Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

ΑΝΑΛΗΨΗ ΟΝΕΙΡΩΝ

Τετάρτη,όχι πολύ πρωί,κόντευε μεσημέρι,είχε ένα ήλιο που σούσπαγε τα νεύρα απο την ζεστασιά του χριστουγεννιάτικα,στα βόρεια προάστια πάντα,στην Νέα Ερυθραία, στην γωνία της Χαριλάου Τρικούπη,στην Δέσποινα δίπλα ,αυτή που κάνει το καταπληπτικό μιλφέιγ ,στην Εθνική Τράπεζα μπροστά,πιο συγκεκριμένα στα δύο ΑΤΜ.
Ουρά και στα δύο μηχανήματα,κοντά στα δέκα άτομα,κανά δυό νέοι,μια κοπελιά απροσδιορίστου καταγωγής και ηλικίας,δύο πιο μεσάτες κυράτσες,και οι υπόλοιποι μια ομάδα απο μεσήλικες και βάλε,ενα δείγμα αντιπροσωπευτικόν,έφτανε,νάκανες γκάλοπ για τις επόμενες εκλογές .

Στο ένα μηχάνημα,ήταν ήδη μια κυρία,λίγο ευτραφούλα,φορούσε ενα καφέ παλτό, μποτάκια,και μια φούστα μάλλον,που κάλυπτε τις καλλίπυγες γάμπες της μέχρι το γόνατο.
Τα μαλλιά της,ένας θάμνος,απο κόκκινες τρίχες πούστεκαν προσοχή και στην εντέλεια από το πολύ λάκ και οξυγενέ,μια μούρη πλισέ με μπόλικες  χριστουγεννιάτικες δίπλες,βαμένα κόκκινα χείλη,γυαλιά ηλίου καφέ μεγάλα,και ύφος, πολύ ύφος.
Εστεκε μπροστά στο μηχάνημα,με τρόπο που,όλος αυτός ο όγκος να εμποδίζει τα περίεργα βλέμματα να δούν,να αποκαλύψουν,τους μυστικούς κωδικούς για τους χυμούς  και τα ταπεινά υπόλοιπα νιότης και φρεσκάδας πούχαν χαθεί στα μονοπάτια της ζωής της.
Είχε αρχίσει ένα ανηλέητο πόλεμο με το μηχάνημα,ποιός θα νικήσει ποιόν.
Στην αρχή το κοίταξε με υπεροψία,να του πάρει το αέρα,μετά δέησε να πατήσει το πρώτο πλήκτρο,το μελέτησε καλά,πάτησε το επόμενο,στο τρίτο έκαμε λάθος,και ακύρωσε την συνναλαγή,και άντε πάλι απο την αρχή,τώρα,τα κατάφερε καλλίτερα. Οταν έφτασε στο ποσό κοντοστάθηκε,κοίταξε πίσω,και δίπλα να δει μήπως υπάρχει τίποτε ύποπτο,και μετά,με χέρι που έτρεμε επέλεξε το ποσό που ήθελε .
Τζίφος,ανεπαρκές υπόλοιπο,έγραψε όλο αναίδεια το μηχάνημα,ήταν σίγουρη,οτι είχε πολύ περισσότερα,ήταν σίγουρη,τις τόλεγαν όλοι,μόνο το κωλομηχάνημα είχε άλλη άποψη .
Τέλος πάντων,το ξαναδοκίμασε,και τώρα το μηχάνημα,της έβγαλε όλο ντροπή τα λίγα πούχε μέσα του γιαυτήν,τα πήρε με θλίψη,έσπρωξε κιάλλο το κορμί της προς τα μπρός,να μην δεί κανείς τα χρήματα,και την θεωρήσει οτι ήταν κάτι άλλο απο αυτό που ήθελα να δείχνει,πως τα κατάφερνε με χίλια ζόρια,και μεγάλο κόπο ..

Η ουρά πίσω της μεγάλωνε ,είχε στρίξει στην γωνία και οι τελευταίοι μύριζαν τις μπουγάτσες του διπλανού μαγαζιού,όμως η κυρά μας,δεν καταλάβαινε τίποτε,ήταν στο κόσμο της,περίμενε να πάρει και την απόδειξη...Στο μεταξύ είχε μοιράσει τα χαρτονομίσματα στις τρείς θήκες του πορτοφολιού της,τόβαλε στην πολύ σίκ καφέ τσάντα της,έκλεισε με προσοχή το φερμουάρ,ξανακοίταξε με προσοχή και φόβο δεξιά αριστερά,έκοψε τις φάτσες όσων περίμεναν στην ουρά ,δεν της φάνηκε κάνενας ύποπτος ,εκτός απο τον νεαρό με το μούσι και την κοτσίδα που την κοίταζε επιμονα,όμως εστρεψε αλλού το βλέμμα,και κοντοστάθηκε δίπλα στο φανάρι που μόλις είχε ανάψει κόκκινο και περίμενε να περάσει απέναντι .Χρόνος αρκετός να σκεφτεί που θα ξοδέψει τα χρήματα που πήρε,πολύ πιο λίγα απο τις ανάγκες της και μηδαμινά σε σχέση με τις επιθυμίες της.
Δεν βαριέσαι,σκέφτηκε,δεν πειράζει,καλά είναι και αυτά,και τάχυνε το βήμα της ,ενώ το φανάρι γινόταν πράσινο και το απέναντι πεζοδρόμιο την καλούσε με γλύκα ....

Στο άλλο μηχάνημα τώρα,είχαν εξυπηρετηθεί κάποιοι γρήγοροι,και νέοι,ένας τούριξε και μια μπουνιά,γιατί κάθε φορά τούλεγε το ίδιο πράγμα,δεν έχεις φίλε πρόσωπο,δεν έχεις αξία σε μένα,δεν μπορείς να σώσεις την αξιοπρέπεια σου μαζί μου,βρές άλλο τρόπο,όσο και να με βαράς δεν έχω τίποτε να σου δώσω,τα έχω για άλλους που έχουν πρόσωπο,που έχουν αξία,και όσο και να με βαράς δεν υποκύπτω,να το ξέρεις .

Πίσω απο αυτόν τον δυστυχή άνθρωπο,περίμενε υπομονετικά ένας συμπαθής μπάρμπας,αυτός όμως,έβγαζε μια άνεση,μιας καλής σύνταξης,και ενός καλού κομποδεματος που είχε στην μεγάλη μας φίλη τράπεζα εθνική,τόβλεπες,από το ντύσιμο,το ύφος,και το στήσιμο του κορμιού του .
Φορούσε ενα ανοιχτό καφέ μάλλινο παντελόνι με ρεβέρ,παπούτσια στην ίδια απόχρωση καστόρινα,και μάλλον στο ίδιο χρώμα κάλτσες .Απο πάνω είχε τυλίξει το κορμί του με ενα κοτλέ σκούρο καφέ σακκάκι ,σε πολυ καλή κατάσταση και μια μπλούζα με γυριστό γιακά σε μια πιο μπέζ απόχρωση .
Τα μαλλιά του,χιόνια πούρθαν απο καιρό,και μείναν μόνιμα,στο πλάι μιας κεφάλας που γυάλιζε στο  φως του ήλιου,γυαλισμένη με οβερλάι,και φάτσα καθαρή, κόκκινη  φρεσκοξυρισμένη κόντρα στα προβλήματα και δυσκολίες .
Πήρε θέση μπροστά στο μηχάνημα,και άρχισε η διαπργμάτευση μαζί του,σαν να βλέπω τον Λαφαζάνη να ξεκινάει διαπραγμάτευση για το χρέος με την Μέρκελ. Χαμένοι και οι δύο,αμήχανο μηχάνημα,χαμένοι και όσοι περίμεναν απο πίσω .
Το κοίταξε καλά καλά,έβαλε και το χέρι στο πλάι του κεφαλιού του να κάνει ίσκιο στο ήλιο που τον τύφλωνε,και περίμενε την κατάληλη στιγμή να κάνει την επόμενη κίνηση. 
Μετακινήθηκε λίγο πιο δεξιά για να έχει ακόμη πιο πολύ σκιά,να κλείσει και τα περίεργα βλέμματα,να κάνει μια διαπραγμάτευση μόνος του,με άνεση,τώρα για τους υπόλοιπους που περίμεναν,δεν μπορούσε να τους βοηθούσε,ας πρόσεχαν,αφού τον είδαν που πήγε,γιατι δεν επέλεξαν να πάνε κάπου αλλού .
Οι επιλογές πληρώνονται,πάντα ..

Πάτησε με δυσκολία το πρώτο κουμπί,είχε και τα αρθριτικά που τον ταλαιπωρούσαν χρόνια,και δυσκολευόταν να λυγίσει πολύ τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού,αγκύλωση είχαν,γιαυτό,όταν έφυγε απο το σπίτι και όταν περίμενε στην ουρά έκανε επανάληψη και αποστήθιζε την σειρά που θα πατούσε τα κουμπιά.
Για τον κωδικό,είχε κάτσει σπίτι του μια ολόκληρη μέρα,και προσπαθούσε να τον θυμάται,συνδυάζοντας τον με κάτι άλλο,ο κωδικός ήταν 3872 ,τον είχε συνδυάζει ως εξής, το 38,ήταν ο αριθμός του πρώτου του σπιτιού στην πλατεία Μαβίλης,το 7 ήταν ο αγαπημένος του αριθμός,και το 2 ήταν ο αριθμός των παιδιών του .
Στεκόταν και ήταν ήδη σε θέση μάχης με το μηχάνημα,κάποια στιγμή ήλιος μπήκε στο πεδίο του,και δεν τον άφηνε να δει τα νούμερα ,ξανάβαλε την παλάμη του στο πλάι σκιάζοντας την περιοχή, και λύγισε το κορμί του πιο δεξιά ακόμη,να μπεί ανάμεσα στον ήλιο και στα μαύρα κουμπιά που τον απειλούσαν και τον κορόιδευαν.
Είχε ακόμη ένα πρόβλημα,έπρεπε να θυμάται ποιός λογαριασμός απο τους τρείς που είχε στην Εθνική,είχε τα πιο πολλά χρήματα,έτσι ώστε να μην κάνει πάλι το ίδιο λάθος και τον ξαναγυρίσει στην αρχή και αυτό τον αποσυντόνιζε .
Τόσο καιρό προσπαθούσε να πείσει τον ευατόν του,οτι θα κατάφερνε και δεν θα περίμενε στο γκισέ της τράπεζας κάθε φορά που ήθελε να πάρει χρήματα .

Ομως,κάθε φορά που ερχόταν αντιμέτωπος με το μηχάνημα,μπερδευόταν,πόσα χρήματα θα τραβούσε,ξεκινούσε απο το σπίτι,είχε κάνει τους υπολογισμούς του,για τις ανάγκες του κάθε φορά,όμως όταν έφτανε στο μηχάνημα μπροστά,κάτι τον έπιανε και έπαιρνε λίγώτερα ,απο ανασφάλεια απο φόβο,έβλεπε και τους άλλους που έβγαζαν πιο λίγα και ένοιωθα άβολα,όμως ένα περίεργο πράγμα ,το μηχάνημα τον έκανε πάντα τσιγκούνη .
Ο μπάρμπας μας,είχε καλοσύνη,και ήθελε να δίνει και να βοηθάει τους δικούς του ανθρώπους,παρά την γκρίνια της γυναίκας του,που τούλεγε,να είναι σφιχτός και να μην τους καλομαθαίνει. 
Είχε ανοίξει και μια θυρίδα στην Εθνική,και είχε και εκεί κάμποσα μετρητά,για την στιγμη που θάρθει ο Λαφαζάνης με τον Τσίπρα,που ξέρεις,τι ξημερώνει, έλεγε και ξανάλεγε .
Πήρε τα χρήματα απο την σχισμή,όπως τα ξέρασε το μηχάνημα,τα μέτρησε,για νάναι σίγουρος,αν και είχε πάντα την αμφιβολία,τι θα γινόταν αν δεν ήταν σωστά ,που θάβρισκε το δίκιο του .
Εβαλε τα μισά πενηντάρικα στο πορτοφόλι του,τα άλλα μισά σε μια εσωτερική τσέπη με φερμουάρ,και τα εικοσάρικα στην μπροστινή θέση στο πορτοφόλι του για νάναι εύκολα,πήρε και την απόδειξη,και γύρισε να φύγει .Μπροστά του,είχε πια παραταχθεί ο μισός στρατός του Δράμαλη και η ουρά είχε πια φτάσει στην  Κηφισιά που λέει ο λόγος .

Τι διάολο περιμένουν όλου αυτοί,σκέφτηκε,τόση καθυστέρηση έκανε ο τύπος που βάραγε το μηχάνημα και μαζεύτηκε τόσος κόσμος;Eκαμε μερικά βήματα πιο κεί, σιγουρεύτηκε οτι τα είχε όλα,στην σωστή θέση,κοίταξε λίγο γύρω του,και είδε ένα σωρό ανθρώπους να τον κοιτάνε περίεργα ,για μια στιγμή τρόμαξε,λες,σκέφτηκε να είδε κανείς,οτι πήρα πολλά χρήματα και να μου την στήσει στο πιο κάτω στενό,άσε που του φάνηκε οτι λίγο πιο κει,δυό τύποι,μιλούσαν μια περίεργη γλώσσα και τον έπιασε σύγκρυο.

Μέχρι να πάει πιο πέρα,ένας νεαρός γύρω στα εικοσιπέντε είχε πάει στο μηχάνημα είχε τελειώσει και έβαζε το εικοσάρικο στο μπουφάν του,τον είδε ο μπάρμπας, είδες,τέλειωσε αμέσως,γιατί πήρε λίγα χρήματα,σκέφτηκε.
Πήγαν σχεδόν παρέα μέχρι πιο κάτω με τον νεαρό,αυτός μπροστά,ο μπάρμπας απο κοντά και πίσω,σχεδόν πλάι πλάι,ο ένας να είναι ευτυχής με τα είκοσι,και την άνεση πούτρεχε μέσα στα πόδια του,το εικοσάρικο να του κρυώνει την καρδιά ,το όνειρα μιας πεντάρας νιάτα,και ο μεσήλιξ φίλος μας με τα πενηντάρικα να του ζεσταίνουν την αδύναμη καρδιά του,την τρεμούλα του φόβου συνάμα και αντάμα αλλά και την αίσθηση οτι μπορούσε να δώσει χαρά σε άλλους,ακόμη και στον νεαρό  τυχαίο συνοδοιπόρο του.

Πήγαν μαζί καμιά κατοστή μέτρα,ώσπου χώρισαν,ο ένας πνιγμένος στα ανεκπλήρωτα ονειρα του,και ο άλλος στις παρατεταγμένες αναμνήσεις του ..

Είχε πάει πια,μεσημέρι..
Η ουρά μίκρυνε και μεγάλωνε ανάλογα,τα πορτοφόλια γέμιζαν λίγο η πολύ,το μηχάνημα ξέρναγε ανάγκες,και έκλεινε τρύπες,μεγάλωνε τα εγώ,και μίκρυνε τις προσδοκίες,άκουγε σιγανές απελπισμένες κραυγές και απογοητεύσεις,έλυνε προβλήματα και έδενε πιο πολύ  τους ανθρώπους στις συνήθειες τους ..

Η ουρά μίκρυνε απο τους νέους,και μεγάλωνε απο τους μεγάλους,δεν έπρεπε να είναι ανάλογα αυτά τα πράγματα,έπρεπε να είναι αντίστροφα,για να είναι η κοινωνία καλλίτερη,και πιο ισορροποημένη.

Ομως το μηχάνημα είναι εκεί,και το ξερατό του σε χαρτονομίσματα,είναι η επίφαση οτι η ζωή μας είναι κανονική,οτι οι ανάγκες έχουν το αντίδοτο για την ικανοποίηση τους, οτι κάπου αυτό το κωλομηχάνημα μας συντηρεί την ψευδαίσθηση του πολιτισμού μας 

Ας συνεχίσουμε,να μας αρέσει,να μισούμε εκ του ασφαλούς οτι μας βολεύει,και ας μην πιστεύουμε οτι θα συμβει αυτό που μας φοβίζουν. 
Είναι κουτσό,είναι στραβό,αλλά είναι καλλίτερο απο το βουβό μηχάνημα,

Φοβού,τις αυτοεκπληρούμενες προφητείες......... 

 ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ
 






Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

ΑΒΡΑΚΩΤΟΙ ΙΑΝΟΙ Μέρος 4ον Ο Χαρίλαος


Βρισκόμαστε πιά,στην δεκαεία του 70,άτομα που γεννήθηκαν μετά το 1970,λίγο μέσα,λίγο έξω απο την δικτατορία,λίγο απο αρχή της μεταπολίτευσης,στο ξέφωτο της παγκόσμιας ανάπτυξης και στον λαβύρινθο της ελληνικής κοινωνίας,που αποχαυνωμένη ακόμη απο την δικτατορία,ήθελε πολύ δημοκρατία,χωρίς να ξέρει,τι να την κάνει,έτσι απλώς νάχει να πορεύεται.

Είναι λοιπόν οι σημερινοί σαραντάρηδες και κάτι,μια καλή γενιά;
Αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί κανείς μαζί τους;
Mάλλον αδιάφοροι,γεμάτοι λούστρο απο το παρελθόν των άλλων,που υπάρχουν όμως,για να γεμίζουν την αλληλουχία των δεκαετιών .

Εδώ λοιπόν έχουμε τον Χαρίλαο ,και αυτόν με δύο Ιανικές εκδοχές,τον Χαρίλαο τον Βλάκα η και μικρό,και τον Χαρίλαο τον Περίπου .

Χαρίλαος ο Μικρός η Χαρίλαος ο Βλάκας ..
Δέιτε τον,κάθεται σε ένα θρονίδιο,συνδυασμό θρόνου και θρανίου. Θρόνος κληρονομικός,απο τον πατέρα του,έτσι του είπε,έτσι βολικά κατάλαβε,και θρανίο,γιατί απο τότε που ήταν στο σχολείο τούχαν μείνει μαθήματα που δεν ''πέρασε'' αφού ποτέ του, δεν τα κατάλαβε,τόχε απωθημένο,και πάντα το συνδύαζε με τα πάντα .
Το βράδυ κοιμόταν και νάσου τα σαγώνια του δασκάλου να τον δαγκώνουν για να μάθει εκείνες τις ρημάδες τις δύσκολες εξισώσεις,το πρωί στην τουαλέτα το σκεφτόταν,και πίεζε να αποβάλει τις κακές σκέψεις μήπως και ξαλαφρώσει .

Που και πως υπάρχει αυτός ο τύπος σήμερα ;
Eίναι απλό,είναι το ξενέρωτο απόσταγμα μιας πορείας αλλονών ανθρώπων,ετερόφωτος,απο άλλους,τον πατέρα του,την μάνα του, το περιβάλλον που του είχαν δημιουργήσει,και απο νωρίς τους είχε επιβληθει,να τον λιβανίζουν.
Κούνια με πολλά κουδούνια και κουδουνάκια,,σχολεία με ''μιλημένους'' δασκάλους,πανεπιστήμια που νάναι καλά η χορηγία των καλών συντρόφων εν αμαρτίες του γενήτορος,και των συν αυτώ .

Σήμερα ο Χαρίλαος είναι κάτι,δηλαδή έχει κάτι που του το δώσανε να το κρατάει,να το μασάει,να το παίζει,και αυτός ο ευτυχής νομίζει οτι όλα αυτά τα κάτι μαζεμένα,τον κάνουν και σημαντικό .
Είναι ο απόγονος του Αρχέλαου,είναι ο γόνος που δυστυχώς οι τράτες των άφησαν να γίνει κανονικό ψάρι.Ποιά,είπε την περίφημη μαλακία, ''άσε το γόνο να γίνει γονιός ''.Γιατί κυρά μου,σου φταίμε εμείς όλοι οι υπόλοιποι,να τον τρώμε στην μάπα, τώρα;

Κάθεται στο θρονίδιο λοιπόν,στάση αγέρωχη,κορμί στητό,σαν νάχει καταπιεί μπαστούνι,έτσι τούπαν οι σύμβουλοι και στυλίστες από το περιβάλλον του,''να σκέφεται πάντα το μπαστούνι,μην σκέφτεσαι γιατί, άσε το μπαστούνι θα κάνει την δουλειά του''.
Δεν δείχνει για βλάκας με την πρώτη ματιά,έχει εκπαιδευτεί να μην δείχνει με την πρώτη,την αδυναμία του,κάθε λίγο και λιγάκι πιάνει το κεφάλι του το στύβει,το τρίβει,ακόμη και αυτός ξέρει οτι λίγο στύψιμο και λίγο τρίψιμο μαζί,λίγη ενέργεια θα δώσουν,λίγα δράμια μυαλού θα ενεργοποιηθούν .
Περιμένει,ακούει,μιλάει πάντα και αυτός,αργά,και σιγά,αποτυπώνει συμπεριφορές,και νοιώθει ευτυχής που σώζει και αυτός τον κόσμο. Νομίζει οτι μετέχει στην διαδικασία για την πρόοδο της ανθρωπότητας, της Ελλάδας σίγουρα ,της κοινωνίας εξαρτάται απο τον ορισμό της,όπως βαρύγδουπα και αυτάρεσκα,λέει ο ίδιος .

Ειναι παντρεμένος,γενικώς,οι τύποι σαν τον Χαρίλαο παντρεύονται εύκολα και γρήγορα για πολλούς λόγους,να ενώσουν περιουσίες,οι γονείς μπορούν να επηρεάσουν πιο εύκολα,να αποφύγουν τις κακοτοπιές μεγαλώνοντας,και να συμπληρώσουν αυτό το κάτι λίγο,με ακόμη κάτι λίγο,και να κάνουν κάτι λίγο πιο πολύ.
Α,έχει και παιδιά,και μια γυναίκα που είναι κάτι μεταξύ μιας κόπιας μαντάμ Σουσού,και χαζόξανθης βιόλας ..
Γέννημα θρέμμα της μεγαλούπολης,στα περίχωρα πάντα,των μικρών και μεγάλων περίκληστων κάστρων,ασχολείται πολύ με τα θέματα του κάστρου.Αδιαφορεί και αγνοεί,τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο και όταν μαθαίνει κάτι,είναι πάντα δαπρύσιος κήρυκας της ελευθερίας και φιλευλεθευρισμού,στό μέτρο βέβαια,που αυτά τα δύο εξυπηρετούν τα συμφέροντα της κάστας του .
Φτώχεια,πείνα,κρίση,και ανεργία είναι όχι μόνο άγνωστα,και όλοι αυτοί ανήκουν σε εκείνες τις απεχθείς κατηγορίες ''ανθρώπων'' που συνήθως δεν  είναι τόσο λευκοί,είναι βρώμικοι,αξύριστοι,και πάνω απο όλα αγενείς και αγνώμονες.
Γύρω απο το θρονίδιο έχει δημιουργήσει μια αποξηραμένη έκταση κάτι σαν τάφρο,να μην πλησιάζει κανείς εύκολα,έχει απολυμάνει όλη την περιοχή έτσι ώστε μην τολμήσει κάποιος και ζητήσει απο τον Χαρίλαο ένα ποτήρι νερό και τότε δεν θα ξέρει τι να κάνει,ευγενής έτσι όπως είναι .

Ο Χαρίλαος ο Μικρός μας ήρωας,έφτασε να κάθεται στο θρονίδιο με τα υποπόδια,τις ράγες,τους τροχούς,τα σύρματα και τις ράμπες,που δεν του επιτρέπουν να πατάει στην γή,και πρέπει να αιωρείται πάνω και πιο ψηλά από τους άλλους .
Ο Χαρίλαος ο Μικρός μπορεί να μην σπάει τζάμια η εξυπνάδα του,και  ακόμη περισότερο η ευφυία του,σπάει όμως καρύδια η αντιπάθεια που δημιουργεί γύρω του .

Τον νοιάζει αυτό;το ξέρει;το αισθάνεται ;
Οχι βέβαια,αυτό έλειπε,τίποτε απο όλα αυτά,αφού νομίζει οτι είναι ο πρίγκηπας και απόστολος του θεού στο κάστρο .


Ο Χαρίλαος ο Περίπου..
Γεννήθηκε σε μεγαλούπολη,παιδί μικροαστικής οικογένειας στην δεκαετία του 70.
Ο πατέρας του ήταν μανάβης,σε μια γειτονιά στα βορεια ανατολικά προάστια και η μάνα του δημόσιος υπάλληλος,γραμματέας στο υποθηκοφυλάκειο,θαρρώ.
Είχε ακόμη μια αδελφή πιο μεγάλη,και ενα αδελφό πιο μικρό .
Ο Χαρίλαος ήταν ψηλός,με πολλά ίσια μακρυά μαλλιά,όμορφα χαραστηριστικά .
Τα μαλλιά του,πάντα απο μικρός,μέχρι σήμερα,τα είχε μακρυά,έπεφταν με χάρη στους ώμους του,τάλουζε συχνά πυκνά,και κατά καιρούς άφηνε και ένα υπογένιο,μακρυά φαβορίτα,και αξυρισιά μερικών ημερών.
Ομως το σήμα κατατεθέν του,ήταν τα όμορφα κυματιστά μαλλιά .
Στο σχολείο,στο δημοτικό,τα πήγε μια χαρά,τον κυνηγούσε και η μάνα του που ήταν και η μορφωμένη του σπιτιού,και τελείωσε με άριστα δέκα το δημοτικό .
Στο γυμνάσιο,μετά την τρίτη τάξη στράβωσε,η μάνα του δεν μπορούσε πια να τον βοηθήσει στα μαθηματικά,και στην φυσική,ο πατέρας του τον κηνυγούσε να πηγαίνει στο μανάβικο,και παρόλο που πήγαινε και στο φροντιστήριο,δεν κατάφερε τίποτε σπουδαίο,αφού το παιδί δεν τόχε,και δεν τόθελε .
Ενόσω αυτός πήγαινε στο γυμνάσιο,η αδελφή του τέλειωνε κουτσά στραβά το σχολειό και άπλωνε κυβικά λίπους,και ο μικρός αδελφός του εξελίχθηκε σε αστέρι στα γράμματα και στο σχολείο και έτσι κάπως μειωνόταν η πίεση στον Χαρίλαο για να μορφωθεί περισσότερο .
Του Χαρίλου του άρεσε πολύ η μπάλα,και τα μπαλάκια γενικώς,ήταν πολύ καλός σε όλα τα αθλήματα που είχαν μπάλα η μπαλάκι .

Απο την τετάρτη τάξη,κατρακύλησε στην βαθμολογία και κάθε χρόνο έπεφτε και κατηγορία.Τέλειωσε με τα χίλια βάσανα το γυμνάσιο,αλλά μέχρι τότε είχε αποκτήσει πολλές εμπειρίες αλλού .
Είχε πάντα καλό χαρτζηλίκι,από το μανάβικο,και αυτό τούδινε άλλη προοπτική.
Νωρίς-νωρίς,είχε κορίτσι επισήμως,άσε τις κυράδες που πήγαιναν στο οπωροπωλείο,και τον χαλβάδιαζαν.Εμαθε την τέχνη του έρωτα,δηλαδή του την μάθαν  οι καλές κυρίες της γειτονιάς και με όλα αυτά κάλυπτε όλες τις άλλες αδυναμίες του.
Στο σπίτι κάθε βράδυ,είχε πάρτυ απο γκρίνια,''είσαι άχρηστος'' έλεγε ο πατέρας, ''γιατί βρε παιδάκι μου,αφού είσαι τόσο έξυπνος''έλεγε η μάνα του,κρυφογέλαγε τρώγοντας η αδελφή του,και αδιαφορούσε τελείως ο μικρός για την όλη φάση.

Ο πατέρας του δούλευε από πολύ μικρός,και είχε φτιάξει μια περιουσία απο ακίνητα κυρίως,πίστευε και αυτός όπως όλοι οι Ελληνες οτι το ακίνητο είναι η καλλίετρη και ασφαλέστερη επένδυση,και είχε καταφέρει να έχει δικά του δυό τρία σπίτια και ένα πούφτιαξε στο χωριό .
Όλα τα είχε ξοφλήσει μετρητά,μαύρο καθαρό χρήμα,και είχε πάρει μόνο  ένα μικρό δάνειο για το σπίτι στο χωριό .
Μετρητά όμως δεν του περίσευαν με τόσα έξοδα στο μαγαζί,τόσα στόματα στο σπίτι,τις παλαβομάρες του Χαρίλαου και το όψιμο χαιλίκι της κας Ιοκάστης,της συζύγου. 

Ο Χαρίλαος από την άλλη πλευρά ένοιωθε εγκλωβισμένος,ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο,αλλά ψιλοκαταλάβαινε,ότι δεν είχε και τα προσόντα,γιαυτό τάθελε όλα πιο βολικά και πιο εύκολα .
Πήγε και σε μια σχολή μηχανικών τύπου ΙΕΚ ,περισότερο να βουλώσουν τα στόματα στο σπίτι,παρά γιατί το πίστευε ο ίδιος.

Ανοιξε ένα μαγαζί με είδη δώρων,τόκλεισε,έβαλε και ένα φέσι που το πλήρωσε ο γέρος του,μετά άνοιξε ενα μαγαζί με παπούτσια,αργότερα μιά σχολή χορού,την έκλεισε και αυτή σε ένα χρόνο .
Παρέμεινε ανύπαντρος,κυκλοφορούσε έξω κάθε βράδυ,ξενυχτούσε, άλλαζε τις γκόμενες σαν πουκάμισα ,και παρόλα αυτά το βαριόταν όλο αυτό .
Μιά εποχή,πήγε να πέσει και σε πιο σκληρά,αλλά το ξεπέρασε επειδή φοβήθηκε,όταν πέθανε ένας γνωστός του,και έμεινε έτσι στο ξώφαλτσο, να πίνει κάτι πιο ''ελαφρύ'' .
Ενας άνδρας τόσο ψηλός,και τόσο όμορφος,να μην ξέρει,τι θέλει,να γυρνά σαν την σβούρα εδώ και εκεί,να ξέρει λίγα απ'όλα,να σπαταλά τα χρόνια και την ενεργειά του.

Σήμερα,τι περιμένει ο Χαρίλαος ;
Πού είναι οι ελπίδες,που πήγαν τα όνειρα ,γιατί τσαλαπατήθηκαν τα σχέδια του πατέρα του,και της μάνας του,που πέθανε απο τον καημό της .
Ο ίδιος απαθής θεατής του ευατού του,να μην μπορεί να ξεκολήσει απο τα βαρίδια που τον δέναν στην γή,να μην μπορεί να αντιδράσει,να έχει περιορισμένης χρήσης θέλω,γυναίκες μη επαναφορτιζόμενες,ο πατέρας του απόμακρος και αμίλητος η αδελφή του να προσθέτει φύλλα στην ντουλάπα του πάχους της,και ο αδελφός του να μαζεύει πτυχία διακρίσεις και επιτυχίες .

Ζορίζεται πολύ ο Χαρίλαος ...

Χαρίλαε ,Χαρίλαε 
Δεν φταίς εσύ,που γεννήθηκες μικρός απο την μιά,και δεν κατάφερες κάτι σημαντικό απο την άλλη.
Φταίει ο σπόρος και η γή που δεν ήταν ποτισμένη καλά,και ο σπόρος ατροφικός.
Φταίει και η εποχή σου,φταίνε τα άστρα,και ο ανάδρομος Ερμής .
Φτωχέ Χαρίλαε,με τα ακριβά ρούχα και τα μακρυά μαλλιά,μεγάλωσες αλλά δεν έγινες βασιλιάς.

Χάθηκες στο δρόμο με τι λεύκες,και σήμερα πριν απο τα πρώτα σου ήντα,οι αναμνήσεις σου μικραίνουν τα ονειρά σου 


ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

ΑΒΡΑΚΩΤΟΙ ΙΑΝΟΙ Μέρος 3ον Ο Μενέλαος

Θα ήθελα,πριν προχωρήσουμε στους υπόλοιπους χαρακτήρες των Αβράκωτων Ιανών,να δούμε πως,με ποιές θεωρίες,θα εξηγήσουμε την σημερινή αφασία και παρακμή που κατατρύχει την ελληνική κοινωνία .

Υπάρχουν πολλές θεωρίες που στα τελευταία εκατό χρόνια προσπάθησαν να ερμηνεύσουν πολύπλοκες και σύνθετες συμπεριφορές,η χρησιμοποιήθηκαν σαν εργαλεία για μελλοντικές προβλέψεις σε κάθε μορφή ομάδων,κοινωνιών,κρατών κλπ.

Οι δικές μου αγαπημένες,είναι η θεωρία της σχετικότητας,η πιο παλιά,η θεωρία των παιγνίων,και η θεωρία του χάους .
Η θεωρία της σχετικότητας του Αινστάιν,είναι η πιο δύσκολη,κυρίως γιατί λείπει ο εκλαικισμός της..
Αυτό δεν έγινε σκόπιμα κατά την γνώμη μου,αφού η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κατανόηση των ζητημάτων αυτών,μειώνει το κύρος των επαιόντων και την δυνατότητα επιβολής των σε ανθρώπους τύπου Μενέλαου του Μπούφου,όπως θα δούμε στην ανάλυση του χαρακτήρα του Μενέλαου .
Φέτος,προσπαθούσα να την εξηγήσω,σε μια πολύ καλή και πολύ γνωστή φίλη,και για να το κάνω αυτό καλλίτερα,διάβασα ενα εξαιρετικό βιβλίο και για την θεωρία αυτή (Jim Al-Khalili Οι δαίμονες της φυσικής ) .
Μού έλεγε,''ξέρεις πόσες φορές προσπάθησαν να μου την εξηγήσουν,αλλά ποτέ δεν την κατάλαβα''. Γιατί; η ίδια,ποτέ δεν την ενδιέφερε,και δεν έδινε πολύ μεγάλη σημασία-έπρεπε δεν έπρεπε,άσχετο- ,και οι άλλοι ποτέ δεν μπορούσαν να την εκλαικέψουν και να την πρακτικοποιήσουν,έτσι ώστε να γίνει μέρος της απλής καθημερινής κατανόησης της.
Της εξήγησα,με λίγα λόγια την απλοποίηση της,αυτή που ο ίδιος ο Αινστάιν χρησιμοποιούσε σε διαλέξεις σε όλο το κόσμο .
Η θεωρία αποτυπώνεται με το τύπο E=m.c στο τετράγωνο .
Η εξήγηση ήταν απλή,ταξιδεύοντας με την ταχύτητα του φωτός(c=300.000/sec),ο χρόνος θα επιβραδύνεται συνέχεια με αποτέλεσμα κάποιος που ταξιδεύει στο διαστημα με την ταχύτητα του φωτός,να είναι/παραμένει ακόμη νέος,ενώ κάποιος που παραμένει στην γή θα έχει γεράσει και πεθάνει .
Η να το πούμε πιο απλά και καθημερινά ..Οταν κάθεσαι με ένα ωραίο κορίτσι για δύο ώρες σου φαίνεται σαν δύο λεπτά,ενώ όταν κάθεσαι σε μια αναμμένη σόμπα,σου φαίνεται σαν δύο ώρες.
Να το δούμε και αλλιώς,ο καθένας είναι μεγαλοφυία,αλλά,αν κρίνεις ένα ψάρι απο την ικανότητα του να σκαρφαλώνει σε ένα δένδρο,θα περάσεις όλη σου την ζωή πως είναι ηλίθιο. (Περιπτώσεις Αβράκωτων Ιανών ).

Η θεωρία των παιγνίων,κυρίως η θεωρία των Τζον Νας (Ταινία,ενας υπέροχος άνθρωπος), με λίγα και απλά λόγια υποστηρίζει οτι,οι παίχτες σε μια ομάδα επιδιώκουν το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα για τους ίδιους,σε σχέση με τον αντίστοιχη επιδίωξη όλων των άλλων και οτι επιδιωκόμενος στόχος είναι να υπαρξει μια μορφής ισορροπία (equilibrium) .
Η θεωρία των παιγνίων χρησιμοποιήθηκε για την δημιουργία οικονομικών μοντελων και προβλέψεων γιαυτό πήρε και το Νόμπελ Οικονομίας ο Νας ,αλλά μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιαδήποτε επιστήμη και ομάδα .
Εδώ έχουμε τον Μενέλαο το Γεράκι,όπου η επιδίωξη του για εξέλιξη στηρίζεται στην γνώση του αντιπάλου και στην παραδοχή οτι όλοι σκέφτονται λογικά και κοιτάνε το συμφέρον τους.

Η τρίτη θεωρία,είναι αυτή του χάους,που λέει απλοικά οτι,το πέταγμα μια πεταλούδας στην Κίνα,μπορεί να είναι αιτία ενος σεισμού στην Αμερική ,η αλλιώς το νερό(πηγή, ποταμός) ξεκινά απο το βουνό και σίγουρα θα φτάσει στην θάλασσα ,εκείνο που δεν ξέρουμε είναι απο πού και με ποιό τρόπο θα γίνει αυτό .
Εδώ συνδέονται ο Μενέλαος το Γεράκι και ο Μενέλαος ο Μπούφος .
 Και οι δύο ξεκινησαν απο το χωριό ,έκαναν διάφορα,και θα καταλήξουν κάπου σίγουρα .

Και οι τρείς θεωρίες έχουν ενα κοινό χαρακτηριστικό,που είναι και ο αδύνατος κρίκος για να εξηγηθούν τα πάντα όλα,και αυτό είναι ο λεγόμενος ντετερμινισμός δηλαδή οτι και να γίνει,όπως και να γίνει,θα καταλήξει κάπου συγκεκριμένα .
Η ταχύτητα του φωτός είναι ορισμένη ,η ισορροπία είναι ζητούμενο,και θάλασα είναι πάντα εκεί.
Για όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας,υπάρχει πάντα μιά εξήγηση,μια θεωρία,και μπορούν να αποτυπωθούν με κάποιο τρόπο,το πρόβλημα είναι οτι δεν ξέρουμε,η δεν μπορούμε,να δούμε,τα εμπόδια σαν δρόμο και όχι σαν αδιέξοδο,και εξαιτίας αυτής της αδυναμίας,να μην μπορούμε να βρούμε τις αιτίες των συμπεριφορών και των αποφάσεων των ανθρώπων..

Ενα ζήτημα,που με απασχολεί,είναι ..Υπάρχει,μια θεωρία που ερμηνεύει η κατανοεί την παρακμή η την σημερινή συμπεριφορά των Νεοελλήνων;
Μια αιτία(οτι δεν υπάρχει θεωρία) είναι οτι τα μέλη της ομάδας δεν λένε την αλήθεια, δεν έχουν λογική,και δεν θέλουν το καλό τους ,άλλη αιτία είναι,οτι το σύστημα είναι τελείως απροσδιόριστο, η ακόμη οτι  ζούμε σε παράληλα σύμπαντα .



Μενάλαος το γέρακι ..
Γεννήθηκε σε ένα ορεινό χωριό στην δεκαετία του 60,αυτή την μαγική δεκαετία της μουσικής,της τέχνης,των επαναστάσεων,της καταπίεσης,και της καταστολής .

Μικρός,ήταν σαν το κορίτσι με τα σπίρτα σε έκδοση αγοριού,αδύνατος και μαυριδερός ,απόγονος των μεταναστών πούρθαν στο χωριό να μαζεύουν ελιές πολύ αργότερα .
Ο πατέρας του,ήταν κάτι σαν υπαλληλος,είχε και μερικά γίδια,αρκετές κότες,και μια γαιδάρα που την φωνάζαν Λέγκω.Τα κουτσοφέρνανε βόλτα,η μάνα μιά μικροκαμωμένη γυναικούλα με ζωντανά καστανά μάτια,κράταγε το σπίτι και τα δύο παιδιά .

Εκεί,ήταν η αρχή του Μενέλαου,ήταν το βουνό απο το οποίο θα ξεκίναγε να τρέχει το νερό,η ισορροπία του όμως με τους άλλους,άργησε,και δεν ήρθε ακόμη.
Πήγε σχολειό,Γυμνάσιο στο διπλανό μεγαλοχώρι,κάθε μέρα με τα πόδια η σπάνια στην πλάτη της Λέγκως,είχε μια σάκκα γεμάτη όνειρα για πως ήτανε η χώρα πέρα απο τα βουνά πούσφιγγαν το χωριό του ,σαν τανάλια .
Ακουγε ιστορίες για το παρελθόν και ίδρωνε,πόλεμος,εμφύλιος,ο πατέρας μεταξύ κεντροδεξιάς και ελαφριάς αριστεράς,ολίγη απο όλα ,σαν τον τούρκικο καφε πούπινε κάθε απόγευμα.

Ηταν καλός μαθητής,και έγινε και καλός φοιτητής όταν ήρθε στην Αθήνα και μπήκε πλεισίστιος στο ΕΜΠ.
Καμάρι οι γονείς,στάμπα και κόρδωμα ο ίδιος,ζήλεια ο αδελφός,και νάσου τα πρώτα οικογενειακά προβλήματα,ο καλός και σπουδαίος μαθητής που όλοι κάνανε το σκατό τους παξιμάδι να σπουδάσει και ο άλλος αδελφός δεν μπόρεσε να κάνει το ίδιο, τόλεγε στους κολλητούς του στο χωριό,και σε μια γκιόσα γυναίκα που αργότερα παντρεύτηκε,αγνοώντας η ξεχνώντας οτι,η διαφορά του ντουβαριού και του σχολειού δεν ήταν οι πέτρες.

Μπήκε ο Μενέλαος και στα πολιτικά,των νεολαιών,κάπου εκεί αριστερά γωνία,παρέες,πάρλα,και μούσι,καμπάνα παντελόνι,τσιγάρο άφιλτρο σαντέ και φαβορίτα γκανιάν.

Ηταν συμπαθητικούλης,όχι ψηλός,με μάτια,άλλοτε γλαρά για να ρίχνει καμμιά γκόμενα,και άλλοτε ψυχρά σαν πάγος,όταν ήθελε να δείξει οτι είχε στόχους.
Δεν είχε τα κότσια να μπεί βαθιά στην πολιτική,ήθελε να λέει οτι πολεμάει το σύστημα, αλλά δεν ήθελε να είναι μέσα σε αυτό,δήθεν.
Χωριό-σχολείο,γυμνάσιο-πανεπιστήμιο,μέχρι κείνο το σημείο πολύ καλά,μετά ήρθαν τα δύσκολα .
Είχε και μια σπάνια ιδιομορφία,τούλειπε το ένα αρχίδι,ήταν μονάρχιδος,το δεξιό το αριστερό θα σας γελάσω,μάλλον το δεξιό,και είχε και ένα μέτριο τσουτσούνι ,τι μέτριο τώρα ,άσε.
Μια φορά που πήγε με μια της ΚΝΕ,τον κοίταξε καλά-καλά,και έβαλε κάτι τσιριχτά γέλια ''τι αυτό σύντροφε ;'' ''Ποιό την ρωτάει ο Μενέλαος ''
και αυτή η σκρόφα ,τι του απάντησε ,''το δείγμα το είδαμε ,θα μας δείξεις και το κανονικό ;''
Απο τότε κάτι έσπασε μέσα του,και όλα αυτά τα θέματα τα είχε μέσα του αμπαλαρισμένα .

Τέλειωσε το πολυτεχνείο ,πολιτικός μηχανικός,ούτε πολιτικός έγινε,ούτε μηχανικός ήτανε,αλλά το πακέτο πολιτικός μηχανικός ήταν ότι έπρεπε για την συνέχεια.
Δούλεψε σε σημαντικές θέσεις,πάντα σαν υπάλληλος και στέλεχος,πάντα μακρυά απο την οικοδομή και τις κατασκευές.
Ηταν καλός,ήταν προσεκτικός,και φιλικός,πάντα όμως κάτι του έλειπε,πολύ πιό μεγάλο,κάτι νάναι δικό του,πίστευε στον εαυτόν του,και ήθελε να ορίζει την τύχη του, εννοώντας οτι,ήθελε να φτάσει εκεί που είχε ονειρευτεί,αγναντεύοντας τα βουνά στο χωριό του..
Τούλειπαν τα χρήματα,πίστευε τόσο πολύ στον ευατόν του,τόσο,που αναρωτιόταν τι δεν έκανε καλά,κοιτούσε,παρατηρούσε,μύριζε ,αλλά πάντα κάτι γινόταν και δεν έφτανε στην πηγή ,Κυλούσε το νερό της ζωης του και αυτός ακόμη να ξεδιψάσει .
Τώρα στα πρώτα ήντα,θέλει να πάρει πίσω αυτό που δικαιούται .
Κοιταζόταν στον καθρέπτη,τώρα πιά δεν ήταν γλυκούλης αλλά μόνο συμπαθής νεόγερος,το μάτι του όμως έκοβε φέτες την άκρατη του δίψα και φλόγα .

Θα προλάβει νάχει το ονειρό του όπως το έχει σχεδιάσει;θα φτάσει να δεί το νερό να φτάνει στην θάλασσα;θα μπορέσει το άνοιγμα των ματιών του ,να δεί ,να γίνεται, σημαντικός και πλούσιος;
Η θα περιμένει οτι και κάποιος άλλος θα βοηθήσει να μοιραστεί την ισορροπία μαζί του ,κάνοντας κι'άλλους συμβιβασμούς ..
Θα πετύχει ;
Δεν είναι άνθρωπος της σημερινής παρακμής,εκμεταλεύετει την παρακμή,αυτός δεν ζεί με το παρελθόν,αυτός θέλει να είναι στο διατημόπλοιο για να σταματήσει το χρόνο.
Ο Μενέλαος το Γεράκι,είναι ο παρατηρητής του ευατού του προς την επιτυχία ,που ο ίδιος έχει προδικάσει.

Μενέλαος ο Μπούφος 
Γεννήθηκε και αυτός σε ορεινό χωριό,στην δεκαετία επίσης του 60.
Φτώχεια μεγάλη,απόσταση έτη φωτός απο το κόσμο,ένα χωριό πεταγμένο στην σμίξη δυό θεόρατων βουνών.
Εδώ ο χρόνος είχε σταματήσει,η θεωρία της σχετικότητας σε όλο της το μεγαλείο ,οι άνθρωποι γέρναγαν και πέθαιναν χωρίς να ξέρουν γιατί .
Πόλεμος,και μετά εμφύλιος,εθνικοί και αντάρτες είχαν το χωριό του Μενέλαου σαν κλωτσοσκούφι..
Μπαίναν και οι μεν,και οι δε,ζήταγαν να φάνε,να πιούνε,από αυτά τα πολύ λίγα που είχε το χωριό,εν ονόματι του βασιλιά την μιά φορά,του Μάρκου και του Ζαχαριάδη την άλλη..
Ενα χωριό κινούμενη άμμος,δεν προλάβαινε να σταθεροποιηθεί πουθενά,δεξιό την μιά βδομάδα,αριστερό την άλλη .
Ο πατέρας του Μενάλαου ήταν αγρότης με τα όλα του,αγροίκος στους τρόπους, άγριος σαν θεριό ,αξύριστος πάντα,με ένα μουστάκι,σαν βούρτσα έμοιαζε.
Χωράφια,ζωντανά,καφενείο,τσίπουρο,φασαρίες,φωνές,έμπαινε ο χωροφύλαξ κλάνανε μέντες όλοι,έφευγε Ζήτω το ΕΑΜ,έμπαινε ο Μάρκος,πάλι ζήτω το ΕΑΜ έφευγε ο Μάρκος ,Ζήτω η ΕΛΛΑΣ.
Ολοι με όλους,έτσι πήγαινε η ζωή,έτσι μπορούσε να εξαργυρώσει ο καθένας μια θέση στο σκουπιδιάρικο που λεγόταν κράτος,και ο τυχερός δημόσιος υπάλληλος .

Ο Μενέλαος ήταν ένα στρουμπουλό αγόρι,είχε ακόμη τρία αδέλφια,ένα ψιλόλιγνο αδελφό,μιά σβούρα αδελφή,και ένα πιο μικρό τσογλάνι με κάτι ξανθά μαλλιά σαν πρόκες .
Πήγε σχολείο δημοτικό,εκεί στο χωριό,δηλαδή πήγαινε,όποτε τον άφηνε ο πατέρας του,απο τις δουλειές στα χωράφια και έμαθε πέντε πίτουρα γράμματα .
Η μάννα του,μια γυναικούλα του χωριού χοντρούλα σαν ξεχειλισμένο βαρέλι ξυδιού, επέμενε να πάει το παιδί στην πόλη να σπουδάσει στο γυμνάσιο .
Πες απο δώ,γκρίνια το βράδυ στο κρεβάτι,ένα πήδημα στα μουγκά,τον κατάφερε τον ''γέρο''.
Τα δυο αγόρια στο γυμνάσιο,ο μικρός αλητάμπουρας στο χωριό,και η αδελφή στα χαρακώματα του νεροχύτη,να ψάχνει το γαμπρό στα κρυφά και στις ρούγες .
Κουτσοπέρασε το γυμνάσιο και Λύκειο,στέναξαν τα μπιλιάρδα και τα σφαιριστήρια στην γειτονιά,ανεβοκατέβαινε στο χωριό,το φθινόπωρο και την άνοιξη,το χειμώνα λόγω καιρού την γλύτωνε,αλλά το καλοκαίρι ήτανε κάθε μέρα στα χωράφια ,αυτή ήτανε και η συμφωνία με τον πατέρα του .
Τέλειωσε το Λύκειο με έντεκα,και δέκα δωδέκατα,σχεδόν δώδεκα, και βάλθηκε να βρεί το όνειρο του στην Αθήνα.
Αυτός δεν ήξερε για πηγές,για θεωρίες,ούτε ήξερε ακόμη, για ενα γκαρσόνι στο Σικάγο που όταν θα  χτύπαγε τα χέρια του,αυτός θα καθόταν σούζα να τον εξυπηρετήσει .

Τ''αφησε όλα στο καλό Θεό,στα νιάτα του.και στην μοίρα του,που ως γνωστόν,όλα τα ορίζει τα κατευθύνει,τα σφάζει,και τα μαχαιρώνει,και νάμαστε και φχαριστημένοι .
Δεν γνώρισε πολλές γυναίκες στην ζωή του,βρήκε μιά την παντρεύτηκε μικρός,έκαμε και δυό παιδιά,και περίμενε, κάποιος να του δώσει μιά,για να αρχίσει το νερό να κυλάει,να βρεί το ρόλο του,να πετύχει κάτι στην ζωή του.
Μέσα του κάτι δεν ήταν κολημένο σωστά,κάτι έσπαγε κάθε φορά που βρισκόταν σε δυσκολία,δεν ήθελε πολλά πολλά ,ούτε να μάθει,ούτε να ξέρει ,φοβόταν οτι όλα αυτα θέλαν πολύ δουλειά και τα απέφευγε..
Βρήκε μια δουλίτσα,δούλευε και η γυναικούλα του,μια ψηλή και άχαρη ξανθιά,και μεγάλωναν τα κουτσούβελα μές στην γκρίνια και στην στέρηση,ευτυχώς πούχε και την αμερικάνικη βοήθεια απο το χωριό και τα βόλευε .
Δεν μπόρεσε ούτε να κλέψει,ούτε να παρανομήσει χοντρά,νόμιζε πώς έβλεπε τον γέρο πατέρα του να τον αγριοκοιτάζει και να σουφρώνει τα τσόχινα μουστάκια του .

Ητανε αφελής και βολικός,έτσι ήθελα να δείχνει σε όλους,αυτό το ύφος του καλού παιδιού .Μέσα του όμως,είχε μια βράση,μια χύτρα που έκαιγε ένα χυλό θυμού ,ασταμάτητα .
Ποτέ δεν  μπορούσε να τελειώσει κάτι ολοκληρωτικά ,το ξεκίναγε,είχε όρεξη,είχε κέφι, μια υποτιμητική ματιά όμως,ήταν αρκετή να τον κολώσει,να κάνει πίσω ,να έχει αμφιβολίες .
Ειχε και αυτό το πρόβλημα της πρώιμης εκσπερμάτωσης που του μίκρυνε πάντα την αυτο πεποίθηση,αλλά μέχρι τώρα καμμία γυναίκα δεν τόκανε θέμα,και πίστευε οτι το είχε βολέψει .
Εφταιγε η πολύ μαλακία όταν μικρός,έφτιαγε η ξενέρωτη ξερακιανή,δεν τολμούσε να το συζητήσει με κανένα.Με μια γκομενίτσα που είχε κάποτε τα πήγαινε μια χαρά ,άρα έφταιγε η ψηλή ,σκεφτότανε.

Ανοιξε ένα μαγαζί και πούλαγε χρώματα και υλικά οικοδομής,είχε μαζέψει και κάτι φράγκα απο πρίν,και άπλωσε την ζωή του σαν τον τραχανά πούβαζε η μάνα του στα κεραμίδια .
Οταν πήγε να πάρει το πρώτο του δάνειο απο την τράπεζα,που ήταν δίπλα στο πρώτο του μικρό μαγαζί,έκανε βόλτες γύρω -γύρω μέχρι να αποφασίσει να μπεί μέσα , κάποια στιγμή πήρε όλα τα θάρητα του,και μπήκε φουριόζος και βρέθηκε απένταντι σε ένα τύπο με μεγάλα μυωπικά γυαλιά να το κοιτάσει απορημένος .Πήρε και το υπόλοιπο θάρρος που του περίσευε,και όρμησε .
Του πήρε,τρείς-τέσσαρες φορές να συνηθίσει,μετά ποιός τον έπιανε,μπαινόβγαινε με τόση άνεση σαν το σπίτι του,που λέει ο λόγος .
Πήρε το κολάι με όλους,στην αρχή λίγος φόβο,αλλά μετά κολλητός με όλους φιλαράκια και άνεση,και δώστου οι φιλοφρονήσεις ,''ελα δικέ μου '' σιγά ρε μαλάκα '' τέτοια οικειότητα με το σύστημα .

Πήρε δάνεια,μεγάλωνε η δουλειά,δούλευε όχι και πάρα πολύ ,άρχισε να κλέβει την εφορία,σιγά σιγά δεν πλήρωνε και το ΙΚΑ,και μάζευε λίπος,μετά μάζευε και χρέη είχε και τρία αυτοκίνητα, ένα γι'αυτόν,τζιπ οχι SUV,ένα Golf η γυναίκα του,και ένα ακόμη για ώρα ανάγκης,είχε ενοικιάσει και ενα εξοχικό,γενικώς πέρναγε άρχοντας.
Ομως τον δρόμο του δεν το βρήκε,χάθηκε,άρχισε να μαζεύει χρέη ,στράβωσαν τα πράγματα,κάποιος χτύπησε τα χέρια του στο Βερολίνο και έπιασε πνευμονία όλη η Ελλάδα και ο Μενέλαος σε βαριά μορφή .
Το νερό που κάποια στιγμή ξεκίνησε απο την πηγή ψηλά στο βουνό κάπου στάνιαρε,σε κάτι βράχια,και ο ίδιος δεν έβλεπε οτι χρειαζόταν να σπρώξει την μικρή πέτρα που το εμπόδιζε .

Πολιτικά ο Μενέλαος ήταν σαν κυλιόμενη σκάλα που τον πήγαινε εύκολα,η σαν ασανσέρ,βολικά εύκολα,και πρόθυμα πάντα .Η διαδρομή του,απο κάπου λίγο δεξιά όχι πολύ όμως,ΔΗΑΝΑ ας πούμε,μέχρι κάπως αριστερά ΔΗΜΑΡ,μέχρι εκεί .

Φοβάται σήμερα ο Μενέλαος ;Oχι πιά.Γιατί άλλωστε ;
Ελπιζει σε κάτι ο Μενέλαος και παλεύει για αυτό;
Θέλει μαζί με άλλους να βρούνε την ισοροπία τους;
Eχει ένα στόχο και ψάχνει να βρεί τον καλλίτερο τρόπο για να τον πετύχει;

H απάντηση σε όλα αυτά,είναι .. θα δούμε 

Και ο πρώτος Μενάλαος και ο δεύτερος,ξεκίνησαν απο την ίδια αφετηρία ,
σήμερα και οι δυό νεόγεροι πιά ,ο ένας να περιμένει αυτό που θέλει με πείσμα και ο άλλος παράτησε την προσπάθεια και περιμένει απο τους άλλους .

Μενέλαος ,ο νεόγερος 

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ



Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

ΑΒΡΑΚΩΤΟΙ ΙΑΝΟΙ μέρος 2ον ,ο Αγησίλαος

ΜΈΡΟΣ 2ον ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ 

Φθινόπωρο,με τα όλα του,ο ουρανός κάνει πρόβες χειμώνα,με εναλλαγές ρόλων για το έργο της επόμενης περιόδου,και εμείς θεατές,αμίλητοι και προσεκτικοί μην χαλάσουμε την παράσταση .

Ο κύριος,που κάθεται στο παγκάκι στο μικρό πάρκο,έχει γύρει το σώμα του,από την ανημποριά λες,από το βάρος των χρόνων του,από την αδυναμία του,πάντως δεν είναι καλά,το βλέπεις με την πρώτη ματιά .
Φοράει ένα μπλέ κοτλέ παντελόνι,μιας δεκαετίας ρούχο,αλλά προσεγμένο,καθαρό  και σιδερωμένο,με δυο τρεις γραμμές τσάκισης,απο τις πολλές φορές που ένα σίδερο πέρασε απο πάνω του.Παπούτσια σπόρ μπλέ και αυτά με άσπρες σόλες και κορδόνια,αντιανεμικό μπουφάν στα ίδια χρώματα,πουλεβεράκι καναρινί  πουκαμισάκι λευκό,που μόλις φαινόταν οι μαύρες ρίγες και τα μικρά μαύρα κουμπάκια .
Ο Αγησίλαος λοιπόν,ένας ευσταλής τύπος,με μικρή στρογγυλή κοιλίτσα και άσπρα μαλλιά καθόταν και φοβόταν,μην τον ρωτήσει κάποιος περαστικός και δεν ξέρει τι να του πεί,μην αναγκαστεί να πάρει θέση ,μήπως έρθει κάποιος και του ζητήσει τα ρέστα,του στύλ ..''Τι κανεις εδώ Αγησίλαε'';και τι να του πεί ,δεν ήξερε,έκανε πρόβες, τι θα τον ρώταγε,και τι θα του απαντούσε,πάντα ήθελε να έχει δύο τρείς επιλογές ,να μην τα χάσει,να φανεί κύριος,και σίγουρος .

Καθόταν και σκεφτόταν τι έφταιξε,και δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τα μέτρα που εύκολα και βολικά του έβαλαν οι γονείς του.
Στην ζωή του έκανε πολλά πράγματα,και μέχρι πρότινος πίστευε,οτι τα έκανε καλά και είχε και επιτυχίες σε όλα τα επίπεδα.Του Αγησίλαου δεν του έφταιξε η κρίση,ούτε του έκανε τόση μεγάλη ζημιά,αφού όταν ήρθε,αυτός ήταν ήδη στα πρόθυρα της συνταξιοδότησης.
Γενήθηκε απο ένα κουκούλι,σκεπασμένο και φυλαγμένο καλά,όμως πάντα του έλειπε αυτό το κάτι λίγο,για να κάνει την διαφορά,από την άλλη δεν ήθελε ποτέ να ξεφύγει απο αυτό που έδωσαν προίκα οι γονείς του σαν αρχές. 
Ομως ποτέ δεν του είπαν να μείνει γαντζωμένος σε αυτές,σαν σωσίβιο,και όχι σαν δυνατότητα .Σπούδασε,πήγε ταξίδια,δούλεψε στο εξωτερικό,παντρεύτηκε δύο φορές και έκαμε τρία παιδιά .
Ποτέ,δεν μπόρεσε να εξηγήσει,γιατί τα παιδιά του δεν έγιναν τίποτε το ιδιαίτερο όπως το φανταζόταν αυτός,δηλαδή καλλίτερα απο τον ίδιον,πάντα είχε την ενοχή να τον βασανίζει και γιαυτό .

Αυτά σκεφτόταν ο δυστυχής Αγησίλαος,και δεν έλεγε να σηκωθεί απο το ρημάδι το παγκάκι,έμενε καθηλωμένος,έγυρε ακόμη λίγο στα δεξιά ,πάντα ήταν συντηριτικός στις πολιτικές του απόψεις ,σοβαρότης και τάξη μαζί με ασφάλεια ήταν τα κατάλοιπα που του εμπέδωσαν  οι νικητές γονείς του,μαζί με τα λάφυρα της νίκης τους .
Δεν έτρωγε πολύ,και ποτέ δεν θυμόταν τον ευατόν του μεθυσμένο,έπαιρνε μπόλικα χάπια,με σειρά πάντα,όλα σε μια σειρά και τάξη,μιλούσε σιγά και αργά ,να είναι σίγουρος οτι ο άλλος τον καταλάβαινε πολύ καλα .
Παντοτε αναρωτιόταν,αν ζήλευε,αλλά ακόμη και όταν συνέβαινε ,προσπαθούσε να μην το δείχνει,κυρίως όμως, να μην τον παιρνει έιδηση ο εαυτός του,του άρεσε να κρύβεται απο τον ευατόν του,ήταν ο κριτής του,ήταν αυτός που δεν τον άφηνε σε χλωρό κλαδί ,δεν το άφηνε να χαλαρώσει ,πάντα εκεί,να τον βάζει σε σειρά και σε τάξη .

Είχε φίλους,κατά καιρούς πολλούς και σημαντικούς,μερικές φορές όμως είχε ξεμείνει μόνος του,όπως τώρα.
Μιά φορά πήγε να πεθάνει απο μια σοβαρή κρίση σκωληκλοειδήτιδος,αφού δεν μπορούσε να αποφασίσει ποιόν θα έπαιρνε,κυρίως όμως τι θα του έλεγε,ευτυχώς που ήρθε απροειδοποίητα η κόρη του και την σκαπούλαρε .

Τότε στα χρόνια του Ανδρέα και της αλλαγής,τόχε πάρει απόφαση οτι θα ψηφίσει τον Ανδρέα,έτσι έλεγε,το συζητούσε και με ένα φίλο του διαφημιστή,και είχαν συμφωνήσει και οι δυό,οτι αυτό ήταν το καλλίτερο,μάλιστα την τελευταία παρασκευή πήγε και στην συγκεντρωση στο Συνταγμα,τούδωσαν και μια πράσινη σημαία και την κουνούσε με με μανία,τόσο πολύ το πίστευε.
Την κυριακή των εκλογών,πήγε με τον φίλο του να ψηφίσουν,ο ένας ψήφιζε στο Πειραιά και ο άλλος στο κέντρο,πήγαν πρώτα στο Πειραιά που ψήφιζε ο φίλος του, ψήφισε εκείνος,και όταν βγήκε απο τον εκλογικό τμήμα τον ρώτησε ..''τι ψήφισες τελικά'';o άλλος τον στραβοκοίταξε και με φυσικό τρόπο, του είπε ..''φυσικά Πασόκ ,δεν τάπαμε,τι με ρωτάς'' ;
Φτάσαν και στο δικό του εκλογικό τμήμα,κατέβηκε με φούρια και σιγουριά,περίμενε υπομενετικά και με περισή ευγένεια να ψηφίσει ενας κουλός,πήρε τα ψηφοδέλτια έβαλε επιδεικτικά του Πασόκ πάνω -πάνω,μπήκε στο παραβάν ,και ξαφνικά τούρθε μια σκοτοδίνη,έβλεπε τον θείο του,τον πατέρα του,και όλο το σόι αντάμ παπαντάμ καραδεξιοί να τον κοιτάνε αυστηρά και πάγωσε,όμως γύρισε την πλάτη του επιδεικτικά στις μνήμες και αποφασισμένος έτσι όπως ήταν,ψήφισε.. Νεα Δημοκρατία.
Οταν βγήκε απο το τμήμα είχε μια μούρη χάλια,τον είδε ο φίλος του και του λέει ..''δεν πιστεύω να μην ψήφισες Πασόκ'' ψυχανεμίστηκε ο άλλος,''μα τι λές,του απάντησε, είσαι σοβαρός;φυσικά και ψήφισα Πασόκ'' ,αλλά κάποιος εκεί γύρω,κρυφογέλαγε.

Αυτός ήταν ο Αγησίλαος αυτά σκεφτόταν και δεν ήθελα να κάνει τίποτε ο ίδιος,να μείνει εκεί σαν άγαλμα να περιμένει να βρέξει,να χιονίσει για να σηκωθεί να φύγει.
Περίμενε,περίμενε,νύχτωσε,όλα είχαν κλείσει πια,και τότε,σιγά-σιγά σαν τον κλέφτη, πήρε τα πόδια του και τα μπλε παπαούτσια του,και χάθηκε στην επόμενη στροφή ενα τετράγωνο απο το σπίτι του ...



Κάνουμε μια γυροβολιά,και νάσου η άλλη όψη της ίδιας ράτσας,ο άλλος Αγησίλαος .

Καθισμένος σε ένα πολύ μεγάλο γραφείο καρυδιάς με προέκταση,και δύο μεγάλα και εντυπωσιακά ερμάρια από κάτω,δέκα χιλιάρικα τούχε στοιχίσει.
Παλιά είχε και ένα μεγάλο υπολογιστή που ''έδενε'' με το γραφείο.Κάποια μέρα στα κρυφά,πήγε να τον ανοίξει,αφού όλοι του λέγαν πόσο εύκολο ήταν,αλλά το μόνο που κάταφερε είναι να κοιτάει σαν χαμένος την είκονα απο την Σαντορίνη που του είχε βάλει ο γιός του,τι κοίταξε,την ξανακοίταξε,συμφώνησε οτι ήταν πολύ όμορφη τον έκλεισε,και ξένοιασε .Ηταν μαύρος- μαύρος,καθόταν και η σκόνη και γινόταν γκρί, ήτανε και τα καλώδια,οπότε μια μέρα,τον πήρε και τον έβαλε με προσοχή στην αποθήκη,μαζί με πολλά άλλα άχρηστα ..

Καθόταν και σκεφτόταν,τα παλιά τα μεγαλεία,τότε που μπαίναν σε αυτό το γραφείο κόσμος και κοσμάκης,σημαντικοί και πολύ σπουδαίοι,όλοι κάτι να πούν,όλοι κάτι να ζητήσουν,όλοι κάτι να δώσουν .
Ποτέ δεν κατάλαβε πως βρέθηκε απο τα ψηλά στα χαμηλά,πώς σχεδόν όλοι του γύρισαν την πλάτη,όλοι,λες και ήταν συνενοημένοι τον αδίκησαν,και τον ξέχασαν ,αυτόν που έδινε την ζωή του για όλους.Πόσες φορές,δεν έκανε τον χαμάλη, βρίζοντας μέσα του,αλλά είχε στόχο,ήξερε οτι το αγόι αυτό θα πληρωνόταν αδρά.

Ηταν απόβραδο,κανείς δεν ήταν πιά εκεί γύρω,μόνο αυτός,και ο Αλβανός που καθάριζε τα τζάμια,και καθισμένος στο παλιό θρόνο γραφείο,προσπαθούσε να καταλάβει που ήτανε που κατάντησε και θα γινόταν απο δώ και πέρα.
Ξεκινούσε πάντα να σκέφτεται απο εικοσιπέντε χρόνια πριν,όχι παλαιότερα,τότε που άριχσε να κάνει όνομα και περιουσία,τότε που πήγαΙνε στις εταιρείες και του κάνανε τεμενάδες,'' τι κάνετε κύριε Αγησίλαε,''πώς είστε κύριε Αγησίλαε'',''τι θα πάρετε κύριε Αγησίλαε'',και αυτός άλλοτε τόπαιζε σοβαρός,και άλλοτε κάνοντας τσιριμόνιες ψήλωνε καμμιά δεκαριά πόντους,πάντοτε τούλειπαν αυτοί οι δέκα αναθεματισμένοι πόντοι.
Επαιρνε τηλέφωνο την τράπεζα και μιλούσε μόνο με την διευθύντρια,με άνεση και στύλ, ''Ελα ρε Βάσω,περίμενα τρία λεπτά στο τηλέφωνο,΄΄μην μου πείς νάρθω να υπογράψω απο κεί,εκείνη την αύξηση ορίου,είμαι πνιγμένος Βασούλα'' και ας ήταν η Βάσω είκοσι χρόνια πιο μεγάλη απο κείνον,και πάντα του μίλαγε στο πληθυντικό .

Ητανε παντρεμένος ο Αγησίλαος με μια ψηλή χοντρή,την ήξερα από παλιά ,είχαν και δύο παιδιά δυο αγόρια,το ένα ήταν ψηλό σαν την μάνα του,και λεπτό σαν τον πατέρα του,και το άλλο ήταν μέτριο καστανό γεμάτο φακίδες.Ο Αγησίλαος μικρόδειχνε ,είχε και μια φράντζα που τον ταλαιπωρούσε,και μια μύτη σαν ανοιχτήρι κονσέρβας και χέρια κοντά, με δαχτυλάκια.
Εσπρωχνε ο Αγησίλαος τους κανακάρηδες να σπουδάσουν,να μπορεί να δικαιωθεί και ο ίδιος,και να μπεί στο μάτι εκείνου του αγχώνευτου,πλήρωνε φρονιστήρια έπαιρνε αριστα ο μεγάλος στο μπιλιάρδο,ιδιαίτερα στο σπίτι στο μικρό,έκανε καμάκι στην δασκάλα ο πιτσιρίκος,έπαιρνε μάτι και ο Αγησίλαος.

Είχε όνομα,είχε πρόσωπο,και θεωρούσε οτι μπορούσε να κάνει πολλά ακόμη,πως διάολε βρέθηκε να τα έχει χάσει όλα,χρέος στην εφορία,στο ΙΚΑ,στις τράπεζες,ποιός έφτιαξε και του συνέβησαν όλα αυτά,η κρίση,οι εταιρείες,οι γερμανοί,η Μέρκελ αυτή η παλιοκουφάλα,τα λαμόγια οι πολιτικοί,όλοι μαζί τον έριξαν στο καναβάτσο και τώρα κανείς δεν ενδιαφέρεται γιαυτόν.
Ακόμη και η Βάσω η διευθύντρια,μια μέρα που την ζήτησε και δεν του βγήκε στο τηλέφωνο,την άκουσε στο βάθος να λέει, ''χέστον,τον παλιομαλάκα που νομίζει οτι κάτι είναι''και πολύ του κακοφάνηκε του Αγησίλαου .

Καθυστερούσε στα ραντεβού ο Αγησίλαος,και όλοι αντί να τον επιτιμούν,τον κοίταγαν με δέος και σεβασμό,τώρα καθυστερεί μισό λεπτό,και ο άλλος φεύγει,και ούτε τηλέφωνο δεν τον παίρνει .

Ολα αυτά σκεφτόταν ο κακομοίρης ο Αγησίλαος,και σκότωνε το χρόνο του,το ίδιο έκανε κάθε μέρα πια τα βράδια,πιέζε τον χρόνο,ζόριζε την μνήμη ,ήλπιζε οτι κάτι θα αλλάξει,κάτι θα ξαναφέρει τα παλιά,ήταν σίγουρος,οτι όλα θα διορθωνόντουσαν, αφού αυτός δεν έφταιξε σε τίποτε .

Πάνω στο γραφείο κιτρινισμένα έγραφα με το λογότυπο της παλιάς δόξας,μερικά στυλό που το μελάνι είχε πετρώσει και δεν έγραφαν πια,ένας αναπτήρας με την φίρμα του,στεγνός και άδειος και αυτός,και στο πλάι μια φτηνή ελληνική σαμπάνια απομεινάρι μιας εποχής ..

Απλωσε τα πόδια του,να ξεμουδιάσουν,τώρα τελευταία,είχε κάτι μικροενοχλήσεις στα γόνατα και στην μέση, στριφογύρισε την καρέκλα του σαν τον τροχό της τύχης, και έγειρε πίσω ..Τι ωραία άισθηση σκέφτηκε,κοίταξε ψηλά το ταβάνι που είχε κιτρινίσει και ξεθωριάσει και ξαφνικά συνειδητοποίησε οτι ήταν η τελευταία φορά που τα έκανε όλα αυτά ..
Σηκώθηκε απο την καρέκλα του διευθυντή,έσκουξε αυτή απο την πολυκαιρία,την έπρωξε με μίσος πίσω,και όρθιος πιά,κοιτούσε το χώρο,το γραφείο,έβλεπε στους τοίχους τα μεγαλεία ,άκουγε τα γέλια των επιτυχιών, όμως γυρνώντας στην πραγματικότητα,ήθελε τώρα να ανεβεί πάνω στο γραφείο να το μαγαρίσει,να το χαλάσει,τίποτε δεν ήταν δικό του πιά,του τα πήραν όλα,οι άλλοι ..
Ομως το λυπήθηκε,τόσα χρήματα στοίχισε ..προχώρησε πήγε να βγεί,να την σπάσει την πόρτα,να την βροντήξει,σκέφτηκε,τίποτε απο όλα αυτά δεν έκανε,την έκλεισε γλυκά και τρυφερά,και έφυγε.

Καληνύχτα Αγησίλαε 

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ
 

Στο επόμενο 

μέρος 3ον 
Μενέλαος ..ο τυχοδιώκτης




Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

ΑΒΡΑΚΩΤΟΙ ΙΑΝΟΙ μέρος 1ον


Αβράκωτοι =το κίνημα των ''αστών ''επαναστατών της γαλικής επανάστασης,που πήραν τον χαρακτηρισμό αυτό,από το είδος των παντελονιών που φορούσαν (sans culotte),μακρυά,και διαφορετικά απο αυτά των φεουδαρχών,γαιοκτημόνων που ήθελαν να γκρεμίσουν απο την εξουσία .
Για τον Ιανό τα ξέρετε,(janus,janus bifrons,antianos,-----ιανός.)

Σήμερα,ζούμε σε μια εποχή αστικής δημοκρατίας (η αμφισβήτηση της από το κουμουνιστικό μανιφέστο του Μαρξ,έμεινε στα χαρτιά,και η εφαρμογή του κουμουνισμού στην Ρωσία,έγινε σε λάθος χρόνο,τόπο,και χώρα,και ποτέ δεν εφαρμόστηκε πουθενά αλλού ),με την κυριαρχία των σημερινών αβράκωτων .
Κολάνε δέ,με τον Ιανό,καλό,και κακό, χώρια,και μαζί ,σήμερα έτσι,αύριο αλλιώς, πόλεμος γένια,ειρήνη ξύρισμα κόντρα .

Ας δούμε λοιπόν τους τύπους μας ,τους περίφημους Αβράκωτους Ιανούς  
α.Πάνω από 70 ετών..Ο Αρχέλαος ..ο επιλήσμων 
β.Λίγο πιο κάτω ..Ο Αγησίλαος ..ο αιθεροβάμμων 
γ.Νεαρός μεσήλιξ ..Ο Χαρίλαος ..ο τυχοδιώκτης 
δ.Μεταξύ σαράντα και πρώτα ήντα ..Ο Ερμόλαος ...ο βλαμμένος 
ε.Πιο νέος ακόμη ..ο Μενέλαος ..ο χαλαρός 
στ.πολύ  πιο νέος ..Ο Νικόλαος ..ο πεσμένος 
Δεν πρόκειται για άνδρες η γυναίκες,είναι όλοι ερμαφροδιτοι,και φυσικά είναι άνθρωποι του λαού, μην ξεχνιόμαστε. 

α.Ο Αρχέλαος ..ο επιλήσμων 

Προσέξτε τον,από μπροστά,ξυρισμένος ,μάγουλο γυαλιστερό σαν γδαρμένο γίδι,ζάρες και πλισέδες στο λαιμό,υποψία από τριχομονάδες σε κεφάλι στρογγυλό σαν καρύδα ξυρισμένη, μάτια με έντονο βλέμμα,συγκατάβαση και σοφία όλα μαζί.
Από την πρώτη ματιά καταλαβαίνεις οτι,είναι κάποιος σημαντικός τύπος,το βλέπεις, το νοιώθεις,ακόμη και εαν δεν βλέπεις δίπλα του,την συνοδεία ,την κινητή αυλή του και το πλούτο που άφθονος ρέει .

Εχει χρήματα,έχει μετοχές και ομόλογα,έχει θέσεις άμισθες σε σοβαρές εταιρείες,είναι μέλος μόνο σε prive club,τρώει λίγο,δεν πίνει σχεδόν καθόλου,φυσικά δεν καπνίζει,κάνει σπόρ,και ντύνεται μελητημένα ακριβά,αλλά όχι προκλητικά,μιλάει σιγά για να πρέπει οι άλλοι,να κάνουν σημαντική προσπάθεια να τον ακούσουν.

Είναι αδιάφορος για τα μικρά,φυσικά δεν μπορεί να ασχοληθεί με τα προβλήματα των υπηκόων του,υπαλλήλων και δουλικών, που άφθονοι υπάρχουν,και κυκλοφορούν σαν τις μύγες λίγο μακρυά του.
Επικοινωνεί με φερέφωνα,κάτι ανθρωπάκια που από το σκύψιμο,είναι σαν σκασμένα οκτώ,δεν θέλει να λέει πολλά,οι άλλοι οφείλουν να καταλαβαίνουν τις επιθυμίες του, που είναι πάντα οι ίδιες,υποταγή,και να αυγατίζουν κάθε μέρα,τα λεφτά του άρχοντα .

Εχει φτιάξει ψηλά τείχη γύρω του,να μην τον βλέπουν,και φθονούν τα πλούτη του,να νοιώθει ασφαλής στο κλουβί του,να μην βλέπει τον κόσμο,να βλέπει μόνο τον ουρανό και τσακώνεται με τον θεό σε ποιά καρέκλα θα κάτσει δίπλα του. 
Είναι σημαντικός,είναι πλούσιος,έχει άποψη,μάλλον δεν έχει άποψη,απαίτηση έχει για όλα,νομίζει οτι όλος ο κόσμος του χρωστάει,που δίνει δουλειά και πληρώνει φόρους ,και συνεισφέρει στην εθνική οικονομία. 
Δεν έχει όμως μνήμη,δεν θέλει να θυμάται τι ήτανε κάποτε,ούτε θέλει να ξέρουν πολλά πολλά,απο τα υπόλοιπα που αφορουν το παρελθόν του και όσους το ξέρουν καλά.

Οι άνθρωποι που δουλεύουν δίπλα του,είναι μηχανές με αρίθμηση,με βάση την παραγωγή τους,οι άνθρωποι που συνδιαλέγεται πια, είναι σαν κι'αυτόν, πλούσια γερόντια με την ίδια αντίληψη,παίζουν με την αδηφαγία τους,θέλουν να έχουν το μεγαλύτερο απο τους ομοτράπεζους τους,και για να το πετύχουν στρίβουν κιάλλο το λαρύγγι των υπηκόων τους,και απαιτούν πιο πολλά,απο τα γυπαριά της εξουσίας .

Τι ήταν ο Αρχέλαος πριν,απο πενήντα,πριν απο τριάντα χρόνια,και πως έγιναν ολα αυτά τα πλούτη και τα μεγαλεία .
Εχει σημασία να το δούμε;Για τον ίδιο,φυσικά δεν έχει,και δεν θέλει,για τους υπόλοιπους πρέπει να έχει ,και πολύ μάλιστα.Πρέπει να βρεθεί το επιτόκιο και να πληρωθεί ο τόκος,αφού η αλληλεγγύη του,είναι θαμένη στην γή, και η συναίσθηση του υπόλοιπου κόσμου ανύπαρκτη .
Είναι σίγουρο οτι ξεκίνησε απο πολύ χαμηλά,ήταν φτωχός και κακομοίρης,κάπνιζε Καρέλια,και έπινε σαν νεροφίδα,έσπαγε πιάτα,και πλάκα,δείχνοντας την ανύπαρκτη μόρφωση,που δεν μπόρεσε να έχει .

Ξεκίνησε δειλά δειλά,να κάνει δουλειές,κλέβοντας την εφορία δίνοντας λίγα στους σκλάβους,πιέζοντας,κάνοντας γνωριμίες,άρχισε να αλλάζει σώβρακο μια φορά την βδομάδα πιά,και να ξυρίζεται μέρα παρά μέρα .
Στην συνέχεια τα έκανε όλα,ρίσκαρε,έκανε την φοροδιαφυγή τέχνη,και άρχισε να ανεβαίνει επίπεδα,απο τον τόκο,στην μετοχή,στις επενδύσεις,λίγο πίεση,άντε και με σάλτσα εκμαυλισμού,και σιγά-σιγά, έγινε κύριος ,έγινε τζεντλεμεν ,απέκτησε τρόπους, έμαθε και μια ξένη γλώσσα, έβαλε και στο βιογραφικό του μερικές σχολές που είχε δεί,περνώντας απ'εξω,σε ένα ταξίδι στην Αγγλοσαξωνία,και νάτος,ο μέγας,ο τρανός ο έχων .

Τι τον νοιάζει τον Αρχέλαο σήμερα; Oι δουλειές του,να πηγαίνουν καλά, οι άλλοι να τον λιβανίζουν όλη μέρα,να φροντίζει,τους σχεδόν πάντα,άχρηστους δικούς του ,να έχει τιμητική θέση όπου καταδέχεται να πάει,και να μην τον ενοχλούν για ασήμαντα πράγματα .

Τι θέλουμε να κάνουμε με αυτόν;Να τον σκοτώσουμε;Oχι 
Να του πάρουμε όλα τα υπάρχοντά του;Οχι επίσης ,
Να βάλουμε άλλο στην θέση του;όχι και πάλι,ο επόμενος θα είναι χειρότερος. 
Να πάρουμε εμείς την θέση του;Nαι,πολύ θα το θέλαμε,αλλά ποιός μας δίνει την ευκαιρία .
Τι θελουμε πραγματικά,απ'αυτό τον τύπο;Mόνο ένα πράγμα,να τον αναγκάσουμε με οποιοδήποτε τρόπο,να δώσει ένα μέρος του τόκου που πήρε λαθραία,απο όλους τους υπόλοιπους .
Να του κάνουμε ενέσεις αλληλεγγύης με το ζόρι,να καταλάβει  την φτώχεια,που όμως θα γίνει αξιοπρέπεια με τα λίγα δικά του ψίχουλα .

Πρέπει ο Αρχέλαος να δώσει αντίδωρο....

Ομως,δεν είναι αυτή η μόνη όψη του Ιανικού Αρχέλαου .

Είναι και η άλλη,αυτή η πίσω όψη,με τα ανακατεμένα μαλλιά,τα λίγα,στο πλάι της μυτερής του κεφάλας ίδια πετροπέπονο.
Μάτια ξεπλυμένα στο χέρι τόσες και τόσες φορές,μάγουλα γερτά,μια μύτη γεμάτη με μικρές μωβιές τριχιές σπασμένων αρτηριών ,και κάτι λαγουδίσια αυτιά,να παλεύουν να ξεχωρίσουν απο τις άσπρες βαμβακερές,μια εδώ και μιά εκεί, τρίχες. 
Χείλη στενά κλειστά,γεμάτα πείσμα,και κάποια δόντια,κάποια άλλα ήδη αξιοπρεπώς έφυγαν στην ώρα τους. 
Αυτός ο απόμαχος της ζωής,αυτός που κάποτε είχε κάτι λίγα,κάποιες φορές στην ζωή του βρέθηκε να έχει περισσότερα,τώρα αναμετριέται με το ύψος του,και του βγαίνει ο λογαριασμός λειψός..

Ζει μόνος του,σε ένα σπίτι ανήλιαγο,κοιτώντας κάθε μέρα τον αέρα να ανεβοκατεβαίνει στο φωταγωγό του σπιτιού που αγόρασε με δάνειο,πριν απο δέκα χρόνια..
Ηταν πάνω απο εξήντα,και αποφάσισε,όπως και όλοι οι Ελληνες να αποκτήσει ενα σπίτι στην Αθήνα δικό του,έτσι τούλεγαν τα παιδιά του,άντε ρε πατέρα,πάρε και εσύ ενα σπίτι με δάνειο,δεν βλέπεις εμείς,έχουμε πάρει απο δυό ο καθένας,και έτσι πείσθηκε και το πήρε .
Οταν πήγε να υπογράψει,ένα σωρό χαρτιά,τα οποία κανείς δεν διάβασε, ούτε ασχολήθηκε τι λέγανε,τον ρώτησε ο τραπεζικός,πόσα χρόνια κυρ-Αρχέλαε να το βάλουμε το δάνειο,είκοσι, η προτιμάς τριάντα .
Αυτός τότε,είπε ,βάλτο πολλά χρόνια,νάναι μικρή η δόση,πονηρά όμως σκεφτόμενος, ποιός ζεί,ποιός πεθαίνει,μέχρι τότε .

Σε αυτό το σπίτι ζεί σήμερα ο γέρο Αρχέλαος πια,μόνος του,τα παιδιά του,κάπου αλλού,τα βλέπει σπάνια. 
Κανείς τους, δεν θέλει πολλά-πολλά,ούτε και ο ίδιος.Πήγε,στα βαπτίσια του πρώτου εγγονού,του Φαίδωνα,αφού ο γιός του νωρίς νωρίς το ξεκαθάρισε για το όνομα του παιδιού.Ονομα είναι αυτό ρε πατέρα που έχεις, άκου Αρχέλαος.. 
Το κατάπιε,και δεν ξαναπήγε σε κανένα απο τα επόμενα εγγόνια του,έμαθε ότι η κόρη του,έβγαλε το δεύτερο παιδί της Κωνσταντίνο -Αρχέλαο, και όπως του είπε στο τηλέφωνο είχε πρόβλημα με τον παπά στην βάπτιση,Αρχέλαος ,καθόλου χριστιανικό και έτσι δικαιώθηκε και ο γιός του,βόλεψε και την κόρη του που τόκανε επίτηδες.  

Ο μπάρμπα-Αρχέλαος δεν έκλεψε ποτέ στην ζωή του,κάτι μικροπαράβασεις σε ένα αυθαίρετο στην Λούτσα,μια παράγκα δηλαδή ήτανε,σιγά την παράβαση,δεν έκανε φοροδιαφυγή,κάτι αποδείξεις που δεν έπαιρνε για να του κάνουν κάποια έκπτωση,και κανένα μικροδωράκι όταν ήταν στην υπηρεσία.
Μιλάμε για δημόσιος υπάλληλος με την βούλα ,όχι μεσοβέζικα πράγματα .
Είχε φροντίσει ο πατέρας του,να τον βολέψει,σαν οδηγό,του βοηθού του βουλευτή της Κάτω Αγούλιανης .
Πόσες κότες ζωντανές,δεν του είχαν πάει εκεινού του βουλευτή,ούτε που θυμόταν, άσε το λάδι,ντενεκέδες ολάκερους, σύκα παστά ,και τραχανά .
Πάντοτε αναρωτιόταν ο Αρχέλαος,όταν ήταν παληκαράκι μετά το στρατιωτικό, τι τα έκανε όλα αυτά τα πεσκέσια ο βουλευτής. Μια φορά μάλιστα,πήρε το μάτι του μια αποθήκη γεμάτη τέτοια καλούδια,σαν τις αποθήκες των μαυραγοριτών στην κατοχή ήτανε.

Τωρα ο κυρ- Αρχέλαος,παίρνει την καλή του σύνταξη, και ίσα-ίσα, που τα βγάζει πέρα ,γιατι έχει και κείνη την δόση για ένα ακόμη δάνειο που πήρε για να αγοράσει ενα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο,που το πήραν τα νερά,μια φορά που πλημύρισε η γειτονιά και τούμειναν οι δόσεις. 

Κάθε μέρα,πρωί- πρωί αξημέρωτα,τριγυρνάει σαν το φάντασμα στην περιοχή, και μονολογεί,την μια λυπάται για όλα,την άλλη χαίρεται, χωρίς να ξέρει γιατί,άλλοτε βρίζει τον σκύλο της γειτόνισας,που όταν τον βλέπει τρέχει να του ορμήξει,αυτό δέκα χρόνια καθε μέρα .Εχουν γίνει ζευγάρι,ο ένας να γαυγίζει,και ο άλλος να κραδέρνει ένα στυλιάρι που τόχει πάντα μαζί του για καλό και κακό,κυρίως όμως,για τον Ηφαιστο, έτσι λένε τον κοπρίτη .

Η γυναίκα του,τον παράτησε μια νύχτα του Φλεβάρη,στις 6 το πρωί ,χωρίς λόγο,και αιτία,και μόνο,που έφυγε χειμωνιάτικα και αξημέρωτα,καταλάβαινε κανείς ,τι σόι πράγμα ήταν.
Ομως μια φωτογραφία ξεθωρισμένη από τον γάμο τους την έχει κρατήσει ,την κοιτάει με τις ώρες,και την μιά την βρίζει ,τσούλα,πουτάνα,της λέει,και την άλλη την ακουμπάει τρυφερά και την ρωτάει,γιατί έφυγες Μελπομένη. Μένια, την φώναζαν όλοι οι άλλοι, ,εκτός απο τον Αρχέλαο,και τον πατέρα της ,που την φώναζαν Μέλπομένη. 

Η κρίση τον βρήκε συνταξιούχο με καλή σύνταξη μάλιστα,αλλά αυτοί οι κωλογερμαναράδες,του την πετσόκοψαν πάρα πολύ,και τώρα ίσα -ίσα που τα βγάζει πέρα .
Δεν μιλάει σε κανένα στην πολυκατοικία,άσε που τώρα τελευταία έχουν έρθει κάτι μαύροι,όχι κατάμαυροι,σκούροι πολύ,και όταν τους βλέπει,τούρχεται να τους αρχίσει με το στυλιάρι,που έχεΙ πάντα πίσω από την πόρτα του .

Κάθε βράδυ,κάθεται από νωρίς μπροστά στην τηλεόραση που είχε πάρει με δόσεις ,αλλά την έχει ξοφλήσει,και αρχίζει το βρίσιμο,του φταίνε όλοι,οι πουλημένοι οι αργυρώνητοι,αυτό τόλογε ένας παλιός του διευθυντής στην υπηρεσία,και του άρεσε και το έλεγε μετά συνέχεια. 

Στις εκλογές,αυτός ο πατριώτης και εθνικόφρων,αυτός που υπηρέτησε στο στρατό σαν επιλοχίας,ψήφισε αντιμνημόνιο,σιχαινόταν μετά τον ευατό του,για αυτή του την επιλογή ,μετά βρίσε-βρίσε το συνήθισε,και τώρα είναι μεταξύ του Σύριζα ,και της Ανταρσίας, αν και τον χαλάει εκείνος ο Αλαβάνος,που το παίζει επαναστάτης και δεν ξέρει τι έχει .

Εχει ξεχάσει που γενήθηκε,έχει ξεχάσει τι πίστευε,είναι πια μεγάλος,γέρος σχεδόν, όλα πίσω του, είναι θολά,όλοι τον έχουν προδώσει και ξεχάσει ,είναι μόνος και έρημος. .
Ο φόβος του παραθυριού που χτυπάει το βράδυ,κάνει την καρδιά του να χτυπάει σαν ταμπούρλο,όλο πονάει και κάπου αλλού,στοίβες τα φάρμακα,γεμάτες νάυλον πλαστικές σακούλες,έχει χάσει το λογαριασμό,ποιό είναι,για ποια αρρώστια,τις έχει όλες,κάθεται μαζί τους,και του δίνουν την δόση της η καθε μιά,και βρίζει τον υπουργό υγείας που τούκοψε ενα φάρμακο,που έπαιρνε με την σέσουλα,για την αναιμία του δεξιού του αρχιδιού. 

Ο Αρχέλαος,πλούσιος,ξυρισμένος,και άνετος,στην Εκάλη και ο συνονόματος του στο Κολωνό ,μόνος παντέρμος και ξεχασμένος. 
Εχουν ένα μόνο κοινό, σιχαίνονται να θυμούνται το παρελθόν τους,τόχουν θάψει βαθιά μέσα τους. 
Ο ένας γιατί θα αποδειχτεί,οτι κάτι έκανε που δεν έπρεπε και θα πρέπει να πληρώσει,  και ο άλλος γιατί η ζωή τον πρόδωσε και δεν θέλει να ξέρει ποιός ευθύνεται για την προδοσία αυτή.

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 

στο επόμενο ..

ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ Ο ΑΙΘΕΡΟΒΑΜΜΩΝ  

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Η ΝΤΡΟΠΑΛΗ ΜΟΥ ΦΙΛΗ

Ηταν απόγευμα προς βράδυ,μια μέρα πούβρεχε μονόπαντα,μια γκρίζα μαρκίζα είχε στεφανώσει το σκηνικό,μια ανάγκη εσωτερικής αναζήτησης για παρέα απέναντι  στην μοναξιά που έφερνε η βροχή,βλέμματα απλανή και βαριεστημένα το κόσμο έψαξαν. 

Και νάσου ξαφνικά  η όμορφη παλιά μου φίλη.Μια φίλη πολύ παλιά,έστεκε εκεί και με χάζευε,παρατηρούσε,και μου ψιθύριζε ,πολύ σιγά αδιόρατα,λόγια απο το παρελθόν,απο τόπους αγαπημένους λησμονημένους,με αυτό το σκληρό ύφος και τρόπο που δεν σήκωνε κουβέντα και πολλά πολλά .
Σαν να μούλεγε,εσύ ξέχασες,εσύ βολεύτηκες,εσύ χάθηκες μέσα σε ενα κουβάρι απο μνήμες,θέλω,και ανάγκες,και άλλαξες,και τώρα δεν ξέρεις,ούτε τι θέλεις ,ούτε ποιός είσαι τελικά.
Κοίταξε εμένα,πόσο κοτσονάτη,στητή και αλύγιστη είμαι,εγώ που πέρασα απο τόσα και τόσα,που σήκωσα τόνους απο βάρη στην ζωή μου,που ανέχτηκα σπρωξίματα, ταρακουνήματα και ήμουνα υποχρεωμένη να ακούω,χωρίς να μιλάω,να πονάω και να μην μπορώ να κλάψω,να θέλω να φύγω,και να μην με αντέχουν τα πόδια μου.  
Ομως πόσα γλέντια δεν έκανα μαζί σας,πόσα γέλια και χαρές δεν ένοιωσα να με παρασέρνουν,πόσες φορές έσπασα απο την στεναχώρια και πόσες φορές ήθελα να γίνω προσάναμα για να σας ζεστάνω,πόσοι άνθρωποι δεν με ακούμπησαν,με χαίδεψαν και με σήκωσαν ψηλά.Ακόμη,θυμάμαι τον πατέρα σου να λέει -πάντα το ίδιο -για δες πόσο ασήκωτη είναι,πόσο δυνατή δείχνει,είναι απο καλή γενιά,έλεγε .

Την έβλεπα να με κοιτάζει με αυτό το μελαγχολικό ύφος,και ήξερα οτι είχε γεμίσει νοσταλγία,τόβλεπες,της ερχόταν μνήμες,θύμισσες,απο τότε,απο πριν απο μένα.
Κάτσε,μου λέει,να σου θυμίσω μερικά απο αυτά που εζησα μαζί σας,και τώρα με πλημμύρισαν οι αναμνήσεις,όπως τότε,με τα νερά πλημύρισαν το σπίτι στο Θησείο ,και ένοιωσα τα πόδια μου γίνονται μούσκεμα και μέσα στην λάσπη, και πανικός με έπιασε, για τι θα γινόμουν τελικά,και που θα κατέληγα,αναρωτήθηκε.

Ασε,να σου πω,ξεκίνησε να μου λέει,και εγώ τα ξέχασα όλα,την βροχή,την μοναξιά,το κρηπίδωμα του ουρανού που γινόταν όλο και πιο μολυβί,και έκατσα να την ακούω και να την αφουγκράζομαι,προσπαθώντας να καταλάβω τους σιγανούς ψιθύρους που μου έστελνε .

Ηταν πριν απο σένα,ήταν λίγο χρόνια μετά τον εμφύλιο,ξεκίνησε να μου λέει,τότε που σε κάθε γειτονιά στο χωριό,που το λέγατε πόλη απο κατωτερότητα,με μάζεψαν απο τα ψηλά,με έφτιαξαν,με σουλούπωσαν,και μούδωσαν μορφή,τότε στην εποχή του φόβου,της δήλωσης και της υπακοής,απο μια νικημένη ταπεινωμένη αριστερά,σε μια κακόβουλη εκδικητική δεξιά .
Θυμάμαι,συνέχισε,όταν με είχαν βάλει να με φτιάξουν,μια παρέα απο τρείς άγνωστους σε μένα ανθρώπους,που γυρνούσαν και μιλούσαν οι δύο σιγανά ψιθυριστά,και ο ένας δυνατά .
Τότε δεν καταλάβαινα γιατί,αργότερα,όταν με είχαν έτοιμη,και μπροστα,πολύ κοντά τους,τότε συνειδητοποίησα οτι αυτοί οι τρείς ήταν η Ελλάδα του τότε. 

Ο άνδρας με σκυμμένο το κεφάλι με την πλάτη του να είναι σε γωνία ενενήντα μοιρών με το κορμί του,να αναρωτιέται πώς έγινε,και χάσαμε,ποιός έφταιξε,αφού είχαμε το δίκιο μαζί μας,αφού είχαμε πίστη,είχαμε και όνειρο,είχαμε και ελπίδα και τώρα με την ουρά μές στα σκέλια,με το στριφτό πικρό τσιγάρο στο στόμα μόνιμα ,με μια δήλωση υποταγής,αλλοίμονο την ώρα και την στιγμή που ήρθε εκείνο το καθίκι ο νωματάρχης και μούβαλε το κωλόχαρτο μπροστα μου,και μ'έβαλε να υπογράψω, οτι αποκηρύσσω τον κουμουνισμό και τις παραφυάδες του,και εγώ σαν δουλικό,σαν γυαλικό που φοβήθηκα μην σπάσει,υπέγραψα,και από τότε μιλάω σιγά γιατί δεν θέλω να με ακούσουν οι άλλοι,και να καταλάβουν την ντροπή μου .

Η γυναίκα του,ενα σωρός απο κόκκαλα,ντυμένη στα μαύρα,με το τσεμπέρι πάντα τυλιγμένο το κεφάλι της,μονολογούσε και μίλαγε σιγά,σαν κλάμα απο την γή βαθιά βγαλμένο,και κοίταγε γύρω-γύρω, μήπως την ακούσει ο άνδρας της, 
Δεν ήξερε,αν τον μισούσε που υπέγραψε,η τον θαύμαζε που επιβίωσε,δεν μπορούσε δεν τολμούσε να πεί ούτε μια κουβέντα.Γύρναγε μέσα στο χώρο,σαν αερικό 
σαν σκιά,δούλευε,και μαγείρευε,και πάλι απο την αρχή,και οι μέρες πέρναγαν απο μπροστα της σαν σκιές.

Ο τρίτος άνδρας,ήταν η εξουσία,αυτός που φώναζε,γέλαγε σαν να γκάριζε,ήξερε οτι όσο πιο πολύ γκάριζε,τόσο πιο πολύ θα τον υπολείπτονταν ο άλλοι,πιο πολύ όμως ήθελε να τον φοβόντουσαν.
Ηταν ο νωματάρχης,ήρθε απ'αλλού,απο την μεγαλόνησο,απο εκείνα τα μέρη που δεν ήταν ούτε δεξιοί,ουτε αριστεροί,ήταν με όλους,και στο κέντρο,δήθεν .

Εκατσα μαζί τους αρκετό καιρό,μέχρι να με φτιάξουν,να με στολίσουν,να με βάψουν ξανά και ξανά και να είμαι έτοιμη να κάνω το μεγάλο βήμα στην ζωή μου,και αυτό ήταν να με φέρετε σπίτι σας μια Δευτέρα του Νοέμβρη στις πέντε το βράδυ,μαζί με άλλες και άλλους,ήρθαμε και κάτσαμε μαζί σας τόσα χρόνια,και συνεχίζουμε να είμαστε μαζί σας .

Την κοίταξα προβληματισμένος,που θυμόταν τόσες λεπτομέρειες,και ένοιωθα να ξαναζώ μαζί της,στιγμές,και εποχές,πούχαν χαθεί στο λήθαργο και στο αποκοίμισμα του χρόνου .

Ασε,να σου ακόμη τρείς στιγμές απο τις τόσες πολλές,που εζησα μαζί σας,μου πρότεινε,και εγώ ενεός,ήθελα να ακούω,να μαθαίνω,να νοιώθω μαζι της,την κάθε ιστορία,κάθε ψήγμα θύμισης,κάθε σπιθαμή που σκάλιζε στο μυαλό μου με έφερνε μαζί της πίσω. 
Ενοιωθα,να βλέπω,να αχνοφεύγει το παρελθόν,να ζωντανεύουν οι νεκροί,να ανοίγονται δρόμοι που δεν υπήρχαν,η είχαν κλείσει στο χρόνο,που αμείλικτος ζητούσε λύτρα την ζωή μας κάθε φορά .

Ακου,μου λέει την πρώτη ιστορία.
Είχε πεθάνει ο Στάλιν προ πολλού,είχε έρθει ο Χρουτσώφ στην εξουσία στην χώρα του χαμένου παραδείσου μας,και στην Ελλάδα του τότε,μετά την ''οκταετία'' του μετέπειτα εθνάρχη,είχαν ξαναρχίσει οι πολιτικές αντιπαραθέσεις,ο εθνάρχης τιμίως, την είχε κοπανήσει με όνομα άλλου,ο γέρο-Παπανδρέου θα πούλαγε και την Κυβέλη στο διάβολο,να γίνει πρωθυπουργός,οι Τσιριμώκοι,Στεφανόπουλοι,και ο μαιντανός Μητσοτάκης ,διαφωνούσαν σε όλα,και ήθελαν όλοι να ξανασώσουν,πάλι,την Ελλάδα .

Εσείς,ο πατέρας σου,η μάνα σου,ο μικρός μπόμπιρας αδελφός σου,και εσύ,με είχατε κοντά σας,και εγω,σας ήμουν απαραίτητη και πάντα βολική,όπου με βάζατε καθόμουν χωρίς καμμιά αντίρρηση και πάντα πρόθυμη να δεχτώ κάθε βάρος πάνω μου .
Εβλεπα,σώπαινα,από την μιά ο πατέρας σου,που τα ποδάρια του είχαν γίνει παπούτσια έτσι ξυπόλητος που ήθελε να περπατάει,και απο την άλλη,η μάνα σου,να τον πολεμάει με τις δαντέλες και τα λευκά σεντόνια.
Πόλεμος άνισος,πόλεμος χαμένος.Θυμάσαι,το πρώτο ραδιόφωνο,με εκείνες τις τεράστιες μπαταρίες,σαν παγοκολώνες ήταν,δύο διπλά κουμπιά,και μια βελόνα,που όλα μαζί μας έφερναν το κόσμο στο σπίτι σας,και μαθαίναμε για τις εξελίξεις,για το πόλεμο στο διάστημα μεταξύ αμερικανών και ρώσων,και εσείς όλοι θέλατε να κερδίζουν οι ρώσοι. 
Με βγάζατε έξω,και όλοι μαζί κοιτάγαμε τον δορυφόρο των ρώσων κυρίως,αφού αυτός ήταν ο πιο φωτεινός και όμορφος. Ημουν σίγουρη,οτι αυτή η αγάπη και προτίμηση για το ξανθό γένος,ξεκινούσε απο το γεγονός,οτι δεν κερδίσατε τότε,ότι υποταχτήκατε δηλώνοντας ενοχή,και βολευόσαστε να υποστηρίζετε αυτούς,απο τους άλλους .

Την κοίταξα εξεταστικά,και αναρωτήθηκα πώς τα θυμόταν όλα αυτά,και γιατί αυτά,και όχι άλλα,και γιατί τώρα.Ομως,δεν ήθελα να την σταματήσω,να μου λέει, να μου λέει.
Κάποια στιγμή,θα σου πώ πολλά γιαυτή την περίοδο,μου είπε,σαν να κάταλαβε τι σκεφτόμουνα, αλλά επειδή δεν θέλω να σε κουράσω,να σου πώ,την δεύτερη ίστορία 

Ακου,λοιπόν,είπε,την δεύτερη ιστορία μας 
Είχες μεγαλώσει πολύ,ξεκίνησε να λέει, είχε τελειώσει η περίδος της δεξιάς κυβέρνησης μετα την μεταπολίτευση,είχε έρθει η ''αλλαγή ''και η συμφιλίωση των νικητών και ητημένων σε κάποιο βαθμό είχε ξεκινήσει,αλλά άρχιζε η περίοδος,που άνοιγε το μεγάλο στόμα της απληστίας.Πάρε κόσμε,πάρε και δώσε,σπρώξε και βάλε κοντά στην πίτα,δίπλα στο μέλι.
Ολοι μαζί μαζεμένοι σε ενα ουρανοξύστη,που στο υπόγειο ήταν οι ποντικοί,και σε κάθε όροφο έβλεπες πιο ''καλούς'' κυρίους και κυρίες με πιο ακριβά ρούχα,και όλοι ζούσαν απο την πολυκατοικία αυτή.
Την είχαν δώσει αντιπαροχή και είχαν πάρει  δανεικά,όχι μόνο γιαυτή,αλλά και για την άλλη που δεν είχε γίνει ακόμη .

Την εποχή αυτή,εσύ ζούσες αλλού,συνέχισε,και εγω ήμουνα με τους γονείς σου και τον αδελφό σου .
Ο πατέρας σου,αδικημένος απο τον ευατό του και απο όλους εσάς,είχε πάρει συνταξη και είχε και μια μικρή απασχόληση. 
Ομως,πόσο πονούσα τότε,μου εκμυστηρεύτηκε,πάγος,και πόνος,απόσταση,και μικρές κακίες,τόσα χρόνια τους άκουγα να διαφωνούν,να μην θέλουν να αποδεχτούν την λάθος επιλογή που τους έφερε κοντά.Ο πατέρας σου αρώστησε,και αδιαφόρησε και η μάνα σου επεδίωξε να είναι άρρωστη παρά υγιής,αφού αυτό τελικά βόλευε και τους δύο .

Με κοιταξε στα μάτια,και προσπάθησε να καταλάβει εαν συμφωνούσα,εαν τα ήξερα, 
η δεν ήθελα να τα ακούσω καν.Δεν μίλησα,την άφησα στην απορία της .
Θυμάμαι,συνέχισε,ένα Πάσχα,ένα μαρτύριο δύο ανθρώπων,που θέλαν να σώσουν τον κόσμο τους,σταυρώθηκαν,και δεν αναστήθηκαν ποτέ.

Χρόνια για άλλους καλά τότε,χρόνια για μένα που ήμουν με την μάνα σου και τον πατέρα σου δύσκολα,αφού δεν μπορούσα,να πάρω το μέρος ούτε του ενός,ούτε του άλλου,και μόνο όταν καθόταν κοντά μου κάποιος απο τους δύο,ένοιωθα την θαλπωρή του καθενός,και πάντα έλεγα,αυτός έχει δίκιο,και την άλλη μέρα που ερχόταν ο άλλος κοντά μου,όχι αυτός έχει δίκιο,και πήγαινε έτσι,σαν τον οδοντωτό σιδηρόδρομο που θέλει ακόμη ενα δόντι να πιαστεί, για να πάει λίγο πιο πάνω.

Χρόνια δύκολα,εσύ αλλού,εμείς εκεί,να μετράμε οχι τις μέρες ,αλλα σε ποιες αυτές μπορούσαμε να τις περάσουμε απο την τρύπα της βελόνας.Είχαμε και ''γεράσει'' όλοι και τα γυαλιά ήταν και παρέμειναν θαμπά .
Πήγα να βάλω τα κλάματα,όταν τ' άκουσα όλα αυτά,παλιές σκοτεινές πλευρές φωτίστηκαν αμυδρά μέσα μου,το κερί που έλιωνε στα χέρια μου,με πόνεσε,με έκαψε.
Ελεγα μέσα μου,τα ξέρω,τα θυμάμαι,δεν υπάρχει λόγος να τα ξαναθυμόμαστε πιά, άλλωστε τι σημασία έχει,αλλά συγχρόνως ήθελα να ακούσω κιάλλο,από κάποιον τρίτο που ήξερε όσα και εγώ,ίσως και πιο πολλά.
Την σταμάτησα με μια κίνηση του χεριού,όπως όταν θέλουμε να διώξουμε την σφήκα που μας πλησιάζει επικίνδυνα,αλλά ήταν μια αδέξια κίνηση τελικά .
Με κοίταξε,και σαν να  είπει κάτι σαν,καλά σταματάμε εδώ, όμως θέλω να ξέρεις οτι εγώ ήμουν πάντα εκεί,ενώ εσύ όχι .

Τελος πάντων,πές μου και την τρίτη ιστορία να τελειώνουμε,της είπα,αρκτετά εκνευρισμένος επειδή κάποιος ήξερε τόσα πολλά,και με έβαζε να σκεφτώ και εγώ,για όσα λίγα έκανα η ακόμη και γιαυτά που δεν έκανα,ενώ μπορούσα .

Ακου,λοιπόν και την τρίτη ιστορία 
Ο πατέρας σου είχε πεθάνει πολλά χρόνια,η μάνα σου ήθελε να πονάει,και ήθελε να παλεύει μόνη της,με ένα ξεροκέφαλο εγωισμό που την έφερνε πιο κοντα σε ένα τέλος που η ίδια το επεδίωκε και το αναζητούσε σαν λύτρωση .
Η μάνα σου,δεν είχε κανένα σοβαρό πρόβλημα υγείας,όμως είχε ενα πρόβλημα αρχής,αυτοκαταστρέφομαι,για να ελέγχω την ζωή μου και το τέλος μου,έλεγε.

Ηταν Νομεβριος πάλι,πολλά χρόνια μετά,συνέχισε η ίδια,είμαστε μαζί στο σαλόνι του σπιτιού της,και μονολογούσε, για να την ακουμε, πάντα για τα παιδια της,για τα εγγόνια της,και κάποια στιγμή γύρισε μας κοίταξε,και χωρίς να μιλήσει,σαν να μας έγνεψε,ένα αδιόρατο αντίο,πήγε δίπλα στο υπνοδωματιο της,και έφυγε μόνη της .

Εκανε κρύο,ήταν χειμώνας,είχαμε ξυλιάσει,εγώ σκισμένη και με θαμπάδες,συνέχισε να λέει,ο χρόνος με είχε γονατίσει.
Ομως ήρθες,μας πήρες μαζί με τις άλλες,τις χαζοβιόλες,μας ξανάντυσες,μας έτριψες μας έκανες σαν κοινούργιες,και μας έφερες σπίτι σου .
Δεν μπορείς να φανταστεις την χαρά μου,όταν μπήκαμε σε αυτό το μεγάλο σπίτι,
που ήταν ζεστό και πολύ φιλόξενο. 
Είχες,και άλλες πολλές,απ'οτι ήξερα,αλλά εγώ το ένοιωθα οτι εμένα, με αγαπούσες πιο πολύ .Ειχα πάρει ενα ελαφρό κόκκινο χρώμα ,και εσύ πάντα με ακουμπούσες με τρυφερότητα και αγάπη και με είχες εκεί δίπλα σου..

Σταμάτησε να μιλάει και εγώ,ένοιωσα οτι ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Συναισθήματα με πλημύρισαν,και ξεχείλησαν,ήταν  πρώτη φορά,που κάποιος μου μίλησε έτσι,κάποιος που ήξερε τα πάντα για μένα,κάποιος που ήταν πάντα εκεί δίπλα μου,πολύ κοντα μου. 
Πλησίασα με προσοχή και έκατσα,ένοιωσα την ζεστασιά της να με κυριεύει,με άντεξε έγινε ένα μαζί μου ..

Γλυκειά μου καρέκλα,ήσουν πάντα μαζί μου.

Μην σταματήσεις να παρατηρείς,να νοιώθεις,να κουτσομπολεύεις,να με κρίνεις ,

Γεια σου,κόκκινη ντροπαλή μου,καρέκλα 

ΒΑΡΔΑΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ 
 

 

 




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...