Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5:Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΗΣ ΕΛΙΑΝΘΗΣ


Ηρθε με ψιθυριστά βήματα,ακούμπησε τα κερασένια χείλη της,στα δικά του,
έκλεισε τα μάτια του,και ονειρεύτηκε την επόμενη στιγμή.
Φανταζόταν τον ευατόν του,να στροβιλίζεται ανάμεσα σε αέρινα τούλια,
που τυλιγόταν γύρω απο το πρόσωπό της,
την έχανε,και πριν λυπηθεί,την ξανάβρισκε.
Ερχόταν σαν τον Ιησού μετά την ανάσταση στους μαθητές του,
δεν πίστευε οτι ήταν εκεί,αν δεν την ένοιωθε,
με αυτά τα απαλά αγγίγματα των καμπυλόγραμμων χειλιών της,
σαν το θρόισμα που κάναν τα ρούχα της,και το μεθυστικό άρωμα της.
Ηταν ένας θηλυκός μυροβλήτης,όταν ήταν εκεί,
σε ακούμπαγε απαλά η μυρουδιά της,
και όταν έλειπε σε τύφλωνε η αύρα απο το μύρο της.
Ο Ιανός ήταν βέβαιος οτι,κάθε φορά μύριζε την ίδια μυρουδιά,
με διαφορετικό τρόπο,ανάλογα με το τρόπο που τον κοίταγε.

-''Γειά σου'' είπε η Ελιάνθη.
-''Ναι,γειά σου και σε σένα'' προσπαθώντας να την κρατήσει κοντά του,
για λίγο περισσότερο.
Το μυαλό του έτρεχε στο χρόνο,μπρός,για να σκεφτεί τις στιγμές που θα ακολουθήσουν,πριν,για να θυμηθεί εικόνες πούτρεχαν μέσα στο νού του,
με ταχύτητα,καρέ -καρέ,μιας ταινίας που δεν είχε χρώματα,
μια ταινία σε μια απόχρωση του γκρί,
μια έρημος,και μια όαση,αυτή,και μόνο αυτή.

-''Συγνώμη που άργησα,αλλά είχε πάρα πολύ κίνηση'' δικαιολογήθηκε.
-''Αργησες;Ούτε που το πήρα είδηση,όντως είχε κίνηση''.
Τα είπε αφηρημένα,χωρίς να τους δίνει καμμιά ουσιαστική αξία,
ήταν,δεν ήταν έτσι,ποιός νοιαζόταν για όλα αυτά.
Θα την περίμενε ώρες,και θα την δικαιολογούσε,
οτι,και να τούλεγε,σκέφτηκε με χαρά.

Βρισκόταν σε ένα πολύ μεγάλο χώρο,ντυμένο στο λευκό φως,
ψηλά πολύ από τη γή,σε κάποιο όροφο ίσως,
ένα τραπέζι,με δύο λευκοπράσινα  βάζα,
με τρία τριαντάφυλλα το καθένα,κομέννα κοντά στα κοτσάνια τους,
ίσα που ακουμπούσαν στο νερό,που τους έδινε ζωή και κύρος.
Δύο καρέκλες με ψηλή ράχη,σε μια απόχρωση του απαλού γκρί,
δεν σε προκαλούσαν να κάτσεις,αντικρυστά τοποθετημένες,
και ένα χοντρό βιβλίο,γεμάτο αναμνήσεις τεθνεόντων περιηγητών.
Ενα τεράστιο κρεβάτι δέσποζε στον χώρο,
και δίπλα του δύο όμορφα λαμπαντέρ αναμένα,
να ρίχνουν ένα γλαφυρό και υποτονικό φώς στο δωμάτιο.
Το κρεβάτι σκεπασμένο με μια μπλέ καπιτονέ κουβέρτα,
και απο μέσα προκαλούσαν το μάτι,λινά κατάλευκα σεντόνια.
Ετσι είχε πεί,της άρεσαν,έτσι ήταν πάντα,για χάρη της.

Πέρασε απο μπροστά του αργά,γύρισε και τον κοίταξε,
με εκείνο το μυστηριώδες για την περίσταση μισοχαμόγελο,
τα μάτια της μισόκλειστα,και μαζεμένες όλες οι υποσχέσεις,
ριπές απο βλέμματα,του Ιανού την ψυχή,πυρπόλησαν.

-''Για,πες''είπε,ενώ άφηνε την τσάντα της,στην δεξιά καρέκλα.
Πάντα ήταν ένα μυστήριο,που παρέμεινε τέτοιο μέχρι σήμερα,
τι διάβολε βάζαν,και τι χωρούσε μέσα,κάθε γυναικεία τσάντα.
Ρώταγε δήθεν αθώα:
''Ρε κορίτσια,τι κουβαλάτε κάθε μέρα στην τσάντα σας;''
 και στην απάντηση,όλες συμφωνούσαν:''Γυναικεία πράγματα''.
Αντε τώρα να βρείς άκρη,ασήκωτες πάντα,ανακατεμένες πάντα,
και όταν της ζήταγε μια βούρτσα,να χαλιναγωγήσει τις όποιες τρίχες του,
με τον πιο φυσικό βέβαια τρόπο,του έλεγε:
-''Πάρτην είναι στην τσάντα μου..'' 
Eκείνος,από συστολή έβαζε το χέρι,
αποφεύγοντας να κοιτάξει,και ψαχούλευε,ανακάτευε,
το συρφετό πούπιαναν τα ακροδάχτυλα του,αλλά βούρτσα πουθενά..
Αγανακτούσε απο το ανηλεές και μη αποτελεσματικό ψάξιμο,
και πάντα σχεδόν,της την έδινε,και αυτή με το πιο φυσικό τρόπο,
έβαζε το χεράκι της,έβγαζε αμέσως την βούρτσα και του την έδινε,
με κείνο το σχεδόν κοροιδευτικό τρόπο..

Δεν της απάντησε στην ίδια πάντα κλασική της ερώτηση,
αφού μεταξύ των άλλων,είχε και την φιλοσοφία της τσάντας να μελετήσει.
Αφησε την τσάντα της να ακουμπήσει στην καρέκλα,
το πάλεψε με κανά δυό προσπάθειες να την σταθεροποιήσει,
μην και σκορπίσουν στο πάτωμα ''τα γυναικεία πράγματα'',
έτσι ανοιχτή που την άφηνε πάντα.
-''Γιατί βρε κορίτσι μου δεν την κλείνεις ποτέ,είναι επικίνδυνο,
θα χάσεις πράγματα;''της έλεγε ο Ιανός,
και αυτή πάντα,το μόνιμο επιμύθιο:
-''Tο ξέρω,έχεις δίκιο'''
Eίχε βέβαια δίκιο,αλλά ποτέ δεν τον άκουγε σε αυτό.


Ανασηκώθηκε η Ελιάνθη,και γέμισε ο χώρος απο ομορφιά,
μαζί με υποσχέσεις που ζητούσαν δικαίωση για λογαριασμό της.
Μια γυναίκα,που εξέπεμπε,μια γλύκα,ανακατεμένη με έντονη ερωτική επιθυμία.
Ηταν όμορφη,οχι εκθαμβωτική,αλλά για τον Ιανό ήταν η πιο όμορφη γυναίκα στο κόσμο.Τόλεγε,και το πίστευε,με όλες τις εξηγήσεις,
που απαιτούσε ο δύσκολος και απαιτητικός χαρακτήρας του.
Της τόλεγε συχνά και με πάθος,και αυτή τον κοίταζε με τα υπέροχα μάτια της,
και του απαντούσε πάντα έτσι:
''Ε όχι και η πιο όμορφη,έχω το γνώθι σ'εαυτόν..''
-''Ομως,το νοιώθω,το πιστεύω οτι το εννοείς,και μου αρέσει,τόσο πολύ ''
συνέχιζε πάντα,με τα ίδια λόγια.
Αυτό,της είπε και τώρα,την ίδια απάντηση του έδωσε και αυτή,
και συμφώνησαν οτι,δεν ξέχασαν ούτε ένα κόμμα,
και δεν παράλειψαν καμμιά λέξη,στην επιβεβαίωση της ομορφιάς της,
όπως την ένοιωθε και την πίστευε ο Ιανός.

Ο Ιανός στις αναζητήσεις του με το άλλο φύλο,πάντα πρόσεχε,
πολύ συγκεκριμένα πράγματα σε αυτό.
Τα μάτια,και οι ματιές τους,τα χείλη και και τα χέρια,
κυρίως τα δάχτυλα,ήταν τα σημάδια που του μιλούσαν,
και τον επηρέαζαν πάρα πολύ.
Αν είχε και ωραία πόδια,ήταν ακόμη καλλίτερα.
Αυτά του αρκούσαν,να φτιάξει φάκελο,να ανοίξει παρτίδες,
και να δημιουργήσει μια εικόνα,βάζοντας τα δικά του θέλω,
τις δικές του επιθυμίες,και στο όνειρο,τούδινε όνομα και τίτλο.
''Η Ελιάνθη,η πιο όμορφη γυναίκα στο κόσμο ..''

Σήμερα,φορούσε ένα μπλέ παντελόνι,αν και δεν αποδεχόταν
ο Ιανός τις γυναίκες που φόραγαν παντελόνια.
 Από πάνω φορούσε μια λευκή μπλούζα,
με κεντήματα γύρω απο το λαιμό,
και λευκή μικρή δαντέλα στο κάτω μέρος.
Φαινόταν οτι,φορούσε λευκά εσώρουχα,
αλλοίμονο της,αν ήταν κάποιο άλλο χρώμα,εκτός απο λευκό και μαύρο.
Την λάτρευε γιαυτό,τόκανε μόνο γιαυτόν,έτσι ήθελε να πιστεύει,
και ήταν το βασικό στοιχείο στην ζωγραφιά πούφτιαχνε για κείνην.
Μαύρα παπούτσια με τακούνι,ασημένιο σταυρό στον όμορφο λαιμό της,
ρολόι μεγάλο,ανδρικό σχεδόν,και κάτι μπιχλιμπίδια στους καρπούς της,
τα σιχαινόταν,αλλά δεν είχε καταφέρει,να την πείσει,
να μην τα κουβαλάει μαζί της,στα χέρια της .

Την κοίταγε σαν αποσβωλομένος,
ακίνητος,ενεός,ακούνητος και ασάλευτος.
Την θαύμαζε,για την εικόνα πούστελνε στην ψυχή του,
για τα ρωγμές στην ατσαλάκωτη δήθεν θεωρία του,
που προκαλούσαν τα βόλια από τα μάτια της,
οι υποσχέσεις,οι ερωτικές,οι ανήθικες,και οι σκέψεις,
οι ανομολόγητες,τον κυρίευσαν.

-Τι με κοιτάς,σαν να είναι η πρώτη φορά,σαν να με βλέπεις για πρώτη φορά''
''Μήπως,έχω κάτι και δεν σου αρέσει..''συνέχισε τις ερωτήσεις,
Ομως γινόνταν έτσι,για το παιχνίδι,για όλες τις ερωτήσεις της,
είχε η ίδια τις απαντήσεις,και τόκανε,
είτε σαν μέρος της ίδιας ιεροτελεστίας,
είτε κυρίως,σαν επιβεβαίωση οτι,αυτή,ήταν ο κυρίαρχος του παιχνιδιού,
ήξερε τους κανόνες,ήξερε τις ερωτήσεις,ήξερε και τις απαντήσεις.

-''Μ'αγαπάς;'' τον ρώτησε,με επιτήδευση στην χροιά της φωνής,
και με αναμονή γνωστής ήδη απάντησης.
Σαν ηχώ άκουσε την ερώτηση ο Ιανός.
Σαν πιστολιά απο όπλο πούχε ξεχαστεί και εκπυροκρότησε απο μόνο του,
σαν τον ήχο του νερού,που κυλάει μέσα στην χούφτα και αμέσως χύνεται στη διψασμένη γή,σαν το αεράκι που σπρώχνει τα φύλλα της ροδιάς για να φανεί μπροστά,ενας ήχος απόηχος,και μέχρι νάρθει η ερώτηση σε αυτόν,την ξέχασε.
-''Τι θα πει Μ'αγαπάς,ρωτάς να μπορώ να κάνω κάτι άλλο,
 αν έχω επιλογή,αν είμαι ελευθερος να σκεφτώ κάτι άλλο,
 δεν υπάρχει ερώτηση σε αυτό.
 Είναι σαν να λέμε οτι η νύχτα έχει ήλιο και η μέρα φεγγάρι,
 υπάρχει τέτοια περίπτωση,όχι,δεν υπάρχει.
 γιατί οφείλω απάντηση;''
-''Mου αρέσει,να μου το λες '' συνέχισε αυτή,
αφού είχε διαβάσει όλες τις κρυφές του σκέψεις..
-Σου αρέσει η λέξη Σ'αγαπώ;''αντιγύρισε ο Ιανός.Λοιπόν άκου:
-''Πολύ,απέραντα,αιώνια,χίλια σκαλιά,στον θεό,στον ουρανό,
 όσοι οι κόκκοι του γιαλού,όσα τα αστέρια του ουρανού,
 θέλεις εναν αριθμό μαζί με τον χρόνο δεμένα,άλυτο παγκόσμιο θεώρημα..
 και όταν επιλυθεί ξαναρώταμε,να σου απαντήσω με ένα ακόμη άλυτο γρίφο. 
-''Θέλω,μόνο την λέξη,τι θα γίνει μαζί σου,τόσο δύκολο σου είναι;''
-''Oχι καθόλου,εγώ δεν θέλω την κοινοτυπία της λέξης,
  και ενός ποσοτικού προσδιορισμού,
  αν λοιπόν θέλεις να με ξεπεζέψεις,μπορεί και  να σου το πώ.''
-''Δεν παλεύεσαι με τίποτε,σ'αγαπάω τόσο πολύ.
 Να,βλέπεις,εγώ το λέω απλά και κατανοητά,''
-Ενταξει έχεις δίκιο ..'' ζορίστηκε να πει ο Ιανός,
Αν και ήξερε οτι,αυτό ήθελε απ'αυτόν,ήταν ο απόλυτος συνδυασμός χρόνου και χώρου,την έξαψη της συζήτησης,και την αναζήτηση στα τάρταρα του μυαλού της .

Σαν σε σκηνή γυρισμένη μπροστά με ταχύτητα,
βρέθηκε ο Ιανός στα κάτω απο τα σκεπάσματα,
τυλιγμένος με τα λευκά χρώματα,και τις μυρουδιές της μανώλιας,
που ανέδυαν τα σεντόνια,πλυμένα με σιδερωμένα με επιμέλεια και φροντίδα.
Ετσι ανάκελα και ανασηκωμένος,μπορούσε να την βλέπει σε πλήρη εικόνα,
και να μην χάνει καμμιά απο τις λεπτομέρειες της ιεροτελεστίας,
που εξελισόταν εκεί,μπροστά του.
Εκείνη,η Ελιάνθη,έπιασε από τις κάτω άκρες την μπλούζα της,
και την έβγαλε με μεμιάς πάνω απο το κεφάλι της,και αμέσως κάθησε στην άκρη του κρεβατιού να βγάλει και το παντελόνι της,αφού ήδη είχε βγάλει τα παπούτσια της.
Εβλεπε την γυμνή πλάτη της,και κύματα απο ιερομήκη συναισθήματα,
μαζί με επιθυμίες,τον κυρίευσαν.
Αν και,την έβλεπε στο ένα μέτρο μπροστά του,
γύρναγε το κεφάλι σαν γυροσκοπικός φακός,να παρακολουθεί απο κοντά,
κάθε της κίνηση,κάθε σημείο του κορμιού της,που φανερωνόταν μπροστά του,
σιγά-σιγά.Κατέβασε το παντελόνι της,και σηκώθηκε όρθια
μόνο με τα άσπρα εσώρουχα της,μια παλακίδα,μια νεράιδα,
έβγαλε τα ρολογιοβραχιόλια της,μην και όπλα γίνουν στην μάχη,
μην και κάνουν άλλο ήχο παρεκτός απο αυτόν που περίμενε,
δεν ήξερε,δεν ρώτησε,δεν έμαθε.
Πήγε να ξεκουμπώσει το σουτιέν,
γυρνώντας όμως προς το μέρος του Ιανού,
περίμενε την απόφαση του.
Οχι της έγνεψε,και αυτή υπάκουα,άφησε τα χέρια της να πέσουν άψυχα,
και μπήκε κάτω απο τα σκεπάσματα.
 
Ο Ιανός ήξερε,και έμαθε καλά οτι,ο έρωτας έχει πάντα μυστικά,
μεταξύ δύο ανθρώπων που είναι μαζί.
Οχι καθημερινά,επαγγελματικά,οικογενειακά και άλλα,
αλλά μυστικά στον έρωτα,και την αναζήτηση της ευχαρίστησης,και της ηδονής.
Πρωταρχικό,ήταν να ξέρεις κάθε σπιθαμή του κορμιού του άλλου,
κάθε σημάδι,κάθε ατέλεια,αυτήν την ατέλεια αγαπούσε και λάτρευε κυρίως.
Κάθε επαφή ήταν βασισμένη κυρίως σε μια κίνηση,στην αγκαλιά,
στην τεράστια μεγάλη ζεστή τρυφερή αγκαλιά,στο δώσιμο του κορμιού σου,
σαν ασπίδα γύρω απο το κορμί του άλλου.
Ο έρωτας,δεν είναι μια διαδικασία επιβολής με δύναμη,
είναι μια το δώσιμο της υπερβολής στον αλλον,
κυρίαρχα όμως είναι,να δίνεις στον άλλον,αυτό που πρέπει να ξέρεις,οτι θέλει.
 Αν δεν το ξέρεις,και εαν δεν το μπορείς,μην πεις ποτέ για έρωτα και αγάπη,
μίλα για ερωτική γυμναστική με μπόλικο εγωισμό.

Στον έρωτα,πολέμησε να κατακτήσει τις κορυφές των άγνωστων επιθυμιών της Ελιάνθης,της έδινε αυτοπεποίθηση,και δύναμη,
την άφηνε να ταξιδέψει μόνη της,στις φαντασιώσεις της,
νάναι ελεύθερη να τον βάλει στον δικό της βαρέλι,
να γυρνάει μαζί του,να έχει αφήσει απέξω τους φόβους,τις ανασφάλειες της,
να παρασυρθεί,να μην σκέπτεται οτι,δεν είναι όμορφη,οτι δεν είναι επιθυμητή,
οτι δεν αρέσει.

Πέρναγαν οι στιγμές,και κάθε φορά έβαζαν στοίχημα,
να δοκιμάσουν ένα καινούργιο επίπεδο γνώσης και εμπειρίας,
και άλλοτε το κατάφερναν και άλλοτε όχι,
σημασία όμως είχε,ήξεραν και οι δυό οτι,
όλα πια,ήταν εύκολα,αθώα,όμορφα και πραγματικά . 
Του άρεσε να την κοιτάει στα μάτια,όταν την κυριαρχούσε,
να χάνεται μαζί της,να μην μπορεί να σταματήσει τα θέλω του,μαζί της.
Ηταν όλα όσα είχε μάθει,την δική του αντίληψη για τον έρωτα,
τον ερωτισμό,την αγάπη,μαζί με την τεράστια αγκαλιά,
την ζεστασιά,και το δώσιμο,
που ήταν όλα,όσα ήθελε η Ελιάνθη απο αυτόν,
και τα απαιτούσε απροκάλυπτα,εύκολα,και αβίαστα.

Γύρισε ανάσκελα η Ελιάνθη,με κλειστά τα μάτια της,
και στριμωγμένη δίπλα του,κολημένη πάνω του,
την άφηνε να ταξιδεύει πρώτη θέση μαζί του,στο αιώνιο κήπο της Γεσθημανή,
και κάθε επαφή τους,και ένας κόμπος σφιχτά δεμένος με τον προηγούμενο, 
ένα κομπολόι απο νέους ασύμετρους κόμπους.

Τι άραγε σκέφτεται τώρα,μέσα από τα κλεισμένα παραθυρόφυλα των βλεφάρων της, 
ταξίδευε μαζί του,η μήπως αναλογιζόταν μόνη της,
τις στιγμές που προηγήθηκαν,
σαν σκηνές από την ταινία της επόμενης συνάντησης,
η ακόμη σαν συνέχεια της προηγούμενης,στο ίδιο έργο.
Ηταν μαζί του,η μόνη ψαχούλευε στις γωνιές της ψυχής της,
να βρεί,να καταλάβει,και νοιώσει,ναι,αυτό ήταν όμορφο,
σαν αληθινό που λένε,αναρωτιόταν ο Ιανός οτι,σκεφτόταν η Ελιάνθη .

Την είχε μάθει,να ακολουθεί,έτσι της το είπε,
το ρυθμό απο το Βolero του Ravel,
στην αρχή,αργά,σιγά,άφωνα,και πάντα τρυφερά,
και κάθε επόμενη,ένα σκαλί,μια οκτάβα πιο πάνω,
τα βιολιά να ζορίζουν τις χορδές,
η φωνή να ανασηκώνεται απο τον λήθαργο της προηγούμενης φοράς,
να βγαίνει άναρθρη,και μετά κάθε φορά να γίνεται κραυγή με λόγια ασυνήθιστα, δυνατά βαρειά,σαν μια ικεσία πρόσκλησης στα άδυτα,
σαν μια μυστική συμμετοχή στα άγια των αγίων της.

Πάντα είχε το ίδιο πρόβλημα,δεν θυμόταν λεπτομέρειες,
είχε ένα στόχο μόνον,να κάνει οτι ήθελε αυτή,
όσα στην αρχή καταλάβαινε,και όσα στην συνέχεια του ζητούσε.
Μόνο αυτό,του αρκούσε.
Παρασυρόταν από την δική της φωτιά,και καιγόταν τα σωθικά του,
και το είναι του,ευτυχισμένος μόνο,απο την δική της ευχαρίστηση.

-Γειά σου '' του είπε,ανοίγοντας τα μάτια,
και συγχρόνως τούκλεινε πονηρά το ένα.
-''Πόση ώρα με παρακολουθείς με αυτό το ύφος;''
 συνέχισε η Ελιάνθη και ανασηκώθηκε περισσότερο,
 τραβώντας τα σεντόνια προς τα πάνω,μια αντίδραση αιδημοσύνης,
 γεμάτη υπονοούμενα .
-''Ξέρεις''της είπε,
 ''Μου αρέσει πάντα να παρατηρώ τις θαυμαστές ατέλειες σου,
  λατρεύω κάθε σου μικρή,δεν έχεις και πολλές,ατέλεια,να την ζωγραφίζω,
  με τα δάκτυλα,και να την αναπαριστώ μετά.'' 
''Ξέρεις βέβαια οτι,μου θυμίζεις την Κατρίν Ντενέβ,στην Ωραία τη Ημέρας,
 η την Ρόμυ Σνάιντερ,στην Πισίνα''συνέχισε ο Ιανός,
 με ύφος γνώστη των πάντων,και περίμενε την αντίδραση της.

Ηταν το παχνίδι τους,κάπου αλλού,κάποιες λεπτομέρειες μας αφορούν,
κάτι μας συνδέει με τις ταινίες αυτές,με κατι άλλο άλλες φορές,
να θυμάται την σωστή σκηνη,νάχει βρεί την σχέση μαζί τους
ένα παιχνίδι μυαλού πάντα.
-''Τι σχέση έχουν όλα αυτά με μας,τώρα ειδικά ''αποκρίθηκε,
και συγχρόνως έψαχνε να βρεί την σχέση,την συνάφεια,και όλο την τρέλανε,
αυτή η απίκο κατάσταση απο την μιά,και η βαθειά αναζήτηση του,από την άλλη.
Ηξερε οτι,το μυαλό του γεννούσε απίστευτα πράγματα,απίθανες σχέσεις και επιρροές,την ταλαιπωρούσε αφάνταστα,αλλά συγχρόνως,
της άρεσε μαζοχιστικά,και την ήθελε σαν την τελευταία ερωτική πινελιά,
πριν απο την κορύφωση της ..
-''Για να σε δώ ''την προκάλεσε,με εκείνο το σαρδόνιο επιτιμητικό χαμόγελο του κεφάλα και ξερόλα.
-Λοιπόν''είπε η Ελιάνθη ,βάζοντας τον ένα δάχτυλο στο στόμα,
και ρουφώντας το απαλά.
-''Για να δούμε αν θα περάσω σήμερα στην επόμενη τάξη,
 η θα κάνω τα ίδια μαθήματα και την επόμενη φορά ..
 Η Κατρίν Ντενεβ,να ντύνεται αργά,κυρία του καλού κόσμου,
 για να βγεί σε άγρα ερωτικής ικανοποίησης,μια ικανοποίηση πέρα απο τα   συνηθισμένα,απο ανάγκη,απο φαντασίωση,πραγματικά η φανταστικά.
Αυτή την σκηνή σκέφτεσαι έτσι δεν είναι;''
-''Και η Ρόμυ Σναιντερ'';Ρώτησε ο Ιανός εντυπωσιασμένος,
που διάβαζε τις απόκρυφες σκέψεις του.
-''Εεε για την Ρομυ,είναι μιά,αυτή που πιστεύω οτι σκέφτεσαι,να βγαίνει απο την πισίνα με το απίθανο κορμί,να κυλιέται στην αγκαλιά του Ντελόν,αυτός με τα γυαλιά του,ένας επιβήτορας Αλαίν Ντελόν,να την πάρει στη άβυσο μαζί του...''
-''Αυτή δεν είναι;''Tον προκάλεσε.
-''Nαι αυτές είναι,και αναρωτιέμαι πόσο εύκολα με διαβάζεις,
 εμένα που θεωρώ οτι,κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει καταφέρει,
 παρά ελάχιστα πράγματα.''
-''Οταν αφήνεσαι γλυκέ μου,όπως εσύ σε μένα,είσαι ανοιχτό βιβλίο,
 όταν με οδηγείς με αφέλεια δήθεν κάπου,περιμένεις απο μένα,
 να καταλάβω τα νήματα που μας συνδέουν σε κάθε επιρροή,
 και που με βάζεις να υποστώ ..''
-''Υποστείς; ''
-''Ναι,να υποστώ,γιατί το θέλω και εγώ,να είμαι το ίδιο σαν και εσένα,
 όπως εσύ κάνεις σε αλλά πράγματα σε μένα.
 Είναι δική μου ανάγκη,τελικά για να είμαι μαζί σου,έτσι..''
- Είσαι υπέροχη..''
-''Το ξέρω'' του είπε,και χαμογέλασε γλυκά.

Ο κόσμος χανόταν μέσα απο τα λόγια της,ο Ιανός ανήμπορος να αντιδράσει,αφηνόταν να παρασυρθεί.
Ενα κούτσουρο που κατέβαινε στο ορμητικό ποτάμι,
που ήταν τα θέλω του,που,χτυπούσε μια εδώ,μια εκεί,
που,σε κάθε στροφή πλήρωνε τίμημα με τις πληγές του,
αλλά έτσι του άρεσε, να πονάει,να πηγαίνει όπου τον πήγαινε το ρεύμα,
να μαγκώνει και να λες,μέχρι εδώ ήταν,και μετά,
ένα καινούργιο ταξίδι στον καταρράκτη πιο κάτω,
ελπίζοντας πάντα οτι,θα επιβίωνε απο την πτώση,
και θα γαλήνευε σε ήρεμα νερά κάποτε.

Σηκώθηκε η Ελιάνθη,ντυνόταν πάντα αργά μπροστά του,βασανιστικά αργά,
να στρώσει το παντελόνι της,σιγά,αργά,μια ιεροτελεστία,κάθε ρούχο,
να κρύβει την θεσπέσια εικόνα,με τις υπέροχες ατέλειες της.
Τελείωσε,τον πλησίασε,έβαλε τα χέρια της γύρω απο το λαιμό του,
και τον φίλησε με πάθος.
Την έσφιξε στην αγκαλιά του,να την λειώσει,
και τα δόντια του δοκίμαζαν το λαιμό της.
-''Σου αρέσει,να με πονάς;''Του παραπονέθηκε δήθεν.
-''Ναι πολύ,πάρα πολύ,είμαι ο ιδιωτικός σου δράκουλας,το ξέχασες''
-''Βλακείες,σιγά τον Κόμη'',τον επιτίμησε με ύφος.

-''Λοιπόν,τι θα κάνουμε τώρα''τον ρώτησε.
-''Πεινάω σαν λύκος,εσύ..''
-''Και εγώ,πάμε''

Την άφησε να προχωρήσει μπροστά του,
ακολουθούσε την μυρωδιά του κορμιού της,
ήταν το μπαστούνι του τυφλού και παραδομένου επαίτη,στην γοητεία της ..
Η Ελιάνθη,ήταν απόδειξη αυτού που πίστευε πάντα,
σαν κοσμοθεώρηση ο Ιανός,οτι δηλαδή,
ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός,ξεχωριστός,
και υπάρχει πάντα,μόνο ένας ακόμη,
που καταλαβαίνει αυτή την μοναδικότητα του,
και αυτό το λένε αγάπη και έρωτα.
Ολοι,αποτελούμε εξαιρέσεις σε ένα κανόνα που δεν υπάρχει,
και μόνο μια εξαίρεση υπάρχει,και είναι ο έρωτας,
η αποδοχή της μοναδικότητας του άλλου,που γίνεται δική σου μοναδικότητα,
χάνοντας εσύ την δική σου.
Με την Ελιάνθη,είχε αφεθεί στην δική της μοναδικότητα,
την ακολοθούσε,άλλοτε,σαν τον ίσκιος της,
άλλοτε σαν το δαρμένο σκυλί,που ακολουθεί οτι και να γίνει,το αφεντικό του.
Οπως το σκυλί δεν ξεχωρίζει παρά μόνο ένα πράγμα,
την αγάπη για το αφεντικό του,το ίδιο και ο Ιανός ακολουθούσε τηνΕλιάνθη,μαθαίνοντας να περπατάει στα βήματα της,
να μην είναι λειψός ο ίσκιος της,και άλλοτε να είναι μπροστά της,
να της μαζεύει φιλιά απο τα περβόλια της γειτονιάς,
να της κάνει γκριμάτσες αστείου παλιάτσου,
άλλοτε,την αρκούδα που χτυπάει το στήθος της,για να γελάει,
με τα λαμπερά μάτια της.
Να σκέφτεται για λογαριασμό της,να μην κουράζει το μυαλό της,
άλλωστε αυτός της είχε χαρίσει το δικό του,
να καθαρίζει κάθε σπιθαμή απο το έδαφος που θα πατούσε αυτή σε λίγο,
νάναι ο δρόμος της γεμάτος απο αυτόν,νάναι μέσα της,γύρω της.
Μοναδική αυτή,στην εξαίρεση του κανόνα,που ποτέ,
δεν υπήρξε για κανέναν άλλο,παρά μόνον γιαυτόν .

Κάθε βράδυ,όταν ήταν μόνος του,της έγραφε γράμματα,για κάθε τι,
χαζά τα πιο πολλά,άλλοτε συνήθως ονειροπαρμένα,και της τάστελνε,
με την δύναμη του μυαλού του,έτσι πρόχειρα,με λάθη,όχι για να της πεί κάτι,
αλλά να την κάνει να γελάσει απο τα λάθη,από αυτόν,που ήξερε οτι,
δεν συγχωρούσε λάθη,που,βούταγε την τελειομανία του,στον αδυσώπητο ψυχαναγκασμό του .

-Γιατί δεν μιλάς γλυκέ μου Ιανέ,τι σκέφτεσαι πάλι'' ,
τον έφερε στην πραγματικότητα περπατώντας μερικά βήματα μπροστάτου.
''Πως έχεις,τον πιο όμορφο πισινό στο κόσμο΄΄της απάντησε.
''Είσαι μεγάλος ψεύτης αγόρι μου,αλλά μου αρέσει αυτό που κάνεις μαζί μου''
-''Ποιό;'',ρώτησε ο Ιανός
-''Αυτό το παιχνίδι σου,με το μυαλό μου,είναι τρέλα,
   αλλά είναι απόλαυση   σαν......''κοντοστάθηκε,γύρισε,
  και τον κοίταξε κατάβαθα στην ψυχή του.
Ο Ιανός για μια  στιγμή σάστισε,έμεινε ακίνητος σαν άγαλμα,και:
 ..''Είναι απόλαυση σαν γλυκό βανίλια υποβρύχιο,στην κάψα του καλοκαιριού ''
αυτό,δεν ήθελες να μου πείς;'' της απήγγειλε.
-''Ναι αυτό,άλλωστε,εσύ τόχεις γράψει,είναι δικό σου,
  όπως είναι όλα,τα πάντα,είναι δικά σου μωρό μου..''

Εκαμε δύο βήματα,έπεσε με φόρα στην αγκαλιά του,
και αυτός την έσφιξε πάνω του,κατάσαρκα,την σήκωσε ψηλά,
την έφερνε βόλτες,και γύριζε ο κόσμος μαζί τους,
χαιρόταν το σύμπαν με την ένωση τους,την περιστροφή τους,
μπροστά στο ανείπωτο δέος της μαγικής εικόνας..

Και έμειναν εκεί αγκαλιασμένοι,στροβιλογυρίζοντες δερδίσηδες,
θεοί και ικέτες συνάμα,και ο χρόνος μεγάλωσε έγινε άπειρος,
και ο χώρος έγινε κουκίδα,
έτσι που φαινόντουσαν από το σύμπαν.
Μείναν,μείναν εκεί,ατέλεωτες στιγμές ,χρόνους αφόρητους,
και αιώνες από αιώνων.


ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 














 


















  
  

  


Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2019

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4:Η ΠΡΩΙΜΗ ΦΑΣΗ ΤΟΥ ΙΑΝΟΥ


Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο,που στην ουσία ούτε χαμένος,
ούτε χρόνος ήταν, είχε φτιάξει εικόνες απο το παρελθόν του,
πάντα με σημεία αναφοράς συγκεκριμένους ανθρώπους και συγκεκριμένα γεγονότα.
Ηταν λοιπόν τον περιβάλλον του,
η αρχή των πάντων και συνάμα το τέλος της ιστορίας.
Οι μύθοι που πίστεψε,ήταν βολικοί σε όλα,μύθοι για κάθε τι,
μύθοι στηριγμένοι στα επισυμβαίνοντα,στα αναμενόμενα και στα προσδοκώμενα.

Κουβαλούσε την θλίψη του,κατάσαρκα σαν λεοντή πρωτόπλαστου,
αφού τον βόλευε να πιστεύει οτι,στην αλυσίδα της ζωής του,
κάθε νέο γεγονός ήταν άθροισμα των δύο προηγούμενων τουλάχιστον,
και επειδή μέχρι ενός σημείου κάθε προηγούμενο ήταν γεμάτο θλίψη,
αυτοδίκαια θα ήταν και τα επόμενα,και στο επέκεινα.

Οταν πολύ αργότερα,σχεδόν σύγχρονα,αποφάσισε να της βάλει φίμωτρο,
αναγκάστηκε να αλλάξει τρόπο αξιολόγησης της ζωής του,
για να μην έχει συνέχεια η προηγούμενη με την επόμενη,
να την ελέγξει,όσο νόμιζε οτι μπορούσε,και όσο ήθελα να πιστεύει,
και οτι σιγά-σιγά θάπαιρνε αυτός τα γκέμια.
Κάθε φορά όμως φοβόταν οτι,όταν χτυπούσαν την πόρτα,
αυτός ο αφελής,πήγαινε να ανοίξει την πόρτα,
και κάθε φορά μια καινούργια θλίψη έμπαινε στον κόσμο του.

Είχε φτιάξει ένα θέατρο από όνειρα και ελπίδες,
όμως κάθε φορά,η παράσταση τέλειωνε,τα καθίσματα άδειαζαν,
και πάντα αυτός,τότε,πάλι,ακόμη μια φορά,σκεφτόταν:
Θέατρο ήταν λοιπόν,δεν ήταν πραγματικότητα.

Σκεφτόταν δυνατά,να μην ακούγεται όμως από τους άλλους,
δυνατά σαν πόνος στο στήθος,πούρχεται και φεύγει,
κάθε λέξη που μέσα του την έφτιαχνε απο πηλό,
και τον καταπλάκωνε όταν χρειαζόταν να την εκστομίσει.
Σε κάθε φάση της ζωής του,έφτιαχνε στο μυαλό του ολόκληρες σκηνές,
που αντιπροσώπευαν τις φαντασιώσεις του,
την μελαγχολία του,την έμφυτη απαισιοδοξία του.

Ομως,όπως παρατήρησε πολύ μετά,όλες είχαν σχέση με το νερό,
στην παιδική του φάση ήταν η βροχή που,
υπομονετικά τούσκαβε τα παιδικά του μάγουλα,
στην πρώιμη,ήταν μια κρήνη,μια βρύση πούτρεχε κρύο και καθαρό νερό,
στην επόμενη,κατέληξε σε μια ανοιχτή δεξαμενή όπου,
το νερό λίμνασε,πρασίνισε πέθανε,μαζί με τα ονειρά του,
οτι,τάχαμου,θάφτιαχνε αυτός,μόνος,τον κόσμο.
Συνέχισε με μια λίμνη,όπου τα βρωμόνερα χανόταν στο μέγεθος του νερού της,
και μετά κατέληξε στην θάλασσα,απέραντη,
να καλύπτει όλα του τα κενά δήθεν,να του τραγουδά με αγριάδα,
να τον γαληνεύει,να βλέπει μέσα σ'αυτήν πρόσωπα,
μάτια και μορφές,από μια ζωή που τον πάλευε,
και άλλοτε τον νικούσε,και άλλοτε τον άφηνε να την νικάει.

Χώρισε λοιπόν την ζωή του σε φάσεις,ανάλογα με την εκτίμηση που είχε,
όχι για τα γεγονότα της εποχής ας πούμε,
αλλά με τα αποτελέσματα που αυτά είχαν,κοιτώντας απο το μέλλον.
Και οι φάσεις,ήταν η παιδική φάση,η πρώιμη,η ώριμη και η ύστερη,
χωρίς χρονολογικό προσδιορισμό και χωρίς συνάφεια με βάση το χρόνο,
αλλά κύρια με βάση τις συμπεριφορές και τις αντιδράσεις.
Αυτές οι φάσεις,μαζί με τα γράμματα που δεν έστειλε στην μάνα του,
τις εξομολογήσεις που δεν έκανε στον πατέρα του,
τις γυναίκες που πέρασαν απο την ζωή του,
καθόρισαν τον χαρακτήρα του και την προσωπικότητα του.

Ας τον παρακολουθήσουμε σήμερα,στην πρώιμη του φάση,πριν ωριμάσει.
Πράσινο μήλο ακόμη,άγουρο,ξινό και σκληρό,
μποτζίκι που λέγανε και στο νησί του.
Γεμάτος χυμούς,και με πλήρη αδιαφορία,για την συνέχεια,
Δεν ασχολείτο και δεν πάλευε για τα μεγάλα θέσφατα.
Πάνω απο όλα τραγούδαγε μιλώντας στον ευατόν του οτι,
για σε,Ιανέ:''Ο δρόμος είναι δρόμος,τι πα να πεί,είναι στραβός..''

Είχε έρθει στην Αθήνα μαζί με την δικτατορία,
και κράταγε σπάγγους επαφής,
με το νησί,σαν διέξοδο ευκολίας,
να γυρνάει εκεί το καλοκαίρι και να αφήνεται,
σε κάθε είδους μη ''συμβατή'' συμπεριφορά.

Στο νησί είχε μείνει η γιαγιά του,η οποία για ένα περίεργο λόγο,
της άρεσε να την βασανίζει με την συμπεριφορά του και τα καμώματά του.
Απο ενοχές γιατί έδωσε στην μάνα του,τον άνδρα που εκείνη δεν ήθελε,προτιμούσε,παρατημένη ίσως,να βλέπει το κατσίκι στα βράχια,
στο πρόσωπο του Ιανού,και όχι το πρόβατο στο πρόσωπο της μάνας του και κόρης της.Ποιός ξέρει ....

Δεν όριζαν τις ενέργειες του,μεγάλες ιδέες και οράματα,
ελπίδες και ιδεολογίες,αυτά προκύψαν αργότερα,
ούτε η πολιτική έπαιζε ρόλο,ούτε η γνώση είχε στασίδι,
απλώς ο κόσμος του,είχε αρχίσει να γυρίζει,
καταπώς ήθελε αυτός,αθελά του.

Στην Αθήνα πήγαινε λύκειο,
από άριστος μαθητής του δεκαενιά- είκοσι στο νησί,
στην κόψη του δέκα -έντεκα στην Αθήνα.
Δούλευε κιόλας το καλοκαίρι,αρχές συνήθως,
όπου λάχει,οικοδομές,σερβιτόρος,πωλητής δίσκων κλασικής μουσικής,
μέχρι και νεκροπομπός για την περίσταση έγινε.
Είχε αρχίσει να διαβάζει  βιβλία ξένα μεγάλων συγραφέων,
Μάσκα και Φαντάζιο,βόλευ και ποδόσφαιρο στις αλάνες των Αμπελοκήπων.
Τσατίλα με τον Δικτάτορα Παπαδόπουλο,που κάθε μέρα τον συναντούσε στο διάζωμα της Κηφισίας έξω απο το σημερινό President,
τσακωμοί με τον πατέρα του,για λογαριασμό της μάνας του.

Είχε δύο φίλους,η μάνα του ενός,τον ξεπέταξε ένα μεσημέρι,
εκεί στο ισόγειο απέναντι στο κινηματογράφο Ανεσις.
Δεν κατάλαβε τίποτε,του άρεσε η κυρία Κατερίνα,
ήταν και πλούσιος ο μπαμπάς του φίλου του,
είχαν και μεγάλο κατάστημα με είδη υγιεινής στην Πατησίων.
Είχε και μια συμμαθήτρια του,που χαμουρευόταν μαζί της,
σχεδόν κάθε απόβραδο πίσω απο τις φυλωσιές του μικρού πάρκου,
δίπλα στις μπασκέτες,και η μαλακία να πηγαίνει σύνεφο,
μια για την συμμαθήτρια,αλλά πιο πολύ με την μάνα του φίλου του,
μέχρι που την έπεσε,και την σταμάτησε γιαυτήν,
ψάχνοντας να βρεί,άλλο είδωλο των φαντασιώσεων του.
Είχε αρχίσει να φοράει και μακρυά παντελόνια,
αφού οι μαύρες τρίχες στα ποδάρια του,
είχαν αρχίσει να κάνουν παχύ στρώμα,
και αφού είχε υποστεί την ατέλιωτη καζούρα,
απο τους συμμαθητές τους,ήδη εκείνοι,φορούσαν απο πολλού μακρυά,
και αυτός ο νησιώτης βλάχος,επέμενε στα κοντά παντελονάκια σε τριχωτά πόδια.
Απο μουσική,ρόκ εποχής,Creedence clearwater Revival,Rollig stones,
και σχεδόν καθόλου Beatles που κάναν θραύση εκείνη την εποχή,
ελληνικά παληά λαικά απο Ζαγοραίο,και Γαβαλά,άντε και Καλδάρα,
που έφερνε μαζί του,Νταλάρα και λίγο αργότερα Χαρούλα.
Το νέο κύμα το ανακάλυψε αργότερα στις μπουάτ,πολιτικοποιημένος πολύ,
σαν φοιτητής,και ''κουλτουριάρης'' πιά.

Φτώχεια και των γονέων βέβαια,αλλά με μια αξιοπρέπεια,
που την έσερνε οικογενειακό καράβι,όχι ενδεείς,
αλλά σίγουρα κατώτεροι των άλλων συμμαθητών και φίλων .

Στην Αθήνα λοιπόν με την Θάλεια,την συμμαθήτρια καλέ,
την κυρία Κατερίνα όταν έλειπε ο φίλος,και μαζί σχεδόν η Φιλιώ.
Η Θάλεια ήταν ένα πράγμα σαν κορίτσι,με φακίδες και κοτσίδες,
λεπτή ξανθιά πολύ,ασχημούλα μάλλον,αλλά με όμορφα λευκά πόδια,
είχε και ένα σημάδι στο δεξί της μπούτι ψηλά,σήμα κατατεθέν της.
Την γνώρισε απο αυτό,πολλά χρόνια αργότερα,όταν την βρήκε στο Λιοτρίβι,
ενα ελληνάδικο,και την έπεσε,σε όλους τους αρσενικούς της παρέας.
Καποιοι είπαν οτι,την πήδηξαν,ο Ιανός όταν τον ρώτησαν,
''Τι έγινε,την κατάφερες'' αυτός,απάντησε άλλα αντ'άλλων.
Η κυρία Κατερίνα ήταν η μάγισσα,πάντα έβαζε στοίχημα με τον ευατόν του,
να θυμηθεί τι θα γινόταν,και πάντα τα ξέχναγε όλα μετά.
Ηταν μια ψηλή μελαχροινή σαραπεντάρα,με πιασίματα,
και φορούσε πάντα,μαύρα εσώρουχα,σχεδόν πάντα μαύρα ρούχα,
σαν καλόγρια που αποπλανούσε κάθε καλό παιδάκι,μια μαύρη εωσφόρος.

Και ήρθε η Φιλιώ στην ζωή του Ιανού,κόρη,από το ίδιο νησί,
γεννημένη στην Αθήνα,πανέμορφη,καστανή,λεπτή,
υψηλόκοντη,γλυκειά σαν γλυφιτζούρι,
και με πολλούς δίσκους του Θοδωράκη στην κατοχή της.
Μέγα και σπάνιο προσόν αυτό τότε.
Τούβαζε τους δίκους του Θοδωράκη στο πικάπ στο σπίτι της,
και τους άκουγε ο Ιανός στο τηλέφωνο στο δικό του,
ώρες και ώρες,εκεί,με το αυτί,να γίνεται πατζάρι κόκκινο,
τους  στίχους του Ελύτη,του Λειβαδίτη,του Σεφέρη,
να γεμίζουν την ψυχή του,το μυαλό του,
και να αλαγρεύουν τα θέλω του,και να γιγαντώνουν τ'όνειρά του.
Ήταν η πρώτη,και η πιο σημαντική πράξη ''αντίστασης'' που έκαμε,
αντίσταση στην ζωή,αντίσταση με τους ήχους του Θοδωράκη,
στίχοι,ιδεολογία,όνειρα και ελπίδες,όλα,ένας γλυκός αχταρμάς.

Απο τότε,ζητούσε από τους άλλους που πίστευε,
νάρθουν στον ύπνο του,και πάντα ήταν εκεί παρών,
να τους περιμένει,και σχεδόν πάντα,τους περίμενε άδικα.

Η Φιλιώ λοιπόν,ήταν η πρώτη που ξεπέταξε τον Ιανό στα όμορφα,
την πρώτη,που,σκέφτηκε οτι,αυτή μου κάνει και  πρέπει να παντρευτώ.
Κάθε καλοκαίρι λοιπόν,αντάμα με την Φιλιώ,
παίρνανε εκείνο το σαπιοκάραβο το ΑΙΓΑΙΟ,
και μετά από σχεδόν είκοσι ώρες ο θαλασοπνίχτης αριβάριζε στο νησί,
όπου περίμενε τον μικρό πρίγκηπα Ιανό,η γιαγά Ευγενία.
Με τα ολόμαυρα ρούχα και την μαύρη μαντήλα,
ένας θηλυκός ταλαμπάν,το μουστάκι κατάμαυρο,
και το γυαλί σαν διόπτρες που φορούσε τα τελευταία χρόνια,
τον περίμενε.
Φιλιά,αγκαλιές η Φιλιώ,και το μάτι της γιαγιάς Ευγενίας γινόταν αλλόκοτο,
δεν την γούσταρε,έτσι που αγκάλιαζε τον αγαπημένο της εγγονό,
''ποιά είναι αυτή'',''πως το επιτρέπεις'',''σαν δεν ντρέπεται'',
''καμμιά του δρόμου θάναι'',''δεν έχει μάνα να την μαζέψει'',
''το παλιοκόριστο'',και δεν συμμαζεύεται.
Εφευγε η Φιλιώ να πάει στο σπίτι της,
και η γιαγιά ρουθούνιαζε σαν την Μέδουσα,
αποδιώχνοντας το μεγάλο κακό,την παρουσία της Φιλιώς

Εμενε ο Ιανός περίπου δέκαπέντε μέρες στι νησί,
και έβγαζε κάθε απωθημένο που κουβαλούσε,
είχε και την ελευθερία πούχε πάρει από την σημαία,
και γινόταν ενας διάβολος που ζητούσε να αποδείξει αυτό που πραγματικά ήταν.
Η όχι.Ετσι,συνέβαινε σε όλους ;
Ποιός,ξέρει τις απαντήσεις αυτές;
Ακόμη και σήμερα,δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση .

 Το πρωί τσάρκα,στις παραλίες καμάκι στις συνομήλικες,
φορούσε ενα παλιοκαιρισμένο μαγιό,τόβγαζε,τόπλενε η κυρά Ευγενία,
ένα ξεπλυμένο μπλέ,με λάσκα το λάστιχο στην μέση,
καθόταν και φοβόταν,μη και φανούν τα μπαλάκια του,
τόσφιγγε,το μάζευε,ένας άγχος και αυτό,με το κωλομαγιό.
Πήρε όμως καινούργιο ύστερα απο πέντε χρόνια,
και πέταξε το μαγιό με τις άσπρες ρίγες πούχαν γίνει χλωμές κίτρινες,
απο το καιρό,και την χρήση.

Κάθε βράδυ,έπινε,έπινε,χόρευε,ένα χορό άχρονο,το κεφάλι πάντα ψηλά,
περιμένοντας κάποιον θεό να του κάνει παρατήρηση,βαριά απο τότε βήματα,
χτύπαγε με δύναμη,εκεί στην Βλαμαρή,και μετά τύφλα σχεδόν πάντα,
να περπατάει χιλιόμετρα,περνώντας απο μέρη που οι ντόπιοι τα απέφευγαν απο φόβο.
Αυτός όμως πέρναγε,γέλαγε,κορόιδευε,
και έφτανε ένα δρόμο κάτω από το σπίτι της Γιαγιάς Ευγενίας,
και ήταν ακόμη τριάντα σκαλοπάτια να ανέβει μέχρι την πόρτα της.
Τανέβαινε μπουσουλώντας,ένα παιδί που δεν είχε μάθει ακόμη,
να περπατάει σωστά,και εκεί,στο παραθύρι νάναι η μορφή της,
η γλυκειά μουστακοφόρος γιαγιά,
να τον περιμένει,να ανέβει,να ξαπλώσει.
Αμίλητη,χαρούμενη που ήρθε και απόψε,σκεφτόταν πάντα,
στρωμένο το σιδερένιο κρεβάτι το καλό,και εκείνη στον διπλανό χώρο,
να περιμένει να κοιμηθεί ο πρίγκηπας,
για να ξαπλώσει κατάχαμα στο σκληρό ξύλινο δάπεδο.

Αλητεία κάθε μέρα,πρόκληση όλα για όλα,σαν να μην υπήρχε άλλη μέρα,
σαν να υπήρχε ένα τέλος,που περίμενε εκεί κοντά.

Σ'ένα απο τα τρία καλοκαίρια που πήγε στο νησί, πήγε χωρίς την Φιλιώ.
Η Φιλιώ,πούταν το κορίτσι του Μάη,είχε γεννηθεί στις πέντε του μήνα,
της Αγίας Ειρήνης,μεγάλη η χάρη της,και ήταν,δεν ήταν,είκοσι χρόνων τότε.
Στον Ιανό άρεσε η παρέα της,οι δίσκοι της,το χαμόγελό της,
τα όμορφα μάτια της,αλλά δεν μπορούσε να δεί την ψυχή της.
Είχε ψυχανεμισθεί επίσης οτι,δεν ήταν ο μοναδικός στην ζωή της.
Κατάλαβε οτι,ο φοιτητής της Ιατρικής,
που τον είχε γνωρίσει ωτακουστή και αυτός των δίσκων της,
στο σπίτι της,έλιωνε γιαυτή,και τόση γλύκα,
την πήρε η Φιλιώ,και την έκανε κομπόστα..
Μετά έμαθε ο Ιανός οτι,τάχε φτιάξει εκείνη την εποχή,
και με κάποιο αρχιμάστορα,στο εργοστάσιο παπουτσιών,
του νονού της στο Χολαργό.
Tον παντρεύτηκε,έκανε και ένα κοριτσάκι μαζί του,
και σε λίγα χρόνια,τον ξαπόστειλε.
Ηταν πουλί παραδισένιο,με εκείνο το χαμόγελό της που συνάρπαζε,
με τα λακάκια της,πόσο τα λάτρευε τα λακάκια της,του χαμογελούσε,
και  ο ήλιος γινόταν λάμψη έρωτα και πάθος.
Την κοιτούσε να περπατά σαν την πέρδικα,
πούχε ξεπετάξει όλα τα πουλιά εκεί γύρω,
και της συγχωρούσε,που ήταν παντού,και με τους άλλους .
Την τρίτη χρονιά λοιπόν,δεν κατέβηκε μαζί του,
ο φοιτητής ήταν πολύ ζηλιάρης,
και ο αρχιμάστορας παράγγελνε καλαπόδια στέφανα..

Εκείνη το καλοκαίρι το τελευταίο,που πήγε στο νησί,
πάλι με το σαπιοκάραβο,πάλι ψηλά στην γέφυρα δίπλα,
να τραμπαλίζεται με τα κύματα,
πρώιμα μελτέμια,να κοιτάει κατάματα κάθε κύμα,
και να βάζει στοίχημα μαζί του,νάναι πιο μεγάλο,
πιο δυνατό,νάναι το τελευταίο.
Και μετά τι θα γινόταν άραγε;
Το σκεφτόταν,του άρεσε η ιδέα,νάναι μεγάλο πολύ,
να τον φτάσει να τον καλύψει,και αυτός εκεί,
ακίνητος βυθισμένος σε αφρούς,να περιμένει.
Ηταν η γλύκα της προσμονής,
ανεκλήρωτη και αυτή,παρέμεινε.

Εκείνη την χρονιά,στο φεστιβάλ κρασιού,γνώρισε την Ελένη,
μια τελειόφοιτη λυκείου,μελαχροινή με λευκό πρόσωπο,
μαύρα κατάμαυρα σαν κουραρτζίνα μαλλιά,
πλεξούδες πούπεφταν στους ώμους της,
με μεγάλο μπούστο,και περιφεριακά πιασίματα.
Ηταν ντυμένη Αμαλία,από την τοπική των Ελλήνων οδηγών,
άσπρη μαντίλα και πλουμιστά κρεμασίδια,που σε κάθε της βήμα,
ήχους αγαπησιάρικους στέλναν στον Ιανό.
Γιορτή του κρασιού,μετά τα χορευτικά,αναλάμβανε το περίπτερο,
του ξακουστού ημίγλυκου,ήταν και πατέρας της παραγωγός κρασιού,
σχετικά κονομημένος,και είχε και άλλες τρείς αδελφές,
όλες μεγαλύτερες απο την Ελένη.

Ηταν σαν την Ειρήνη Παπά,έτσι καθαρή μελαχροινή και μάλλον,
σαν την μάνα του Ιανού,μελαχροινή και αυτή.
Κάτι του τσίγκλησε μέσα του,η αντανάκλαση της μάνας,
η στολή της Αμαλίας,το ημίγλυκο,οι αδελφές της,οι κοτσίδες της;
Η γιορτή πήγαινε να τελειώσει και ο Ιανός με τα μαύρα σηθρού πουκάμισα,
με τους μεγάλους τεράστιους γιακάδες,το καμπάνα παντελόνι,λευκό,
και τα ασπρόμαυρα παράταιρα παντοφλέ παπούτσια,
της την έπεσε,και το φρούριο κατέρευσε.
Δηλαδή,μην φανταστούμε και πλήρη παράδοση,
ένα επίμονο ψαχούλεμα,μια σοβαρή προσπάθεια κορφολογήματος ήταν.
Αμαθος πιτσιρικάς αυτός,έμπειρη παρθένα αυτή,μην φανταστούμε και την αυτοκρατορία των αισθήσεων,άγαρμπες κινήσεις,άτσαλα φιλιά,
και αγγίμματα ήταν το σκηνικό,πίσω απο τα βαρέλια με το κρασί,
πούταν σκοτεινά,προς την πλευρά της θάλασσας.

Εγινε οτι έγινε,γύρισε η Ελένη στο πόστο της,
και δώσαν ραντεβού για αργότερα το βράδυ,
κάπου πιο σκοτεινά και απόμακρα,στο νεκροταφείο ίσως,
που όπως είχε μάθει ήταν το πιο ασφαλές μέρος για ραντεβού,
έτσι τούπε η κοπελιά.Έτσι της είπανε και αυτηνής,μπορεί.
Ποιός ενδιαφερόταν για την αλήθεια τότε....

Ομως υπήρχε και αντεραστής,ένας υπαξιωματικός του λιμενικού,
που την καμάκωνε,αλλά αυτή παρότι της άρεσε η στολή,
δεν της άρεσε και τόσο ο λιμενομπάτσος,και τον πιλάτευε.

Κάτι πήρε πρέφα όμως αυτός,
και ακολούθησε τον Ιανό και τον φίλο του,για να δεί που θα πάνε.
 Και αυτοί πήγαν για κατούρημα,πίσω απο τον λιμενοβραχίονα,
και κάναν και πλάκα,ποιός θα κατουρήσει πιο μακρυά,στην θάλασσα.
Και νάσου ο μπάτσος,που τους έπιασε να κάνουν ανοσιούργημα.
Κρατητήριο για όλο το βράδυ,στοιχεία,και δηλωθήκαν σαν εχθροί του έθνους,
και σταμπαριστήκαν.Τι γνωστοί,τι φίλοι,τι ο νομάρχης,τίποτε ο σκατόμπατσος 
έγινε το δικό του.Πρόστιμο χίλιες πεντακόσιες δραχμές ήταν το τίμημα.

Μίσησε ο Ιανός τους μπάτσους,το νησί,πείσμωσε,
δεν το πλήρωσε όταν βεβαιώθηκε.
Αναγκάστηκε όμως,μετά απο δέκα πέντε χρόνια,
με απειλή προσωποκράτησης,να το πληρώσει,και είχε φτάσει,
με τους τόκους πάνω από δέκα χιλιάδες.
Το πιο ακριβό κατούρημα όλων των εποχών ....

Την Ελένη δεν γούσταρε πιά,σαν να έφταιγε η  κοπέλλα για την δική του κύστη,
και το κατούρημα στα βότσαλα,έφυγε,και δεν ξαναγύρισε.
Αφησε την Ελενη,έμαθε και για τα ευχάριστα της Φιλιώς όταν γύρισε στην Αθηνα,ξενέρωσε και με αυτήν οριστικά.

Είχε τελειώσει μια ολόκληρη φάση της ζώης του,
σχετικά ανέμελη και κάνοντας πάντα του κεφαλιού του.
Δεν καταλάβαινε τότε οτι,έμπαινε σε μια άλλη φάση,δύσκολη,σκοτεινή,
που δεν εξαρτιόταν απο αυτόν μόνο,τα φοιτητικά χρόνια,
τα προβλήματα με την μάνα του,η πολιτική,
η αναζήτηση μεγάλων ιδεών και ελπίδων,
το στρατιωτικό με τις βαθειές πληγές,το ξύλο και τα καψώνια,
όλα μαζί,και το καθένα χωριστά,
βάζαν πέτρες και κρόκαλα στον αρμακά της ζωής του..

Ο Ιανός ήταν ενα παιδί που μετρούσε τ'αστρα,ένα κατσίκι που του άρεσε η αλμύρα,μασουλώντας στα κατσάβραχα,και απάτητα για πολλούς.
Επηρεασμένος από το περιβάλλον του,οικογενειακό κατ΄αρχάς,
απο τα δρώμενα γύρω του,μαγευόταν απο το νερό,παρακολουθούσε το χάος,
να του ορίζει την ζωή,ένα μικρό εδώ,ένα μεγάλο πιο κει.
Το νερό που ξεκινά απο το βουνά ήξερε οτι,
θα πάει στην θάλασσα οτι και ναγίνει,δεν ήξερε όμως απο ποιό μονοπάτι.
Του άρεσε το άγνωστο,το αβέβαιο της διαδρομής,αν και,
καβατζωμένος οτι ήξερε την κατάληξη.
Μοναχικός λύκος άλλοτε,περιστέρι λευκό,κορμοράνος που κάθεται,
ολόρδος στην άκρη του βράχου κοιτώντας πέρα,μόνο μακρυά,
όπου έφτανε ο λογισμός του κάθε φορά.

Πάλευα για να μάθει ένα πράγμα καλά,εκείνη την φράση.
''Πιάσε το πρέπει,από το ιώτα,και γδάρε το,ίσαμε το Π''


ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 





















.
































ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...