Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

ΥΠΗΡΞΕ Ο ΒΑΡΔΑΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ;


Είμαι ο Βάρδας Ευγενικός,από πολλές γενιές φύτρο,
κάπου από τους Ευγενικούς της Νίκαιας (1204-1262),
κάπου απο τους πειρατές Δελφινόσημους,κάπου απο το έρμο χωριό Καγιακιόι,τρία χιλιόμετρα απο την Μάκρη (Φετίγιε),
κάπου απο κάποιο μπάσταρδο του Πολυκράτη κάπου απο παντού,
και κάπου απο πουθενά,ήρθα σε μία απο τις τρείς γνωστές διαστάσεις γεννημένος σε ένα σπίτι πούχε μια μόνο πόρτα και πολλά παράθυρα,
αλλά μπορεί και σε μία απο τις άλλες τις κρυφές εξ διαστάσεις,
σε ένα άστέρι που μισοφέγγει,εκεί στον αστερισμό του Σείριου εκατομμύρια χρόνια πριν.

Γνώρισα τον καπετάν Λαχανά και μαζί πίνοντας σούμα(τσίπουρο) αποφασίσαμε ενα απόβραδο,να ξεσηκώσουμε τον πληθυσμό απέναντι στους Τούρκους το 22,έφυγα μετά,έλλειψα για ένα διάστημα, 
και έμαθα οτι,τους κατέσφαξαν οι γενίτσαροι του Καπουδάν πασά,
και τον καπετάνιο μαζί,εγώ την είχα κοπανήσει έγκαιρα .

Κάθε πρωί,όταν ήμουν μικρός,ξύπναγα πάντα με γκρίνια και μουρμούρα,περπατούσα τα τρία μέτρα,πούχε μήκος το δωμάτιο,
μια κάμαρη,μικρογραφία δωματίου,με τα τσατιά να την χωρίζουν 
απο την μπροστινή,όπου για να γυρίσεις μπρός πίσω,
έπρεπε να κάνεις μανούβρες σαν το σιδηρόδρομο στο κολοσούρτη 
στην Πελοπόννησο παληά,τόσο μικρό ήταν.
Πάντα θυμόμουν την μάνα μου,να φωνάζει,μην παχύνουμε 
και δεν μπορούμε να περπατήσουμε στο πάνω μικρό δωμάτιο,
καμαρούλα μια σταλιά,δύο επι τρία,ούτε κάν .
Αφού σηκωνόμουνα,σαν κακοχυμένο οκτώ απο τις σανίδες που σιδέρωναν την πλάτη μου,έβγαινα σε κάτι που ήταν 
μεταξύ βεράντας για φωλιάς περιστεριού,ίσα-ίσα που στεκόμουν όρθιος, 
κοίταγα την Θάλασσα μέχρι πέρα,την έβλεπα να γέρνει 
και να χάνεται,αγκαλιά με τα βουνά μας,απο την μιά,
και τα βουνά των άλλων απο την άλλη,και απο πάνω ένας θεός ουρανός να ακουμπά το βάρος του στην Θάλασσα 
και να προσπαθεί να ανταγωνιστεί μαζί της, 
ποιός είναι πιο γαλανός,ποιός είναι πιό όμορφος 
και πάντα ο Ουρανος έχανε.
Τότε δεν ήξερα ακόμη οτι,ο ουρανός δεν αγκάλιαζε την θάλασσα, 
αλλά της έκανε και άλλα πράγματα,αργότερα που τάμαθα, 
κατάλαβα τι μπαγάσας που ήταν ο ουρανός,άσε δε,
το μπλέ που ξόδευε να μην βλέπω τον Θεό .
Καθόμουν όρθιος στο ένα πόδι σαν τον πελαργό,
και ταξίδευα με το μυαλό μου,μακρυά πολύ μακρυά,και φανταζόμουνα,ονειρευόμουν,με μάτι αλαργηνό,γεμάτο τσίμπλα,το τσουλούφι κάγκελο, αφού με το νερό,
είχε πάρει μια διακριτική απόσταση ..

Ενα φεγγάρι έφυγα,και πήγα σε ένα άλλο νησί,εκεί που γεννήθηκε ο Ηφαιστος,ξέρετε εκείνος ο κούτσαβλος θεός,πούχε για γυναίκα την θεογκόμενα Αφροδίτη,πως του καθόταν η θεά της Πάφου,
πάντα με προβλημάτιζε. 
Βέβαια,η Αφροδίτη τούφτιαχνε κέρατα απο ελεφαντόδοντο,
μιά με τον ένα,μιά με τον Αρη,τους έκανε και τσακωτούς ο Δίας (Ζεύς). Τέλος πάντων,βρέθηκα εκεί,να φυλάω,μην και περάσει κανένας Τούρκος και δεν τον πάρουνε χαμπάρι,πολιτικά ανεπιθύμητος και με βαθμό τυφεκιοφόρου,πιο κάτω δεν είχε.
Μούχαν δώσει ενα τεράστιο πολυβόλο Vickers,αγγλικό,
από τους πολέμους των Μπόερς στην Αφρική.
Η κάννη του,ήταν περιτυλιγμένη,σαν φουσκωμένο προφυλακτικό,
και μέσα είχε νερό για να κρυώνει,η κάννη δηλαδή.
Και με βάζαν και το κουβάλαγα,μαζί με κάτι μαντεμένιους τρίποδες 
πάνω απο τριάντα κιλά ,και ήμουνα στο σκοτάδι σαν χταπόδι που  
τόχαν πιάσει στα βαθιά και πάλευε μαζί τους,να ξεφύγει.
Την τελευταία φορά,πούχε ρίξει μια σφαίρα,ήταν στους βαλκανικούς πολέμους στην μάχη του Σκρά.
Μούκανε καλό η Λήμνος,με αδυνάτισε,χάρις στο πρόγραμμα ενός ''διατροφολόγου''λοχαγού,που τόχε άχτι,να με βάζει σκοπιά κάθε μέρα για έξ μήνες συνέχεια μεταξύ,δύο με εξ,κάθε νύχτα .
Εκανα ένα ''γεμανικό'' (2-4 ),αλλά έκανα και ένα συμπλήρωμα μετά, 
για να πήζει το μυαλό μου καλίτερα .
Και ερχόταν ο πούστης κάθε βράδυ και μου έκανε έφοδο,
μούκανε κόλπα νυχτερινά,και εγώ χόρευα απτάλικο 
για να τον περιμένω σαν τον Νουρέγιεφ στην λίμνη των κύκνων,δηλαδή.
Τον τσάτιζε που δεν παραπονιόμουν ποτέ,με έφτιαχνε και μένα όλο αυτό, και το αποζητούσα σαν θεία κοινωνία,και όταν σταμάτησε, 
ένα βράδυ παραλίγο να κάνω σουβλάκι τον λοχαγό με την ξιφολόγχη τόση έλλειψη είχα, με το καψώνι,και τις πιρουέτες ..

Σας έχω ξαναπεί  ότι,ήμουνα άριστος μαθητής,έγραφα εκθέσεις 
πούχαν βραβευτεί απο την τρίτη δημοτικού,όμως ήμουν και τσογλάνι. Ενας μελαψός,με κοντό μαλλί κουρεμένος με την ψιλή,
ένας χρυσαυγίτης της εποχής,ένας άριστος στα μαθήματα, αλλά ένας καπετάν φασαρίας .
Αδυναμία είχα,σε μια εκκλησία,πούσπαγα τα τζάμια κάθε τόσο,
με το τόπι απο κακουτσούκ,και δώστου η καντηλανάφτισα 
να πηγαίνει για παράπονα στο δάσκαλο,και αυτός την κοίταγε εξεταστικά και κούναγε το κέφαλι του.
''Δεν μπορεί κυρά Κατίνα,το παιδί είναι εξαίρετος και άριστος μαθητής'' .
Και εγώ φυσικά,ξεσάλωνα,έσπαγα το κεφάλι του φίλου μου,
που παίζαμε αμάδες με πέτρες,και ο δάσκαλος εκεί,βράχος υποστήριξης.
Είχα αλλείψει με πελτέ το κεφάλι ενός παιδιού,
για να είναι ρεαλιστικός σαν πεθαμένος,και όταν τον είδε η μάννα του,παραλίγο να πάθει συγκοπή,και εμένα να με κυνηγάνε στις ρούγιες να με πιάσουμε,μέχρι και τον αδελφό μου,έριξα σε ένα λάκο με ασβέστη..

Ομως όταν έβρεχε σιγανά,είχαμε δίπλα στο σπίτι ένα ψηλό τοίχο,
πήγαινα και καθόμουν κάτω απο τον τοίχο αυτό,και βρεχόμουν,
έσταζε το νερό στο προσωπό μου,και εγώ ένοιωθα τόση ευχαρίστηση,τόση ηδονή,να γίνομαι μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο .
Κοίταγα τον ουρανό,και έβαζα στοίχημα μαζί του,
ποιός θα κάνει πίσω,αυτός να σταματήσει να κατουράει, 
η εγώ να υποχωρήσω και να κρυφτώ στην διπλανή πόρτα.
Κάποιες φορές νίκησα εγώ,πολλές όμως έχασα,
έμαθα όμως οτι, η δύναμη που έχουμε μέσα μας είναι η καλλίτερη λειτανεία.

Η πρώτη μου δουλειά,ήταν να ραντίζουμε τις ελιές για τον δάκο.
Τα χρήματα ήταν πολλά φίλε,και εγώ είχα και την δύναμη της απόφασης ριζωμένη μέσα μου,σαν πλάτανος χιλίων ετών, 
και αποφάσισα ένα καλοκαίρι να βγάλω τα πρώτα μου χρήματα,
μιλάμε για 13-14 ετών.
Πήραμε τις ψεκαστήρες,έτρεχαν απο παντού νερά και φάρμακα,
είχαμε ποτιστεί μέχρι το μεδούλι,μας έκοβαν και οι τιράντες απο το βάρος,και πηγαίναμε πέραν δώθε σαν τις βάρκες στο νοτιά.
Ρίχναμε το φάρμακο,το μισό πάνω μας,κάποιο στο κορμό στις πρώτες ελιές,και το υπόλοιπο στο χωράφι.
Απατεωνιά δηλαδή,είχαμε θεραπεύσει απο τον δάκο,όλα τα ξερόχορτα της πλαγιάς.
Επειδή έκλεβα,και δεν το άντεχα τότε,μετά από δύο μέρες, 
τα παράτησα,δεν πήρα ούτε τα χρήματα απο τα ''δεδουλευμένα''.
Ομως μου ρίζωσε μέσα μου η συναίσθηση οτι,μπορείς να κοροιδεύεις πολλούς για πολύ,αλλά δεν μπορείς να κοροιδέψεις τον ευατό σου, 
ούτε για λίγο.

Μια άλλη δουλειά που έκανα,ήταν πωλητής δίσκων βινυλίου 33 στροφών κλασικής μουσικής.
Ασχολήθηκα με αυτήν,περίπου τρείς μήνες,έπαιρνα τους δίσκους,
διάβαζα στην βιβλιοθήκη για τον καθένα,τα σημείωνα να μην τα μπερδέψω,και τράβαγα στην περιοχή,εκεί στο Χίλτον,να πουλήσω δίσκους.Τύπος ψηλός μελαχροινός τότε,η Αθήνα με είχε ασπρίσει αρκετά, απο μαυροτσούκαλο σε κάτι πιο ευρωπαικό,με μια τσάντα απο ύφασμα, 
με δύο τεράστιους κρίκους και μέσα αι δίσκοι.
Εδώ σε θέλω κάβουρα,σαν περπατάς στα κάρβουνα.
Ωραία η προετοιμασία,η επιμόρφωση,τα ποσοστά,η κλασική μουσική 
και η γοητεία,για πές μου όμως,πως μπαίνεις στον Χίλτον,
αφού μούχαν πεί οτι,εκεί υπήρχαν πλούσιοι αγοραστές για κλασική μουσική.
Πήγαινα μέχρι την πόρτα του Χίλτον,ίσαμε εκατό φορές,
έφτανα και όλο πιό κοντά,όμως δεν μπορούσα να την διαβώ,
την κοίταγα,με κοίταγε η πόρτα ,και στο τέλος άρχισε και να με κοροιδεύει .
Δεν μπορούσα,ένα αόρατο χέρι με έσπρωχνε,η ανάσα μου βαριά, 
και τα πόδια μου χωμένα στην γή.
Ο πόλεμος με την πόρτα του Χίλτον,έληξε με χαμένο εμένα.
Πούλησα ένα δίσκο,διπλό κιόλας,στην μάνα ενός φίλου μου 
με ανταλλαγή υπηρεσιών,και ένα μικρό 45άρι στον κουρέα της μαμάς αυτής,τον ''Κουρεα της Σεβίλλης'' .
Τώρα τι κατάλαβε,οτι αγόρασε ο κουρέας,ένας θεός ξέρει. 
Πήρα όλες κιόλες 20 δραχμές,αλλά έμαθα και κάτι σημαντικό.
Η Μάχη με την πόρτα,είναι πάντα χαμένη,υπάρχουν τρόποι να την ανοίξεις,βάλε και άλλα μέσα στο παιχνίδι,αντάλαξε κάτι,δώσε κάτι άλλο.
Μέχρι πριν απο μερικά χρόνια,πίστευα ότι,θα μπορούσα να την ανοίξω την πόρτα με τον γητεμό μου,αργότερα ήθελα να την σπάσω με ενα σφυρί,και στο τέλος την κορόιδεψα και έκανα μαζί της συμφωνία ..

Ο πατέρας μου ήταν ένας αριστερός,έτσι έλεγε,ένας άνθρωπος του κέντρου μάλλον,ξέρετε όλοι αυτοί,είναι στο κέντρο για να μπορούν εύκολα να πάνε είτε δεξιά είτε αριστερά.
Τσούπ,και βρέθηκες στην ΕΔΑ τότε,αξιωματικά αντιπολίτευση το 58, τσούπ,και βρέθηκες στον Καραμανλή(με το Κ ) το 74 .
Ενδιαμέσως βόσκαγες στον Πλατήρα,στον ''γέρο της δημοκρατίας''Παπανδρέου,μην ξεράσω,στον Ανδρέα,
άντε και σε κανένα αποστάτη τύπου Τσιριμώκου και Μητσοτάκη. Καθόσουν εκεί,κοίταγες ολούθε τι συμβαίνει,έβγαζες μεροκάματο απο την απόφαση σου αυτή,αφού όλοι εσένα θέλανε.
Ησουνα αριστερός και όταν έπρεπε,έκανες και καμμιά δήλωση ''αποκηρύσοντας τον κουμουνισμό και τις παραφυάδες του''.
Ποιές ήταν αυτές;Ούτε εσύ ήξερες,ούτε αυτοί που σε ρωτούσαν,
απλώς θα σε είχαν στο χέρι πάντα .
Πολύ κουβέντα γίνεται και σήμερα,τι είναι αριστερά,
και ποιός είναι αριστερός και σχεδόν κανένας απο όλους αυτούς 
τους δήθεν,δεν έχει διαβάσει,ρωτήσει,να μάθει,τι ήταν η αριστερά,
προτιμά την αριστερά σε δυτικό πλαίσιο,την αριστερά με κοινωνική δικαιοσύνη χωρίς να θέλει να μετέχει ο ίδιος,
να ακούει όμως,αμερικάνικη μουσική,αμερικάνικα τσιγάρα,
και απάνω τούρλα.
Κανείς αριστερός δεν είναι καλλίτερος απο ένα δεξιό,και το αντίθετο,
έτσι απο την λέξη και μόνο,σίγουρα όμως είναι καλλίτεροι απο έναν του κέντρου.
Ο πατέρας μου λοιπόν,αριστερίζον κεντρώος,η οικογένεια της γιαγιάς καραδεξιοί βασιλόφρονες,και  αριστεροί πούροι η οικογένεια του μπαμπα της μάνας μου,η δε οικογένεια του πατέρα μου,αγρότες που τους πούλαγε καθρεπτάκια ο κάθε πονηρός πολιτευτής .
Και εγώ;Ξεκίνησα απο τον Γεροπαπανδρέου να καταλαβαίνω,
βρέθηκα να παλεύω ενάντια στην χούντα,έτσι για πλάκα λόγους,
βρέθηκα στην πέρα αριστερά ΕΚΚΕ,μετά ΚΚε,θαύμασα,και υποστήριξα τα καλά της Σοβιετικής ένωσης με πάθος και πίστη,
τιμωρήθηκα δυσανάλογα,και μετά,απο αντίδραση και ωρίμανση συμφέροντος,λόγω και επικαιρότητας,βρέθηκα στο Πασόκ. 
Αλλά σ'όλες αυτές τις περιπλανήσεις,είχα να ικανοποιήσω όλες τις ανάγκες μου,ιδεολογία που ξέφτισε και χάθηκε γρήγορα,
όνειρα και ελπίδες στην Ρωσία,κοινωνικότητα στο Πασόκ,
διάβασμα ατέλιωτο για νάμαι πάντα μέσα στα ρεύματα 
και στην αναγκαία επίδειξη γνώσης,όπου απαιτείτο, 
αφορμές για να τσακώνομαι ακόμη και με αυτούς 
με τους οποίους ήμουν μέχρι πρόσφατα μαζί τους,επηρροή κυρίως πνευματική,γιατί όχι,και ελιτισμός τώρα τελευταία,και πολλά άλλα .
Ομως από όλη αυτή την πορεία στα πολιτικά,που ήταν και έντονη 
και επώδυνη δεν είχα κανένα οικονομικό όφελος.
Για ποιό λόγο;Ισως γιατί δεν ήταν πάρα πολλές οι δραχμές,
ίσως γιατί η εξάρτηση είναι αδυναμία,απο εγωισμό,
απο ναρκισισμό,απο πολλά.
Ομως,ούτε μετανοιώνω,ούτε λυπαμαι,ούτε καλό,ούτε κακό,
απλώς έτσι έγινε .

Ασχολήθηκα πολλά χρόνια σε μιά δουλειά,είναι πολλοί τόμοι, 
και αξίζουν να γραφούν,αφού σε ολη αυτή την εμπειρία, 
είναι ενσωματωμένη η Ελλάδα της ψευτοακμής,του λούστρου,
και έφτασε με την απαρχή της παρακμής και της χρεοκωπίας .
Σε αυτή την περίοδο έγιναν πολλά,που αξίζουν να αναφερθούν, 
με ψύχραιμο μάτι και αποστασιοποίηση .
Θα το κάνω κάποια στιγμή,που θα είμαι ακόμη πιο αντικειμενικός 
πιο μακρυά απο το γεγονότα .
Εδω ήταν η Ελλάδα όλη,συμπυκνωμένη,τι έγινε,πως έγινε,τι περίσεψε,ποιός άξιζε,και ποιός εκμεταλεύτηκε ποιόν. 
Πέρα από το κλασικό,όλοι-όλους,υπάρχουν και αυτοί που ξέφυγαν κοινωνικά,οικονομικά,πνευματικά και σε πολλά άλλα επίπεδα, 
σε σχέση με αυτό που ήταν πριν.

Καλοκαίρι κάπου,χίλια χρόνια πίσω,επτά χρόνια πίσω,είκοσι,
η πολλά εκατομμύρια,σε μια τρελλή διάσταση που καμπυλώνεται, 
και ο χρόνος χάνεται;
Δεν ξέρω την απάντηση,μπορώ να θυμάμαι όμως,την αίσθηση που μούφερνε στο μυαλό.
Το μυαλό προκύπτει απο την ύλη,το σώμα δηλαδή, η το σώμα δημιουργεί το μυαλό ;O Νανόπουλος υποστηρίζει το δεύτερο. 
Ομως εγώ,έχω ακούσει τις κλαγές των όπλων της μάχης του Μαραθώνα απο την σπηλιά πούνε στην πλαγιά του βουνού,συμφωνώ μαζί του.
Σίγουρο είναι ένα,οτι ειπώθηκε,γράφτηκε στην μνήμη του σύμπαντος,
έγινε όμως;Aυτό είναι υπο αμφισβήτηση.
Οι επιστήμονες στα επόμενα χρόνια,βρίσκοντας απάντηση 
και τις υπόλοιπες διαστάσεις,και στα 10 στην 506η δύναμη σύμπαντα, 
θα επιβεβαιώσουν οτι,αυτό που νομίζουμε οτι συμβαίνει τώρα,
μπορεί να είναι και αλλιώς .

Ομως αυτό το καλοκαίρι σε μια χώρα,που είναι καλοκαιρινή χώρα 
με τον ήλιο πάνω της ερωτευμένο και φωτεινό,βρίσκω πάντα την ευκαιρία να αναζητήσω την ευχαρίστηση,που μου προξενεί να κοιτάω την θάλασσα,να την ψάχνω,μέσα της να βρώ την απάντηση στα συναισθήματά μου,να ζηλεύω τον ουρανό που την ακουμπά 
και κάθεται πάνω της σαν σερνικό άλογο,να σέβομαι τα βράχια και τα βουνά που την αγκαλιάζουν τρυφερά,και δεν την αφήνουν να χαθεί, 
η αλλοτε να την τσατίζουν,και αυτή να τσακίζεται πάνω τους, 
από πείσμα,από πάθος,απο έρωτα .

Kάποτε,το 2107,θα καθόμουν σε ένα αερόσωμα,κάτι σαν σημερινή καρέκλα-πολυθρόνα,δεν θα υπηρχει έδαφος και πάτωμα,
όλα θα αιωρούντο,τα αυτοκίνητα θα είχαν σταματήσει 
να πηγαίνουν μόνα τους,θάχε ξεπεραστεί αυτή η μόδα ,και θα πετάγανε σε αεοδιαδρόμους.
Τα drones θα τα χρησιμοποιούσαν μόνο στην υποσαχάρια Αφρική,
που θα τους τάχαν πουλήσει οι ''πολιτισμένοι'' δυτικοί,για να τους παραχωρήσουν οι μαύροι,για ακόμη χίλια χρόνια,την εκμετάλευση 
ενός νέου μετάλου,πούχε ανακαλυφθεί,του κουραδόμιον στα τέλη του 21ου αιώνα γύρω στα 2087 .

''Καθόμουν'' λοιπόν το 2107 ,και αναλογιζόμουνα το παρελθόν,
τότε που η Σαμος ήταν ακόμη νησί,τώρα είναι ενωμένη με την απέναντη πλευρά με μια γέφυρα που την λένε Ταγίπ Ερντογάν,
από το όνομα ενός Τούρκου προέδρου,που βασίλεψε στην Τουρκία 30 χρόνια.
Η Σάμος πια,είναι τουρκικό έδαφος,οι πιο πολλοί κάτοικοι είναι μουσουλμάνοι και υπάρχουν κάποιοι εβραίοι άποικοι,και μερικοί χριστιανοί .
Πως να θυμηθείς,και πως να ζήσεις ξανά στιγμές, 
απο το παρελθόν,όταν αυτό δεν υπάρχει,όταν κάθε γωνιά, 
λέγεται αλλιώς,και κάθε στιγμή έχει ξαναγραφτεί απο τα νέα αφεντικά .
Το 2107,στην πραγματικότητα όμως,θα καθόμουν σε αυτό το αερόστρωμα μαλακία,και δεν θα μπορούσα να σκεφτώ πίσω,
θα σκεφτόμουν μόνο μπρός.
Θα περίμενα να πάω στον Αρη ,με την επόμενη πτήση της SPACE X ,
είχε μειωθεί και ο χρόνος απο επτά μήνες σε δύο βδομάδες, 
και τα ναύλα είχαν πέσει πολύ.
Απλώς,όταν έφτανες εκεί,σούκαναν ένα εμβόλιο και ξέχναγες τα πάντα οριστικά και ξεκίναγες απο την αρχή.
Οι άνθρωπω-ζόμπυ,ζούσαν χίλια χρόνια,σαν τον Νώε,
τα μικρόβια είχαν απομονωθεί,και το πιο σημαντικό, 
δεν επιτρεπόταν σε κανένα να νοιώθει,να σκέφτεται,να θυμάται, 
να έχει συναισθήματα.
Οποιον συλλαμβάνανε να νοιώθει,του κάναν μια ένεση με μικρόβια, 
και αυτός ζούσε το πολύ ενενήντα χρόνια..

Οταν ξεκίνησα να αναζητώ τον κόσμο,στην αρχή τον ψηλάφιζα,
τον ακουμπούσα με επιφύλαξη και φόβο,τότε είχα μπλέξει τον φόβο 
με το ρίσκο του καινούργιου,και κάθε φόρα κέρδιζε πότε το ένα, 
πότε το άλλο.Μετά,νόμισα οτι,τον κατάλαβα,όμως τελικά είχα κάνει πάλι λάθος,δεν τον κατάλαβα,απλώς αυτός με αφομείωσε,και με απορόφησε. 

Οταν άρχισα να νοιώθω,πίστευα οτι μούλεγε ο πατέρας μου, 
μετά ένα ραδιόφωνο με μπαταρίες,η δασκάλα μου η κυρά-Κατίνα,
μετά άρχισα να νοιώθω απο μόνος μου,ανεξέλεκτα και χωρίς φραγμούς. Μετά για μια περίοδο,σταμάτησα να νοιώθω τελείως,
και έγινα σαν τον βούβαλο πούνε έτοιμος για σφάξιμο,
μετά άρχισα να εκλογικεύω τα νοιώθω μου,τάβαλα στην σειρά, 
και τάκανα στρατιωτάκια και πρόσεχα νάνε καθαρά,νάνε όρθια αλλά τελικά κατάλαβα οτι και μικρά ήταν και ασήμαντα,και τελικά τα άφησα να κάνουν οτι θέλουν.

Παίρνω τα θέλω μου και πάω αλλού,η κάθομαι εδώ και εξαργυρώνω 
λιγα θέλω,κάθε φορά,σαν τους μπόνους πόντους της πιστωτικης ;
Ελα ντε,τι να κάνω.Τι λέτε και εσείς;

Σας είπα μερικά,που μπορεί να έγιναν μπορεί και όχι,στοίχημα δεν βάζω.

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 



 

 




 
















Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ ..


Είμαστε ήδη στο 2107,χρόνια με χιόνια πολλά κυριολεκτικά και μεταφορικά,
έχουμε αφήσει πίσω μια ακόμη χρονιά και στεκόμαστε ενεοί,να παρατηρούμε τα εκατομμύρια δευτερόλπετα του 2016,που μόλις πριν μερικές μέρες γκρεμίστηκαν με θόρυβο απο μπροστά μας,και χάθηκαν για πάντα .
Ο χρόνος είναι γνωστό πιά απο τον μέγα Αλβέρτο,οτι είναι μια ουτοπία,
ίσως η μεγαλύτερη,αλλά συγχρόνως είναι και επίμονος και ξεροκέφαλος,
έτσι ώστε και μόνο απο την επιμονή του αυτή,να φαίνεται οτι,
και υπάρχει και ορίζει τα πάντα στην ζωή μας .
Εχουμε βρεί οτι,οι διαστάσεις δεν είναι οι γνωστές τρείς συν μία (χωροχρόνος), 
αλλά δέκα,που μάλιστα οι εξι καινούργιες καμπυλώνονται λυγίζουν,
με αποτέλεσμα να μην είμαστε βέβαιοι για τίποτε πιά,που βρισκόμαστε,με ποιούς και γιατί .

Ισως επειδή πιά οι άνθρωποι ξέρουν περισσότερα,φοβούνται ακόμη πιο πολύ,
χάνουν πιο πολλά,και είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα καταπατώντας 
κάθε ηθική αρχή,που μέχρι σήμερα είχαν μέσα τους.
Αυτή η καταπάτηση,ίσως νάναι το αντίβαρο απέναντι σε ένα κόσμο 
που γίνεται κάθε πιο άδικος και πιο άνισος και μεγαλώνει την απόσταση 
που χωρίζει τον καθένα απο μας,από αυτά που μπορούμε να ελέγξουμε και να κατανοήσουμε μόνοι μας.
Αφού λοιπόν έχουμε χάσει την επαφή με την γνώση,και την επαφή με αυτό που χαοτικά γίνεται εν αγνοία μας,αντί να προσπαθήσουμε να καλύψουμε την απόσταση,μένουμε ακίνητοι,παθητικοί και γινόμαστε δέκτες του κόσμου 
που γυρνάει γύρω απο το κεφάλι μας με απίστευτη ταχύητα και ένταση.

Η γνώση χάνεται,και αντικαθίσταται απο την πληροφορία,που μας έρχεται σαν τον ανεμοστρόβιλο καταπάνω μας,και εμείς ανήμποροι,βάζουμε τα χέρια μας να καλύψουμε το κεφάλι μας,αλλά,οι σαν βελόνες πληροφορίες,μας τρυπάνε και μας μπολιάζουν χωρίς να μπορούμε να κάνουμε τίποτε.
Το δηλητήριο περνάει στον εγκέφαλο μας,και ως δια μαγείας,
έχουμε μάθει οτι ο καθένας ατομικά και όλοι μαζί,τι εκπέμπεται στο απέραντο σκουπιδότοπο του διαδικτύου,η στην αποβλακωτική ένεση,την τηλεόραση,
που τρυπάει τα νερουλιασμένα κορμιά και μας αφαιρεί κάθε αίσθηση .
Νεκροί,αγκυλωμένα χέρια,κολλημένα στο κινητό και το τηλεκοντρόλ,
άψυχα κορμιά αγάμητων καιρών,σπαταλούν τις στιγμές,
και έχουν την ψευδαίσθηση οτι ,άντε την καβατζάραμε και σήμερα.

Η εμπιστοσύνη χάθηκε οριστικά στην εποχή μας,και αντικαστάθηκε απο την μαζική αδιαφορία και το διαρκή υπολογισμό.
Οποιος εμπιστεύεται κάποιον,και  το κάνει ειλικρινά,δεν έχει το θάρρος να το πεί,αφού πια,ακόμη και να θέλουμε να εμπιστευτούμε,δεν το λέμε,μην και εκτεθούμε.
Νοιώθεις οτι,όταν λες ''σε εμπιστεύομαι '' ο άλλος αρχίζει και κάνει υπολογισμούς,
την μετράει την λέξη,την ψάχνει,την τεμαχίζει,της αλλάζει έννοια στο μικρό και αγέλαστο μυαλό του,και στο τέλος την απορρίπτει,αφού ο ίδιος δεν είναι ικανός να εμπιστευτεί ούτε τον σκύλο του,πως να πιστέψει οτι υπάρχει κάποιος άλλος που το μπορεί.

Η αλήθεια χάθηκε επίσης οριστικά,αν και αυτή δεν ήταν ποτέ ορισμένη,
και ο καθένας πάντα είχε μια δικιά του και πορευόταν .
Εστω όμως και έτσι,υπήρχαν κάποιες αλήθειες που ήταν αποδείξιμες 
και κοινά αποδεκτές απο το ελάχιστον αριθμό των δύο.
Η αλήθεια αντικαταστάθηκε απο το συνειδητό και υπολογισμένο ψέμμα,
απο την ενσυνείδητη απόκρυψη της,αφού δεν μπορούμε να την αντέξουμε εμείς οι ίδιοι,δεν μπορούν να την αντέξουν και οι άλλοι απένταντι μας.
Αρα δεν μπορείς,δεν ξέρεις,δεν θέλεις,βαριέσαι αφόρητα,
Λες οτι,δεν σε φέρνει σε δύσκολη θέση .Και εσύ και άλλος ξερετε 
και οι δύο καλά οτι,ψέμματα ανταλλάσετε μεταξύ σας,άρα είσαστε ίδιοι,
μικρόψυχοι και ασήμαντοι κόκκοι μιας ερήμου,που κάποιοι άλλοι φρόντισαν να την αφήσουν άνυδρη και απότιστη.

Ο σεβασμός χάθηκε και αντικαστάθηκε απο την καχυποψία και την γενικευμένη απαξίωση όλων.
Σε σέβομαι,σημαίνει οτι,αναγνωρίζω σε σένα κάτι,που είναι σημαντικό και μπορεί αυτό το κάτι,να βοηθήσει και μένα και αλλους,και αυτό το κάτι,το πέτυχες με κόπο, 
με θυσίες,με προσπάθειες.
Ομως σήμερα,δεν σε σέβομαι,σε υποπτεύομαι,οτι πέτυχες τόκανες με δόλιο 
και περίεργο τρόπο,με πονηριά,με διαπλοκή,και αφού δεν τόχω πετύχει και εγώ,
αρα γιατί να σε σεβαστώ,αξίζεις δεν αξίζεις,καλλίτερα να σε υποπτέυομαι,
μου είναι πιο βολικό.Είμαι μικρός,και θέλω να μείνω μικρός .

Η αγάπη,αυτή και εαν χάθηκε οριστικά και αμετάκλητα απο την ζωή μας,
αυτή πια αντικαταστάθηκε απο την συνενόηση και την συμφωνία 
και κατάντησε μια χαζοχαρούμενη διαδικασία αναταλλαγής συναισθημάτων,
όπου όμως,τάχουμε στίψει,τάχουμε σταγνώσει,και τάχουμε απλώσει στην ταράτσα, 
να τα δούν οι άλλοι .
Γιατί,δεν μας νοιάζει πιά,αν νοιώθουμε,αν είμαστε γεμάτοι,
αλλά νάχουμε μια παρέα,και την περιφέρουμε σαν τον επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής .
Αγάπη ακόμη θεωρούμε την εξάρτηση,κυρίως την οικονομική,να φτιάξουμε ένα συνεταιρισμό,να βάλουμε ο κάθενας,οτι τούχει περισσέψει,λίγο απ'όλα,
σαν ενας καφές που χύθηκε στο βράσιμο .

Αν μιλήσουμε για τον έρωτα,τότε θα πρέπει να ψάξουμε πολύ βαθειά στο χρόνο 
και μέσα μας,για να βρούμε στο λεξικό,το λήμμα,που θα μας μεταφράσει 
τι ενοούσαμε με την λέξη έρωτας.
Ερωτας μαζί με την αγάπη απο σελοφάν,έρωτας χωρίς έψιλον,
η αγάπη έγινε παρέα,συντροφιά,και ψιλικατζίδικο,και ο έρωτας έφυγε 
αφού η βρώμα της απλυσιάς των θέλω μας,τον έστειλε στα βιβλία,στις τσόντες,
στα sites αναζήτησης επίπλαστων παραδείσων με ουρί και ουρά .

Σου μιλάω,αυτές τις λίγες φορές που αποφασίζω να ανοίξω το στόμα μου,
όταν δεν μασάω τα σκουπίδια,αλλά και που το κάνω,έστω και λίγο,
έστω και έτσι ,με ακούς;
Σου λέω έχω πρόβλημα,και εσύ μου λές και εγώ,και πρίν προλάβω 
να σου πω έστω επιφυλακτικά,έστω φοβισμένα,
εσύ έχεις ανοίξει το κουτάκι σου και λες το δικό σου.
Σου λέω θέλω την γνώμη σου,και την βοήθεια σου,και εσύ αντιδράς σαν αυτιστικό παιδί,με κάνεις να νοιώθω οτι έχω σύνδρομο down,και εσύ συνεχίζεις να μιλάς,
και εγώ πρέπει να είτε να σκύψω το κεφάλι μου και να σε λυπηθώ,είτε να σε αφήσω να μου λες,να μου λες.
Σου λέω πήγα εκεί,και πριν σου πώ οτιδήποτε,αρχίζεις να μου λες και εσύ, 
που πήγες,τί έκανες,πόσο όμορφα ήταν,και εγώ να κάθομαι να σε ακούω, 
να μου περγράφεις τι έκανες εσύ,και να θέλω να ξεχάσω οτι είμαι φίλος σου και να σε στείλω στο αγύριστο.
Σου μιλάω και δεν με ακούς,δεν με νοιώθεις,αν σου πω καλά για μένα,
θα μου πείς τα δικά σου καλά και θα νοιώθω οτι σε στεναχώρησα που στο είπα.
Αν σου πώ κακά για μένα,θα εισπράξω την θλιβερή σου θλίψη, 
και λόγια παρηγοριάς,μασημένα με φύλλα δάφνης και θα νοιώθω οτι,
το ευχαριστήθηκες,όχι γιατί ήμουν εγώ,αλλά γιατί δεν ήσουν εσύ .

Σήμερα,δεν πονάμε ελικρινά,έχουμε αντικαταστήσε τον πόνο, 
σαν συναίσθημα,με την  αποδοχή της μοίρας μας,με την αποδοχή οτι πονάμε, 
γιατί το θέλουν κάποιοι άλλοι .
Σημερα,δεν χαιρόμαστε,γιατί χαρά είναι να μπορείς να δώσεις στο άλλον 
την ευκαιρία να δείτε μαζί και να συμφωνήσετε οτι η ομορφιά είναι μέσα μας .
Πως όμως να συμφωνήσουμε,όταν δεν υπάρχει τίποτε εκεί μέσα,
τάχει φάει ο σκώρος,σαπισμένα κρεμμύδια,που βρωμάνε κατάντησε η ομορφιά ,για πέταμα όλα ...

Ακόμη και η θλίψη,ένα γνήσιο συναίσθημα για την απώλεια και την δυστυχία των άλλων,έγινε μια παγωμένη γκριμάτσα σε τσιτωμένα απο το μπότοξ πρόσωπα,
που το μόνο τους μέλημα είναι πως θα γυρίσουν το mode,από την λύπη στην συνηθισμένη θέση επιλογής,που κουβαλούν για πρόσωπο.
Βλέπεις την θλίψη στα παιδιά,άδολη,την βλέπεις στον κατατρεγμένο πρόσφυγα,
και την βλέπεις επίσης,με το χειρότερο και υποκριτικό τρόπο,στις βαμμένες  καραμουτσούνες των παρουσιαστών στις ειδήσεις.
Αλλά και σε όλους τους υπόλοιπους εμάς,που την περιφέρουμε δεξιά-αριστερά κάνοντας υπερβολικές προσπάθειες να μην φανούμε,να μην ξεγελαστεί η σοβαρότητα,και καταντήσει γελειότητα .

Γιατί οι άνθρωποι κατάντησαν ζόμπυ;
Φταίει η κρίση,φταίει η αδυσώπητη ανισότητα που κάνεις τις διαφορές, 
κάθε μέρα και πιο μεγάλες και τις δικαιολογίες μας ,επίσης;
Φταίει η αίσθηση οτι,ο παράδεισος μας,αυτός που μας είχαν υποσχεθει,
δεν θα τον έχουμε ποτέ,φταίει το γεγονός οτι,μάθαμε να ζούμε πιά
με τα ψέμματα των άλλων που θέλαμε νάταν αλλιώς,
φταίει που δεν έχουμε το κουράγιο να πούμε φτάνει πιά,
φταίει που όλοι προδίδουν εύκολα, αβίαστα τα πάντα,
φταίει που δεν νοιώθουμε ενοχές για οτιδήποτε,
φταίνε οι άλλοι πάντα,φταίει η επιστήμη που έκαμε την ζωή μας, 
οθόνη με πλήκτρα,και την καθημερινότητα μας,αναζήτηση ,poste ,like, 
φταίει ο καιρός που θέλει να λειώνει χιόνια στούς πόλους,και να μας κρυώνει τους κώλους μας;
Φταίνε,ουκ έστι αριθμός.

Αφού λοιπόν όλα αυτά είναι μια πραγματικότητα γιατί πάμε κόντρα σε αυτήν, 
και γιατί θέλουμε την μιζέρια και την βαρυσυνεφιά,να την θυμόμαστε, 
και να μιλάμε γιαυτή;
Ποιός σου είπε ρέ μην πω,ότι θέλω να μου λες πως ζώ,θέλω την τρύπα μου,
θέλω όλα αυτά που νομίζω οτι έχω,εσύ τι ζόρι τραβάς;
(Θα μπορούσε κάποιος να ρωτήσει)

Αφήνω τα σχόλια και την απάντηση,στους ξύπνιους,και στους άλλους καλούς και σωστούς που δεν περιγράφονται  εδώ.

Εμείς,είμαστε η γενιά του Ταρκόφσκυ,αντε και λίγο απο Γκοντάρ,
Και για όσους δεν τους ξέρουν,δεν πειράζει,δεν θα σας το ζητήσουν δα,αύριο στο FB

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ


 




 
















ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...