Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019

TA 21 ΣΚΑΛΙΑ /ΣΚΑΛΙ 14 ΤΟ ΧΡΗΜΑ,OFF COURSE


Χρήμα,μέσο συναλλαγής,αποδεκτό απ'όλους,ίσως το μοναδικό που υπήρξε στο κόσμο τούτο,και που έτυχε της ίδιας καθολικής 
και ενιαίας αποδοχής.
Ομως,και μέτρο της ίδιας της συναλλαγής,εργαλείο σύγκρισης αγαθών,μονάδα απολογισμού,και πάνω απο όλα απόδειξη οτι,
μπορείς να έχεις,και ως εκ τούτου,μπορείς και να κυριαρχείς,
να ικανοποιείς όλες τις ανάγκες σου,πραγματικές η μη,
να ξεφορτώνεις ενοχές,να αλλοτριώνεις το περιβάλλον γύρω σου,
τα αντικείμενα και τα υποκείμενα.

Απο την αιμομικτική σχέση αυτή,δεν ξέφυγε ποτέ κανείς,
και ισχύει για πάντα.Συνολικά κανείς στην παγκόσμια ιστορία,
δεν μπόρεσε,να αποποιηθεί την κληρονομιά που αφήνουν οι γενιές στις επόμενες,και είναι:απόκτησε χρήμα,όσο γίνεται περισσότερο,
και χρησιμοποίησε όλα τα μέσα,γιαυτήν την επιδίωξη.
Κάθε γενιά,σκοπό είχε,να βελτιωθεί μέσα απο την απόκτηση αγαθών απτών και άυλων,αλλά κυρίως ήταν,η επιδίωξη του θηρίου,
που σε κάθε στροφή τρεφόταν απο τις ανάγκες που παρατούσαν οι προηγούμενοι,για να γίνει μεγαλύτερο,δυνατότερο,πιο απειλητικό,
και πάντα αρπακτικό.
Και εαν σκεφτεί κανείς οτι,τα αγαθά δεν αυξανόταν το ίδιο,
με τις ολοένα και πιο αυξημένες ανάγκες,
τότε καταλαβαίνει κανείς οτι,τα ίδια αγαθά έπρεπε να μοιραστούν σε μεγαλύτερες και περισσότερες ανάγκες.
Ο πόλεμος,να έχω πιο πολλές  ανάγκες ικανοποιημένες,σήμαινε οτι,
σου στερούσα εσένα,που ήσουν αδύναμος,οτι σου αναλογούσε,
και επειδή εγώ γινόμουν αδίστακτος,πλεονέκτης και πολύ δυνατός,
το ζώο πούχα μέσα και έξω μου,μ'εκανε να νοιώθω,μεγάλος και ισχυρός,σ'εκανε μικρό φτωχό και αδύνατο,και έτσι προχώραγε 
η κοινωνία και η δημοκρατία,λέμε τώρα.

Ποιός,θα μπορέσει ποτέ να περιγράψει την δική του σχέση με το χρήμα,έστω μια στιγμή,έστω τώρα,χωρίς τσιριμόνιες και εύκολες δικαιολογίες,του τύπου:''Εγώ είμαι υπεράνω του χρήματος.''
Ναι ρε ζώον,είσαι υπεράνω όταν έχεις,όταν μιλάς με την πούνγκα γεμάτη,η τον άλλο το βλάκα που και αυτός είναι υπεράνω,
αφού δεν έχει τίποτε,και που νομίζει οτι,κουβαλάει και το στεφάνι ελιάς του ηθικού και αμόλυντου απο χρήμα,τύπου.
Υποκρισία αδελφέ,υποκρισία παντού.

Ας μιλήσουμε για την δική μου σχέση με το χρήμα.
Λοιπόν που λέτε,ήταν μια φορά και ένα καιρό ένας τύπος,
εγώ δηλαδή,ο Ιανός,που δεν είχα καμμιά σχέση με το χρήμα.
Το πιστέψατε;Αν το πιστέψατε καλά κάνατε,
αφού έτσι θέλατε να είναι,αν δεν το πιστέψατε καλά κάνατε πάλι,
αφού ούτε εγώ το πίστεψα,εδώ που τα λέμε.
Βέβαια,ο,τι και σας πω για την σχέση μου με το χρήμα,
θάναι εκ των υστέρων,βαπτισμένη σε κολυμπήθρες καθαρτήριες,
και ιστορίες γραμμένες πάνω στα μωσαικά της πραγματικότητας,
όπως εξελισόταν κάθε φορά,
Αρα,βλέπετε ένα ταμπλώ-vivant,αγιογραφίες που καλύφτηκαν,
απο μπογιά νέων κατακτητών.
Ομως έστω και έτσι,θα είναι μια αναφορά,μια αποτίμηση,
και μια εξομολόγηση.

Ομολογώ με τα λόγου γνώσεως,και ορκίζομαι στον Δία,
οτι ναί,το μάτι μου γυάλιζε,στην θέα του χρήματος,
άλλοτε αλληθώριζε στην θέα του,μερικές φορές ήταν μόνο η εμμονή του, με συντάραζε η έλλειψή του,και άλλοτε μου έφτανε,η ικανοποίηση στην κατοχή του.

Δεν θυμάμαι ακριβώς,πότε για πρώτη φορά έπιασα κάποιο νόμισμα στα χέρια μου,κυκλοφορούσαν γύρω μου,δεκάρες,εικοσάρες,μισή,και μια δραχμή,και μόνο κάθε χρόνο,μια φορά,έβλεπα για μερικές στιγμές έκθαμβος προσκυνητής,μερικά σκούρα καφέ τεράστια χιλιάρικα.
Η ετήσια σοδειά,απο φύλλα καπνού σε ντάνες μυρουδάτες,
σε λίγα χαρτιά,που όμως προκαλούσαν σεβασμό και φόβο,
σε όλους μας,και περισσότερο σε μένα,μικρό άσχετο.
Το μόνο που καταλάβαινα ήταν οτι,πήγαινα τα χιλιάρικα,
συνήθως οκτώ μέχρι δέκα,στην κυρά Μαρία την μπακάλισα,
και όταν τάπαιρνε,μας διέγραφε απο τις λίστες,απο τις αγορές όλου του χρόνου,βερεσέ και γράψτα,και μούδινε καινούργιο τεφτέρι,
πάντα κίτρινο,με ένα μαύρο σχέδιο σαν δράκο να φοβίζει,
νάμαι συνεπής στις πληρωμές μάλλον,
επίτηδες το έκανε η μπακάλισα,τόνοιωθα,στα μάτια της,
μέσα απο τα τεράστια γυαλιά της.

Σιγά-σιγά,μου δίνανε δεκάρες και εικοσάρες για να πάρω κάτι,τρελαινόμουν για εκείνες τις καραμμέλες βουτύρου,
με το χρυσαφή περιτύλιγμα,να τις γδύνω με ιεροτελεστία ερωτική,
να κρατησει χρόνο η αναμονή και τα σάλια μου να τρέχουν,
σαν του σκύλου που περιμένει να του ρίξουν το κόκαλο.
Την έτρωγα/έγλυφα,λίγη- λίγη,
ενώ θάθελα να την καταπιώ με μιάς,
να γεμίσει ο ουρανίσκος μου απο ικανοποίηση,
ναι,μπορούσα και εγώ,νάχω αυτές τις υπέροχες καραμμέλες.

Ομως τα λίγα χρήματα,τις δεκάρες δηλαδή,θέλαμε να τα αυγατήσουμε με τζόγο,και τις περισσότερες φορές,παίζαμε στρυφτό,τις δεκάρες και εικοσάρες.
Τις βάζαμε πάνω στα ενωμένα δύο δάκτυλα μας,
τις δικές μου,και των άλλων παιδιών,και περιμέναμε,
να πέσουν στο χώμα.
Υψώνονται στον ουρανό,μικρά ασημένια πουλιά,
να κάνουν πιρρουέτες και να προσγειώνονται στον χώμα,
σηκώνοντας σκόνη και εμείς περιμέναμε .
Ηρθε ''κεφάλι'' ήταν δικές μου,δεν ήρθε,έχανα,και έτσι άρχισα,
να βγάζω χρήματα ρισκάροντας το μικρό μου έχει.

Παίζαμε παιχνίδια με τις δεκάρες,και χωρίς να το καλαβαίνουμε γινόμαστε πιόνια και εργαλεία μιας μηχανής νέας γενιάς,αδηφάγας,
και ματαιόδοξης,λίγο περισσότερο απο την προηγούμενη,
και λίγο λίγωτερο απο την επόμενη .

Οι γιορτές ήταν η καλλίτερη μου,πήγαινα τα γλυκά,
κουραμπιέδες και μακαρόνες στους συγγενείς,και το μόνο που σκεφτόμουν απο το προηγούμενο βράδυ,είναι,πόσες δραχμές,
θα μάζευα την επομένη .Ημουν γλυκός και ευγενικός σε αυτές τις θείες που ήξερα οτι ήταν γαλαντόμες,και σκυθρωπός και αγενής,
σε αυτές που ήταν σφιχτοχέρες.
Οριζα προκαταβολικά την συμπεριφορά μου,με βάση την απόδοση κεφαλαίου της επόμενης μέρας,και έτσι αντιδρούσα σχεδόν πάντα.
Μόνο μια φορά γελάστηκα,και μια θειά,μούδωσε ένα πολύ μεγάλο ποσό, τρεις δραχμές,τις είδα,και αντί,να εντυπωσιαστώ και να αλλάξω γνώμη,εγώ τίποτε,καμμιά θετική αντίδραση,
σαν μην συνέβη αγνόησα το γεγονός,
έμεινα στην εκ προοιμίου άποψη μου.
Λάθος και στο σωστό δηλαδή.

Μάζευα δεκάρες,εικοσάρες και δραχμές στις γιορτές,
για να μπορώ να πάω στο σινεμά,το Ολύμπια και ο Απόλλων,
στο κάτω Βαθύ στην μεγάλη πόλη.
Εκανα υπολογισμούς στο περίπου πόσα μάζευα κάθε φορά,
ποτέ δεν τα μετρούσα,για κάποιο λόγο προτιμούσα,
να φαντάζομαι οτι είχα,όσα φανταζομουνα και χρειαζόμουνα,
και όχι πόσα ήταν πραγματικά.Αλλο ψώνιο και αυτό .
Επαιρνα το σακούλι,κίτρινο και αυτό,με σχοινί σουρωτό,
και νάσου ο δικός σου,στο ταμείο του σινεμά.
Επαιζε τότε,θυμάμαι τον Σπάρτακο με τον Κερκ Ντάγκλας 
και άλλη ήταν ελληνική,με τον Φέρτη.Προδοσία την λέγανε.
Απλωσα τις δεκάρες και δραχμές στο ταμείο του Ολύμπια,
ταμίας ήταν μια ξερακιανή με οξυζενέ μαλλιά σαν φρύγανα έτοιμα να πυρποληθούν,και άρχισε να μετράει τα απλωμένα φραγκοδίφραγκα,
και ο κόσμος να περιμένει στην ουρά.
Το εισιτήριο οκτώ δραχμές,και εγώ είχα μόνο επτά και σαράντα λεπτά.Εβαλα τα κλάμματα απο οργή και αγανάκτηση για μένα,
για την βλακεία μου,και μαζεύοντας τις δεκάρες γύρισα και σέρνοντας την καρδιά μου που είχε πληγωθεί,κατέβηκα τα σκαλοπάτια,
και αντί να φύγω,έκατσα εκεί,μέχρι που τέλειωσαν οι ταινίες,
και έφυγα μαζί με τους άλλους που τις είχαν δεί.

Ομως τώρα,οφείλω να ομολογήσω και κάτι τρομερό,
που έκανα όταν ήμουν μικρός,πήγαινα την έκτη δημοτικού.
Γυρνώντας απο το σχολείο,κάναμε πάντα μια στάση μπροστά στην βρύση του Ναού του Αγ Αντωνίου.Απέναντι είχε ένα σαν ψιλικατζίδικο και πουλούσε διάφορα.
Πήγα να αγοράσω μία καραμέλλα βουτύρου,έκανε είκοσι λεπτά της δραχμής,και εκεί μπροστά στο πάγκο,είχαν αφήσει τρείς δραχμές που δεν τις είχε πάρει ο καταστηματάρχης .
Κοίταξα δεξιά-αριστερά και τις βούτηξα χωρίς να το σκεφτώ.
Εφυγα τρέχοντας,κουβαλώντας τις δραχμές,και κάθε μέρα απο τότε τις ενοχές μου,άλλαζα δρόμο,άλλαζα στάση,δεν τις χαλούσα,τις είχα κρύψει σε μια τρύπα στο κατώι στην γιαγιά μου,πάλευα με την σκέψη του καλού, του κακού,της ανακάλυψης,της ντροπής,και της καταπίεσης.
Τελικά,τις χρησιμοποίησα μια μέρα που η συνείδηση μου ήταν ελαστική, και είδα με αυτές δυο ταινίες.Επιασαν τόπο τελικά,
και η κλοπή δικαιώθηκε.

Περνώντας το χρόνια,τα χρήματα μας συνέχιζαν να είναι λίγα,
και πάντα μας έλειπαν βασικά πράγματα,δεν είχα περιθώριο,
να σκεφτώ ποτέ να κάνω κάποια σπατάλη.Τα χρήματα λίγα,τα όνειρα θεριά που ζητούσαν τροφή κάθε μέρα.
Απο τα δεκαέξη μου περίπου,άρχισα να δουλεύω,νάχω δικά μου χρήματα, να τα χαλάω όπως ήθελα,σε ανόητες και χαζές σπατάλες,
όμως για μένα τότε,δεν ήταν τότε η ανάγκη που με ενδιέφερε,
ήταν η ευχαρίστηση να τα χαλάω για την κάθε βλακεία μου,
και την υπερβολή μου .
Δούλευα κάθε καλοκαίρι,στις πιο απίθανες δουλιές,
που μπορεί να φανταστεί κανείς,απο νεκροπομπός,
μέχρι σερβιτόρος και πωλητης δίσκων κλασικής μουσικής,
αλλά το ειδικότης μου τελικά,ήταν τα μπετά.
Ξύπναγα στις πέντε το πρωί,έπαιρνα το λεωφορείο απο την Αγ.Παρασκευή,κατέβαινα Ζάπειο,και έπαιρνα το λεωφορείο για Βουλιαγμένη,για νάμαι στις επτά,στην οικοδομή.
Λάσπη,τσιμέντο,νερό με το λάστιχο,να γίνεται χαρμάνι,
και ντενεκές,να ανέβω τρείς ορόφους στον ώμο,δουλειά σκληρή,
για ένα παιδι δεκαεπτά χρόνων,αλλά τα χρήματα ήταν πολλά,
δύο φορές όσα έπαιρνε ο πατέρας μου,που δούλευε στου Παπαστράτου.
Τότε στην Βουλιαγμένη,χτίζανε μαιζονέτες δύο- τριών ορόφων,
μαντίλι με κόμπους στο κεφάλι,να με προστατεύει απο τον λάσπη,
μάτι στην γειτόνισσα που κυκλοφορούσε ημίγυμνη,στο κήπο της δίπλα, πίδακες από άσπρα υγρά να ζωγραφίζουν του φρεκοκτισμένα τούβλα, και μετά στις δυόμιση,επιστροφή.
Μαζί με την χρυσή νεολαία που γύρναγε απο το μπάνιο,
εγώ ένας γύφτος πλυμένος με το λάστιχο,και αυτοί με τα μαγιό,
και λινά παντελόνια,να κλαίς την μοίρα σου,και να βυθίζεσαι σε σκέψεις σκοτεινές,και μόνη σου παρηγοριά,το καλό μεροκάματο,
της ανάγκης,και του σκυλίσιου πείσματος,
να ξεφύγεις,να αλλάξεις,να γίνεις σαν και αυτούς,ρισκάροντας.
Ετσι και έγινε .

Και εκεί,που τα χρήματα ήταν για την κάθε αλητεία και βλακεία,
έγιναν στόχος για την ανάδειξη,για την επιβράβευση,για την καταξίωση. Μην με ρωτήσετε,ποιό ήταν το τίμημα για αυτό,και αν άξιζε.
Η επιδίωξη αυτή,ήταν ένα ακόμη χαρμάνι,που αντί για λάσπη,
και τσιμέντα,είχε άλλα υλικά,πεποίθηση,πείσμα,φιλοδοξία,
και πολλά καντάρια θέλω,διάβασμα,γνώσεις,
αποφασιστικότητα,τόλμη,και ρίσκο.
Σε μια εποχή που γυρνούσε σελίδα,απο τον Καραμανλή,
στον Ανδρέα,και όλα αυτά περιτυλιγμένα με μπόλικη ιδεολογία,
αντίδοτο και φάρμακο στις επιδιώξεις μου,αλλά καλός αγωγός στην προσπάθεια μου,σε ένα κόσμο που βασίλευε η αμετροέπεια,
άρχιζε η εποχή των μεγάλων δεινών,των μεγάλων ευκολιών,
των μεγάλων ψεμμάτων,του άκρατου λαικισμού,της τηλεόρασης,
των παραπλανητικών προτύπων,της ξανθιάς φράντζας,
και των μεταξωτών κώλων,πούθελαν απο το ίδιο υλικά βρακιά.

Πέρασα απο όλη αυτήν λαίλαπα,τσουροφλίστηκα,έκανα παραχωρήσεις, και αδίκησα ανθρώπους που άξιζαν να αδικηθούν,αλλά και άλλους,
που δεν τους άξιζε,και με ζημιές στην ουρά και στα φτερά μου,
κατάφερα να προσγειωθώ κάπου .

Ομως πάντα,είχα την ψευδαίσθηση της ασφάλειας,που μούδιναν τα χρήματα,αν και,θεωρώ οτι,ήταν ακόμη ενα παραπλανητικός ελιγμός μου, και τα χρήματα ήταν η βιτρίνα,που έκρυβε μια πιο μεγάλη αλήθεια.
Δεν ήθελα να ήμουν αυτός,ήθελα να νάμουν άλλος,ήθελα τα ονειρά μου νάχουν χρώμα,και τότε είχαν πάρει εκείνη την μουντάδα της απώλειας.

Δυστυχώς όλοι μας,παίρνουμε θέση σε οτιδήποτε μας αφορά,
από την θέση που βρισκόμαστε κάθε φορά,και εύκολα,
αλλάζουμε άποψη,αν περάσουμε στο απέναντι χαντάκι,
αν είμαστε στην άκρη,αν είμαστε στο πίσω μέρος,
αν ξημερώνει με ζέστη,αν κοιμώμαστε με κρύα καρδιά,
αν ο ήλιος δεν βγεί ποτέ πιά,αν το φεγγάρι αυτοκτονήσει,
και πνιγεί στην θάλασα.

Όταν είχα χρήματα,πολλά αναλογικά σε σχέση με πριν,
ήμουν στις ανάγκες μου,ένα βήμα πίσω,μάλλον ευτυχώς αυτό!
Είχα χρήματα και τώρα,έπρεπε να αλλάξω,π.χ.τα ρούχα μου,
να πετάξω τα γυαλιστερά πολυκαιρισμένα κοστούμια,
με τις στενές και απρόσωπες γραβάτες,και να είμαι πια,
σύμφωνος με τα καινούργια οικονομικά δεδομένα,μοδάτα,
φιρμάτα και φυσικά ακριβά,πάνε τα γυαλιστερά και άχρωμα,
ξεχαστήκαν όπως και τόσα άλλα,τόσες ανάγκες που άλλαξαν όψη,
και έπρεπε νάναι σύμφωνες με το καινούργιο οικονομικό στάτους .

Η σχέση μου με τα χρήματα δεν έγινε ποτέ ερωτική,
αλλά ήταν βαθειά εξαρτησιακή και πάντα ακόμη και τώρα,
δεν μπορώ να ξεφύγω,απο τις ριζωμένες μέσα μου,εμμονές.
Αν και τώρα πιά,ξέρω,μπορώ,να κάνω ένα μικρό βήμα,πιο πέρα,
απο την επίδραση των θανατερών ακτίνων του χρήματος .

Ισως η νομοτέλεια των πραγμάτων σε αναγκάζει,να αλλάζεις,
να προσαρμόζεσαι στις εκάστοτε συνθήκες,όμως η μυρουδία του χρήματος είναι ίδια,βρώμικα χαρτιά πολυφορεμένα και τσαλακωμένα απο χιλιάδες χέρια.Ομως,δεν έπαυε να με ελκύει σαν μαγνήτης,
να με θαμπώνει σαν κάτοπρο που μαζέυει τις ακτίνες του ήλιου,
και μου καίει κάθε αντίσταση μέσα μου,και έξω μου..

Οταν ήμουν στο λεωφορείο για επιστροφή απο την Βουλιαγμένη,
με τα τσιμέντα κολλημένα στα μαλλιά μου,είχα μαζί με το κλάμα του φτωχού και το πείσμα του βοδιού.Οταν αργότερα είχα και εγώ,
την δυνατότητα να βλέπω παιδιά και ανθρώπους στο μην έχον,
ένοιωθα μια ικανοποίηση,όμως δεν ήταν πλήρης,
ήταν ψεύτικη και επίπλαστη ικανοποίηση,καμμιά σχέση με αυτό που φανταζόμουν τότε σαν ικανοποίηση,τότε,εκείνα τα καλοκαίρια του 70 στην Βουλιαγμένη.
Πάλευα χρόνια να βρώ την αναλογία και την υποκατάσταση των συναισθημάτων,μεταξύ του τότε αρνητικά,και του αργότερα θετικά,
όμως όλα ήταν λειψά και μια αίσθηση ανικανοποίησης με κυριαρχούσε .
Ηταν επειδή ήθελα κιάλλα και δεν τα είχα,η δεν μπορούσα να τάχω ικανοποιώντας μεγαλύτερες καινούργιες ανάγκες;
η πάντα,εκείνα τα αρχικά,θα παρέμειναν πάντα δυνατότερα,
και αξεπέραστα;

Για μένα τώρα,η διαφορά και η σύγκριση είναι στις αισθήσεις,
μυρωδιές,γεύσεις,ματιές,ακούσματα,επαφή.
Εκεί χαμηλά,είναι μαζί σου όλες,είναι δυνατές,και εξουσιαστικές.
Η κληματαριά στο σπίτι στο Γουδί,η ματιά που σκίζει πέλαγα,
και αλαφιάζει καρδιές,η γεύση από υγρά που χύνονται,
να σου φέρω νερό στις φούχτες για να πιείς να ξεδιψάσεις,
στο πικρό σου χείλι να ζωγραφίσω ένα χαμόγελο ,
να σου γλύψω το χνούδι που άφησαν οι σταγόνες απο το νερό,
σούφερα λίγο μέλι,και ένα κομμάτι ψωμί να αλείψεις,
να κολήσεις,και να γελάω μαζί σου,έτσι μέσα στα μέλια που θάσαι .
 Η,νάσαι ο Αλεξανδράκης που πουλάει τα παιδιά του,
για να ζήσουν τα υπόλοιπα,να κάνεις τον αόματο εσύ που κιαλάρεις πέρδικα στο χιλιόμετρο,νάναι το καρτούτσο σου τσίγκινο,
γεμάτο απο ρετσίνα στην υπόγα του κυρ Βασίλη,
και δίπλα η φτώχεια σου,να σπάει πλάκες μαζί με το ξεροκέφαλο σου.

Η μήπως,εκεί ψηλά,να βλέπεις αδιάφορες καλοντυμένες κοκέτες,
που καπνίζουν τσιγάρο με μακρυές πίπες.
Νάναι το χαβιάρι μαύρο,μπορεί και πράσινο,
νάναι το κινητό σου όγδοης γενιάς,νάναι το νερό της πισίνας πράσινο απο τα πεταμένα δολάρια σου,νάναι οι τοίχοι ψηλοί για να χωράν πίνακες ζωγράφων που μπορεί να άξιζαν πολλά χρήματα,
και που,κάποιος σαν και σένα,σε έπεισε να τους αγοράσεις 
σε τιμή ευκαιρίας.
Να ακούς στην έξυπνη τηλεόραση σου,κρεμασμένη στο τοίχο σου,
φωνές κάποιων που μιλανε μια περίεργη γλώσσα,
άναρθρες κραυγές,και εσυ να νομίζεις,οτι κέρδισες και πάλι.
Και όταν αλλάζεις αυτοκίνητο,νάναι βαρύ και πολλά κυβικά,
για να σε σηκώνει τόσα κιλά,που έγινες κακομοίρη .
Νάναι τα παιδιά σου έξυπνα,και μορφωμένα,και να σε νοιάζονται όποτε ο μήνας έχει όσα και τα χρόνια του Χριστού.
Ομως εσύ,άρχοντας,σπίτι στο Διόνυσο,σπίτι εξοχικό,και ένα σκάφος καβάτζα,για περαστασιακά πηδήματα και καφέ μετά για χώνεψη,
και άντε και βόλτα μέχρι τις Φλέβες.  

Χρήματα λοιπόν ...
''Δει δη χρηματων ω άνδρες Αθηναίοι,και άνευ τούτων,
ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων'' (Δημοσθένης)

Υποκλίθηκα και εγώ στην γοητεία τους,υκέκυψα στο μετρημά τους,
και ικανοποιούμουν όταν κρατούσε ώρα(το μέτρημα).
Ομως,εκεί βαθειά μέσα μου,κάτι αντδρούσε απ' όταν ήμουν παιδί,
και αντιδρά και τώρα.

Είναι  πολύ,που να αλλάζει τα πράγματα;
Οχι είναι λίγο,πολύ λίγο ..

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ
































Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

ΤΑ 21 ΣΚΑΛΙΑ /ΣΚΑΛΙ 13 Η ΟΥΤΟΠΙΑ ΜΟΥ


Σκαλιά και πλατύσκαλα,άνθρωποι και καταστάσεις μπλεγμένα στο κουβάρι της ζωή μου,δεμένα με ένα νήμα απο λινάρι θαρείς,
αλλά επαρκώς αντιληπτά απο τους άλλους,που ζούσαν εκείνα και ετούτα τα χρόνια,στην κοινωνία μου.

Ολα τα μέχρι τώρα σκαλοπάτια,ήταν κάπως δοσμένα,
κάπως ορισμένα,με μπόλικη φεγγαρόσκονη μερικές φορές ίσως,
αλλά πάντα είχαν ένα σημείο αναφοράς,δηλαδή,κάποιος συνδύαζε ενα γεγονός,και μια απτή πραγματικότητα για να καταλάβει,
σε τι αναφερόμουνα κάθε φορά.
Και αν το συναίσθημα ήταν κυρίαρχο,και στάλαζε σαν δάκρυ σταλακτίτη,ήταν δάκρυ όμως,ξέραμε τι είχαμε,νάχαμε,να λέγαμε.

Απο την μιά χτυπούσα κάρτα,στα ανήλιαγα υπόγεια της καθημερινής μου αδηφαγίας και ανικανοποίησης,βουτηγμένος μέσα σε καπνούς και σε τσιγάρα,μιας μη ολοκληρωμένης ποτέ ματαιοδοξίας,και εγκλωβισμένος σε πρότυπα και ψευδαισθήσεις,για ιδεολογίες που ήρθαν,
και επειδή δεν είχαν τίποτε σοβαρό να πούν,
χάθηκαν,σαν το τραίνο στην επόμενη ανηφορική στροφή.

Νάμαστε λοιπόν,φίλε μου καλέ,ναι,έχω και εγώ φίλους,
πολλούς μάλιστα,εδώ,σε μια ζώνη απο φώσφορο που λέει και ο Αλκαίος, σε φαιά νταμάρια,σε κόσμους που δεν είχαν όρια και σύνορα.
Ουτοπία λοιπόν,ναι αυτό,είναι το μεγάλο σκαλί,οροπέδιο,
ψηλά,κοντά στα σύννεφα και μακρυά.Γύρω-γύρω βουνά,και μια λίμνη γεμάτη όνειρα,δαίμονες και φαντάσματα.
Ουτοπία λοιπόν,ένας κόσμος που θάναι ιδανικός,αλλά ποτέ δεν θα υπάρξει,μια κοινωνία ανθρώπων που θάναι τέλεια,αλλά ούτε αυτή θα υπάρξει,μια συνειδητή συμμετοχή  στα κοινά όνειρα,
που ποτέ δεν θα γίνει,αφού ούτε συνείδηση κοινή υπάρχει,
ούτε κοινή συμμετοχή.

Υπάρχει μόνο,ένα υπερφίαλο εγώ,μπολιασμένο με ψεύτικα καλούδια,φλούδες που μόλις χρησιμοποιήθκαν σάπισαν,
ομιλίες άηχες και κακόηχες,να λεν τα πάντα,με λέξεις φτωχές ρακένδυτες και σκονισμένες.
Θέλω,ορφανά απο αγάπη,γίναν φθόνος,και χωρίς να σε ακούω,
ήθελα οτι είχες,είτε,γιατί δεν τα είχα εγώ,
είτε,γιατί τα είχες εσύ,και αυτό,με ενοχλούσε .

Ουτοπία,μαγεία,φαντασίωση,μύθος,ένα κορδόνι απο εβένινες χάντρες, να στραφταλίζουν στο φώς,και να χτυπούν η μιά την άλλη,
με τσαχπινιά,με πρόκληση,και με τρυφεράδα,
όνειρα καταχωνιασμένα,και όνειρα προδομένα,
ξαδέλφια,που δεν μίλαγαν ποτέ μεταξύ τους.

Απο την μια η Ανάγκη,θεά ξακουστή απο γενιά μεγάλη,
με τις τρείς κόρες της,να ορίζουν τον παρόν,το παρελθόν,και το μέλλον,
η Κλωθώ,η Λάχεσις,και η Ατροπος,να γενάνε τον κόσμο,
να τον ελέγχουν,και να τον προφυλάσουν δήθεν,
και στο τέλος να τον καταστρέφουν.
Απο ποιόν άραγε;Φύλακες και φυλασόμενοι ένα και το αυτό.
Μοίρες και μοίρα,ο θεός άτρωτος και με βουλευτική ασυλία πάντα,
και ο άνθρωπος πάντα ένοχος για κάτι,έφταιγε ο θεός γιατί κάτι ξέχασε στην φτιάξη,φορτωνόταν ενοχές ο άνθρωπος,και μοίρα τόλεγε.
Είχε δυσκολίες ο άνθρωπος,τω αγνώστω θεό,τα φόρτωνε.
Και ο άγνωστος θεός,που δεν ήταν ποτέ σωστός,στον ανθρωπάκο τα χρέωνε,με τύψεις,με τιμωρίες και αυτοχειρίες,και όσο η μοίρα ήταν σημαντική,τόσο ο άνθρωπος ήταν βουτηγμένος στα δανεικά,
και στους τοκογλύφους θεούς.
Και και όταν ο άνθρωπος σήκωνε κεφάλι,
ο θεός του,δήθεν,τον αντιμετώπιζε σαν ίσον μεν,
αλλά άντε να τα βάλεις με το αθάνατο Δία,που έτσι για πλάκα,
σε έκανε πουλί,να πετάς αιώνια για τιμωρία.

Ζούσα λοιπόν,εγώ ο Ιανός,στο κόσμο αυτόν,που ήταν γεμάτος ίσκιους,γεμάτος απο σκοτεινές μέρες,και αφέγγαρες νύχτες,
και ο άλλος μου ευατός,ζούσε,σε βασίλεια με δράκους και νεράιδες με ξωτικά και δαίμονες,ένας κολασμένος παράδεισος,χωρίς χρόνο,
χωρίς μάκρος και πλάτος,είχε μόνο ύψος αμέτρητο και άχραντο.

Κοιτούσα λοξά το αυτοκίνητο του διπλανού,λαμπερό και μπιρπιλωτό,
και συγχρόνως μετά,κοιτούσα τον ναό του Ποσειδώνα,
και έβλεπα τον Αιγέα καθισμένο στην άκρη των βράχων,
την γενειάδα του,να σκουπίζει τα χώματα και να περιμένει τον γιό του νάρθει,σε καράβι που θάχε λευκά πανιά,
αλλά,που,τα νιάτα να ενδιαφέρονται για μεγάλους γέροντες,
που περιμένουν με τις ώρες νάρθει το χαμπέρι.
Και έτσι,όπως τον έβλεπα,να κάθεται λυπημένος,γυρτός σαν σουγιάς που δύσκολα άνοιγε και δεν έκλεινε απο την σκουριά,κινούσα να πάω κοντά του να τον ρωτήσω να μου πει,γιατί περίμενε έτσι λυπημένος και σκεπτικός.
Να μου εξηγήσει και μένα,τι σήμαινε να ξέρει,
και να μην κάνει τίποτε,να περιμένει την λύτρωση,το τέλος.
Απο την άλλη δεν ήθελα και να τον ρωτήσω,
μήπως και αλλάξει γνωμη,η τον κάνω και φύγει απο εκεί,
και τι θα γινόμουν εγώ,χιλιάδες χρόνια μετά,
που δεν θάχα μύθο,να πιστέψω,και όνειρα να ταξιδέψω .

Ουτοπία είναι αυτό που δεν θέλεις να υπάρχει,αλλά και αυτό που θέλεις να ονειρεύεσαι μόνος σου,όταν τα φώτα σβήνουν και το σκοτάδι σου κάνει τσαλίμια με σκιές γεμάτες φόβο.Είναι αυτό,που δεν είναι καν ''αυτό'',είναι μια άλλη άγνωστη σε σένα διάσταση,όπου ο χρόνος και ο τόπος δεν έχουν νόημα,είναι ο ακατανόητος διασκελισμός στο άπειρο,ένας διακτινισμός στο πέραν του υπερπέραντος.

Σήμερα,κοιτούσα έκθαμβος διαμαντένιες σταγόνες απο την χθεσινή βροχή,κρεμασμένες στα γυμνά λιανοκλάδια της ντροπαλής τριανταφυλιάς,κολλημένες στο κάτω μέρος και αναρωτιόμουν γιατί δεν έπεφταν στο υγρό χώμα,που πήγε η θεωρία της βαρύτητος και η λογική σκέψη.
Ποιό παιχνίδι μούπαιζαν τα μάτια μου;Η τριανταφυλιά μισόγυμνη,
απο φύλλα,αλλά γεμάτη απο μπουμπούκια ερωτικά,
άλλα ανοιγμένα,σαν γυναίκας αιδοίο,
και άλλα σφιχτά κλειστά,παρθένα ακόμη.
Ουτοπία είναι,να περιμένεις εκεί με τις ώρες,να περιμένεις μήπως,
και δεν πέσει η σταγόνα,η αν ξεκινήσει για το δρόμο,νάσαι εκεί,
να βάλεις την χούφτα σου και να στάξει πάνω σου,δροσιά στην σάρκα σου,βάλσαμο στην ψυχή σου,να νοιώσεις οτι,
η δικαιοσύνη στο κόσμο σου υπάρχει,όταν φροντίζεις νάναι δίκαια,
κάθε σου κίνηση,και δίνει θαλπωρή κάθε σου σκέψη .

Ολη μου την ζωή,πάλευα με την πραγματικότητα,που την καταλάβαινα σαν μια αναγκαία συνθήκη επιβίωσης,σε περιβάλλον άνετης διαβίωσης πάντα,με δυνατότητα πολλών επιλογών πάντα,και συγχρόνως έφτιαχνα κόσμους απροσδιόριστους,χωρίς σχήμα και μορφή,είτε μέσα απο την δοκιμασία του μυαλού μου,είτε συνδυάζοντας μύθους,ξωτικά και μαγικά.
Είχα δε,βρεί καταφύγιο στην Αρχαία Ελλάδα,στους μύθους της,
στους θεούς της,και εκεί παρέα με όλους αυτούς,έβρισκα την γαλήνη,
και την ηρεμία,που ποτέ,δεν κατάφερα στην γήινη ζωή μου.
Δεν πιστεύω στην ψυχή που κατοικεί με ενοίκιο,σε ένα σώμα,
και μετά την φθορά και το θάνατο μετακομίζει κάπου αλλού,
νάβρει καινούργιο σπίτι,προικισμένη με τις εμπειρίες πούχε αποκτήσει απο την κατοίκηση στο δικό μου.
Πιστεύω οτι,υπάρχει ένα όλον,μια ολότητα απο διαφορετικά υλικά,
και που,αναζητά την εκπλήρωση του δικού μου ιδανικού,
της πάλης μεταξύ της μοίρας,της τυχαιότητας δηλαδή,
των έργων μου,και των θεικών δυνατοτήτων,
της απαλλαγής δηλαδή,απο ευθύνες,συνειδήσεις και ενοχές.
Οι θεοί μας οδηγούν,μας ελέγχουν,αλλά δεν έχουν καμμιά ευθύνη,
έτσι λέει κάποιος μεγάλος αρχαίος φιλόσοφος,που τον πιστεύω και εγώ ο αντιγραφέας του .

Πάντα ζούσα μέσα απο τις αντιφάσεις μου,την φάτσα του σκληρού προς τα έξω Ιανού,να φοβούνται οι εχθροί και άσπονδοι φίλοι,
να εντυπωσιάζονται οι αφελείς και ευκολόπιστοι,όπου οι έννοιες, δυνατότητες,ευκαιρίες,περιβάλλον,ήταν τα γαλόνια μου ντυμένα με εξυπνάδα και κίτρινη χρυσόσκονη,με γνώση και γκρίζα γενειάδα σοβαροφάνειας,και παραδίπλα,το άλλο πρόσωπο του γλυκού τρυφερού Ιανού,στραμμένο προς τα μέσα,μόνο για μένα,πλημυρισμένο απο αερικά,νεράιδες της θάλασσας,και βαλκυρίες του δάσους,τερατόμορφα γλυκά πλάσματα με κέρατα,μονόφθαλμοι Κύκλωπες και φλογερές Σκύλες και Χάρυβδες.
Υποτακτικός της Κίρκης,που την γέλασα στο τάβλι και δεν έγινα μπριζόλα χοιρινού,που την πλάνεψα και την γλέντησα όσο ήθελα,
και όταν έφυγα,την άφησα με τον Τηλέγονο στα σπλάχνα της .

Η ουτοπία της ζωής μου,δεν ήταν ένας σταθμός,ήταν πάντα ενσωματωμένη και κολλημένη πάνω μου,μέσα μου,
ήταν η διέξοδος στις κλειστές στροφές και στην ανηφοριές,
ήταν η ανάσα και η ελπίδα μαζί μιάς ζωής,που πάει κάπου,
άλλοτε με τιμόνι και οδηγό και άλλοτε δεν πάει πουθενά,
αφρενάριστη,με τυφλό μάντη οδηγό,να γελάει μεθυσμένος.

Τι όμορφα που είναι,να μην ξέρεις ..

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 














  










ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...