Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

ΤΑ 21 ΣΚΑΛΙΑ /ΣΚΑΛΙ 7/1985,Ο MANAGER


Λένε,πως εμείς οι Υδροχόοι,είμαστε αρκετά βαρεμένοι,
που σχεδόν πάντα,είμαστε εκτός τόπου και χρόνου,χανόμαστε στις ψευδαισθήσεις μας,φτιάχνουμε φανταστικούς κόσμους,και ενοικιάζουμε μικρά δωματιάκια για λίγο χρόνο,και αφού βαρεθούμε,
νάμαστε για πολύ,στο ίδιο χώρο,ψάχνουμε για μια ακόμη εμπειρία,σε μια άλλη διάσταση πάντα.

Ο συνδυασμός Υδροχόου και Ιανού,ήταν για μένα η δικαιολογία,
και η βολική εξήγηση προς όλους,να περνάω εύκολα και χαριτωμένα
τις μεγάλες εσωτερικές αντιφάσεις μου,να τις κάνω προφανείς, κατανοητές δηλαδή σε όλους,αλλά ακατανόητες εσωτερικά,σε μένα .
Αποδιώχνοντας τον χρόνο,στην ουσία κάθε μέρα γινόμουν ασύστολα υπηρέτης του,και με ένα πεισματικό καταναγκασμό,του έδινα την μορφή του άγχους,για να είμαι δήθεν συνεπής μαζί του .

Γύρναγε ο χρόνος,χανόταν μέσα στην ανυπαρξία του,
και στην απεραντοσύνη του συνάμα,και εγώ πρέπει τώρα να τον επικαλούμαι,για να περιγράψω τις  στάσεις της ζωής μου,
σ'ένα λεωφορείο με μαγκωμένη είσοδο.
Εμπαινα με δυσκολία,έτρεχα σαν τρελός μέσα στο λεωφορείο με την μεγάλη μούρη,και πριν φτάσει στην επόμενη στάση,είχα βγεί απο πίσω,
άλλοτε σαν κύριος,και άλλοτε σαν κλέφτης .

Ηταν 1985 χρονιά που,γέμιζε σελίδες απο γεγονότα παντού .
Στην Ελλάδα κυβερνούσε το Πασόκ του Ανδρέα,του''δώστα όλα'',
κέρδισε και τις εκλογές εκείνο το χρόνο,απέναντι στον Μητσοτάκη,
με το σύνθημα ''καλλίτερα παπάκι παρά με Μητσοτάκη''.
Ηθελε κιάλο χρόνο,ο αθεόφοβος,να κάνει την Ελλαδα χωματερή,
να βάλει γερά τα θεμέλια της ασυδοσίας,της σπατάλης,
και δεν βαριέσαι,μια χαρά περνάμε τώρα,τι να λέμε .

Η 17η Νοέμβρη,συνέχιζε να σκοτώνει,τους κακούς καπιτάλες,
και ανάθεμα αν,τα απολιφάδια που την αποτελούσαν,παπαδοπαίδια,
και χαζομαλάκες,παίζαν με τα σπίρτα,και όταν δεν παίζαν το πουλί τους,ξεπάστρευαν και κάποιον,σε μια ήδη αδιάφορη κοινωνία πασοκισμού .
Ο 22χρονος Κασπάροφ σοβιετικός αλλά αντιρρησίας,
νικά τον άλλο σοβιετικό,υποτακτικό του καθεστώτος Καρπόφ,
και γίνεται ο μκρότερος παγκόσμιος πρωταθλητής,ενώ την ίδια χρονιά ένα αεροπλάνο της Japan airlines συντρίβεται στην Ιαπωνία μαζί με 520 επιβάτες και κρατά το ρεκόρ μέχρι σήμερα,γκρεμίζεται και η εξέδρα του σταδίου Χέυζελ στις Βρυξέλλες,ενώ το κόσμο κυβερνούν ο ανίκανος Ρήγκαν και ο άχρηστος Γκορμπατσόφ.

Ο Θεός είχε χάσει πάλι στο πόκερ απο τον Χάρο,το κέρδος-στοίχημα,
που ήταν,μια χρονιά χωρίς θανάτους πουθενά και για κανένα.
Εχασε,και τα ειδοποιητήρια του,πήγαν,και δυστυχώς τα άνοιξαν οι παραλήπτες,και ''φύγαν'' άνθρωποι,σαν τον Κωνσταντάρα,
τον ''φίλοι μου αγαπημένοι'' Γιώργο Οικονομίδη,
τον μπαρπαΒασιλείου,σημαντικό ζωγράφο,
την Σαπφώ Νοταρά του ''Σόδομα και γόμμορα '',και απο ξένους,
τον Εμβέρ Χόντζα,της περίκλειστης Αλβανίας,και τον πολύ μεγάλο,
Ορσον Γουέλς του Πολίτη Κέην,ίσως την πιο σημαντική ταινία,
απο ύπαρξης του κινηματογράφου,μέχρι σήμερα .

Ημουνα λοιπόν και εγώ στο χρόνο πούγραφε 1985,
και έβαλα αγγελία,και να,τι προέκυψε για χειρός και μεγαλοσύνης 
Κικής Δημουλά.
''Διατίθεται απόγνωσις,
 εις αρίστην καταστασιν,σε τιμές ευκαιρίας.
 Ανεκμετάλευτον και εύκαρπον έδαφος πωλείται ,
 ελλείψει τύχης και διάθεσης χρόνου .
 Αμεταχείριστος εντελώς .
 Πληροφορίαι:Αδιέξοδον
 ώρα:Πάσα '''

Εγώ λοιπόν ο Μωυσής Λέβας,ζούσα στους χρόνους εκείνους του 85,
και ήμουνα όλα μαζί που περιέγραφε ο ποιητής παραπάνω.
Δούλευα σε μια μεγάλη πολυεθνική εταιρεία,που ήρθε στην Ελλάδα χωρίς κεφάλαια,νοίκιασε ένα σαραβαλιασμένο εργοστάσιο στο Αγιο Στέφανο,που δήθεν συναρμολογούσε αυτοκίνητα,και ήτανε μαζί με τα Datsun,οι μοναδικές μονάδες παραγωγής εγχώριων αυτοκινήτων.
Ενας ψηλός ξερακιανός,σαν αφυδατωμένη σταφίδα απο το Πακιστάν, ένας μπεκρής Εγγλέζος,διευθυντής παραγωγής,και ένα Γάλλος Δον Ζουάν,δντής μάρκετινγκ,ήτανε οι πρωτομάστορες της  προσπάθειας αυτής.
Και βγήκαν στους δρόμους,τα πρώτα Οpel kadett,φθηνά σε σχέση με τα εισαγώμενα,άσχετα αν σκούριαζαν εύκολα,τα λάστιχα ήταν αόρατα,
και έστριβαν ανάλογα την μέρα.Ομως είχαν καλούς κινητήρες,
και ήταν μια κάποια λύσις στους έγκαυλους για τετράποδο όχημα της εποχής.
Αν η διαπλοκή εφευρέθηκε στην εποχή του Ανδρίκου,
στην περίπτωση της GM απογειώθηκε από τους υπεύθυνους,
σε μια επένδυση της πλάκας,μαζί με ένα φορολογικό ξεφόρτωμα των πλαισίων αυτοκινήτων απο την Γερμανική θυγατρική της,στην Ελλάδα .

Ζούσα,ημέρες δόξας εκείνη την χρονιά,αφού είχα αναλάβει την διαχείρηση του πιστωτικού τμήματος της εταιρείας,απέναντι στους μεγαλοπαράγοντες αυτοκινητάδες της εποχής.
Ημουνα,ήδη εκεί,4 χρόνια,αφού έφυγα απο το Μινιόν,με τις πανέμορφες γκόμενες,την θέση του εσωτερικού ελεγκτή με δέκα κοπελιές προσωπικό,και να περνάω σαν τον φύλαρχο στην ζούγκλα με τα καταπράσινα φύλλα και τις τα τσαμπιά απο τις μπανανιές που κρέμονταν πάνω από το κεφάλι μου.
Τι σκαρφάλωμα και αυτό,και τι γλυκές που ήταν τότε οι μπανάνες,
αλλά και τα μούρα,ξανθές οι μπανάνες,κατάμαυρα τα μούρα,
να τα τρώς,και να ξερογλύφεται ο γέρος που σε βλέπει,
με γεμάτο στόμα,και κατάμαυρα χείλη.

Πήγα εκεί,γιατί με εξίταρε μέσα μου,να πάω σε αμερικάνικη εταιρεία, εμένα,που,ούτε απέξω από την αμερικάνικη πρεσβεία δεν περνούσα,
να μπώ στα άδυτα της,να την ρίξω απο μέσα,να την εκδικηθώ,
μαζί με τον Ανδρέα,που φώναζε ''φονιάδες των λαών Αμερικάνοι'' .
Ομως πήγα και για ένα άλλο λόγο,λίγο πιο πρακτικό.
Ηταν πολλά τα λεφτά,και ήταν καταπραυντικό των ανησυχιών μου,
έτσι για να κοροιδέψω τον εαυτόν μου,ακόμη μιά φορά.

Αλλά εκεί,πέραν από Χριστό που τον είπα Παναγιώτη,
έγινα σκλάβος της ματαιοδοξίας μου,των εσωτερικών μου αναγκών, πολιτικών και κοινωνικών,και υπηρέτης του αμερικάνικου ονείρου,
σε ελληνική έκδοση και πακιστανοαγγλογαλική διεύθυνση με μπόλικη γαρνιτούρα απο χρήμα που έρρεε,έτρεχε,έμπαινε σε τσέπες,
εξαργύρωνε καριέρες,και έκανε υποτακτικούς τους πάντες,
κάτω απο τις φτερούγες της .
Δούλευα κάθε μέρα,από 12 μέχρι 15 ώρες κάθε μέρα,
και έχασα όλα τα άλλα.Δεν πήρα είδηση,και δεν κατάλαβα,
την γέννηση των παιδιών μου,δεν ένοιωσα το κλάμα τους,
και δεν τα ξεσκάτωσα ποτέ, αφού δεν ήμουνα ποτέ εκεί.
Εφευγα κοιμόντουσαν,έφτανα αργά πάλι κοιμόντουσαν.
Και η γυναίκα μου τότε,αντί να με στείλει στο αγύριστο,
με κάλυπτε,και τάβαζε να κοιμηθούν πριν πάω,για να μην με ενοχλούν, τον αγά,που ήταν κουρασμένος,που μπορεί και ναήταν,αλλά...

Είχα αφήσει πίσω,την πολιτική,την αριστερά,τις διώξεις,
τις σφαλιάρες,το στρατιωτικό που με τσάκισε,και ήμουνα,
σε ένα κόσμο,που δεν είχε χρώμα,δεν είχε όνειρα και συναισθήματα,
δεν είχε κλάματα,δεν είχε μπουσουλήματα,είχε μόνο δουλειά.
Δούλευα και έτρωγα,σαν την αρκούδα,που,όταν δεν κοιμόταν,έτρωγε.
Εγινα εικόνα της και ομοίωσή της,αφού δεν με χώραγε πια το ασανσέρ, και ανέβαινα στο 4ον όροφο με βαρούλκο,αδυνατώντας να ανεβώ τα σκαλιά.
Ετρωγα,τα λουκάνικα σαν τυρί στην σαλάτα,έπινα την κόκα κόλα,
από το ντενεκέ,και έπινα ένα βαρέλι κρασί από το λάστιχο,
αφού βαριόμουν να περιμένω την κάνουλα,με λίγο-λίγο.
Χοντρός,στα ανώτερα της φτώχειας με τον μκροαστό αντάμα,
με τα πουκάμισα  να κάνουν ηρωικές προσπάθειες,
να μην εκτιναχθούν,σαν τον Σπούτνικ,και τραυματίσουν,
όποιον ήταν σε ακτίνα  βολής.
Φορούσα συνήθως,σκούρα κουστούμια,με την γυαλάδα της χρόνιας υπερκόπωσης τους,γραβάτες λεπτές με κόμπο,μικρό και αδύνατο,
να φαίνεται ακόμη πιο μικρός,από βουνό που ήταν ξαπλωμένη,
και παπούστια παντοφλέ,γιατί άντε,να σκύψεις να δέσεις τα κορδόνια. Ομως,κάθε πρωί,έβαζα τον καθρέπτη με τέχνη,για κάνω το τέστ,
αν έβλεπα το πουλί μου,και όταν τόβρισκα,με κάποια προσπάθεια βέβαια,πήγαινα με ανακούφιση στην δουλειά .

Πέρασαν έτσι τα χρόνια στην GM,και απο το 83,είχα αρχίσει να έχω παρτίδες με τους σημαντικούς αντιπροσώπους της OPEL στην Ελλάδα. Υπήρχαν οι πολύ πλούσιοι,τσιγκούνηδες συνήθως,λεφτάδες που τα σκόρπαγαν στο καζίνο,οι απόγονοι ενός Μπέη,ένας-δύο πιο μικροί,
και ένας συμπαθητικός τύπος με μουστάκι,από την Κρήτη που σχεδόν ποτέ δεν μίλαγε,και καθόταν πάντα μόνος του,στην άκρη στο τραπέζι.
Ηταν και μερικοί καινούργιοι,που πλήρωναν για να έχουν αβάντες,
να χρωστάνε,να εξαγοράζουν συνειδήσεις,να γίνονται χορηγοί καθηγητάδων,και εγώ,στην μέση,να πνίγομαι στο νερό του Καματερού,που τον έψαχνα στην Κω,να μου πληρώσει μια επιταγή πέτσινη,δεκάδων εκατομμυρίων,που έχει δώσει για αγορά αυτοκινήτων.
Ολοι κοιτάγαν να βρούν άκρες,σε ένα σύστημα σάπιο,και αμερικάνικο κατά τα άλλα .
Εγώ κάθε μέρα,κοίταζα την μεγαλοπρέπεια της κοιλιάς μου,
να μεγαλώνει,άναβα και ενα dunhill κόκκινο αμερικάνικο ακριβό τσιγάρο,και κάνοντας ακόμη λίγο χώρο,έσπρωχνα στο παχνί,
ότι μασιόταν και τρωγόταν.

Που πήγαν τα όνειρα,που πήγε η αριστερά,οι διαδηλώσεις,
τα οράματα και οι ιδεολογίες,οι τσακωμοί και οι διαγραφές,
τα βιβλία και τα θέατρα,που πήγαν τα ποιήματα,και που ήταν,
το παιδί,που μετρούσε τα άστρα, ένα-ένα,κάθε βράδυ.
Είχαν χαθεί στην απληστία του ζώου,στην ανάγκη να έχεις,
μια καλλίτερη μέρα,για σένα και τα παιδιά σου,
η μήπως,ήταν,μια χωρίς σκέψη κατρακύλα σε μια τσουλήθρα,
με έπαθλο ένα λουκάνικο;
Πόθεν προέκυψε όλο αυτό;Δεν ήταν τυχαίο φυσικά.
Ηταν η αδράνεια μετά την έντονη ζωή,και τα πλουμιστά και γεμάτα μυρουδιές χρόνια πριν,ήτανε μια κρυφή ανάγκη που ασυνείδητα ενεργούσε μόνη της,και οδηγούσε στο επόμενο πεδίο,
γεμάτο μπακλαβάδες και σιρόπια;

Εκεί στην μέση λοιπόν του χρόνου,πήρα την εκατοπενητάμετρη μέση μου,και τα μπόλικα κιλά μου μαζί,τα γυαλιά τετράγωνα σαν οθόνες τηλεόρασης,και έκανα το επόμενο μεγάλο επαγγελματικό βήμα.
Μιά απόφαση που την πήρα,παρα το γεγονός οτι όλοι,μα όλοι,
μηδενός εξαιρουμένου,με απέτρεπαν να το κάνω.
Για μια ακόμη φορά το έκανα,μόνος μου,και τελικά απεδείχθη πολύ σημαντικό βήμα για την συνέχεια  της ζωής μου.

Κάθε φορά,που έκανα μιά,σύμφωνα με τους υπόλοιπους κουτουράδα,μου καθόταν,πετύχαινε,σαν την σκύλα που την χαιδεύεις και σου κάνει χαρούλες,ακόμη και εαν δεν σε ξέρει.
Μου καθόταν,γιατί,βασισμένος πάντα στην γνώση μου για το κόσμο,
μέσα απο παρακολουθησή του,από την σωστή εκτίμηση,
αλλά και από την εξυπνάδα που κουβαλούσα πάντα μαζί μου.
Απο τότε,που θυμάμαι τον ευατόν μου,πάντα προσπαθούσα μόνος μου, να την επιβεβαιώσω,λύνοντας γρίφους,σταυρόλεξα,οτιδήποτε δύσκολο,και πάντα είχα την αγωνία εαν,τελικά τα είχα καταφέρει,
όπως εγώ ήθελα,και ήλπιζα να είναι σωστό το αποτέλεσμα .
Το έκανα για αυτοεπιβεβαίωση,για την πρόκληση,
απέναντι στην φτώχεια μυαλού των άλλων,για ανάγκη και μέσον ανέλιξης στην δουλειά μου,στο περιβάλλον μου;
Για όλα αυτά,μάλλον.Μπορεί και όχι.
 Το ρίσκο λοιπόν,ήταν ελεγχόμενο,ήταν μέσα στην ιδιοσυγκρασία μου ήταν η αδρεναλίνη που ήθελα να την παίρνω σαν χάπι,κάθε μέρα.

Εφυγα λοιπόν από την GM,και πήγα στην εισαγωγική αυτοκινήτων,
μιας μάρκας που δεν πούλαγε απολύτως τίποτε,σαν οικονομικός και διοικητικός Δντής,βασιζόμενος στην δική μου αίσθηση,
στην εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του επιχειρηματία,και στην ειλικρίνεια των σχέσων,που είχαμε δημιουργήσει απο την προηγούμενη μου,θέση.

Ηταν Ιούνης,και ήταν η πρώτη του μέρα,και εγώ ήμουν το πρώτο νούμερο στην κατάσταση της εταιρείας,αφού ήδη είχα βολευτεί,
με την ψευδαίσθηση μιας θέσης που δεν είχε τότε,
κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο.

Ομως αυτή η αρχή,ήταν η αφετηρία μιάς υπέροχης πορείας 25 χρόνων,και αποτιμώντας την,εκ των υστέρων,την μέτρησα πολύ θετική, για μένα,για την εταιρεία,για τον επιχειρηματία.
Σ' ένα αχανή όροφο,σε μια γωνιά,είχα ένα παληό,
αλλά μεγάλο σε μέγεθος γραφείο,που βρήκα στην αποθήκη,
με τζάμι,σε όλη την επιφάνεια του,και μιά καρέκλα,
που πάλευε αγώνα άνισο,με τα κιλά μου.
Καθόμουν σαν τον Βούδα,και περίμενα.
Ειχα όμως κέφι,και ήξερα ακόμη και τότε οτι,όλα θα αλλάξουν,
και όλα θα πάνε καλλίτερα.
Η τριγωνομετρία της κοιλιάς μου,με κουμπιά σε έκσταση,
να τέμνει την άκρη του τζαμιού του γραφείου,και όλο αυτό το σουρεάλ,
να γίνεται εικόνα και γλυπτό,μαζί  με το κέφι και την αισιοδοξία.
Γυαλιά,είπαμε τετράγωνα,μεγάλα,μυωπίας,τσιγάρο,
και ύφος καρδιναλίου που διάταζε την σκόνη και την μοκέτα του απέραντου ορόφου,μέχρι σιγα-σιγά να αρχίζει να γεμίζει με κόσμο,
και να παίρνει μια άλλη μορφή ..
Απο το ένα,που ήμουν εγώ,μεγάλωνε ο αριθμός,και πριν το τέλος του χρόνου ήταν ήδη πάνω απο τριάντα άτομα.
Πως έγινε,και βρεθήκαν εκείνη την εποχή,τόσοι άνθρωποι ικανοί, μορφωμένοι,έξυπνοι,της πιάτσας,με κέφι και πολύ φιλότιμο,
και γίναμε όλοι,μια ομάδα απίστευτη,που έκανε θαύματα,
ακόμη και με τα άχρηστα αυτοκίνητα που είχε φέρει ο προηγούμενος εισαγωγέας,και σάπιζαν σε χωράφια στην Καλλιθέα,και αλλού .

Ποιό ήταν το μυστικό της επιτυχίας που ακολούθησε;
Ο επιχειρηματίας που με πρωτόγνωρο τρόπο για την εποχή,
παρέδωσε την ευθύνη σε δύο ανθρώπους,τους εμπιστεύτηκε,
και του επέστρεψαν επιτυχίες,και δημιούργησαν τα επόμενα χρόνια,
ένα κολοσσό,υπόδειγμα για όλη την αγορά;
Οι άνθρωποι που ήρθαν,και διαλέχτηκαν να ξεκινήσουν,
οι μορφωμένοι και τρελοί για το αυτοκίνητο νεαροί,
που έβαλαν την κάβλα τους,και την έκαναν δουλειά και επιτυχία;

Δεν ήταν ένα άστρο πούκατσε πάνω από την Βηθλεέμ της Αργυρούπολης, πουτόχε παραγγείλει κάποιος,και ήρθε.
Ηταν,ένας συνδυασμός πολλών πραγμάτων και ανθρώπων,
που όμως είχαν,πολλά κοινά,όραμα,δίψα,όρεξη,πολύ δουλειά,
και μαζί με φαντασία,αλλά και ρίσκα,που όλα σχεδόν,
έγιναν επιτυχίες.
Πάνω απο όλα,ήταν η ομάδα.
Παρά το γεγονός οτι,τότε,η εταιρεία,δεν είχε τα μέσα,ούτε τα χρήματα,
αλλά είχε το χάρισμα,να πείθει τους τρίτους,να βάζουν τα χρήματά τους, μετρητά με τις σακούλες,για να πάρουν ένα αυτοκίνητο μετά από βδομάδες .
Η ομάδα έφερε στην εταιρεία και τους συνεργάτες εμπόρους,
προίκα στην αρχή,εμπιστοσύνη στην συνέχεια,και έγιναν και αυτοί, μέρος της όλης πραγματικότητας,έδωσαν προκαταβολή,
και πήραν στην συνέχεια,μεγάλο κομμάτι της επιτυχημένης πίτας.

Εγώ,ο Μωυσής Λέβας,ξεκίνησα εκεί,να δουλεύω,το ίδιο πάρα πολύ,
να συνεχίζω να σπρώχνω την ζωή μου στα στενά περιθώρια της, δουλειά,σπίτι,φαγητό,και μπορεί να πέτυχε η μαγιά της δουλειάς,
όμως πλήρωνα τις μακαρονάδες,με λιγώτερο χρόνο για τον εαυτόν μου,
κυρίως όμως για τα παιδιά μου.
Ευτυχώς για όλους μας,είχαν μια εξαιρετική μάνα,που στάθηκε σε παιδιά,σαν μάνα και πατέρας. Βέβαια,πλήρωσε και αυτή,το τίμημα αυτής της επιλογής,που απο την μιά πλευρά πετυχημένο ήταν και σωστό,
αλλά απο την άλλη,χάθηκαν άλλα πράγματα,και είχαν και για την ίδια,
μεγάλο κόστος.

Το 1985 ήταν η μεγάλη αρχή,ήταν η αφετηρία της επαγγελματικής επιτυχίας,της αυτοεπιβεβαίωσης,της οικονομικής και κοινωνικής ανόδου απο την μιά,αλλά,και της παρακμής των ιδεών,των βιβλίων,των ονείρων, των φαντασιώσεων,των αναζητήσεων,από την άλλη.
Σταμάτησε η μία πλευρά του ευατού μου,να λειτουργεί,
και κοίταζε παθητικά και ανήμπορη να κάνει οτιδήποτε,την άλλη,
που πήγαινε με φόρα και φασαρία σε άλλα επίπεδα,
ανοίγοντας δρόμους,και μην κλείνοντας ποτέ,το αδηφάγο στόμα.

Θα αναρωτηθεί κάποιος,εαν μπορούσα να τα αλλάξω,
εαν μπορούσα έστω,εκ των υστέρων.
Τι θα άλλαζα,και ποιές άλλες επιλογές θα έκανα;
Μπα,λάθος ερώτηση ,στο λάθος άνθρωπο.

Ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας σκαλιά,
πηδώντας απο κλαρί σε κλαρί, την μιά,κάνοντας μονόζυγο στα σύνεφα την άλλη,και ακόμη αναρριχώμενος στα κλαδιά σαν την μαιμού που φαίνεται ο κώλος της,ή ακόμη ακόμη αναζητώντας απαντήσεις στα σκοτεινά υπόγεια του πολυδαίδαλου μυαλού μου,
ένα πράγμα δεν θυσίασα ποτέ:την ανάγκη,να ξεχωρίζω απο το πλήθος,
για όποιο καλό η κακό λόγο,βολεύεσθε,να πιστεύετε εσείς.
Εγώ τι πιστεύω;Σωστή ερώτηση,αλλά πάλι σε λάθος άνθρωπο.

Κούνια μπέλλα,μιά στο θεό ψηλά,μιά το πάτωμα φαρδύς-πλατύς,
αφού μόνος μου,είχα λιμάρει τα σχοινά,για νάχει πλάκα το παιχνίδι.

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 

ΥΓ ΕΠΟΜΕΝΟ :ΣΚΑΛΙ 8 /Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ 


 


 
















Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018

ΤΑ 21 ΣΚΑΛΙΑ :ΣΚΑΛΙ 6/ Ο ΠΑΤΗΡ ΓΙΑΝΝΗΣ


Σε αυτό το κοπιαστικό πανωκατέβασμα στην σκαλωσιά της ζωής μου,γεμάτη είναι,από μικρά και μεγάλα σκαλιά,ακόμη και πλατύσκαλα,άλλα βολικά,άλλα εύκολα στο ανέβα,άλλα δύσκολα στο κατέβα,μια αέναη κίνηση,που δεν έχει κατεύθυνση και τελικό προορισμό.
Κανένα σκαλί,δεν είχε δικό του όνομα,εκτός απο δύο μεγάλα πλατύσκαλα που αυτοδίκαια είχαν,και αυτά ήταν,το ένα που λεγόταν πατέρας Γιάννης και το άλλο για λεγόταν,μάνα Ελένη.
Αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια που έχουν φύγει και οι δύο,
θάθελα να προσπαθήσω να τους δώ με τα σημερινά μάτια,
με σεβασμό,με φόβο,η ακόμη και με δέος.
Ομως,μέσα μου ξέρω οτι,τελικά δεν θέλω ένα μνημόσυνο και επιβεβαίωση του γνωστού ανόητου''οι νεκροί δεδικαίωνται".
Θέλω να κάνω προβολή του ευατού μου,σε ένα είδωλο τους,
ένα καθρέπτη,που είναι διαφανής,και κάπου εκεί θαμπά στην γωνιά, είμαι κουλουριασμένος εγώ .  

1918
Η Μόσχα γίνεται πρωτεύουσα της Ρωσίας,εκατόν ακριβώς χρόνια μετά,πήγα φέτος να δώ την προηγούμενη πρωτεύουσα,
Αγία Πετρούπολη,αφού την επόμενη εκατονταετία που θα ξαν'αλλάξει,δεν θάμαι εύκαιρος.
Εκείνη την σημαντική χρονιά τέλειωσαν οι μεγάλοι πόλεμοι,
γύρισε ο κόσμος ανάποδα και κοίταγε απο τα κάτω προς τα πάνω, ελπίζοντας οτι,το τίμημα που πλήρωσαν οι ίδιοι,θα ήταν αρκετό,
να βρούν στον ήλιο μοίρα,και κάποιο μερίδιο,
στην μεγάλη μοιρασιά που ξεκίναγε τότε.
Οι βαλκανικοί πόλεμοι τέλειωναν με την μάχη του Σκρά.
Ο μεγάλος παγκόσμιος πόλεμος έφτανε στο τέλος του,
εκβαραθρώνοντας αυτοκρατορίες,πούχαν αιώνες ζωής,
αλλά καθόλου μέλλον πια,η βιομηχανική επανάσταση απο το μπουσούλημα σηκωνόταν όρθια,η δημιουργία των αστικών τάξεων οδηγούσε τις κοινωνίες να θέλουν μερίδιο στην διανομή της εξουσίας, και του πλούτου .

Ο Τσάρος της Ρωσίας γίνεται σκουριασμένο κονσερβοκούτι σκοποβολής, και οι μπολσεβίκοι δεν αστοχούν ούτε γιαυτόν,ούτε για την οικογενειά του,και μας προέκυψε μια νέα τάξη πραγμάτων αριστερών,δήθεν.
Ο Λώρενς της Αραβίας,ένας ασήμαντος βρετανός αξιωματικός,
γίνεται θρύλος πολεμώντας στο πλευρό των Αράβων,
απέναντι στους κατακτητές τους,και αντί να προκύψουν νέα υγιή κράτη,
προέκυψαν κράτη,μέσα απο μια παρτίδα τάβλι,η στο τέλος ενός μπουκαλιού τζίν .
Ο παγκόσμιος μεγάλος πόλεμος τελειώνει με την ταπείνωση της Γερμανίας στην ουσία,όπου ακόμη και γιαυτό το γεγόνος,
όλοι κάνανε πλάκα,αφού υπογράφτηκε η άνευ όρων παράδοση τους,
σε ένα τρένο,την 11η ώρα,την 11 ημέρα,του 11ου μήνα εκείνης της χρονιάς.Το ίδιο εκείνο τρένο ξαναχρησιμοποιήθηκε,απο τους νικητές Γερμανούς,στην αρχή του επόμενου μεγάλου πολέμου..

Εκείνη την χρονιά τον Ιούνη,προς το τέλος,γενιέται ο πατέρας,
στο νησί,ένα μέρος που είχε απευλευθερωθεί πριν απο πολύ λίγα χρόνια απο τους Τούρκους,σε ενα  μικρό δίπατο σπίτι,απο την Μαία Σοφία, γνωστή για την τέχνη,να ξετυλίγει το κουβάρι του λώρου .
Το σήκωσε απο τα πόδια ψηλά,σαν αρνί μέσα στα αίματα ακόμη,
και απεφάνθη,είναι αγόρ'.
Ο Παππούς Αντώνης,και η γιαγιά Μαρία,τόχαν ξαναδεί το έργο,
αφού είχαν ήδη δύο παιδιά,ένα αγόρι και ένα κορίτσι.
Η νέα άφιξη,θα ήταν γιαυτούς μια ακόμη βοήθεια στις αγροτικές δουλιές,στις πεζούλες,στα μποστάνια,στα ζωντανά που ζούσαν μαζί τους,στο ισόγειο του σπιτιού τους,πιστά και πειθήνεια σε κάθε εντολή,
να σε πάνε παντού,να τα βαράς για να σου φεύγει το σεκλέτι,
να τα κάνεις με πατάτες στο φούρνο,και εαν κάναν και καμμιά καβαλίνα,έβλεπες την θετική πλευρά,λίπασμα εξαιρετικό,
και όσο για την μυρωδιά,ήταν  το δέρμα τους,που μύριζε.

Ο πατέρας λοιπόν μεγάλωνε,τον βάπτισαν Εμμανουήλ,
και τον φωνάζαν Γιάννη,από ένα μπάρμπα του,που πέθανε εκείνη την εποχή.Γιάννης ο ένας,Γιάννη ο άλλος,πάει το Μανώλης χάθηκε.
Εμεινε μόνο στα κιτάπια,και ήταν μια ακόμη αιτία,
για δική μου ταλαιπωρία αργότερα.

Είχανε πρόβλημα με τα ονόματα τότε.Το όνομά τους παληότερα,
ήταν Κάποτος,το παρατσούκλι του Παππού,Γανουτζής,απο το επάγγελμα, και για να επικοικωνήσεις,έπρεπε κάποιος να σε ξέρει,σαν τον γιό του Γανουτζή.Κανένα άλλο όνομα δεν ίσχυε,και με κανένα άλλο όνομα δεν σε ήξερε κανένας.

Μεγάλωνε ο Μανώλης,που τον λέγαν Γιάννη ,γινόταν ένα πολύ ωραίο παληκάρι,αψηλός,μελαχροινός,με ίσια μαύρα μαλλιά,
έβαζε το μαντήλι δεμένο με κόμπους γύρω γύρω,
να τα σπρώχνει προς τα πίσω.
Δουλευταράς,πρώτος στα χωράφια,έπιανε την πέτρα και του εξομολογούσε όλες τις αμαρτίες της,του άρεσε να χορεύει πολύ,
ίδιος ο Κουήν στον Ζορμπά,να απλώνει τα χέρια του,με τις μεγάλες παλάμες σαν κουπιά,με ρόζους,και σκασίματα από την αγριάδα της καθημερινότητας.Τραγουδούσε με μια βαριά,χωρίς φάλτσα φωνή,
και όταν χτύπαγε παλαμάκια,σειόταν η γή,σαν σκηνή από την γιγαντομαχία.
Εφτιαχνε περίπτεχνους τοίχους απο πέτρα στις πεζούλες,
να μην παρασέρνει το χώμα το νερό,και ότι περίσευε γινόταν λόφος 
από πέτρες,αρμακάδες .
Δεν τούκατσε ένα προξενιό απο ένα διπλανό χωριό,
δεν τα βρήκαν στην προίκα,και ήταν και η νύφη,σαν κακοχυμένη γίδα. Καβατζάριζε τα 30,ήδη 34,όταν βρέθηκε στο δρόμο του η Ελένη.
Εκείνη,απο άλλο τζάκι,μόλις είχε πεθάνει ο πατέρας της,Παρίσιος,
ή μάνα της,μια σκληρή και δύσκολη γυναίκα,και χήρα ήδη,
όταν ήρθε το προξενειό,δεν το πολυσκέφτηκε,και είπε το ναί.

Ηταν ο Μανώλης που τον λέγανε Γιάννη 34,και η Ελενη δεν είχε κλείσει τα 18,και παντρεύτηκαν το 1952,και άρχισε η κοινή ζωή τους.
Υπήρχε ενα μικρό πρόβλημα όμως.Η Ελένη δεν ήθελε,
ούτε να βλέπει,ούτε να ξέρει για χωράφια,και αγροτικές δουλιές,
και είχε,η απέκτησε,και μια μανία φυγής από τον τόπο εκείνο.
Να πάει αλλού,όπου νάναι,νάναι μακρυά από την μάνα της,
που δεν της συγχώρεσε που την μικροπάντρεψε με το ζόρι σχεδόν,
από την οικογένεια του άνδρα της που είχαν άλλη αντίληψη για τα πράγματα.Μιά,ήθελε να πάνε στην Αυστραλία που τους είχε στείλει πρόσκληση ενας συγγενής της,μιά στην Γερμανία,στην Αθήνα, οπουδήποτε μακρυά.

Ο Γιάννης δεν ήθελε να ακούσει τίποτε,ήταν εκεί,στο χωριό του,
στους φίλους του,στους συγγενείς του,είχε τα χωράφια του,
τα τραγούδια και τα γλέντια,και κάθε ιδέα για αλλού,
του προκαλούσε φόβο και απέχθεια.
Και έτσι,άρχισαν τα δύσκολα,τα προβληματικά χρόνια,που κράτησαν δεκαετίες.  
Και έγινε όλο αυτό,τοίχος ψηλός,ποτάμι αφρισμένο,
τους χώρισε από την πρώτη μέρα,και για μιά ζωή,
που ξεκίνησε μαύρα μεσάνυχτα,και τέλειωσε στο γλυκοχάραμα,
αλλά μάλλον ήταν αργά πιά.Γλυκό ψωμί έφαγαν στα ύστερα χρόνια του.
Ο Γιάννης,ένα αγύριστο κεφάλι,που το χτύπαγες στο τοίχο και έφτιαχνες άμμο απο τα θρύψαλα του τοίχου,και που μας ακολούθησε όλους  στην σειρά.Από γενιά σε γενιά,πήγαινε το βασίλειο της ξεροκεφαλιάς .

Ο Γιάννης,είχε για τα κτήματα την γυναίκα,και την πεθερά του,ασχολούνταν και ο ίδιος,δούλευε στο καπνεργοστάσιο,
έκανε και καμάκι στις νεαρές που κάναν μπάνιο ακριβώς απο κάτω,
έκανε και το μεσίτη καπνών,και το βράδυ πάντα καφενείο.

Το πάνω καφενείο των κεντρώων και αριστερών,και το κάτω καφενείο, σε απόσταση δέκα μέτρων,των δεξιών,που τόχε μάλιστα και ο κουμπάρος του.
Μια γραμμή απο ασβέστη,χώριζε τους καλούς από τους κακούς,
τους νικητές απο τους ητημένους,και ποτέ,μα ποτέ,κανείς απο πάνω,
δεν πήγε κάτω,και το αντίθετο.
Κάθε βράδυ λοιπόν στον πάνω καφενέ,ο Γιάννης,να παρακολουθεί τον αδελφό του,να παίζει πρέφα και 66 το έπαθλο του νικητή,ήταν ένα μαντολάτο.Από τότε μέχρι και σήμερα τρελαινόμουν γιαυτό το γλυκό.
Η Μάνα μου,''πήγαινε να φωνάξεις τον πατέρας σου για φαγητό''. Ροβόλαγα τα πλακόστρατα,πήγαινα μιά με κουτσό,
μιά κάνοντας ζιγκ- ζάκ,και εκεί μπροστά στο καφενέ,κόλλαγα σαν τον αραμπά στην λάσπη.Εβαζα την μούρη στο τζάμι,νοτισμένο απο την υγρασία,έκανα μια τρύπα με το μανίκι,και άρχιζα τα νοήματα,
σαν σηματαιωρός στο ναυτικό,άλλοτε με έβλεπε,άλλοτε με αγνοούσε,
και τις περισσότερες φορές γύρναγα άπρακτος.
Αντε ξανά μανά,η μάνα μου,''ξαναπήγαινε θα κρυώσει το φαί'',
άντε πάλι την ίδια διαδρομή,βράδυ και ψοφόκρυο,και τα μπούτια μου,
να τρέμουν απο το κρύο και την υγρασία,εκτεθειμένα στις ορέξεις τους .

Τσακωμοί για το οτιδήποτε,πιατοθήκες πούσπαγαν,και πιάτια που γινόταν θρύψαλα,μαζί με τα ονειρά μου,τις καθημερινές προσευχές μου,
δεν τις άκουγαν,παρά μονάχα οι αέρηδες, και η υπομονετική γιαυτό γιαγιά μου,που καταλάβαινε το λάθος της,αλλά ότι γινόταν τότε,δεν ξεγινόταν.

Ο πατέρας νάναι στα κτήματα Κυριακή,η μάννα να ετοιμάζει σε ένα καλάθι το φαγητό,ενα μικρό κίτρινο κοφίνι με χερούλι,
έβαζε το φαί,συνήθως λαδερά που του άρεσαν πολύ,
μια φέτα-γωνία μεγάλη-ψωμί,μια ντομάτα,και από πάνω ενα πεσκίρι(πετσέτα),λευκό με μικρά κόκκινα τετράγωνα να τα σκεπάζει  με τρυφερότητα.
Μου τόδινε,και έπρεπε να πάω γύρω στα δύο χιλιόμετρα μακρυά και ψηλά,να του το δώσω για να φάει.Και κάθε φορά που πήγαινα και τα πράγματα στο σπίτι δεν ήταν καλά,να με πνίγει ένας φόβος,
τι αντίδραση θάχε.
Τις περισσότερες φορές,όταν ήταν τσακωμένοι,το πήγαινα με ικεσία μέσα μου,να το δεχτεί,και σαν φοβισμένο πουλί φοβόμουνα,να μου πεί,
''δεν θέλω '',''δεν πεινάω'','' να το πας πίσω''.
Και εγώ να παίρνω το δρόμο της επιστροφής,να κάνω είκοσι στάσεις,
σε κάθε μαύρη πέτρα,να κλαίω με αναφυλλητά,μόνος μου,
εννιά- δέκα χρονών παιδί,να θέλω να φύγω,να μην μου ξανασυμβεί.
Και όμως,μου ξανασυνέβαινε,και πάλι τα ίδια,και πάλι τα πουλιά μου κάναν παρέα,και είχα μάθει να κάνω παρέα με τις δεντρογαλιές,
και τα κοράκια που πετούσαν χαμηλά από πάνω μου .

Ο Γιαννής,ήταν ο κλασικός Ελληνας της επαρχίας,στις δεκαετίες του 50 και 60,με''σχεδόν''αριστερές καταβολές.Δεν ήθελε να είναι αριστερός, δεν το μπορούσε,και δεν το άντεχε,όμως κάθε βράδυ μ'έβαζε και παρακολουθάγαμε τους δορυφόρους που εκτόξευαν τότε οι Ρώσοι .
Η Ρωσία,η χώρα της επαγγελίας,η χώρα,που στο μυαλό του,
και αργότερα και στο δικό μου,έκανε τα όνειρα μας να δείχνουνε μεγάλα, και έκανε την φαντασίωση μας,για κάτι καλλίτερο,ουρανομήκη,και ανέσπερη.
Τσακωνόταν για τα πολιτικά με τους κάτω,για τον γέρο-Παπανδρέου,
για την ΕΔΑ,για τους στρατιώτες που τους είχαν βάλει στα σύρματα στην Μεση Ανατολή,επεδίωκε νάναι στο κέντρο κάθε πολιτικού τσακωμού.
Ωσπου,ένα απόγευμα,νάσου ένα μουστακαλής ενωμοτάρχης,
κρητικός την καταγωγή,θεόρατος Τάλως,του την μπουμπούνησε. 
''Για κόπιασε Γανουτζή απο το τμήμα να τα πούμε ένα χεράκι''
Πήγε ο Γιανομανώλης στο τμήμα,πήρε και μένα μαζί,
άγνωστο για ποιό λόγο,να τον λυπηθει ο μπάτσος ίσως;
Aνεβήκαμε μια στενή ξύλινη σκάλα,ίσια-ίσια που χώραγε να ανέβει 
ένας άνθρωπος,και αφού με άφησε στο προθάλαμο,
μπήκε με συστολή,με σεβασμό,και την τραγιάσκα στο χέρι,
στα ενδότερα,με το σιδερένιο γραφείο,και τα πηλίκια κρεμασμένα στο τοίχο,σε νταβανόπροκες,το ένα δίπλα στο άλλο,και στην μέση φωτογραφία του βασιληά,με την Δανέζα παραδίπλα.
Βγήκε σαν να τον χτύπησε τραίνο,σαν να πέρασε απο πάνω του,
όλο το ασκέρι του Ζέρβα (Του αρχικαπετάνιου των δεξιών).
Δεν μίλαγε για βδομάδες.Ποτέ ο ίδιος, δεν μας είπε,
τι έγινε,σε κείνο το κακοφωτισμένο γραφείο.
Αργότερα,έμαθα οτι,υπέγραψε δήλωση,την γνωστή 
''αποκηρύσσω τον κουμουνισμό και τις παραφυάδες αυτού ''.
Ομως,εαν γιαυτόν ήταν ο κεραυνός πούσκασε στο κεφάλι του,
για μένα ήταν η μύγα που δεν άντεχα στο σπαθί,
πούχα σφυρηλατήσει,στην ξέφρενη πορεία μου με την αριστερά,
με την νέα τάξη,με όλα όσα πίστευα τότε,οτι θ'άλλαζα το κόσμο.

Αργότερα στην Αθήνα,θα του μιλούσα πολύ άσχημα γιαυτή την δήλωση, και θάφευγα απο το σπίτι,και ήταν η βασική αφορμή,
να μας χωρίζει ένα σκούρο ποτάμι,και που,η ξεροκεφαλιά και ισχυρογνωμοσύνη,μας εμπόδιζε,να κάνουμε ένα βήμα πιο κοντά,
ο ένας στο άλλο.

Οι γονείς μου,δεν ταίριαζαν,και ποτέ,δεν σκέφτηκαν να χωρίσουν, αδύναμοι,επηρεασμένοι απο το περιβάλλον,απο τους συγγενείς,
και φίλους,τι θα πεί ο κόσμος και ας γινόταν ο δικός τους κόσμος ερείπια.

Ο Γιάννης δούλευε σαν σκυλί,μιά ζωή,και στην Σάμο και στην ΑΘήνα. Ακόμη,και όταν πήρε σύνταξη,αντί να κάτσει και να ξεκουραστεί, συνέχισε να δουλεύει,με μια εμμονική,αλλα γενναία θέση,
για την οικογένεια,για τα παιδιά του,όπως εκείνος τα εννούσε και τα πίστευε μέσα του,και έξω του.

Ο πατέρας μου,ένα μυρμήγκι ζόρικο,και μάνα μου ένας χρωματιστός τζίτζικας,ο πατέρας μου να κάνει οικονομία,να φέρνει μέχρι δεκάρας τα χρήματα στην ποδιά της μάνας μου,και αυτή να τα ξοδεύει με ένα τρόπο θεατρικό  αλλά και πεισματικό .
Οτι καινούργιο έβγαινε,το είχαμε πρώτοι,ψυγείο με πάγο,πετρογκάζ, ραδιόφωνο με κάτι τεράστιες σαν τούβλα μπαταρίες,και ρούχα καλά για όλους.
Καλοντυμένοι όλοι,στην τρίχα,κάθε Κυριακή στην εκκλησία νάμαστε υπόδειγμα και σημείο αναφοράς.
Αλλά στο σπίτι,είχε γίνει ένας μικρός πόλεμος,κάθε φορά που αγόραζε κάτι η μάνα μου.
Θυμάμαι,θάμουνα επτά-οκτώ χρόνων,πήρε τα χρήματα ο Γιάννης απο την σοδειά καπνού,και όλα μέχρι δεκάρας κυριολεκτικά,τάδωσε στην Ελένη.
Αυτή,την άλλη μέρα,μαζί με το όχημα,τον γάιδαρο,πούταν τελικά γαιδάρα,πήγαμε στην πόλη για αγορές.
Φορτώσαμε το ζωντανό,με κάθετι καινούργιο και χαρούμενοι,
γυρίσαμε στο εξοχικό,ενα καλύβι δηλαδή,μακρυά απο το χωριό.
Και,βρεθήκανε τα παπούτσια και τα ρούχα του Γιάννη,πεταμένα στα χωράφια,κρεμασμένα σαν σκιάχτρα σε μια μυγδαλιά πούχαμε στην αυλή, και εγώ,να τρέχω να  τα μαζεύω,η μάνα μου πλαντασμένη στο κλάμα,
και εγώ,να μην θέλω να υπάρχω,και ο πατέρας στα δικά του δίκια.
Ετσι πήγε η ζωή,ο πατέρας να φέρνει,και η μάνα μου να τα χαλάει,
και ποτέ δεν άλλαξε κανένας,ούτε αυτός σταμάτησε να της δίνει τα χρηματα,ούτε αυτή να τα ξοδεύει,και πήγαινε μοίρα αδυσώπητη για όλους.
Ανθρωπος ντόμπρος και εξαιρετικά τίμιος,όμως η ξεροκεφαλιά που τον βάραγε,του στοίχισε την ίδια του την ζωή .
Στα 62 του,παρουσιάστηκε το πρόβλημα υγείας,όλοι τον παρακάλαγαν, να πάει να κάνει εγχείρηση,αλλά και εδώ,έπαιζε μονότερμα η ισχυρογνωμοσύνη του,και κάνοντας κακό στον ευατόν του,
δεν έκανε τίποτε.
Μετά από δέκα χρόνια,ήταν πολύ αργά,ο καρκίνος τον είχε περικυκλώσει, υπέφερε,πονούσε,και υπέμενε.

Βέβαια αρκετά χρόνια πριν,είχαμε βρεί ένα καινούργιο κώδικα επικοινωνίας,είχαμε έρθει πολύ κοντά,εγώ μεγάλωνα,και αυτός καταλάβαινε και χαιρόταν για μένα.

1992
Χρονιά επίσης σημαντική.
Στην Ελλάδα τσακωνόντουσαν για το Μακεδονικό απο τότε,
συζητήσεις,συλλαλητήρια,και αγώνας υπέρ πάντων,
βωμών και εστιών,μύγα δεν πέταγε ..
Η σοβιετική ένωση διαλυόταν,και ο Κιρκάλεφ,αστροναύτης,
που έφυγε Σοβιετικός,γύρισε Ρώσος,και γκρεμιζόταν με πάταγο όλος ο κόσμος της ουτοπίας και της ψεύτικης ιδεολογίας,
και έγιναν τα τείχη σουβενίρ για τουρίστες.
Ξαναγύριζε ο κόσμος,σε καινούργια τροχιά,ελπίζοντας σε καλλίτερη τύχη,απο την προηγούμενη,μέχρι να ξαναδιαψευστούν όλοι,
την επόμενη φορά.

Εκείνη την χρονιά,πέθαναν ο Βαφειάδης,αυτός ο μέτριος και απίστευτος τύπος,που ήταν ένας απο τους αρχηγούς της αριστεράς στο εμφύλιο,
και αργότερα ξεμωραμένος,πήγε και αυτός στο Πασόκ,
για να βρούν εκεί τα όνειρα του αντάρτη,δικαίωση,
ο Ασίμωφ,αυτός ο καταπληπτικός παραμυθάς,που μας έμαθε να δούμε την φαντασία μας,μέσα απο της υπερουράνιες και εξουράνιες αναζητήσεις.Ο Αντώνης ο Τρίτσης,απο τους λιγοστούς αξιόλογους,
που έφυγε και αυτός πολύ γρήγορα,σαν μην άντεχε,ούτε μια μέρα παραπάνω στην χώρα των λωτοφάγων,και ο μεγάλος Γκάτσος,
που τα ποιήματά του,και τα τραγούδια του,κάναν την ζωή του,
να είναι μημείο πολιτισμού και τον Χατζηδάκη ακόμη πιο μεγάλο .

Εκείνη την χρονιά,το καλοκαίρι,Αύγουστος ήτανε,
πήγα να τον δώ ,στο σπίτι των γονιών μου,και το κρεβάτι που ήταν ξαπλωμένος,μου φάνηκε τεράστιο,και εκείνος,μικρό σπουργίτι με μαδημένα  φτερά.
Γέλαγε,δεν πόναγε,ένα πρόσωπο λαμπερό ,να λέει για την Σάμο,
που θα πήγαινε την επόμενη χρονιά,και πριν προλάβω,
να πάω στο γραφείο μου,με πήρε τηλεφωνο η μάνα μου,
και μου είπε μια λέξη''Πέθανε''
Κρατούσα το ακουστικό,και νόμιζα οτι σταμάτησε η καρδιά μου,
το πρωινό φως έγινε ομίχλη,και σωριάστηκα σαν τρυπημένο σακκί  
σε μια καρέκλα .
Εφυγε,πέθανε,που πήγε;γιατί έφυγε;γιατί πέθανε; 
Πήγα σπίτι,ένας μικρός σωρός απο κόκκαλα,σκεπασμένος με μια καφέ λεπτή κουβέρτα.Που πήγε,ο αγέρωχος εκείνος θεός,το ψηλό κυπαρίσι, που πήγε η αψάδα,και η γυροβολιά,που πήγε το νεραιδόκορμο πουλί, που τραγούδαγε στα σοκάκια το αγαπημένο του τραγούδι
''Αναψε το τσιγάρο,δώσμου φωτιά..''
Πού πήγες αητέ μου,και χάθηκες απο το περιβόλι του ουρανού μας; Ποιός,θα διώχνει τις καρακάξες,απο τα μποστάνια,
με τα κίτρινα πεπόνια,και τις αγουρωπές ντομάτες.

Και όταν εκεί,μπροστά στο τάφο,και πριν κατέβει μόνος του,
τα σκαλιά της αβύσου,στον αχέροντα,να βρεί τον βαρκάρη για την περατζάδα στην αχερουσία,μούρθε στο νού μου,μια εικόνα,
ο Γιαννομανώλης,Ρωμαίος εκατόνταρχος στην δέκατη λεγεώνα του Καίσαρα,με την κόκκινη χλαμύδα,και το πλουμιστό λοφίο,
να οδηγεί τους σιδερόφρακτους Ρωμαίους,απέναντι στους βάρβαρους ..
Και μετά μαζί,όλα τα χρόνια,όλες οι δύσκολες στιγμές μας,
όλα όσα του καταμαρτύρησα,όλα ήρθαν στο φως,
μια αστραπή,τους έδωσε άλλη όψη,τρυφερή γλυκειά,
και σε μένα,την πολύ στυφή γεύση οτι,είχα κάνει λάθος,
οτι,τον είχα αδικήσει,και πολλά βράδυα μετά,πήγαινα έξω απο τον περίβολο του νεκροταφείου και μιλούσα μαζί του.
Τσακωνόμουν στα αστεία μαζί του,τούκανα γκριμάτσες,
τούλεγα ιστορίες,και τελικά κάποια μέρα ένοιωσα οτι,
τα είχαμε πεί ολα,και είχαμε συμφωνήσει σε όλα ..
Οταν αργότερα,τον πήγαμε στην Σάμο,σε ένα μικρό ξύλινο κουτί,εκεί που ήθελε να είναι πάντα,ησύχασαν όλα,και σταμάτησα να αναρωτιέμαι,
και να βλέπω τον εκατόνταρχο στο ύπνο μου,να διατάζει.

Το 1918,και το 1992,αρχή και πέρασμα του ανθρώπου,
που είχε καταγωγή από την Σάμο,με ρίζες απο Μικρά Ασία,
πάνω απο τον πανέμορφο κόλπο της Μάκρης,που τους προγόνους του, τους λέγανε Κάποτους,που τον φωνάζαν Γανουτζή,που δεν τον λέγαν Γιάννη,αλλά Μανώλη,να κάθεται στα αριστερά του θεού, 
υπασπιστής του,και συνχορωδός του.

Αυτό το πλατύσκαλο,μεγάλο,τεράστιο,με πλάκες απο γρανίτη,
και άμμο στους αρμούς,είναι θεμέλιο ζωής,και τίτλος ιδιοκτησίας ανεξίτηλος.

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 

Επόμενο σκαλι 7  :1985 ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑΣ


 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...