Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

ΤΑ 21 ΣΚΑΛΙΑ/ΣΚΑΛΙ 10 Η ΣΚΟΥΝΑ


Είμαστε στο δέκατο σταθμό αυτής της περιήγησης πάνω στον χρόνο,
και μέσω από αυτόν,ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας,
άλλοτε αγκομαχώντας απο το βάρος των αναμνήσεων,που σαν βαρίδια πληγώνουν τον ώμο κουβαλώντας τα,και άλλοτε,πιο ανάλαφρα,
σαν ένα σύννεφο από όνειρα που μένουν ανεκπλήρωτα,
και άλλοτε χωρίς τίποτε στο σακούλι,φορεμένο κατάσαρκα,
σαν δεύτερη σάρκα πάνω μου.

Χειμώνας,ξεκίναγε το 2010,μία καινούργια δεκαετία ξεκινούσε,
όμορφος αριθμός σε χρόνια,να μπορείς να τον διαρέσεις να τον κάνεις κομματάκια μικρά,ψίχουλα,να τα μοιράσεις σε όλους με δίκαιο τρόπο,
να μην παραπονεθεί κανείς,και να φυλάξεις,να δώσεις και στα πουλιά, που πέρσυ φεύγοντας,τους τόχες υποσχεθεί,οτι δεν θα το ξεχάσεις αυτή την χρονιά.
Ο κόσμος ξύπνησε,μια μέρα,που ο ήλιος δεν είχε βγεί,ντροπαλός και σεμνός,άφησε τα σύννεφα να βγούν μπροστά,να κάνουν τα παιχνίδια τους,και ήταν η αυγή μιας καινούργιας χρονιάς και μιας καινούργιας δεκαετίας.
Μπήκε με πάταγο,μπήκε φουριόζος,κοίταξε τριγύρω τους άλλους χρόνους,που σαν σπασμένες κούκλες έβλεπαν τον καινούργιο με τα φανταχτερά χρώματα σαν διάνος,και εντυπωσιασμένοι λούφαξαν.
''Ηρθα'',είπε ο νέος επιβήτορας.
''Καλώς ήρθες'' απάντησαν μισοπεθαμένοι οι άλλοι,
που με δυσκολία ανέπνεαν .

Εγώ,ο Αλφα Κένταυρος,ζούσα την ώριμη φάση της ζωής μου,
είχαν περάσει έτη φωτός από τότε,που ταξιδεύοντας στα αστέρια,
και κάποιοι πήραν την σκόνη μου,που αιωρούνταν,
την έκαναν σάρκα,και της δώσανε πνοή.

Είχα μεγαλώσει αρκετά,είχα ωριμάσει όμως;
Μπά,το αντίθετο συνέβαινε,χαμένος στα ονειρά μου,
που κάποια ξεθώριαζαν επικίνδυνα,στις αναμνήσεις,που σαν ερινύες με δίκαζαν χωρίς ελαφρυντικά,στην καθημερινότητα,
που απαιτούσε,να χτυπάς κάρτα κάθε μέρα και να γράφεις σε χαρτιά 
που μπορούσαν να καταλάβουν όλοι,με τον ίδο τρόπο .

Η κρίση είχε έρθει απο το 2008,χτυπούσε την πόρτα μας,
και φαινόταν οτι πολλά,θα άλλαζαν στην βολεμένη ζωή μας.
Ομως οι περισσότεροι κοίταγαν έξω απο το παράθυρο,
και έβλεπαν την παγωμένη εικόνα απο την προηγούμενη φάση της,
και όχι αυτή που χτύπαγε πόρτες και παράθυρα,αλαλλάζοντας .
Σιωπή και φόβος,μήπως και δεν έρθει το κακό,περιμένοντας,
απο την άλλη τους βαρβάρους να μας σώσουν,που θα ήταν μια λύση.
Και,αυτοί δεν ήρθαν,και μείναμε μόνοι .

Είχε κερδίσει την προηγούμενη χρονιά τις εκλογές,εκείνος ο ανεκδιήγητος βλάκας,ο Γιωργάκης,διαδεχόμενος τον άλλον,
τεμπέλη,ανίκανο,και επικίνδυνο Κωστάκη.
Το αστείο ήταν οτι,τον είχα ψηφήσει κιόλας,και ήμουν και σίγουρος,
οτι είχα κάνει και την τέλεια επιλογή,τρομάρα μου,διαλέγοντας μεταξύ του τεμπέλη χοντρού και του βλάκα απο τζάκι,τον βλάκα.

Ξεκινώντας η χρονιά εκείνη,ήξερα πιά,οτι,όλα θα άλλαζαν σημαντικά, τόβλεπα,το επεδίωκα,ήθελα να αλλάξουν,δεν μπορούσα να περιμένω τους άλλους,να αποφασίσουν για την ζωή μου.
Το περιβάλλον γύρω μου,συνωμοτούσε,ένας εσμός απο μικρούς ανθρώπους,μαζευόταν στα καφενεία και στις ρούγες,
να ασχοληθεί μαζί μου,άνθρωποι,άλλοι κομπλεξικοί,άλλοι,
απο φόβο,και απο ανάγκη,που τελικά,αν και στέγνωσε η γλώσσα τους απο το γλύψιμο,στο τέλος,τους καθαρίσανε στεγνά και αυτούς.
Τα πράγματα πήγαιναν μόνα τους,ήταν γραμμένο στα αστέρια να γίνει και έτσι θα γινόταν.
Δεν ήρθα τόσο ταξίδι κουβαλώντας μνήμες αιώνων,
να μην ξέρω πως οι μικρόνοοες θα νικούσαν,τον νικημένο απο τον ευατόν του αντίπαλο.
Θα μπορούσε να γίνει αλλιώς;Οσον αφορά το αποτέλεσμα όχι,
έτσι θα γινόταν.Οσον αφορά το τρόπο και τις συμπεριφορές θα μπορούσαν να είναι καλλίτερα.Αλλά ποιός μπορεί να περιμένει κάτι τέτοιο,από  αυτούς..
Ανθρωπάκια,μικρά ζαρωμένα,στην κρίση γίναν κριτές,
και όπως συμβαίνει πάντα νίκησαν,αφού ο βασιλιάς ήταν αδύναμος,
και ο πρίγκηπας,ήθελε να αποδείξει οτι,είχε σταματήσει να παίζει με τις κούκλες του και ήρθε η εποχή,να παίξει με τους υπηκόους του .
Για μένα τον Αλφα Κένταυρο,όλα αυτά μικρή σημασία είχαν,
ξεκίνησε η χρονιά με πολύ φώς εκτυφλωτικό,και μάζευα κάθε αχτίνα του,τις στοίβαζα στον αχυρώνα της ζωής μου,και,ετοιμαζόμουν για το μεγάλο φινάλε της καριέρας μου,σαν επαγγελματίας 

Το καράβι-εταιρεία,που κάποτε επιβλητική σκούνα,έσκιζε τις θάλασες 
και άνοιγε δρόμους στα κύματα,που κανένας δεν τολμούσε να ακολουθήσει.
Επι πολλά χρόνια μάζευε φλουριά κωνσταντινάτα για τους καραβοκύρηδες,και βαρύγδουπες φορεσιές και χρυσοποίκιλτες κουκέτες για τον κατεπάνιο και τα πληρώματα που είχαν την τύχη,
να ταξιδεύουν μαζί της.
Ταξιδεύαμε χρόνια πολλά,ανοιχτήκαμε σε θάλασσες πρωτόγνωρες, βρήκαμε λωτοφάγους και δεν τσιμπήσαμε,νεράιδες και υποκύψαμε,περάσαμε την Σκύλα το 85,και τη Χάρυβδη το 94,
και ανοιχτήκαμε με τα πανιά όλα ανοιγμένα,χωρίς αιδώ,προσπερνώντας την αιδώ,και πέσαμε στα δίχτυα της νέμεσης. 
Και εκεί,όταν σήκωσα μετά απο καιρό τα μάτια μου στο ουρανό,
είδα το μεσαίο μεγάλο πανί νάχει σκιστεί,και οι ακτίνες του ήλιου 
να περνάν αδιάντροπα απο την τρύπα,πούταν μεγάλη σαν το κέφαλι μου. 
Ομως,δεν έδωσα σημασία,είπα σιγά το θέμα,θα το φτιάξουμε αύριο που θα πιάσουμε λιμάνι στην Κολχίδα.
Ομως στην Κολχίδα,δεν κάναμε τίποτε,είχαμε πάει για να κλέψουμε το χρυσάφι,και αφού δεν τα καταφέραμε να το πάρουμε,
το ρίξαμε στο πιοτό με άσπρο αλκοόλ και μπόλικο αλμυρό νερό 
και γίναμε λιάδα,για την αποτυχία μας λες,για την επιτυχίας μας
να φτάσουμε μέχρι εκεί,για την επιστροφή,η ακόμη και για την ελπίδα οτι,θέλαμε να γιορτάσουμε την ζημιά και την καταστροφή που ερχόταν .

Εγώ εκεί,με το μονοκυάλι να κοιτάζω το πέλαγος,ένας μονόφθαλμος,
να κοιτάει μακρυά,και να βλέπει κύματα,και πάνω τους χορό να κανουν οι δαίμονες μου.
Την εποχή εκείνη είχα αρχίσει νάχω πάλι παρτίδες μαζί τους,
οι δαίμονες μου είχαν πάρει θέση πιά μόνιμη,και τους εξόρκιζα με την μάγια και θυματιά.
Αλλά μπορείς να ξεφύγεις απο του δαιμονές σου
μόνο με λιβάνι ,δύσκολο .
Ασε που μια μέρα είχα βάλει τόσο πολύ λιβάνι,που παραλίγο να μου πνιγεί ένας κολλητός μου δαίμονας,και φοβήθηκα τόσο!!
Αλλο να μην θέλεις να τους βλέπεις,και άλλο να τους πνίξεις εσύ ο ίδιος. Δεν είναι πρέπον .

Τα πανιά άρχιζαν να σαπίζουν,κανείς δεν ήθελε να τα αλλάξει,
είχαν ακριβύνει οι φόροι στην Βενετιά,και οι καραβοκύρηδες είχαν άλλες ανάγκες και εμείς βαριόμασταν να κάτσουμε να τα μπαλώσουμε.
Το υπερήφανο σκαρί με την πλώρη βαμμένη μπλέ,με ένα κόκκινο μάτι σαν του Πολύφημου,γιού του Ποσειδώνα,έσκυβε και βυθιζόταν στην μήτρα της θάλασας,και έβγαινε αγέρωχο,έτοιμο να ξαναμπεί,
ξανά και ξανά,στο παιχνίδι με την θάλασα πάντα κέρδιζε την χαρά,
απο τον οργασμό της.Κάποτε,αλλά τώρα;
Είχαμε χάσει,τόξερα,έβλεπα τα μηνύματα του καπνού,
απο τις φωτιές που ανάβανε οι υποτακτικοί,ήξερα οτι,αυτή η σκούνα πλησίαζε,όχι σε ένα λιμάνι,άλλα σε ένα καρνάγιο,που με δικαιολογία το βάψιμο της,εμείς,θάπρεπε να φύγουμε,για να πάρουν τα όνειρα των άλλων εκδίκηση και εμείς να αφήσουμε τον χώρο άδειο και καθαρό .

Μπήκαμε και στο μνημόνιο,βάλαμε τα ονειρά μας στον πάγο,
μέχρι νεωτέρας,τόπε ο ο βλάκας απο το Καστελόριζο,
και εγώ τότε,κατάλαβα οριστικά και αμετάκλητα οτι,τα παραμύθια έχουν πάντα δράκο που δεν είσαι εσύ,άλλα κάποιος σε έβαλε να κάνεις την κοκινοσκουφίτσα.
Εκείνο το καλοκαίρι το θυμάμαι,νάμαι στο περίπου,να ξέρω τι θα συμβεί, και πάλι να πιστεύω οτι,δεν μπορεί,κάποιος θα καταλάβει,
κάποιος θα εκτιμήσει,και χανόμουν στις φαντασιώσεις μου, ανακατεμένες με καπνούς και αναθυμιάσεις,για όλα,
που δεν μπορούσα κάθε μέρα και πιο δύσκολα να διαχειριστώ .
Κοιμόμουν και έβλεπα ποτάμια απο λιωμένο μολύβι να έρχεται με φόρα απο το βουνό απέναντι,κατευθείαν στο ποτάμι που μας χώριζε.
Μου άρεσε να περιμένω στην άλλη άκρη του ποταμιού,
να περιμένω το ποτάμι απο μολύβι,ίδιο ασήμι,νάρχεται με φόρα καταπάνω μου και εγώ να νοιώθω την σιγουριά του νερού.
Που θα πάει,θα σβήσει,σκεφτόμουν,δεν κινδυνεύω,άσε που είναι και ωραίο θέαμα.
Ομως μια νύχτα,πάλι στο ίδιο όνειρο,το ποτάμι απο λιωμένο μολύβι ήταν τεράστιο και φόβος άρχισε να με κυριεύει,αφού ήξερα οτι τώρα πια κινδύνευα,και την επόμενη νύχτα,σαν τσουνάμι κατέβηκε με βοή,
το λιωμένο μολύβι πούτανε σαν ασήμι,και μπήκε στο ποτάμι και το στέρεψε και έκανε τις δύο όχθεις μία επίπεδη σανίδα,δίπλα μου κοντά μου .
Είπα,έχασες το στοίχημα,και καλό είναι να το παραδεχτείς 
Ναι ούρλιαζαν οι δαίμονες,έχασες,γέλια και θρίαμβος ολων τους.
Η ζωή δεν είναι αλλιώς για σένα,μούπε ο γέρος που ετοιμαζόταν να φύγει για το αστέρι μας,δεν είσαι ο πρώτος,και δεν θάσαι ο τελευταίος,
έτσι ήταν πάντα,και έτσι θα είναι και χίλια χρόνια μετά.

Απο την μιά το ήξερα οτι έτσι ήταν,και έτσι θα γινόταν,
και απο την άλλη αναρωτιόμουν,πως είναι έτσι προδιαγεγραμμένα όλα,
σε μια γραμμικότητα που οι επιλογές μας,στην ουσία,δεν υπάρχουν.
Απο την άλλη κοίταγα τα δέντρα,τα πουλιά,και την φύση,
και δεν μπορούσα ποτέ να διακρίνω αυτή την γραμμικότητα.
Ολα ήταν τυχαία και διαφορετικά μεταξύ τους,ποτέ δεν υπήρχε  επανάληψη του ίδιου,ακριβώς.
Πως γίνεται με τους ανθρώπους και επαναλαβάνονται όλα με το ίδιο τρόπο,ένα σιγουράκι;Η μήπως,η ασημαντότητα του ανθρώπου ιδωμένη απο τα δικά μας μάτια,είναι η στάχτη που μας εμποδίζει να δούμε οτι,
όλα είναι τυχαία και απροσδιόριστα ..Μάλλον.

Και πριν ο χρόνος εκείνος φύγει,για να πάει στην παρέα των ξεχασμένων,το πλήρωμα του χρόνου για την επαγγελματική μου καριέρα στην γαλέρα ήρθε,και μια μέρα Πέμπτη του Οκτώβρη,ο μικρός πρίγκηπας χαρωπός και ευτυχής,να αναγγείλει την απόφαση του κονγκλαβίου των καραβοκύρηδων.
Δεν  θέλουμε καπετάνιο,θέλουμε πολλούς μικρούς και νέους,
εσύ να ξεκουραστείς πρέπει,είπε.
Τον κοίταξα μέσα απο τον μονόκλ μου,έβαλα το μονοκιάλι,
έκαμα ένα βήμα πίσω,να τον κοιτάξω καλλίτερα,και είπα,καταλαβαίνω.
Και αυτό ήταν,έτσι απλά χάθηκε η γραμμή του ορίζοντα,
και έπρεπε να κατέβω στήν γή και στο έδαφος ..Εκεί.

Πήρα ένα πίνακα,πούχα στην καμπίνα μου,μια ζωγραφιά με ένα ποδήλατο.Πάντα κάτι μου έλεγε το ποδήλατο αυτό.
Αλλοτε,έβλεπα το τιμόνι στραβό,άλλοτε τα πεντάλια,το ένα να είναι μικρότερο απο το άλλο,άλλοτε έβλεπα το λάστιχο πούθελε φουσκωμα,
και πάντα έπιανα κουβέντα με το ποδηλάτη.
Μου μιλούσε,του απαντούσα,ήξερα όμως,οτι με προστάτευε,
είχα την πλάτη μου σίγουρη.
Πήρα λοιπόν τον πίνακα υπομάλλης,και ένοιωθα να καίγεται η μασχάλη μου,ήταν δάκρυα καυτά,ήταν λυγμοί πούχε φύγει απο το σπίτι του,
τόσα χρόνια κρεμασμένος στο ίδιο σημείο,είχε ριζώσει και είχε πιστέψει οτι έτσι θάταν πάντα.
Το κατάλαβα,και γυρνώντας του λέω,μην λυπάσε για τίποτα,
να λυπάσει τους άλλους,που δεν ξέρουν να αγαπάνε,να λυπούνται 
και να κλαίνε.

Κατεβήκαμε την στενή σκάλα,πούχα φτιάξει με ξύλο απο οξιά πριν από χρόνια,σιγά-σιγά,κάθε σκαλι και ένας χρόνος παραμονής σε εκείνο το σκαρί.Ατέλειωτη μου φάνηκε η διαδρομή μέχρι να πατήσω γή.
Εφτασα επιτέλους κάτω,πήγα δίπλα στο σκαρί,είχε ξεφλουδίσει σε πολλά σημεία,το παραμέλησες σκέφτηκα,το χάιδεψα τρυφερά,και γυρνώντας προς την πλώρη,σαν να μου φάνηκε οτι,το μάτι πούχα ζωγραφίσει μόνος μου,δάκρυσε,σταγόνες δάκρυα πέσαν στην θάλασα μαζί με την αλμύρα τους.Μην βάλεις τα κλάματα,πίεσα τον εαυτόν μου,μην δώσεις την χαρά, στον τύπο που σε κοιτάζει απο την κουπαστή,και περιμένει να σε δεί να λυγίζεις,μην του κάνεις την χάρη.

Γύρισα μαζί με το πίνακα με το ποδήλατο,
η πλάτη μου,την ένοιωθα ζεστή,κύματα αγάπης και τρυφερότητας μούστελνε η αγαπημένη μου σκούνα .
Και τότε,ένα τεράστιο δάκρυ έφυγε και έσταξε στην γη,
και τρύπα θεόρατη άνοιξε...

Φευγαλέα κοιτώντας πίσω,ψέλισα Αντίο,
και η σκούνα έκανε ενα νεύμα,νόμισα, οτι σηκώθηκε η πλώρη,
αντίο φίλε μου,σαν μου είπε. 

Πήρα το ποδήλατο και έφυγα,ρίχνοντας πέτρα πίσω μου ..

Ηταν τέλος του 2010,και έτσι έκλεισε ένας ακόμη κύκλος 

ΔΕΛΙΦΙΝΟΣΗΜΟΣ








 










 

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

ΤΑ 21 ΣΚΑΛΙΑ /ΣΚΑΛΙ 9 Η ΑΓΙΑ ΕΛΕΝΗ


Γράφοντας για σκαλιά και στάσεις της ζωής μου,δεν θα μπορούσε να λείπει,
και ένα μεγάλο πλατύσκαλο αφιερωμένο στην μάνα Ελένη,
μιά απο τις πολύ λίγες,και πολύ σημαντικές παρουσίες της ζωής μου.
Ονομα όμορφο,το λες και γεμίζει το στόμα σου,με γλύκα και μυρωδιές απο βασιλικό και δυόσμο,μια τριανταφυλένια ονομασία,μια ουράνια ιαχή απο γράμματα που στοιβαγμένα τόνα πάνω στο άλλο,την λαμπάδα εννοούν,κυριολεκτικά και εννοιολογικά ..
Γενημμένη το καλοκαίρι του 34,μεσοπόλεμος,μάννα της η Ευγενία,
και πατέρας της ο Παρίσιος.
Η μάννα της η Ευγενία,απο σόι καραδεξιών τεατζήδων,
την είχαν δώσει σαν ψυχοκόρη σε κάποιον Κοντογιάννη μέχρι τα δεκαοκτώ της,
και στην συνέχεια υποτακτική κόρη και αδελφή στους Κορτέσηδες,
που ήταν και το πατρικό της όνομα.
Ο πατέρας της,Παρίσιος Ευγενικός,απο καλή γενιά καταγόταν,έλεγε η γιαγιά μου,
απο ένα παρακλάδι των Ευγενικών της Πόλης,και τον δεσπότη Ευγενικό της Εφέσου. Κάποιο παρακλάδι τους,ρίζωσε στο νησί πριν απο εκατό χρόνια.
Αξιωματικός του ιππικού στην μικρασιατική εκστρατεία,βενιζελικός μέχρι τα μπούνια,είχε ακόμη δύο αδέλφια,και ο ένας απο τους δύο,πηγαινοερχόταν απο τα σύρματα της Μέσης Ανατολής,στην Γυάρο,και στη Μακρόνησο .

Μοναχοκόρη και μοναχοπαίδι,μεγάλωσε σε ένα κουκούλι πασπαλισμένο με χρυσόσκονη και προσοχή,μη μου άπτου,έγκλειστη μοναχή,
γύρω- γύρω τοίχοι απο σιωπή και απαγορεύσεις .
Ούτε καν σχολειό δεν την άφηναν να πάει,κουτσά στραβά,και με χίλια παρακάλια τέλειωσε το δημοτικό,και έμαθε μερικά κολυβογράμματα.
Να γράφει το όνομά της με γράμματα γεμάτα γωνίες,γράμματα ιδεογράμματα, διαμαρτυρίες και κραυγές αγωνίες,και άγνοια,όλα μαζί στο νεανικό της κεφάλι.
Με μια τύραννο μάννα,και ένα πατέρα που την αγαπούσε με το τρόπο του.
Κεντήματα και βελονάκι,κρυμμένη πίσω απο τα παραθύρια με τους βασιλικούς,
και το αγιόκλημα,να παρακολουθεί το κόσμο,με ματιά τεθλασμένη,
να σέρνεται μέχρι την παρακάτω ρούγα.
Την παίρνανε τα απογεύματα της Κυριακής,και ροβολώντας τα σοκάκια,
περατζάδα στην παραλία κάνανε,με πασατέμπτο,και το βλέμμα μόνο μπροστά,
πέρα δώθε να ανεμίζουν οι μακρυές μέχρι το κότσι φούστες,
και τα σκληρά σπαρπίνια να παλεύουν με τις πλάκες της παραλίας.
Δεν είδε ποτέ την θάλασσα παρότι ήταν εκεί δίπλα,δεν μπορούσε να δεί τα φώτα στα γύρω μαγαζιά,μόνο μπροστά,σαν τον γκαβό,πούχε πιαστεί ο σβέρκος του .
Πέρναγαν τα χρόνια,πέρασε ο πόλεμος,και η κατοχή,σχετικά άνετα για όλη την οικογένεια,και η Ελένη μεγάλωνε και αυτή,και ομόρφυνε,μια μελαχροινή κούκλα,
με κάτασπρο δέρμα και όμορφα μάτια,μια πολύφερνη νύφη,μια επένδυση για εξαγορά.
Ομως εκεί πούπαιζε ο Θεός με τα ζάρια,ένα ασόδυο έκατσε στην πόρτα του Παρίσιου,και αρρωσταίνει,απο μια αρρώστια απίθανη,υδροποικοίαση την λέγανε,
και μέσα σε λίγους μήνες πέθανε,δεν ήταν ούτε πενήντα χρόνων.
Αφησε μάνα και κόρη απαρηγόρητες,ένας λαμπερός κόσμος να γκρεμίζεται σε συντρίμια για δύο γυναίκες,που όλοι πιά,τις κοίταζαν με περίεργο τρόπο,
σαν απόκληρες,σαν μιάσματα,σαν να έφταιγαν αυτές που ο Παρίσιος πέθανε.

Η Μάνα Ευγενία,με μαύρη ψυχή και μαύρα ρούχα σαν γυναίκα Ταλιμπάν,
που τα φορούσε μέχρι που πέθανε,με δάκρυα ποτάμια,τσακισμένη,
δεν μπορούσε να δεί,και να κάνει τίποτε για κανένα,πολύ περισσότερο για την κόρη της,και όταν ήρθε το προξενιό,χωρίς να το σκεφτεί,είπε το ναι.
Ηταν,δεν ήταν 17 χρόνων,και της έδιναν για άνδρα,έναν αγρότη 34 χρόνων,
χωρίς να ρωτήσει κανείς,κανένα.Και από τα κρίνα και τα πούπουλα,
βρέθηκε να μαζεύει καπνά και να τρυπιέται με βελόνες να περάσουν τα φύλλα καπνού,και μίσησε τα πάντα γύρω της,την μάνα της που την μικροπάντρεψε,
τον άνδρα της που δεν της έφταιγε σε τίποτε,την γή,και το χώμα,που την έκαναν σκλάβα τους.
Ηθελε να φύγει,να πάει μακρυά,να περάσει θάλασσες και ωκεανούς,
στην Αυστραλία,στην Γερμανία,να φύγει,να πετάξει από πάνω της,
την σκόνη απο το χώμα που της τριβέλιζε το μυαλό.

Είχα γεννηθεί και εγώ,και βρήκε ένα ακόμη λόγο να φύγει,δεν ήξερε που,
απλώς να φύγει απο κείνο το μέρος,με την μάνα της στα μαχαίρια,
με τον άνδρα της το ψωμί πικρό και το νερό στυφό,με τις αδελφές του Γιάννη στο τσακωμό επίσης,χωρίς λόγο πάντα,με το σπίτι,με τα κεραμίδια νάναι θηλειά 
στο λαιμό της,και μόνο η δική μου παρουσία,και το γεγονός οτι ήμουν καλός μαθητής,
της έδινε μια ευχαρίστηση,στην ουσία μια δικαιολογία,για ενδεχόμενη απόδραση απο την κόλαση,πούχε φτιάξει στο μυαλό της,ήδη .

Ηθελε να φύγει,αλλά όσο ήταν εκεί,ήθελε και να ξεχωρίζει,
στην ουσία να εξαργυρώνει την παρουσία της με λύτρα παραμονής,
να αγοράζει τα καλλίτερα,να χαλάει για ρούχα για όλους μας,να έχουμε πρώτοι οτιδήποτε καινούργιο,πρώτοι,είχαμε ψυγείο με πάγο,πρώτοι,κουζίνα με αέριο, ραδιόφωνο με ρεύμα,και ραδιόφωνο με μπαταρίες για να ακούει ο πατέρας μου,
να τον αγαπά με τον δικό της τρόπο,που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο,
ούτε τότε,ούτε αργότερα.
Να χωρίσουν ήταν το καλλίτερο,αλλά ποιός τολμούσε να το σκεφτεί,
να το πεί,σε ποιόν;
Στην μάνα της,που θα την έσφαζε στο γόνατο,στον άνδρα της,
στις φίλες που δεν είχε,δεν υπήρχε επιλογή τέτοια,και το συμβόλαιο ήταν ισόβιο,χωρίς απαλλαγές.
Ημουνα το διαβατήριο της,και το σφράγιζε η πορεία μου στο σχολείο,
το εξαργύρωνε με το να με κακομαθαίνει,κόντρα στον πατέρα μου,
κάνοντας ενα ιδιότυπο μέτωπο των δύο μας,εγώ έπρεπε να σπουδάσω,
και δοθείσεις της ευκαιρίας,αυτό έπρεπε να γίνει αλλού,μακρυά,όχι εκεί,
όχι στα χωράφια που τάκαιγε ο ήλιος το καλοκαίρι,και σε περνούσαν χιλιάδες βελόνες απο την υγρασία το χειμώνα.

Και τα κατάφερε,το καταφέραμε δηλαδή,συνομοτώντας και πιέζοντας,
βρεθήκαμε στην Αθήνα,ενώ ξεκίναγε η δικτατορία,και δεν υπήρχε δυνατότητα εναντίωσης και αντίδρασης.
Μαζί με την δημοκρατία,είχε πεθάνει και η ελευθερία επιλογών του πατέρα μου .

Ο παράδεισος που φαντασιωνόταν,δεν ήταν εκεί,έπρεπε να περάσουμε όλοι απο το καθαρτήριο για τον βρούμε,πόνος,κόπος,και θυσίες έπρεπε να δοθούν ενέχυρο,
και αντάλλαγμα,για να ανοίξει η πόρτα του.
Απο σπίτι σε σπίτι,σε υπόγεια ανήλιαγα και υγρά δωμάτια,με σπασμένες καρέκλες απο τις πολλές μεταφορές,ο πατέρας μου να πολεμάει για το μεροκάματο,
αδικημένος και αυτός,απο τις επιλογές άλλων,
η μάνα μου,να νοιώθει οτι,πάλι δεν τα κατάφερε,να πετύχει το όνειρο της,
εγώ και ο αδελφός μου,ο καθένας στο δικό του κόσμο,και στο δικό του στρατόπεδο δηλωμένος .

Η Ελένη,δεν ήθελε ποτέ,να παραδεχτεί οτι,ήταν λάθος επιλογή
η φυγή της απο το νησί,και για να βοηθήσει κιόλας την οικογένεια της,
δούλεψε σε δυο-τρείς δουλειές,και εκεί,κάηκε το σύμπαν μέσα της,και στο κεφάλι της. Αρρώστησε,το μυαλό της την πρόδωσε,το επεδίωξε,να χαθεί μέσα σε καταστάσεις φανταστικές,μέσα σε καπνούς απο φιγούρες,που χόρευαν πυρίχειο χορό,
μια πάλη με το λογικό,που είχε θύμα την ίδια την λογική.
Εμεινε η ''ιδανική'' κατάσταση να ορίζει την ζωή της,έβλεπε και άκουγε αυτό,
που εκείνη είχε επιλέξει,και άφησε σε μας,να την ψάχνουμε,πότε στην ταράτσα πούθελε να μετρήσει τ΄άστρα πέφτοντας ανάσκελα στο κενό,
στο μπάνιο,πούθελε να καταπιεί την άσπρη σκόνη,ζάχαρη  δηλητήριο,
και την ετήσια βόλτα μετά θεαμάτων στην κλινική του Βλαστού.
Στο πάνω όροφο αυτή,με τα ήπια συμπτώματα,και στον κάτω,οι σωστοί τρελοί .

Εφευγε,την έψαχνα,την περίμενα,την άκουγα στις όμορφες ασυνάρτητες για μένα, απόλυτα λογικές για την ίδια,παρατηρήσεις,την κρυφάκουγα,μην,και αλλάξει πλευρό και όνειρα.
Και μαζί με όλα αυτά,η ζωή μας πήγαινε λίγο μπροστά κάθε φορά,
λίγο καλλίτερα για μας,λίγο χειρότερα όμως για την Ελένη και τον Γιάννη.
Και σε κάθε τέτοια στροφή,όλο και λασκάριζε η βίδα που τους έσφιγγε τόσα χρόνια στην μέγγενη της απόρριψης,και γινόταν κάθε στροφή και βόλτα,πιο ήρεμη,
για να καταλήξει πιο γλυκειά,όταν πια,ο Γιάννης αρρώστησε,και έπεσε στα γόνατα,κοινός θνητός μπροστά στο θάνατο του,που ερχόταν με πόνο,
με βουητό,αβοήθητος απο τον Θεό,παραδομένος μόνο,στην θαλπωρή της αγάπης όλων,πούχε τότε,θεριέψει και είχε ομορφύνει το σύμπαν μας.
Και σε κάποιον Αυγουστο,το 92 ήταν,μια μέρα μετά τα γενέθλια της,
γινόταν 58,ο Γιάννης,άφησε την μάννα μου,για να πάει στην άλλη τάξη,
να μπεί επιτέλους στον παράδεισο,πούψαχνε και αυτός με το δικό του τρόπο,
όλη του την ζωή.
Και έμεινε η Ελενη μόνη,βουβή,να παλεύει την έλλειψη,και να μην μπορεί,
να δικαιολογήσει στον ευατόν της,οτι,τελικα τον αγάπησε,έστω έτσι,έστω στο τέλος, και της έλειπε,για να τσακώνονται για κάθε τι,για να παλεύουν δύο ξεροκέφάλα μουλάρια στο αχυρώνα με τις σβουνιές,πούγιναν καπίρες καμμένες και αλοιμμένες  με το λάδι,ζεστό και πράσινο,όπως έτρεχε στο λιοτρίβι.

Εφυγε από το σπίτι,πούταν με τον Γιάννη,και έμεινε ένα στενό παραπάνω,
μόνη της,με τους δαίμονες της,τα φαντάσματα που ζητούσε επιτακτικά για παρέα,
και σπάνια με τα παιδιά της,και τα εγγόνια της που την αγαπούσαν για όλα,
μα προπάντων για την περίφημη ιδιοτροπία της .
Εφτιαχνε εικόνες και πορτραίτα των εγγονιών της,σε κάθε παιδί,
που πήγαινε να της πεί τα κάλαντα,τους ρωτούσε τι κάνουν οι γονείς τους,
τους αγόραζε ρούχα και καλούδια,ξένα παιδιά για μας όλους,
δικά της όμως,φταγμένα απο το μυαλό της,που έτσι τα ήθελε,και έτσι τα είχε.

Απο πολύ νέα πίστευε οτι,θα πεθάνει νωρίς,κάθε εποχή πέθαινε,
και κάθε εποχή,ήταν γιαυτήν,η τελευταία.
Είχε πάντα μανία με τα χρήματα,που δεν της έλειψαν ποτέ,αλλά πάντα επίσης πίστευε οτι,θα πεθάνει ζητιανεύοντας,ντυμένη στην τρίχα,μια ζητιάνα περιωπής και απο σόι.
Είχαμε πάντα,μια περίεργη σχέση μεταξύ μας,απο τότε που θυμάμαι τον εαυτόν μου,την θεωρούσα σύμμαχο,σε κάθε μου ιδιοτροπία,και απαίτηση,
και πάντα πίστευα οτι,μου έκανε τα χατήρια,χωρίς αντάλλαγμα.
Ομως αναρωτιόμαι,μήπως μέρος του άκρατου ενδιαφέοντος της για μένα,
ήταν κάρφος στον πατέρα μου Γιάννη,μια συμμαχία που είχε δικά της συμφέροντα νομίζω.

Ζούσε μόνη της,με την μοναξιά της,με τους αόρατους φίλους,
και αόρατους εχθρους της,και πότε -πότε,μου τους σύστηνε και σε μένα,
και περίμενε να δεί τις αντιδράσεις μου,μετά την γνωριμία μου,μαζί τους.
Αλλοτε,τους δεχόμουνα,άλλοτε την πετροβολούσα με την ακράδαντη λογική μου,
και την επωδό ''Πάλι,δεν πήρες τα χάπια κυράΛένη ".
Και εκεί,κάνοντας και οι δύο συμβιβασμό,εγώ να μιλάω με τα όνειρα της,
και αυτή να χαπακώνεται σύμφωνα με τα πρέποντα,και δέοντα .

Χρήματα,γνωριμίες με φαντάσματα,ξεροκεφαλιά για την υγεία της,
είχε παχύνει υπερβολικά,έτρωγε οτιδήποτε την επιβάρυνε,
την μια,της έβαζα χέρι,την άλλη,την άκουγα με προσοχή,
και αντί,να μένω λίγο πιο πολύ μαζί της,έβρισκα δικαιολογίες να φύγω γρήγορα,
σαν κυνηγημένος,σαν να κυνηγούσαν εμένα τα φαντάσματα,
σαν μην είχα δύναμη να κάτσω και να μιλήσω μαζί τους.
Μια λογική δήθεν,στην ουσία μια προδοσία,και μια αποφυγή της παρακμής που νόμιζα οτι μετείχα,ενώ ήταν οι πιο μαγικές στιγμές που θάπρεπε να ζήσω πολύ,
και πιο πολύ,και πιο βαθειά,τρώγοντας συγχρόνως τα λαδερά πνιγμένα στο λάδι,
και να πασαλείβομαι με γλυκά,πούταν γύρω γύρω μέσα στο  σπίτι,
σαν παιδί πούχε μουστάκια απο σοκολάτα,και να μοιράζομαι την σκανταλιά μαζί της αντί να φεύγω,δίνοντας της,τα λύτρα της τύψης,χρήματα ...

Πέρναγαν τα χρόνια,σαν το βαρούλκο στο μαγγανοπήγαδο,
που το κουνούσαν γέρικα βόδια,και κάθε φορά,κάθε μήνα πιο αργά,
πιο δύσκολα,και το νερό στέρευε και λιγόστευε,και ο ήλιος της χανόταν στα σκοτεινά δωμάτια,κρυμμένα απο κουρτίνες να τον κρύβουν,για νάναι πιο άνετα τα φαντάσματα μήν και τρομάξουν,και φύγουν και την αφήσουν ολόμονη .
Νόμιζε,η της είπαν οτι,ήταν άρρωστη,και είχε κάμει σύμβαση με την φαρμακοποιό,
να της δίνει τα φάρμακα,που εκείνη πίστευε οτι ήταν τα καλλίτερα,
με το κιλό,και τις οκάδες,και γέμιζε πλαστικές σακκούλες απο αυτά,
και μετά,δεν μπορούσε να βρεί πιο είναι για τι,και τα έπαιρνε με τις χούφτες,
μια ιδανική αυτοκτονία με δόσεις,μια πορεία με δηλητήρια,
που τάπαιρνε για να ζήσει μια μέρα ακόμη,στην ουσία,για να φύγει μια ώρα αρχύτερα.

Η ζωή της,ένας τοίχος απο καμβάδες και πίνακες,λουλούδια στον αγρό,
με την παιδούλα να τα μαζεύει,ανοιχτά και φωτεινά χρώματα,κατανοητά θέματα,
μετά στην συνέχεια,σκουράντζες και σκληρές γραμμές κυβισμού,
αφαιρετικά και ακατονόητα για τους αλλους,για να φτάσουμε στην αποκορύφωση,
ένας πίνακας- κραυγή,μια λέαινα που βρυχάται,χτυπημένη και λαβωμένη,
αδύναμη,μα έτοιμη,για την μεγάλη βόλτα στο κήπο της Εδέμ.

Δεν άλλαξε τον κόσμο με την παρουσία της,δεν θα την γράψει η παγκόσμια ιστορία, για κάποια εφεύρεση η καινοτομία,όμως,είναι η πρωταγωνίστρια της ζωής μας,
ημών όλων,είναι η θεά που κατέβηκε απο τον Ολυμπο,σε μας,τους κοινούς θνητούς, και συγχρόνως να οδηγήσει ένα μονοπάτι,το δικό της,αυτό που της έλεγαν οι φωνές, και απλώνοντας τα χέρια της σαν τείχος προστασίας σε κάθε μας βήμα,
σαν εμπόδιο στον γκρεμό πούταν δίπλα μας,και τα κατάφερε.

Κάποια μέρα,ένα βράδυ συζητώντας μαζί της,για τα εγγόνια της,
για τα χρήματα που της λείπαν,για κοινά συνηθισμένα πράγματα,
με τις φωνές μου,άγριες στο τηλεφωνο,μη αντέχοντας τις συναντήσεις της,
με αγνώστους.
Εκλεισε το τηλέφωνο,κλείδωσε πόρτες,παράθυρα εσωτερικά,
και εξωτερικα, μάνταλα παντού,και εκεί,κάπου,μέσα στην νύχτα,
ήρθε ο βαρκάρης και της ψιθύρισε στο αυτί:
''Hρθε η ώρα Ελενη,είσαι έτοιμη;'' 
''Nαι,του αποκριθηκε,σαν απο καιρό''.
Μπήκε στην βάρκα μαζί του,για να περάσει απέναντι,ήσυχα,αθόρυβα,
και χωρίς να ενοχλήσει κανένα,ταξίδεψε στην λίμνη φορώντας τα καλά της,
για να συναντήσει τον Γιάννη,έτσι δεξιά του Θεού που καθόταν,και την περίμενε .

Εφυγε ένα βράδυ του Νοεμβρη,του 12,χάθηκε στα σύννεφα,
αφήνοντας όλους μας,ορφανούς και μόνους.
Πολλές φορές όμως,νοιώθω την παρουσία της,να με παραμονεύει,
σαν να περιμένει να ξανατσακωθούμε για λόγους που δεν προλάβαμε τότε,
πνιχτές φωνές και ψίθυροι στις γωνιές του μυαλού μου..
Ακούω τις φωνές και εγώ,κυράΛένη,μη βλέπεις που δεν το λέω φωναχτά,
είμαι σαν και σένα,απο τα ίδια υλικά,και πλέω στα ίδια ανεκπλήρωτα όνειρα .. 

Δεν πιστεύω να κάνεις ζαβολιές και εκεί πάνω,έτσι Λενάκι ;

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ

 









ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...