυτί,και στο πέτο,αλλά και στις κάνες των όπλων,
νάναι οι σφαίρες γαρύφαλλα μέσα στο δίσκο,έτοιμα να προσγειωθούν στο στήθος,και να αφήσουν κόκκινα στίγματα,λες απο αίμα,
λες απο το ανεξίτηλο χρώμα τους,μόνον .

Ομως στην γειτονιά μας σκοτείνιαζε,τα σύννεφα είχαν αρχίσει να παίρνουν θέση,αλλά ήταν συνοφρυωμένα,και είχαν ένα μαύρο 
σαν βερνίκι χρώμα.
Είχε αποφασίσει ο Θεός εκείνη την χρονιά,να ασχοληθεί με τον Ελληνισμό,κρατώντας γινάτι που οι θυσίες και αναθέματα που τούχαν στείλει ήταν ψεύτικα,κακής ποιότητας,και οι γενιές εκείνες είχαν χάσει το δρόμο τους,και κάποιος,ποιός άλλος,εκτός απο τον Γιαραμπή,
έπρεπε να δώσει στους γραικούς ένα σκληρό μάθημα.

Το ''πάρτυ'' άρχισε στην Κύπρο,μαλακό υπογάστριο τότε,
πεδίο δοκιμών όλων των μικρών και ολίγιστων,τύπου Αβέρωφ από την μία,και ενός αρχομανούς και αμετροεπούς παπά,που νόμιζε,οτι,
αυτός θα γινόταν κάτι μεγάλο,ένας αρχιπαπάς της Μεσογείου,
και έγινε ο αρχιπαπαπάρας της Κύπρου.
Από την άλλη μικρά ανθρωπάκια στην Ελλάδα,ασήμαντοι που φοράγαν στολή για να τους σηκώνεται,μαζί με πρόθυμους και ενδιαφερόμενους τρίτους Αμερικανούς και Βρετανούς,και τον Τούρκο να ξερογλύφεται. Τόβλεπε το κόκαλο,και η αλυσίδα επίτηδες την είχαν αφήσει ολοι φύλακες χαλαρή,όρμα Μεχμέτ φάτους ..

Ενα πραξικόπημα,από έναν χρήσιμο ηλίθιο,Σαμψών τον λέγανε,
μιά ακόμη απόδειξη οτι,ο μπαρμπαθεός ξύνοντας τα αχαμνά του,
έκανε πλάκα σε όλους μας πια,και πριν να το καταλάβουμε,
ξαφνικά γαύγισμα,και νάσου ενα αγριεμένο σκυλί με αφρούς στο στόμα,ήταν ο Μεχμέτ που λύθηκε και όρμησε,και σε μερικές μέρες σκέπασε το 37% την Κύπρου με την κόκκινη προβιά του.
Και μείναμε,να κλαίμε ακόμη μια φορά,για χαμένα χώματα,
για νιούς που φύγαν στο παράδεισο πριν δούν την κόλαση,
για νιές που τα ρυάκια από το αίμα τους κυλούσε στα πόδια τους,
φλόγες να καίνε τα κονάκια,και τα ιερά και όλοι οι άλλοι,οι εδώ,
να τους φτάνει,να γράφουν στα λεωφορεία μετά την καταστροφή
''Δεν ξεχνώ'' οτι πιο προσβλητικό για όλους αυτούς,
πούθελαν να ξεχάσουν την φωτιά και το τσεκούρι ...
Αφού χάθηκε η μισή Κύπρος,και όλοι κοίταγαν:ήταν μακρυά έλεγε ο ένας,είναι Κύπριοι ο άλλος,άστους δεν βαριέσαι οι περισσότεροι,
και τότε,έπεσε και η δικτατορία στην Ελλάδα και ήρθε η ''δημοκρατία'' .

Αυτή η λέξη πούναι άγνωστη στους περισσότερους,
αφού δεν τους αφορά ατομικά,και δεν τους βολεύει ομαδικά οικογενειακά,εθνικά.
Τους κάνει όμως,σαν καραμέλλα,σαν φαντασίωση,και σαν εφηβική ονείρωξη,χωρίς όμως κανείς να ρωτήσει,ποιός πλένει τα σεντόνια μετά.

Επεσε λοιπόν η δικτατορία και ήρθε η δημοκρατία και μαζευτήκαν 
όλοι οι παληοί,να μοιράσουν τα ιμάτια που θα φοράγαν οι ίδιοι στους ίδιους παληούς ρόλους τους.
Και δεν τους έφτανε το υλικό πούχαν από τους εδώ,είπαν,
να φέρουν και ξεχασμένα φαντάσματα που μέναν στην εσπερία,
και διάλεξαν αυτόν πούφυγε νύχτα σαν κλέφτης πρίν από έντεκα χρόνια, τον Καραμανλή.
Τον πρότεινε εκείνη η κουφάλα ο Αβέρωφ,και νάσου ο φρυδάτος στο αεροδρόμο,και τα πλήθη των χαχόλων να πανηγυρίζουν για την έλευση του Μεσία.

Και ήρθε ο Σπτέμβρης στις 3,και ο ήλιος μεγάλωσε,και μας τύφλωσε, ήταν που ερχόταν ο Νέος Προφήτης,που μπορεί νάταν Σαούλ,
και να πούλαγε στα ξένα,εδώ,ήρθε βαπτισμένος στην κολυβήθρα του αριστερίζοντος Σιλωάμ,και μέσα απο αστραπές και βροντές κατέβηκε απο τον ουρανό και μας έφερε το Πασόκ.
Ητανε η αρχή μιας εποχής με Ανδρέα Αρχηγό και Προφήτη,
να οδηγεί τα επόμενα χρόνια,από το καλό στο κακό,από το πολύ καλό, στο πολύ κακό,αυτή η τέχνη του εκκρεμούς,που το μόνο μας μέλημα ήταν,να φροντίζουμε να λαδώνουμε το μηχανισμό του,
μην και σκουριάσει και δεν πάει πέρα δώθε,και εμείς δεν θα είχαμε την τύχη,να χαζεύουμε την σφαίρα να πηγαίνει πέρα κείθε,άβουλοι και μοραίοι να το χαζεύουμε και να χανόμαστε στην ουτοπία του προφήτη.

Εκείνο το μήνα έγινε και η ίδρυση της Νέας Δημοκρατίας,από τον Καραμανλή,μικρό όμως γεγονός,αφού ήταν η μυλωνού που φεύγοντας απο το μύλο,άλλαξε φορεσιά,μια παραλλαγή,και ένα περιτύλιγμα πιο σύγχρονο,μαζί με τον Μεσία πούρθε απο την εξορία.
Επειδή στο Παρίσι πέρασε δύσκολα με τα φουά γκρά,
και τα μουχλιασμενα τυριά,τούδωσε ο ελληνικός λαός ένα ξεγυρισμένο 54% στις εκλογές πούγιναν στις 17 του Νιόβρη,σύμπτωση για τους μετέπειτα ,ποιός ξέρει;

Με αυτά και με τ'άλλα,ήρθε ο Ηλιος και θρονιάστηκε στο σβέρκο μας, έγινε το νέο φετίχ,άλλαξε την Ελλάδα,και μαζί με τον Καραμανλή, οδήγησαν την χώρα στην επόμενη περίοδο,που την είπαν μεταπολίτευση,δηλαδή μια δημοκρατία που κομμένη και ραμένη στα μέτρα τους,μας πήγε,και μας πάει ακόμη και σήμερα,και είμαστε και ευτυχείς,αλλοίμονο.

Μίκρυνε,μίκρυνε,η εικόνα,και νάσου μια μικρή κουκίδα στο χάρτη,εγώ,ενήλικας πιά,ένας τύπος πούχε ήδη πάρει λίγη ώχρα και έφυγε εκείνο το μελαψό του καμηλιέρη,ψηλός πάντα,με μαλλιά πυκνά, θάμνος από μαύρα φύκια,σγουρά και με φαβορίτες,που φτάνανε μέχρι το στόμα,και χαρτομάντηλο κάνανε,συνήθως αξύριστος,με γένεια που τσιμπούσαν σαν σφήκες,όταν κάποιος ήθελε να τα χαιδέψει,
αν και,πολλές φορές ήταν χρήσιμα για χάιδεμα αλλού,αντί να κουράζεις τα δάχτυλά σου.
Φεύγαν σιγά-σιγά τα σημάδια απο τα χέρια,οι ρόζοι από τις δουλιές του καλοκαιριού στην Σάμο,οι σκληρή πέτσα με τα σκασίματα απο τον ντενεκέ που κουβάλαγα ανεβαίνοντας σκάλες και ορόφους με μπετόν, ίδρώτας,μαντήλι στο κεφάλι,πόνος και υπομονή,προσμονή και ελπίδα, και κρυφές λιτανίες,να έρθει μια καλλίτερη μέρα.
Λεπτός,αθλητής ακόμη,να φοράω τις καμπάνα παντελόνι,
τι μόδα και εκείνη,να περπατάς και σε κάθε βήμα,να περιμένεις νάρθει και το παντελόνι σου,και την αποθέωση του ενδυματολογικού στύλ της εποχής,και δικού μου, που ήταν τα σιθρού ανδρικά πουκάμισα.
Φορούσα συνήθως μαύρα σιθρού πουκάμισα με μαύρα στρογγυλά κουμπιά,ανοιχτά στο στήθος,να φαίνονται οι μαύρες μακρυές τρίχες,
που ξείχαν απο μέσα,και οι άλλες να συνωστίζονται στο σιθρού για να φανούν ευειδείς και αυτές.Ενα σύνολο,ένα δάσος απο μαύρες κατσαρές τρίχες,να είναι εκεί σε πλήρη θέα,με πλέρια ευχαρίστηση για μένα και για τους άλλους.

Φορούσα μια ασημένια ταυτότητα με το όνομα Αντουάν,άκου ψώνιο,
λίγο τα διαβάσματα,λίγο ο γαλλικός Μάης,λίγο τα γαλλικά στο πανεπιστήμιο,πιο πολύ όμως η κρυφή και ανεκπλήρωτη ματαιοδοξία,νάμαι αλλού,νάμαι κάτι άλλο,νάμαι εκεί,
στην αριστερή όχθη,να ακούω τον Σάτρ,να λέει ψέμματα,να διαβάζω Φλωμπέρ,και η φαντασίωση μαζί με την πραγματικότητα κάνανε παιχνίδι. Πάντα,τις άφηνα ελεύθερες,να τσακώνονται για το ψεύτικο προφανές που φαινόταν,και το πραγματικό,που ήταν κρυμμένο πίσω εκεί στο συνειδητό και στο ασυνείδητο,μερικές φορές σκοτεινό,και άλλες απειλητικό.
Α,φορούσα και ένα δαχτυλίδι,ένα ασημένιο φτηνό,μου τόχε δώσει μια Τσατσά-εταίρα στην Σμύρνη,όταν πήγα για να με μυήσει στα μυστικά 
και στα απόκρυφα,του έρωτα και των ανομολόγητων επιθυμιών.

Πήγαινα στο Πανεπιστήμιο,καλός,πολύ καλός φοιτητής τότε,
γιατί στην αρχή ήμουν χάλια,πήρα και υποτροφία,και που τελικά δεν την πήρα.Στην ζωή μου,όταν κέρδιζα κάτι ένα βραβείο,μια υποτροφία,  σχεδόν ποτέ δεν τάπαιρνα,από ντροπή και φόβο ίσως,
απο το γεγονός οτι,δεν ήμουν βολικός και προσαρμοστικός στις συνθήκες κάθε εποχής,ένας φευγάτος ανισόρροπος.

Εγώ,τότε δούλευα,το καλοκαίρι,και το χειμώνα περνούσα με εκείνα τα λίγα και έκανα το σκατό μου παξιμάδι,αλλά η ψευτοπερηφάνεια πάνω απο όλα.
Είχα προλάβει,να κάνω τόσες δουλιές μέχρι τότε,από μπετατζής σερβιτόρος,στην αποθήκη του Σεβαστάκη αποθηκάριος,πωλητής παπουτσιών στην Πανεπιστημίου,νεκροπομπός σε κηδείες,
και πλασιέ δίσκων κλασικής μουσικής.
Ηταν που λέτε,μιά μεγάλη κυρία,που για να με ξεβγάλει,
με πήγαινε,μια στο κρεβάτι της,και μια μούκανε μάθημα για κλασική μουσική,ήμουνα βολικός σε όλα,αλλά έπρεπε να πουλάω 
και δίσκους 33 στροφών τότε,σαν εξωτερικός πωλητής.
Δεν πούλησα ούτε έναν,όμως,μούμεινε η λόξα για την κλασική μουσική, μούμειναν και κάμποσοι δίσκοι,η κυρία έφυγε στην Αμερική,
αλλά και η επαφή με τα μεταξωτά μαύρα σεντόνια,
απωθημένο μαύρο,παντού .

Πολιτικοποιημένος,φανατικός αριστερός,διάβαζα βιβλία,
εφημερίδες μέχρι και τις κηδείες,έγραφα και κάποια κείμενα στο Φαντάζιο σημαντικό περιοδικό της εποχής,έπαιξα στο θεατρικό του Πανεπιστημίου,''τον κύκλο με την κιμωλία του Μπρεχτ'' ,
έκανα κάτι,το έκανα καλά στην αρχή,και μετά έφευγα,
τσακωνόμουν χωρίς αιτία,δημιουργούσα προβλήματα για να δικαιολογήσω το φευγιό μου .
Δούλευα,και ήμουν ο καλλίτερος,αλλά μετά χανόμουν στα σοκκάκια της Καλιδρομίου στα Εξάρχεια,να ακούσω τους μεγάλους ποιητές,τα νέα ρεύματα,να υπερασπίζομαι τα ιερά και τα όσια του κουμουνισμού,
να πίνουμε μέχρι σκασμού στις υπόγειες ταβέρνες,μέσα σε καπνούς και σε σιωπές,και να αναπνέουμε στους καπνούς των σέρτικων τσιγάρων,άφιλτρα 22 τότε,και νάναι οι χοές στους θεούς,
πάντα πλούσιες και πάντα ο ποδόγυρος να είναι πολύγυρος,
και νάχουμε τα δικά μας πλανητικά συστήματα ο καθένας,
μπουκέτα απο μικρές ξανθές,μελαχροινές,ήταν αδιάφορο,και χωρίς ενοχές.

Ο καθένας πολεμούσε τους δαίμονές του,εγώ την δυσκολία προσαρμογής,ακόμη και στο,αν είναι μέρα η νύχτα,
την προσδοκία οτι,μπορούσα να κάνω πολλά,και έμεινα στα λίγα,
μέσα στους υγρούς τοίχους ενος σπιτιού που στέναζε από το κλάμα,
και την χαλασμένη ζωή του πατέρα μου και της μάνας μου .
Τότε,δεν πάλευα να δω,ποιός είχε δίκιο και γιατί,πάλευα να σταθώ όρθιος,σαν το δένδρο που νιό ακόμη,βλέπει την φωτιά νάρχεται,
και δεν μπορεί να το κουνήσει,εκεί ακίνητος,παγωμένος,στήλη άλατος.

Ημουνα τότε ακόμη στο ΚΚΕ,που είχε εκείνη την χρονιά νομιμοποιηθεί απο τον ''Εθνάρχη'' και πριν προλάβει ο χρόνος να λυγίσει,
με είχανε διαγράψει με συνοπτικές διαδικασίες.
Πήγα μετά στον Κύρκο,αλλά παραήταν φλώροι,και ροβόλησα στο κόμμα των κομμάτων,το Πασόκ,μόνο,γιατί μου άρεσε ο Ανδρέας τότε,
σαν τύπος,σαν άνθρωπος,σαν οικονομολόγος,είχα διαβάσει όλα τα βιβλία του,παραλίγο να μπω και στην ενεργό πολιτική με το κόμμα αυτό αργότερα.

Στις πορείες πρώτος,στην έλευση της δημοκρατίας,την περιμέναμε κατακαλόκαιρο στην πλημυρισμένη Ομόνοια,ήρθε μου είπαν,
εγώ δεν την είδα πάντως,και αμέσως μετά,έτρεχα στο σπίτι,
να ψάχνω να βρώ την μάνα μου,που μέσα στο θολωμένο της μυαλό χανόταν,και πάντα ένας φόβος πλανιόταν πάνω μου,μια σκιά που ποτέ για χρόνια ολοκληρα δεν έφευγε,σαν ερινύα που της άρεσαν οι κατσαρές μαύρες τρίχες μου,να με παρακολουθεί.
Να έχω χρεώσει στο πατέρα μου όλα τα λάθη,από την πολιτκή μέχρι το αέρα που ανέπνεα,που όμως είχα πολύ άδικο τελικά,και ίσα-ίσα που πρόλαβα να του ζητήσω συγνώμη, πριν φύγει για πάντα το 92.

Ηταν Αύγουστος,ήμουν στην Βάρκιζα,πήγαμε με το λεωφορείο και θα μέναμε στην ύπαιθρο μέχρι να ξημερώσει για να ξαναπάρουμε το λεωφορείο και νάχουμε και ξεμεθύσει.Ετσι ήταν το συνηθισμένο μας πρόγραμμα.Κορίτσια πολλά,από το κόμμα,απο την δουλειά,έτσι χωρίς συναίσθηση, εύκολα και απροσχημάτιστα. 
Καθόμουν στα βράχια,μετά την παραλία της Βάρκιζας,
Σάββατο βράδυ,ακούσια αποκλεισμένος,να κοιτάω την θάλασσα στην αρχή με φόβο,μετά πιάσαμε κουβέντα,ήρθε στην παρέα και το φεγγάρι που μόλις είχε φανεί απο ανατολικά,ο αέρας πάντα πούστης κρυφάκουγε και γίναμε μια παρέα και είπαμε τα μύχια μας,και βάλαμε όρκο,
να μην τα μαρτυρήσει κανείς.
Και όταν με πιάσαν τα κλάμματα,και γίναν λυγμοί,και μούσκεψαν 
το καινουργιο μου σιθρού πουκάμισο,σήκωσε ανάστημα η θάλασσα,
μια γοργόνα ίσαμε εκεί επάνω,μου σκούπισε τα δάκρυα,και το φεγγάρι έκρυψε το φώς του,πίσω από ένα σύννεφο,για να μην μας δει,
μάτι αδιάκριτο,και ο αέρας σκούζοντας έβαλε τα δυνατά του,
να στεγνώσουν τα δάκρυα,να αεριστούν οι καημοί,και να δροσίσουν την παρέα.

Κοίταγα μακρυά,εκεί που ουρανός ακουμπούσε την θάλασσα,
και  άλλοτε νόμιζα οτι την βίαζε,και άλλοτε οτι την γλυκοφιλούσε,
και μίλαγα,και τι δεν έλεγα,όχι άλλους καυγάδες και δάκρυα,
νάναι όλοι πάντα σπίτι,όχι άλλο κάρβουνο,όχι άλλους ντενεκέδες με μπετά,και λουλούδια για συνοδεία θανάτου.
Ενα όνειρο ήθελα τότε,μόνο ένα,μιά ελπίδα ήθελα,
μια υπόσχεση απο την θάλασσά μου,τα έδινα όλα.
Και μεμιάς τα  ποτάμια στέρεψαν,ήρθε η θάλασα,μ΄αγκαλιασε,
και σκύβοντας,μου ψιθύρισε:
''Θα δεις,θα γίνουν όλα όπως τα θέλεις,φτάνει,να μην γίνεις άλλος,
μείνε αυτό που είσαι..."
Με ένα νεύμα συμφώνησε το φεγγάρι,και μουγγάνισε ο αγέρας .

Περνώντας την κλωστή στην βελόνα της ζωής μου,πίστευα τότε οτι, κάνοντας την βελόνα όλο και πιο μικρή,τιμωρούσα τον εαυτόν μου,
αργότερα κατάλαβα οτι,όσο καιρό την μίκρυνα,και όσο πέρναγε η κλωστή,τόσο η ελπίδα και τα όνειρα μεγάλωναν,
σαν ένα μεγάλο βραβείο ζωής,που τώρα λέω,οτι κέρδισα.


Εκείνη την χρονιά,πέθανε ένας πολύ σημαντικός ποιητής ο Κώστας Βάρναλης.
Αριστερός,συνεπής και πάνω απο όλα ιδεολόγος,ρομαντικός,
άλλοτε τρυφερός,σκοτεινός τις περισσότερες φορές,
με επηρέασε βαθειά,και εκεί στα υπόγεια καταγώγια,
πάντα το τραγούδι του,ήταν αποτύπωμα της ζωής μας ..

Απο τους ''Μοιραίους'' λοιπόν

-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας 
-Φταίει ο Θεός που μας μισεί
-Φταίει το κεφάλι,το κακό μας 
-Φταίει πάνω από όλα το κρασί 
 Ποιός φταίει;Ποιός φταίει;...
 Κανένα στόμα δεν τόβρε,και δεν τόπε ακόμη....   

 ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 

Επόμενο
Σκαλι 6 :O Πατέρας Γιάννης
 
 


 








ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...