Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

ΑΝΑΛΗΨΗ ΟΝΕΙΡΩΝ

Τετάρτη,όχι πολύ πρωί,κόντευε μεσημέρι,είχε ένα ήλιο που σούσπαγε τα νεύρα απο την ζεστασιά του χριστουγεννιάτικα,στα βόρεια προάστια πάντα,στην Νέα Ερυθραία, στην γωνία της Χαριλάου Τρικούπη,στην Δέσποινα δίπλα ,αυτή που κάνει το καταπληπτικό μιλφέιγ ,στην Εθνική Τράπεζα μπροστά,πιο συγκεκριμένα στα δύο ΑΤΜ.
Ουρά και στα δύο μηχανήματα,κοντά στα δέκα άτομα,κανά δυό νέοι,μια κοπελιά απροσδιορίστου καταγωγής και ηλικίας,δύο πιο μεσάτες κυράτσες,και οι υπόλοιποι μια ομάδα απο μεσήλικες και βάλε,ενα δείγμα αντιπροσωπευτικόν,έφτανε,νάκανες γκάλοπ για τις επόμενες εκλογές .

Στο ένα μηχάνημα,ήταν ήδη μια κυρία,λίγο ευτραφούλα,φορούσε ενα καφέ παλτό, μποτάκια,και μια φούστα μάλλον,που κάλυπτε τις καλλίπυγες γάμπες της μέχρι το γόνατο.
Τα μαλλιά της,ένας θάμνος,απο κόκκινες τρίχες πούστεκαν προσοχή και στην εντέλεια από το πολύ λάκ και οξυγενέ,μια μούρη πλισέ με μπόλικες  χριστουγεννιάτικες δίπλες,βαμένα κόκκινα χείλη,γυαλιά ηλίου καφέ μεγάλα,και ύφος, πολύ ύφος.
Εστεκε μπροστά στο μηχάνημα,με τρόπο που,όλος αυτός ο όγκος να εμποδίζει τα περίεργα βλέμματα να δούν,να αποκαλύψουν,τους μυστικούς κωδικούς για τους χυμούς  και τα ταπεινά υπόλοιπα νιότης και φρεσκάδας πούχαν χαθεί στα μονοπάτια της ζωής της.
Είχε αρχίσει ένα ανηλέητο πόλεμο με το μηχάνημα,ποιός θα νικήσει ποιόν.
Στην αρχή το κοίταξε με υπεροψία,να του πάρει το αέρα,μετά δέησε να πατήσει το πρώτο πλήκτρο,το μελέτησε καλά,πάτησε το επόμενο,στο τρίτο έκαμε λάθος,και ακύρωσε την συνναλαγή,και άντε πάλι απο την αρχή,τώρα,τα κατάφερε καλλίτερα. Οταν έφτασε στο ποσό κοντοστάθηκε,κοίταξε πίσω,και δίπλα να δει μήπως υπάρχει τίποτε ύποπτο,και μετά,με χέρι που έτρεμε επέλεξε το ποσό που ήθελε .
Τζίφος,ανεπαρκές υπόλοιπο,έγραψε όλο αναίδεια το μηχάνημα,ήταν σίγουρη,οτι είχε πολύ περισσότερα,ήταν σίγουρη,τις τόλεγαν όλοι,μόνο το κωλομηχάνημα είχε άλλη άποψη .
Τέλος πάντων,το ξαναδοκίμασε,και τώρα το μηχάνημα,της έβγαλε όλο ντροπή τα λίγα πούχε μέσα του γιαυτήν,τα πήρε με θλίψη,έσπρωξε κιάλλο το κορμί της προς τα μπρός,να μην δεί κανείς τα χρήματα,και την θεωρήσει οτι ήταν κάτι άλλο απο αυτό που ήθελα να δείχνει,πως τα κατάφερνε με χίλια ζόρια,και μεγάλο κόπο ..

Η ουρά πίσω της μεγάλωνε ,είχε στρίξει στην γωνία και οι τελευταίοι μύριζαν τις μπουγάτσες του διπλανού μαγαζιού,όμως η κυρά μας,δεν καταλάβαινε τίποτε,ήταν στο κόσμο της,περίμενε να πάρει και την απόδειξη...Στο μεταξύ είχε μοιράσει τα χαρτονομίσματα στις τρείς θήκες του πορτοφολιού της,τόβαλε στην πολύ σίκ καφέ τσάντα της,έκλεισε με προσοχή το φερμουάρ,ξανακοίταξε με προσοχή και φόβο δεξιά αριστερά,έκοψε τις φάτσες όσων περίμεναν στην ουρά ,δεν της φάνηκε κάνενας ύποπτος ,εκτός απο τον νεαρό με το μούσι και την κοτσίδα που την κοίταζε επιμονα,όμως εστρεψε αλλού το βλέμμα,και κοντοστάθηκε δίπλα στο φανάρι που μόλις είχε ανάψει κόκκινο και περίμενε να περάσει απέναντι .Χρόνος αρκετός να σκεφτεί που θα ξοδέψει τα χρήματα που πήρε,πολύ πιο λίγα απο τις ανάγκες της και μηδαμινά σε σχέση με τις επιθυμίες της.
Δεν βαριέσαι,σκέφτηκε,δεν πειράζει,καλά είναι και αυτά,και τάχυνε το βήμα της ,ενώ το φανάρι γινόταν πράσινο και το απέναντι πεζοδρόμιο την καλούσε με γλύκα ....

Στο άλλο μηχάνημα τώρα,είχαν εξυπηρετηθεί κάποιοι γρήγοροι,και νέοι,ένας τούριξε και μια μπουνιά,γιατί κάθε φορά τούλεγε το ίδιο πράγμα,δεν έχεις φίλε πρόσωπο,δεν έχεις αξία σε μένα,δεν μπορείς να σώσεις την αξιοπρέπεια σου μαζί μου,βρές άλλο τρόπο,όσο και να με βαράς δεν έχω τίποτε να σου δώσω,τα έχω για άλλους που έχουν πρόσωπο,που έχουν αξία,και όσο και να με βαράς δεν υποκύπτω,να το ξέρεις .

Πίσω απο αυτόν τον δυστυχή άνθρωπο,περίμενε υπομονετικά ένας συμπαθής μπάρμπας,αυτός όμως,έβγαζε μια άνεση,μιας καλής σύνταξης,και ενός καλού κομποδεματος που είχε στην μεγάλη μας φίλη τράπεζα εθνική,τόβλεπες,από το ντύσιμο,το ύφος,και το στήσιμο του κορμιού του .
Φορούσε ενα ανοιχτό καφέ μάλλινο παντελόνι με ρεβέρ,παπούτσια στην ίδια απόχρωση καστόρινα,και μάλλον στο ίδιο χρώμα κάλτσες .Απο πάνω είχε τυλίξει το κορμί του με ενα κοτλέ σκούρο καφέ σακκάκι ,σε πολυ καλή κατάσταση και μια μπλούζα με γυριστό γιακά σε μια πιο μπέζ απόχρωση .
Τα μαλλιά του,χιόνια πούρθαν απο καιρό,και μείναν μόνιμα,στο πλάι μιας κεφάλας που γυάλιζε στο  φως του ήλιου,γυαλισμένη με οβερλάι,και φάτσα καθαρή, κόκκινη  φρεσκοξυρισμένη κόντρα στα προβλήματα και δυσκολίες .
Πήρε θέση μπροστά στο μηχάνημα,και άρχισε η διαπργμάτευση μαζί του,σαν να βλέπω τον Λαφαζάνη να ξεκινάει διαπραγμάτευση για το χρέος με την Μέρκελ. Χαμένοι και οι δύο,αμήχανο μηχάνημα,χαμένοι και όσοι περίμεναν απο πίσω .
Το κοίταξε καλά καλά,έβαλε και το χέρι στο πλάι του κεφαλιού του να κάνει ίσκιο στο ήλιο που τον τύφλωνε,και περίμενε την κατάληλη στιγμή να κάνει την επόμενη κίνηση. 
Μετακινήθηκε λίγο πιο δεξιά για να έχει ακόμη πιο πολύ σκιά,να κλείσει και τα περίεργα βλέμματα,να κάνει μια διαπραγμάτευση μόνος του,με άνεση,τώρα για τους υπόλοιπους που περίμεναν,δεν μπορούσε να τους βοηθούσε,ας πρόσεχαν,αφού τον είδαν που πήγε,γιατι δεν επέλεξαν να πάνε κάπου αλλού .
Οι επιλογές πληρώνονται,πάντα ..

Πάτησε με δυσκολία το πρώτο κουμπί,είχε και τα αρθριτικά που τον ταλαιπωρούσαν χρόνια,και δυσκολευόταν να λυγίσει πολύ τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού,αγκύλωση είχαν,γιαυτό,όταν έφυγε απο το σπίτι και όταν περίμενε στην ουρά έκανε επανάληψη και αποστήθιζε την σειρά που θα πατούσε τα κουμπιά.
Για τον κωδικό,είχε κάτσει σπίτι του μια ολόκληρη μέρα,και προσπαθούσε να τον θυμάται,συνδυάζοντας τον με κάτι άλλο,ο κωδικός ήταν 3872 ,τον είχε συνδυάζει ως εξής, το 38,ήταν ο αριθμός του πρώτου του σπιτιού στην πλατεία Μαβίλης,το 7 ήταν ο αγαπημένος του αριθμός,και το 2 ήταν ο αριθμός των παιδιών του .
Στεκόταν και ήταν ήδη σε θέση μάχης με το μηχάνημα,κάποια στιγμή ήλιος μπήκε στο πεδίο του,και δεν τον άφηνε να δει τα νούμερα ,ξανάβαλε την παλάμη του στο πλάι σκιάζοντας την περιοχή, και λύγισε το κορμί του πιο δεξιά ακόμη,να μπεί ανάμεσα στον ήλιο και στα μαύρα κουμπιά που τον απειλούσαν και τον κορόιδευαν.
Είχε ακόμη ένα πρόβλημα,έπρεπε να θυμάται ποιός λογαριασμός απο τους τρείς που είχε στην Εθνική,είχε τα πιο πολλά χρήματα,έτσι ώστε να μην κάνει πάλι το ίδιο λάθος και τον ξαναγυρίσει στην αρχή και αυτό τον αποσυντόνιζε .
Τόσο καιρό προσπαθούσε να πείσει τον ευατόν του,οτι θα κατάφερνε και δεν θα περίμενε στο γκισέ της τράπεζας κάθε φορά που ήθελε να πάρει χρήματα .

Ομως,κάθε φορά που ερχόταν αντιμέτωπος με το μηχάνημα,μπερδευόταν,πόσα χρήματα θα τραβούσε,ξεκινούσε απο το σπίτι,είχε κάνει τους υπολογισμούς του,για τις ανάγκες του κάθε φορά,όμως όταν έφτανε στο μηχάνημα μπροστά,κάτι τον έπιανε και έπαιρνε λίγώτερα ,απο ανασφάλεια απο φόβο,έβλεπε και τους άλλους που έβγαζαν πιο λίγα και ένοιωθα άβολα,όμως ένα περίεργο πράγμα ,το μηχάνημα τον έκανε πάντα τσιγκούνη .
Ο μπάρμπας μας,είχε καλοσύνη,και ήθελε να δίνει και να βοηθάει τους δικούς του ανθρώπους,παρά την γκρίνια της γυναίκας του,που τούλεγε,να είναι σφιχτός και να μην τους καλομαθαίνει. 
Είχε ανοίξει και μια θυρίδα στην Εθνική,και είχε και εκεί κάμποσα μετρητά,για την στιγμη που θάρθει ο Λαφαζάνης με τον Τσίπρα,που ξέρεις,τι ξημερώνει, έλεγε και ξανάλεγε .
Πήρε τα χρήματα απο την σχισμή,όπως τα ξέρασε το μηχάνημα,τα μέτρησε,για νάναι σίγουρος,αν και είχε πάντα την αμφιβολία,τι θα γινόταν αν δεν ήταν σωστά ,που θάβρισκε το δίκιο του .
Εβαλε τα μισά πενηντάρικα στο πορτοφόλι του,τα άλλα μισά σε μια εσωτερική τσέπη με φερμουάρ,και τα εικοσάρικα στην μπροστινή θέση στο πορτοφόλι του για νάναι εύκολα,πήρε και την απόδειξη,και γύρισε να φύγει .Μπροστά του,είχε πια παραταχθεί ο μισός στρατός του Δράμαλη και η ουρά είχε πια φτάσει στην  Κηφισιά που λέει ο λόγος .

Τι διάολο περιμένουν όλου αυτοί,σκέφτηκε,τόση καθυστέρηση έκανε ο τύπος που βάραγε το μηχάνημα και μαζεύτηκε τόσος κόσμος;Eκαμε μερικά βήματα πιο κεί, σιγουρεύτηκε οτι τα είχε όλα,στην σωστή θέση,κοίταξε λίγο γύρω του,και είδε ένα σωρό ανθρώπους να τον κοιτάνε περίεργα ,για μια στιγμή τρόμαξε,λες,σκέφτηκε να είδε κανείς,οτι πήρα πολλά χρήματα και να μου την στήσει στο πιο κάτω στενό,άσε που του φάνηκε οτι λίγο πιο κει,δυό τύποι,μιλούσαν μια περίεργη γλώσσα και τον έπιασε σύγκρυο.

Μέχρι να πάει πιο πέρα,ένας νεαρός γύρω στα εικοσιπέντε είχε πάει στο μηχάνημα είχε τελειώσει και έβαζε το εικοσάρικο στο μπουφάν του,τον είδε ο μπάρμπας, είδες,τέλειωσε αμέσως,γιατί πήρε λίγα χρήματα,σκέφτηκε.
Πήγαν σχεδόν παρέα μέχρι πιο κάτω με τον νεαρό,αυτός μπροστά,ο μπάρμπας απο κοντά και πίσω,σχεδόν πλάι πλάι,ο ένας να είναι ευτυχής με τα είκοσι,και την άνεση πούτρεχε μέσα στα πόδια του,το εικοσάρικο να του κρυώνει την καρδιά ,το όνειρα μιας πεντάρας νιάτα,και ο μεσήλιξ φίλος μας με τα πενηντάρικα να του ζεσταίνουν την αδύναμη καρδιά του,την τρεμούλα του φόβου συνάμα και αντάμα αλλά και την αίσθηση οτι μπορούσε να δώσει χαρά σε άλλους,ακόμη και στον νεαρό  τυχαίο συνοδοιπόρο του.

Πήγαν μαζί καμιά κατοστή μέτρα,ώσπου χώρισαν,ο ένας πνιγμένος στα ανεκπλήρωτα ονειρα του,και ο άλλος στις παρατεταγμένες αναμνήσεις του ..

Είχε πάει πια,μεσημέρι..
Η ουρά μίκρυνε και μεγάλωνε ανάλογα,τα πορτοφόλια γέμιζαν λίγο η πολύ,το μηχάνημα ξέρναγε ανάγκες,και έκλεινε τρύπες,μεγάλωνε τα εγώ,και μίκρυνε τις προσδοκίες,άκουγε σιγανές απελπισμένες κραυγές και απογοητεύσεις,έλυνε προβλήματα και έδενε πιο πολύ  τους ανθρώπους στις συνήθειες τους ..

Η ουρά μίκρυνε απο τους νέους,και μεγάλωνε απο τους μεγάλους,δεν έπρεπε να είναι ανάλογα αυτά τα πράγματα,έπρεπε να είναι αντίστροφα,για να είναι η κοινωνία καλλίτερη,και πιο ισορροποημένη.

Ομως το μηχάνημα είναι εκεί,και το ξερατό του σε χαρτονομίσματα,είναι η επίφαση οτι η ζωή μας είναι κανονική,οτι οι ανάγκες έχουν το αντίδοτο για την ικανοποίηση τους, οτι κάπου αυτό το κωλομηχάνημα μας συντηρεί την ψευδαίσθηση του πολιτισμού μας 

Ας συνεχίσουμε,να μας αρέσει,να μισούμε εκ του ασφαλούς οτι μας βολεύει,και ας μην πιστεύουμε οτι θα συμβει αυτό που μας φοβίζουν. 
Είναι κουτσό,είναι στραβό,αλλά είναι καλλίτερο απο το βουβό μηχάνημα,

Φοβού,τις αυτοεκπληρούμενες προφητείες......... 

 ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ
 






ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...