Παρασκευή 31 Αυγούστου 2018

ΤΑ 21 ΣΚΑΛΙΑ /ΣΚΑΛΙ 4/ΤΟ 1969 ΑΡΧΗ ΑΛΛΟΥ


Ανεβήκαμε μαζί,τρία μέχρι τώρα σκαλιά,ξεκινώντας απο το 63 μετά το 76 και το 81,τα τρία πρώτα,και τώρα θα κατέβουμε ένα ακόμη σκαλοπάτι και θα σταματήσουμε στο πλατύσκαλο του 1969.
Μέγα έτος,όπως και να το δεί κανείς,και εντυπωσιακό όταν το γράφεις όπως ο Ιούλιος Καίσαρας,που θα τόγραφε,MCMLXIX.

Ο κόσμος γύριζε σαν το αρνί στην σούβλα,μια κοντά στην φωτιά,
μια βόλτα για να πάρει ανάσα το νεκρό ζωντανό,και δώστου ξανά,
να τσουρουφλίζεται στην φωτιά,λίγο πιο πάνω,λίγο πιο κάτω, 
ανάλογα με την όρεξη και τα κέφια του σουβλατζή Θεού.

Η Ελλάδα,στέναζε κάτω απο την σκιά του μαύρου σεντονιού της δικτατορίας,είχαν καταδικάσει τον ήλιο σε εξορία,στα ξερονήσια είχε πάρτυ με βούρδουλα,και μόνον κάποιοι,γίνονταν ήρωες σαν τον Παναγούλη,και κάποιοι άλλοι,λίγοι,βουτούσαν την πέννα τους στην ψυχή τους,και στο ακούμπημα τους αυτό,χλωμές ακτίνες φωτός προσπαθούσαν να σκίσουν τον πνιχτό αέρα και την σκόνη που αιωρούνταν τριγύρω μας.
Ενας από αυτούς,ο Σεφέρης,έβαζε την πινελιά του,στο τελάρο της ζωγραφιάς,και κεντούσε όμορφες λέξεις,πλουμιστές,με έντονα χρώματα και μυρουδιές απο νοτισμένη γή,και μίλαγε για κολώνες που είχαν ζωή,που είχαν ψυχή,πούχαν διώξει τον φόβο απο πάνω τους,
και που δεν λογάριαζαν τα μίζερα ανθρωπάκια,σαν το ''..Απόμακρα οι αρχαίες κολώνες,χορδές μιας άρπας,αντηχούν ακόμη''
(Από το,Επί Ασπαλάθων).

Ενας άλλος ήρωας,Τσέχος αυτή την φορά,ο Γιάν Πάλαχ, αυτοπυρπολιόταν,καταμεσής στο δρόμο,λαμπάδα μια ανάστασης που δεν ήρθε στην χώρα του,απέναντι στην σοσιαλιστική βαρβαρότητα της σοβιετικής μπότας,πούχε καταπλακώσει και αυτούς και όλους τους άλλους λαούς της ανατολικής Ευρώπης.Ενώ εμείς,ακόμη και χρόνια πολλά μετά,όλα αυτά τα θεωρούσαμε αναγκαία για την επιβίωση του αριστερού κουμουνιστικού παράδεισου .

Στην δε,Ελλάδα,είχαμε μέλημα σοβαρό,την πρόσληψη γυναικών στην Αστυνομία για πρώτη φορά εκείνη την χρονιά,που έπρεπε να έχουν ύψος τουλάχιστον 1,63 .Γιατί τόσο,και όχι πιο λίγο,η πιο πολύ,μάλλον γιατί το άθροισμα έκανε δέκα,και βέβαια οι νέες μπατσίνεςέπρεπε να εμφορούντο απο''υγιείς εθνικές πεποιθήσεις''.

Ομως,η χρονιά έμεινε στην ιστορία για το σημαντικό γεγονός οτι,άνθρωπος πάτησε στο Φεγγάρι,τον Ιούλιο,και απο εκεί κοιτώντας την γή ο αποικιοκράτης της σελήνης αναφώνησε,για το μικρό του βήμα,
και έμεινε το άλλο το μεγάλο για την ανθρωπότητα μετέωρο,
και που,τελικά,δεν έγινε ποτέ.
Τόσα όνειρα,τόσες θάλασσες με ερωτόλογα απομυθοποιήθηκαν,
πόσα μονοπάτια κρυφών και φανερών ερώτων,φτιάξαν οι άνθρωποι στο περιβόλι του ουρανού,όταν το δανεικό της φώς,εξαύλωνε τις αντιστάσεις των καρδιών όταν ήταν ολόγεμο και πανφώτιστο,και άλλοτε πόσες μάγισσες και πόσα κακάσχημα θεριά,δεν ήταν κρυμμένα στα μυτερά βρόχια με γαμψά νύχια,όταν ο δανειστής ήλιος,
τον έπαιναν οι τσιγκουνιές του,και άφηνε το βράχο ανέλουστο .

Οι Αμερικάνοι πήγαν στην Σελήνη με το Απόλων 11,και οι σοβιετικοί απο την άλλη,στείλαν το Βενέρα σε ένα άλλο μέρος πούχαμε επίσης εναποθέσει τα ονειρά μας και τις φαντασιώσεις μας,στην Αφροδίτη,
και το προσγείωσαν στο έδαφος της.Για να μπορούν να πουλάνε ακόμη ακόμη την ξεφτισμένη ιδεολογία τους,σε κάτι τύπους σαν και μας .
Πήγαν και στείλαν οι μέν,στην σελήνη άνθρωπο,
οι δε στο πλανήτη με τα πολλά ονόματα,αφροδοσκάφος,
της γνωστής θεάς με τα αρσενικά ονόματα,Εσπερος,Αυγερινός και  Αποσπερίτης.

Την ίδια εκείνη χρονιά,ο Μάνσον ξεκοίλιαζε την Σάρον Τέιτ,
και ο Πολάνσκι έπαιζε με το (νεκρό) μωρό της Ρόζμαρυ,
και στο Γούντστοκ μαζευόταν η αφρόκρεμα της  μουσικής,
και η αφρόκrεμα της πρέζας μαζί,και ήταν η τελευταία φορά,
που παίζαν μαζί Χέντριξ και Τζάπλιν,πριν τους πάρει το τέρας του μόνοκερου,και τους πάει σηκωτούς στην αιώνια πύλη,
για να τους στείλει θυσία στο Μινώταυρο της λευκής σκόνης,
και της λεπτής σύριγγας .

Και εγώ,μέσα απο όλα αυτά που συνέβαιναν στο πλανήτη των πιθήκων, και στην κήπο της Εδέμ μαζί,μικρό ασήμαντο κύτταρο,μια αμοιβάδα κυκλοφορούσα στα μονοπάτια της ζωής,μακρυά απο την Σάμο πατρίδα και νησί μου,τώρα πια στην Αθήνα,όλη η οικογένεια πιά ,αλλοίμονο εδώ.

Είχα τελειώσεις το Γυμνάσιο στο νησί,με σχεδόν άριστα,
δέκα εννέα και κάτι ψιλά,είχα αφήσει το αποτύπωμα μου σε όλες τις μορφές του,αρνητικά τα περισσότερα,και προκλητικά για ένα έφηβο στην ηλικία μου.Στίς γιορτιές του κρασιού,στις κρασοκατανύξεις
στην Βλαμαρή,το κατούρημα στο λιμάνι,προιόν ερωτικής αντιζηλίας με τον λιμενικό που μας έγραψε γιαυτό,για τα μάτια της όμορφης κόρης,Ελένης, και που τελικά πεισματικά δεν πλήρωνα μέχρι που έφτασε δέκα χιλιάδες,και με απειλήσανε με προσωποκράτηση πολλά χρόνια μετά.

Τότε,και για ένα χρόνο που ήμουν μόνος μου,οι γονείς μου ήταν στην Αθήνα απο την προηγούμενη χρονιά,έμεινα στην γιαγιά Ευγενία,
μια μουστακοφόρα σκληρή γυναίκα με τσεμπέρι μαύρο του κορακιού, χήρα, απο αιώνες πριν,απαιτητική και ισχυρογνώμων,παντοτινή αντίπαλος της μάνας μου,σε μια διελκυστίνδα που πάντα χαμένη ήταν η κυρά Λένη,μια ιδιότροπη μάγγισα για όλους,και μια νεράιδα για μένα,
που με κανάκευε και με χάλαγε κιάλο,που μου έκανε όλα τα χατήρια,
και που κάθε βράδυ καθόταν μέσα απο το ραγισμένο τζάμι,
και πίσω απο τα θολά γυαλιά της,νάρθω απο τις αλητείες μου,
τις περισσότερες φορές μπουσουλώντας τα σκαλιά μέχρι το σπίτι της .
Κείταν οι ανηφοριές,στενά σοκάκια,και ατέλειωτα σκαλοπάτια,
να ανεβαίνεις το βράδυ σαν τον Προμηθέα,και να κατεβαίνεις το πρωί κουτρουβαλώντας σαν τον Σίσυφο,μια αέναη κίνηση πάνω κάτω,
και να σε φρενάρουν τα πέταλα πούχες για δισκόφρενα στις σόλες των παπουτσιών μπρός πίσω,αφήνοντας χαρακιές στις γκρίζες πλάκες του πλακόστρωτου,με το στενό ρυάκι απο μικρές μπηχτές πέτρες στην μέση, για να περπατάνε τα ζώα,τα γαιδούρια δηλαδή,που ήταν το κυρίαρχο ζωντανό την εποχή εκίνεη στην ανεμοπλαγιά που την λέγαν Πανβαθύ(Ανω Βαθύ) .
Τώρα,γιατί λέγαν Βαθύ,μια ανηφόρα μέχρι το θεό,μόνο ο ίδιος θεός ήξερε,μπορεί,επειδή βρήκαν οτι το κάτω ήταν Βαθύ,Λιμάνι δηλαδή,
και επειδή έπρεπε να δώσουν και ένα όνομα στην αετοφωλιά,
το ονόμασαν και αυτό Βαθύ,αλλά Ανω,και ξεμπέρδεψαν .

Στην Αθήνα λοιπόν,όλη η οικογένεια,και μια καινούργια ζωή ξεκινούσε με την μετανάστευση στην μεγάλη πόλη,με τα πολλά φώτα,
και τους δαίμονες όλους,μαζεμένους εκεί γύρω γύρω .
Είχαμε φορτώσει όλη την οικοσκευή,παλιατσαρία σε ένα πλοίο,
ένα μαύρο πρώην ιταλικό καράβι,Κολοκοτρώνη το λέγανε,
και μόνο το λοφίο τούλειπε για να μοιάζει στον γέρο του Μωριά,
έριξαν και ένα καυγά τρικούβερτο η μάνα με τον πατέρα,
που δεν ήθελε με τίποτε την μετανάστευση,και φτάσανε τελικά,
στα περίχωρα της Αγίας Παρασκευής,οδός Περικλή αριθμός δέκα,
κοντά στους θειάδες της κυράΛένης,απο την πλευρά της γιαγιάς Ευγενίας.

Ενα μικρό σπίτι με κεραμίδια,με τσιμέντο στο πάτωμα,
και το αποχωρητήριο εκδρομή στην αυλή,μια βαθεία τρύπα έχασκε 
και κοίταζε τον κώλο σου με λοξό μάτι,και ηθελε να σε ρουφήξει. Εφημερίδες για κάθε ανάγκη,μπροστά για πόρτα,είχε ένα κάλυμα απο χάντρες πολύχρωμες,και κάθε φορά που πήγαινα εκεί,
συνήθως μέρα,γιατί το βράδυ με φόβιζε η τρύπα,κουδουνούσαν οι χάντρες και συνόδευαν την διαδικασία,μέχρι να διαβάσει το τελευταίο άθρο ο κώλος μου,και να ενημερωθεί για οτι συνέβαινε στο κόσμο.
Οταν τελείωναν οι εφημερίδες,είχαμε φροντίσει,να έχουμε στρογγυλές πέτρες που,αντί για διάβασμα,σκληραγωγούσαν τον πισινό μας .

Μετά από κείνο το σπίτι,και την ίδια χρονιά,άρχισε η περιπέτεια αναζήτησης άλλου σπιτιού,αφού ο πατήρ Γιάννης δούλευε στον Πειραιά στου Παπαστράτου,και ήθελε κάθε μέρα δύο ώρες για να πάει,
και δύο να γυρίσει.Τι να κάνει η μάνα μου,που δεν ήθελε να φύγει απο την γειτονιά,αναγκάστηκε στο τέλος,να συμφωνήσει και για να αναζητήσουν νέο σπίτι πιο κοντά στην δουλειά του συζύγου.
Το αστείο είναι οτι,ψάχνανε χώρια για σπίτι,ο ένας νάναι πιο κοντά,
και ο άλλος νάναι όσο γίνεται πιο μακρυά.Τότε ακόμη ήμουνα με το μέρος της μάνας μου,αφού υποτίθεται οτι,ήρθαμε στην Αθήνα για την μόρφωση του μόσχου του σιτευτού.

Βρήκε ο κυρΓιάννης ένα σπίτι,υπόγειο,στο Θησείο,φορτώσαμε πάλι τα προικιά μας,λίγα και φτωχά,και τα αραδιάσαμε στην υπόγα στο Θησείο πίσω απο το Αστεροσκοπείο .Ανήλιαγο,με μπόλικη υγρασία σαν μουντρούμι της Ασφάλειας στην Μπουμπουλίνας ήταν,
και πάνω απόλα,είχε μια απίστευτη βρώμα να κάνει πάρτυ στα ρουθούνια μας,και ποντίκια να μας να μας αντιμετωπίζουν με απάθεια και αδιαφορία.
Ηταν τόσο έντονη και ανυπόφορη η βρώμα,που αναγκάστηκε ο κυρΓιάννης να παραδεχτεί το λάθος της επιλογής του,παρά το γεγονός οτι,ήταν δίπλα στο σταθμό του τραίνου και κοντά στον Πειραιά.

Αντε πάλι,τα συμπράκλα φορτωμένα στο ημιφορτηγό,
κάθε μετακόμιση ήταν και μια καινούργια αιτία για καυγά.
Αλλοτε να λέω,πάω αλλού,θάναι καλά,και άλλοτε έλεγα βάλε φωτιά και κάφτα,σαν τον Κούρκουλο στο σινεμά,και τον Διονυσίου να βλέπει την φωτιά πούβρεχε,στην στράτα μου.
Ομως τα σπίρτα ήταν νοτισμένα,και το φυτίλι από το τσακμάκι,
δεν έβγαινε και δεν έφτανε,και ποτέ φωτιά δεν ήρθε να μας λυτρώσει, απο την γύρα στην Αθήνα,τσιγγάνοι και γύφτοι,μιας επιλογής,
απο τα ψηλά στα χαμηλά,και τα ψηλα και Ανω,
στα υπόγεια με την μούχλα,την μπόχα,και κάτω.

Φύγαμε στραβοκλωτσώντας την ζωή μας,και πήγαμε στους Αμπελοκήπους,προς το Γουδί,πρώτα σε ένα σπίτι στριμωγμένο σε μια αυλή,με κισσούς,και μπόλικα σώβρακα απλωμένα στα σχοινιά,
μαζί με ρόζ κυλότες μακρυές,σαν αυτές που φορούσε η γιαγιά μου,
μέχρι το γόνατο,βαμβακερές .
Αφού κάτσαμε εκεί για λίγο,στο τέλος του καλοκαιριού της χρονιάς εκείνης,μετακομήσαμε εκεί κοντά,Αρκαδίας 50, μείναμε σε αυτό το σπίτι για κάμποσα χρόνια.

Ηταν,ένα ισόγειο διαμέρισμα,σε μια διώροφη κατοικία,
λίγο υπερυψωμένο από το δρόμο,ανέβαινες τρία σκαλοπάτια,
και έμπαινες σε ένα διάδρομο σκοτεινό,που αριστερά είχε ενα δωμάτιο και μια κουζίνα,και δεξιά,ένα ακόμη δωμάτιο,όλα με μωσαικό ροζ με μπλέ αποχρώσεις,και μια αυλή που απέναντι είχε ενα τοίχο περίεργο,
με προεξοχές σαν σκαλοπάτια,και εκεί,ανέβαινα όταν ήθελα,
να κάνω τον ρήτορα απευθυνόμενος στους ανήμπορους να αντιδράσουν γονείς μου,και στον αδελφό μου,μκρότερο,και πιό βολικό απο όλους ...

Εκεί στην Αρκαδίας,ξεκίνησε στην ουσία η ζωή μας,στην Αθήνα,
αφού ολα τα άλλα ήταν προσφυγικοί καταυλισμοί,και δοκιμασία των μεταναστών βλαχαδερών στην μεγάλη πόλη .
Παλεύαμε ο καθένας με τα δικά του θέματα,και όλοι μαζί,
εναντίον όλων,για οτιδήποτε,μια φωλιά απο σπουργίτια,
Αλλος με σπασμένα φτερά,να θέλει να φτιάξει μια νέα φωλιά.
άλλος,να θέλει να ξεφύγει απο τις επιλογές του,
εγώ,στην προεπαναστατική μου περίοδο,ετοιμαζόμουνα να πάω λύκειο, και ο αδελφός,που ήταν στο δημοτικό,κοιτούσε τις αλλαγές και προσπαθούσε να καταλάβει .
Μέσα σε ένα σπίτι λίγων τετραγωνικών,πέφταμε ο ένας πάνω στον άλλο, σαν αποφασίζαμε να σηκωθούμε,και να κυκλοφορήσουμε μερικά βήματα μέσα σε αυτό το κλουβί,που το λέγαμε,αλήθεια,πως τόλεγα τότε;

Γράφτηκα στο 16ο Λύκειο,με τις δάφνες του ήρωα,και του τσαμπουκά κωλόπαιδου,και πηγαινοερχόμουν κάθε μέρα από την Αρκαδίας 50, πέρναγα την Μεσογείων,ανέβαινα την ανηφόρα,και μετά απο 300 μέτρα, πέρναγα κάθετα την Λ.Κηφισίας,ακριβώς στον σημείο που σήμερα είναι το ξενοδοχείο President,συνέχιζα σε μια κατηφόρα στην Αρκαδίας,
και αφού έστριβα αριστερά την Αιτωλού,έφτανα σε ένα μικρό κτίριο,
που ήταν το Σχολειό.Μικρό και μίζερο μου φαινόταν από την αρχή.
Πού,τα μεγαλεία με τα τεράστια σχολεία στο νησί,με τις γυριστές σκάλες,με τις μεγάλες αυλές,και τα σκάμματα.
Εδώ,μια τσιμεντένια αυλή,ουρητήρια μικρά,μέρος όμως σημαντικό,
όπου συνερχόμενοι οι νέοι κάπνιζαν,σχεδόν όλοι,σαν τσουκάλια στην χόβολη και βέβαια,αγόρια και κορίτσια μαζί στην τάξη .
Μαυροτσούκλα σαν και μένα,ξανθοπίτουρες,φακιδοφόρες πιτσιρίκες ,
και ανδριλίκι,με μακρυά παντελόνια,και κανονικά χωρίς πέταλα παπούτσια.Παιδιά από όλες τις περιοχές της Ελλάδας,γονείς μετανάστες, εργάτες,οικοδόμοι,δημόσιοι υπάλληλοι,έμποροι και μαγαζάτορες,
ένα παρτάλι απο μουσούδες και μουσίτσες πονηριά και δήθεν χειραφέτηση.Τσιγάρα Ρήγας άφιλτρα τότε,αργότερα πέσαμε στον Ασσο σκέτο,στο 22 σκέτο,και πολύ αργότερα,στα αμερικάνικα και στα γαλλικά άφιλτρα.

Είπαμε εξέλιξη που ερχόταν,μέσα από τον καπνό που φούμαρες,
απο την μιά μεριά,και τα περιοδικά που διάβαζες απο την άλλη.
Στο νησί είχαμε τον Μικρό Ηρωα,στην Αθήνα,την Μάσκα και για προχωρημένη χειρονακτική απόλαυση,απαγορευμένα περιοδικά αμερικάνικα,οπως το Ρlayboy .
Πήγα λοιπόν στο σχολείο αυτό,και με βάση τις περγαμηνές μου,
με τοποθέτησαν στην αφρόκρεμα της τάξης,μαζί με μια λεπτή,
ένα ξυλάγγουρο από την Θήβα,στο ίδιο θρανίο,και όχι με την ξανθιά πέρδικα που είχα μπανίσει απο την πρώτη μέρα,ξανθούλα με όμορφα μάτια,και γλυκή φατσούλα .
Αλλά η γυναίκα,φύτουλας,η αράχνη με τα πολλά εικοσάρια,
έπρεπε να είναι με τον αφιχθέντα Αριστομένη που ρχόταν φουριόζος.
Η τάξη ήταν ένα πεδίο βολής,φασαρία,καζούρα στους καθηγητές, χοντρές πλάκες όλοι σε όλους,και αλλοίμονο στους μαλακούς και φοβισμένους .
Υπήρχαν όμως,σε κείνο το σχολειό,εξαιρετικοί καθηγητές μεγάλης ηλικίας όμως σε σχέση με το γυμνάσιο στο νησί,που ήταν κατι μανούλια νεαρές καθηγήτριες,και μας είχε στραμπουλιστεί ο σβέρκος,
να παίρνουμε μάτι,όταν καθόταν στην καρέκλα,να φαντασιωνόμαστε,
τι θέλαμε να δούμε,και να μας γίνεται το χέρι,γκλίτσα προέκταση του πουλιού μας .
Εδώ στην Αθήνα τα πράγματα ήταν αλλιώς,μεγάλοι σοβαροί οι καθηγητές,αλλά τα παιδιά ήταν αγρίμια και θεριά,τι τράβαγαν τα κακόμοιρα τα ανθρωπάκια από τον ζωολογικό κήπο πούχαν εκεί να παλέψουν.
Εγώ,που λέτε,με τα διαπιστευτήρια στο χέρι και το ζωνάρι λυμένο για καυγά,για μπάλα,για φουμάρισμα,για κοπάνες,και νάσου το 19άρι,
να γίνεται το πρώτο τρίμηνο 9άρι και σχεδόν σε όλα τα μαθήματα κάτω παο την βάση .
Ερχόταν τότε ο καθηγητής φιλόλογος και της ιστορίας,και προσπαθούσε να καταλάβει γιατί δεν με σήκωναν τα άγια χώματα της Αθήνας,
και δεν είχα προσαρμοστεί στον νέο περιβάλλον.
Ετσι ήθελε να πιστεύει,ένας συμπαθητικός μεσήλικας,με μια κεφάλα σαν καρπούζι που δεν ωρίμασε,με λίγες τρίχες απο την μιά πλευρά της κεφάλας του,που τις ταξίδευε στην αριστερή,πάντα ιδρωμένες μασχάλες, και πάντα φορούσε,ένα γκρίζο κουστούμι τριμμένο,και γυαλιστερό,
σαν χέλι πούμεινε έξω απο το νερό και ψόφησε,μια μικρούλα μαύρη γραβάτα,στενός κόμπος,και το ίδιο πουκάμισο,με τα κουμπιά να είναι έτοιμα να φύγουν μακρυά απο το αγανάκτηση που δεν τα χώραγαν οι τρύπες.
Ομως,ήταν πολύ μορφωμένος και γλυκός στην συμπεριφορά,
και ήθελε να μάθει,γιατί,ένας μαθητης μπορούσε να είναι του είκοσι,
την μιά χρονιά,και την αλλη να μην παίρνει την βάση.
Εμένα τότε,προσωπικά δεν με ένοιαζε τίποτε,ήθελα να κουτρουβαλώ τις μέρες,να τσακώνομαι με όλους,να λέω ανοησίες,ακόμη και χωρίς λόγο,να αρχίζω να γκομενίζω,ακόμη και με θηλυκές γάτες.

Ειχα αποκτήσει ένα φίλο τον Μάνο,ο πατέρας του,είχε ένα από τα μεγαλύτερα καταστήματα της Αθήνας,με είδη υγιεινής,και μένανε στην αρχή της Βασ.Σοφίας,σε ένα πολύ μεγάλο,τεράστιο διαμέρισμα.
Πλούσιος αυτός,μετανάστης βλαχαδερό εγώ,αλλά καλοβαλμένος παρά τον μελανόχρουν,και κάναμε παρέα,έτσι έτυχε.
Αρχισα από τότε,να καλοβλέπω την μπουρζουαρζία με πολύ γλυκό μάτι,
και αυτό μάλλον μου βγήκε,σε''καλό".
Είχε ο Μάνος,μια μάνα,μανούλι,ξανθιά με μακρυά μαλλιά,
και όμορφα μάτια και όσο πέρναγε ο καιρός νόμιζα...
Και από το νόμισμα,πέσαμε στην μελέτη,και μετά στην διδασκαλία και εκπαίδευση,και ήταν πολύ ωραία,ενώ το σχολείο και τα μαθήματα,
τάχα κρεμάσει στο δέντρο,ταγάρι αδειανό,και ο κόκορας φορτωμένος μέχρι τα μπούνια.

Κάθε πρωί,κατά διαβολεμένη σύμπτωση,όταν ήμουν στο διάζωμα της Κηφισίας,πέρναγε ο Γιώργης της κυραΓιώργαινας ο γιός,ο δικτάτωρ Παπαδό,με μαύρη Σεβρολέτ,και ένα τσούρμο από αυτοκίνητα και μηχανές.Κάθε πρωί,το ίδιο βιολί,να περιμένω σαν τον ηλίθιο στην μέση του δρόμου να περάσει το καθίκι,και αυτό υποσυνείδητα με έκανε αντιδραστικό και εχθρικό με το σύστημα γενικά,αλλά και ειδικά,
και έτσι να το ψάχνω πολιτικά,και ήταν πιστεύω η αφορμή,
να συνεχίσω την μισή πορεία του πατρός μου,και να οδηγηθώ στα αριστερά βοσκοτόπια .
Κάτι αυτό,κάτι ο πατέρας μου,κατι οι σφαλιάρες αργότερα,
και μας προέκυψε ο δικός σου ιεροφάντης της αριστεροκουμονιστικής ιδεολογίας,συν βέβαια το ατέλειωτο διάβασμα όλων των σημαντικών της αριστεροσύνης,από τον Μαρξ μέχρι τον Χατζή,και απο τον''πουλημένο'' τελικά Σάτρ στο Ρίτσο,στα αντάρτικα,στα υπόγεια,στο ξύλο,και στις κατηχήσεις ..

Ο ήλιος εκείνη την χρονιά έπαιζε μαζί μου,μιά μου χασκογελούσε πονηρά και ύποπτα,και μια μου κρυβόταν άλλοτε παιχνιδιάρικα,και άλλοτε πίσω απο τα μαύρα γυαλιά και την λιμουζίνα του δικτάτορα,ενώ οι λίμνες που τότε σχεδόν κάθε βράδυ ονειρευόμουνα,ήταν άλλοτε γεμάτες απο ομίχλη και άλλοτε έβγαζαν λιμνόψαρα νεκρά στην όχθη,ανάλογα με την κατάσταση που βίωνα,μέσα σε τοίχους και μωσαικά σκληρά,
κρύβοντας το κεφάλι στις κουρτίνες,που υπομονετικά με τύλιγαν για να μην ακούω τους καυγάδες εκεί δίπλα στο άλλο δωμάτιο,να μην βλέπω κάθε μέρα τον τύπο με την λιμουζίνα,και το πιο σημαντικό να μην μπορώ να αρθρώσω μια δικαιολογία,γιατί κάθε μήνα,πήγαινα και χειρότερα στα μαθήματα και οι βαθμοί μου πέφταν όλοι μαζί σαν συνενοημένες περσίδες στο ουρανό μου.

Από την άλλη γινόμουν,πήγα να γίνω δηλαδή,έφηβος,με δύναμη και φόρα,έδινα πολύ ενδιαφέρον και σημασία στην δύναμη,να πιάσω την πέτρα να την πετάξω μακρυά να κάνει χίλιες σκανταλιές,ξόφαλτσες αναπηδήσεις στην λίμνη,να την λιώσω απο πείσμα,απο αντίδραση στο νέο κόσμο που ανοιγόνταν μπροστά μου και αγνοούσα τότε,
με ποιόν τρόπο θα τον κέρδιζα.
Ημουν αθλητής με γαλόνια στο νησί στις μικρές αποστάσεις,
και στο ακόντιο,έχω και μια φωτογραφία ρεζιλίκι,να με στεφανώνει στο δημοτικό στάδιο ο Ασλανίδης υπουργός αθλητισμού τότε,και συνέχισα και στην Αθήνα με το βόλευ.Ημουν πολύ καλός,να καρφώνω με δύναμη και πάθος,να μπιστάει η μπάλλα στο τσιμέντο,λυγίζοντας χέρια και δάχτυλα των απέναντι,μιά από πάντα αέναη μάχη,με το απέναντι,
με το πιό δυνατό,την πρόκληση,την κατάκτηση,να κερδίζω και να αναμετρώμαι με το μπόι μου,που πάντα μου φαινόταν μικρό και λίγο .

Στο δωμάτιο που ήταν δίπλα στο δρόμο,με τα δύο στενάχωρα κρεβάτια κοντά-κοντά,γιατί δεν τα χώραγε ο τόπος,και τα πλοκάμια μου,
να ακουμπούν στο τοίχο σαν βεντούζες,είτε κουλουριασμένος σαν μωρό για να με χωράει ο μικρός εκείνος τόπος .
Δεν ήθελα να ακούω τι γινόταν απο μέσα,απο δίπλα,ήθελα μόνο να ακούω τι γινόταν στον δρόμο κάτω απο το παράθυρο μου,
και την μανάβισσα που με ξύπναγε κάθε πρωί με τις φωνές της,
μια σμυρνιά σαραντάρα,με μαύρα μαλλιά σγουρά,και μάτια κόκκινες πιπεριές .

Ημουν ένα ονειροπαρμένο παιδί,έφηβος,μετανάστης,ξενόφερτος, πολεμώντας να μην μιλάω την ντοπολαλιά του νησιού μου,
να σπρώχνω την κάθε μέρα πιο γρήγορα,να την ξεπετάω για να φύγει και νάρθει μια άλλη,να μην ακούω,να γίνομαι πιο απόλυτος,
και πιο ξεροκέφαλος,πιο εγωιστής και λιγώτερο καλός μαθητής,
πιο ευάλωτος,ένας έφηβος με πάθη και πάθος,με τα όνειρα να κάνουν βόλτα στο σύννεφο πούχα αγκαζάρει για πάρτη μου.
Ενα δικό μου σύννεφο,χωρίς ενοίκιο,χωρίς κοινόχρηστα,χωρίς μωσαικό κάτω,και χαμηλό ταβάνι πάνω .

Γύρναγα λοιπόν εκείνη την χρονιά,σαν τον σφυροβόλο στην βαλβίδα και ετοιμαζόμουν να δώ,που θα σκάσει η σφύρα.
Θάβγαινε,από το κουβούκλιο καταρχήν;Kαι αν τα κατάφερνε,
θα πέρναγε το όριο,πούχα ο ίδιος βάλει,και που χώριζε την ζωή μου,
από την μιζέρια,ελπίζοντας όμως και σε μια θέση στο βάθρο,
με το μετάλιο της ματαιοδοξίας στο στήθος ..

Ηταν το 1969,μια χρονιά ορόσημο για την ανθρωπότητα,αφού κατάφερα να την περάσω χωρίς να μείνω μεταξεταστέος πουθενά,
και έγινε η αφετηρία να έρθουν καλλίτερες μέρες,ψαχουλεύνοντας τα αχαμνά του κόσμου..

Η αγαπημένη μου θεά Αθηνά,εκείνη την χρονιά μούδωσε το ραβασάκι,
να κερδίσω τον αγώνα της ζωής,και εγώ πάντα,έκανα τα στραβά μάτια στις παρασπονδίες των θεών,χρωστώντας τους,χάρη.

ΔΕΛΦΗΝΟΣΗΜΟΣ 

ΕΠΟΜΕΝΟ :ΣΚΑΛΙ 5 Η ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΑΡΧΙΖΕΙ,1974















Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

ΤΑ 21 ΣΚΑΛΙΑ /ΣΚΑΛΙ ΝΟ 3 /ΤΟ 81 ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ


Νάμαστε λοιπόν φίλε μου καλέ,στο σημαντικό έτος 1981,
η 5741 σύμφωνα με την Εβραική αρίθμηση .
Πριν ακόμη κοπεί ο ομφάλιος λώρος του νεογνού χρόνου,με γεμάτα αίματα πρόσωπο,βρεθήκαμε μέλος κανονικό στην Ευρωπαική ένωση ΕΟΚ τότε,
Ελα/Οχι/Κάτσε(ΕΟΚ).

Ολοι την θέλανε την ένωση με την Ευρώπη,σαν ξέπλυμα απο το πατροπατορικό αμάρτημα,σαν το ενοχικό σύνδρομο,του,σε θέλω πολύ,γιατί δεν είσαι μόνο ωραία, αλλά έχεις και παράδες .
Μας βάλανε στην Ευρωπιακή ένωση,εμείς θέλαμε τα χρήματα πούχε η γερμανίδα κολόγρια στο στρώμμα της,και αυτοί για να ξεπεράσουν τα απωθημένα των ενοχών τους,για την Αρχαία Ελλάδα .

Την ίδια εκείνη χρονιά βαλμένοι πιά στα σαλόνια της Ευρωπαικής Πρωσίας,
πέθανε και η βασιλομήτωρ Φρειδερίκω,μητέρα του αλήστου μνήμης βλακός 
υιού της Κωνσταντίνου,η οποία είχε χαμουρευτεί τον άλλο Κωσταντίνο τον Καραμανλή ντε,τον εθνάρχη,των εκ Σερρών ορμώμενο δικηγόρο,αλλά επειδή δεν τούκατσε,τον ξαπόστειλε στα Παρίσια.
Αυτή ήταν μια βολική εξήγηση της εν κρυπτώ και με άλλο όνομα φυγής,
του εδραιωτή της Καραμανλικής κοσμοθεωρίας(σιγά τα λάχανα και την σημασία αυτής).

Ομως εκείνη την χρονιά συνέβησαν δύο δραματικά γεγονότα που αξίζει να αναφερθούμε.
Το ένα,ήταν η κατάρρευση της θύρας 7 στο Καραισκάκη,με 21 νεκρούς,θύματα,
στην σπονδή του ποδοσφαιρικού μίσους ανάμεσα σε αυτούς και στους άλλους.
Οπου αυτοί,ποιός ξέρει ποιοί είναι,και οι άλλοι,ποιός νοιάζεται τι κάνουν.

Το άλλο,πιο σημαντικό γεγονός την ίδια εκείνη χρονιά,ήταν ο μεγάλος σεισμός 
στις Αλκυωνίδες νήσους.Που είναι αυτές;Θα πεί κάποιος σύγχρονος αβελτηριακός και επιλήσμων τυπάκος.Είναι στο Κορινθιακό κόλπο.
Τώρα που είναι αυτός ο Κορινθιακός κόλπος,τρέχα γύρευε. 
Ο Εγκέλαδος,ο αρχηγός των γιγάντων στην περιβόητη γιγαντομαχία,
γιός του Τάρταρου και της Γης,και ο οποίος σκοτώθηκε απο την Αθηνά,
όταν η ανέραστη εκείνη θεά,του πέταξε στο κεφάλι την Αίτνα και την Σικελία μαζί,
και τον καταπλάκωσε,και όταν ο τύπος καταπλακωμένος έτσι όπως ήταν,
αναστέναζε απο τον καημό του,προκαλούνταν σεισμοί και γινόταν ο τόπος λαμπόγυαλο.
Εκείνη την χρονιά λοιπόν,ο λεβέντης Εγκέλαδος τρυγυρνούσε στο Κορινθιακό,
και σκεπτόμενος την αδικία,αναστέναξε βαθειά και έγινε η Αθήνα πίστα,
σπασμένη με σωρούς γύψινων πιάτων,μια πίστα απο φώσφορο.

Ομως,όλα αυτά ήταν ασήμαντα μπροστά στο μέγα γεγονός,που συντάραξε 
τον τόπο και την χώρα συθέμελα.Ερχόταν με βουητό η αλλαγή,ερχόταν ο μεσίας Ανδρέας,όλα έμειναν ακίνητα,περιμένοντας την μέρα την μεγάλη,του Οκτώβρη,
τη μέρα,όπου το φως θα νικούσε το σκότος,όπου η αλλαγή σαν λέξη,
θα δικαιωνόταν στο αιώνα των αιώνων,όπου οι πεθαμένοι θα αναστένονταν,
και θα περίμεναν στην σειρά την οριστική δικαίωση τους.
Καλλίτερα,και απο δεύτερη παρουσία,και όπου,μόνο οι εξ'ευωνύμων,
θα αναγνωριζόταν στην συνέχεια,γιατί η εκ δεξιών θέσεις του καλού ληστή 
έμπαιναν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Εδώ ανοίγει η αυλαία,και νάσου έρχεται με στύλ,και ύφος ο Ιανός Λελές..
Οι φριχτές αναμνήσεις του στρατιωτικού είχαν μείνει πίσω,
είχε προλάβει την ίδια χρονιά που απολύθηκε,να παντρευτεί,
μη και χάσει,και δεν προλάβει να αφήσει τίποτε όρθιο διπλα του .
Οι φάσεις του Ιανού δούλευαν ακατάπαυστα μέσα του,γύρω του,
και αλλοίμονο σε όποιον συναντούσε,ποιός μπορούσε να τον καταλάβει,
σε ποιά φάση βρισκόταν κάθε στιγμή,απο το πολύ καλό,στο πολύ κακό,
χωρίς καμμια ενδιάμεση στάση,μια στο μηδέν,και μια στο άπειρο.
Η σκοτεινή περίδος της ζωής του,ήταν ακόμη πιο μακρυά,
και γέμιζε την κοιλιά του σάπια και άχρηστα,και φούσκωνε απο περηφάνεια,
έλεγε την μία αηδία  μετά την άλλη.
Απο τότε,και όλα τα επόμενα χρόνια,πάλευε ανάμεσα σε καθυστηκυίες αντιλήψεις περι του δέον πράτειν,και του ασίγαστου εσωτερικού εχθρού του,
που όλα τα πολέμαγε με λύσσα και πείσμα.
Πάλευε για το προφανές,και εξωτερικά ήθελε,να είναι αρεστός,και σύμφωνα με τα κοινωνικώς αποδεκτά γυρω του,άλλωστε για τα ίδια πράγματα πυροβολούσε τον ευατό του,για τα ψέμματα που του έλεγε,για να τον μεταπείσει,σε μια αέναη μάχη μεταξύ του ένός και του μηδενός,του μηδέν και του άπειρου .

Κοίταζε τον ουρανό,με το ένα μάτι και έβλεπε τον εαυτόν του,να κάνει μονόζυγο με τα σύννεφα,να σκαρφαλώνει σύνεφο- συνεφάκι ψηλά κοντά στο ήλιο,να καεί σαν άλλος Ικαρος,και με το άλλο,κοίταζε και έβλεπε βουνά απο σαλάμια και μπριζόλες με μπόλικο κρασί,μια δήθεν επιβεβαίωση λογικής και καθωπρεπισμού 
στο πιο βουλημικό όμως,εξού και τα πολλά κιλά που σιγομάζευε γύρω 
απο την κοιλιά του,σωσίβιο για τις επιλογές του,και απόδειξη της διχοτόμου λογικής του.

Είχαν ξεθωριάσει και τα αριστερά του σύνδρομα,περί της ανωτερότητας της κομμουνιστικής ιδεολογίας και της ανίκητης Ρωσίας,είχε ήδη προσγειωθεί ανώμαλα απο την ουτοπία,που η αριστερή ιδεολογία του πρόσφερε,με μια βροντερή διαγραφή. Είχε τολμήσει να αμφισβητήσει την επιλογή της ηγεσίας του κόμματος,
για ένα πρόσωπο,που ίσως ήταν,και η μοναδική φορά,που το κόμμα απεδείχθει οτι είχε δίκιο,έστω και εκ των υστέρων .

Ομως ο Ιανός Λέλες ήθελε να φύγει και απο εκεί,τόβλεπε,τον στένευε σαν ανδρικός κορσές,έχοντας ήδη,πολλές φορές απογοητευτεί πολιτικά και ιδεολογικά,
και έκαμε ένα βήμα πιο δεξιά και βρέθηκε στην αγκαλιά του νέου που ερχόταν με φόρα,του ΠΑΣΟΚ.

Ολοι οι πρώην σύντροφοι είχαν καπαρώσει τις θέσεις,στα στασίδια,και περίμεναν την μεγάλη μέρα.Βιδωμένοι στα στασίδια με κόλλα και καρφιά,ξέχναγαν να φάνε,
και γιαυτό  μόλις η Εδέμ άνοιξε τις πόρτες της στους εκλεκτούς,έπεσαν σαν τα τσακάλια και κατασπάραξαν τα πάντα .
Πίστευε λοιπόν ο Ιανός Λέλες στην νέα ουτοπία,πιο ρεαλιστική αυτή την φορά,
πιο κοντά του ηλικιακά,πιο σύγχρονη,κυρίως όμως,του έδινε μια πιο ισορροπημένη εκτίμηση οτι,αυτή την φορά η ιδεολογική του επιλογή,ήταν σωστή.

Ο Ανδρέας,αυτή η αμφιλεγόμενη προσωπικότητα,ένας δεινόσαυρος και αρουραίος μαζί,ένας Ελπήνωρ,ένας Οιδίποδας και ένας Αλκιβιάδης.
Χαρισματικός και γοητευτικός,ρήτωρ,και ψεύτης,μορφωμένος καθηγητής στο δεξιό Μπέρκλευ,και αριστερός τροτσικιστής,ενοχικός,και καταδειναστευμένος γιός
απο τον γεροΠαπανδρέου,γυναικάς,και καταθλιπτικός,εργασιομανής και πότης,
όλα μαζί και τίποτε.
Τεράστιος την μιά,αλλά επικίνδυνος την άλλη,αυτοκαταστροφικός,
και πάνω απο όλα Υδροχόος,όπως καλή ώρα,ήταν και ο Ιανος Λέλες.

Ιανός Λέλες,πάντα Ιανός,και πάντα χαρακτηριστικός Υδροχόος,
του αέρα,και του τίποτα,του νερού και του άπειρου,μια στα σύννεφα,μια στα τάρταρα.
Κρυμμένος στις ασπρισμένες γειτονιές τους,την μιά στην γή βαθειά να ψάχνει,
να βρεί νερό,και στην άλλη φωτιά στο ήλιο έβρισκε,και λάβα φωτιάς στην γή 
τελικά συναντούσε .

Το ένα όνομα Ιανός,το άλλο Λελές.Πίστευε,και είχε βαλθεί να πείσει και τους άλλους οτι,το όνομα του,κάτι έλεγε,για τον χαρακτήρα του,την καταγωγή του,και την σκούφια του .
Αλλοτε πίστευε οτι,το ΛΕ ήταν τίτλος τιμής, απο κάποιους Γάλλους,σε μιά από τις τόσες σταυροφορίες που πέρασαν απο την Μικρά Ασία,και κάποιος ευγενής την άραξε εκεί,και νάσου η ευγενική καταγωγή.
Το διπλό όμως Λελέ,μπέρδευε τα πράγματα,ακόμη μια ψευδαίσθηση.
Αν και,αναρωτιόταν συχνά σε στιγμές έκρηξης μεγαλείου,ματαιοδοξίας και μεγαλοπρέπειας μήπως πράγματι κάτι σημαντικό σήμαινε.
Ομως η δεύτερη συλλαβή του ονόματος του (ΛΕΣ),προερχόταν απλά,
απο το γεγονός οτι,πάντα έλεγε,''Λες,Λες'',και έτσι προέκυψε το ΛΕΛΕΣ .

Ο Ιανός Λέλες,την εποχή εκείνη ήταν Πασόκ,θαυμαστής και οπαδός του μεγάλου Ανδρέα,με την καλοκύθα της αλλαγής στο κεφάλι,σαν σαρίκι,
και τον καινούργιο κόσμο που θα ερχόταν στην χώρα και στον ίδιο προσωπικά. Κάνοντας πιρρουέτες κάθε μέρα,μεταξύ του ενός και του άλλου,
μεταξύ φθοράς και αλλαγής,μεταξύ ιδεολογίας και ανάγκης επιβίωσης,
τούκατσε τελικά,να παρατήσει την πολιτική σαν ενασχόληση σοβαρή,
και να γίνει ένας καλός επαγγελματίας.

Είχε αλλάξει ήδη κάποιες δουλειές,βρέθηκε να δουλεύει σε πολύ μικρή ηλικία σαν προιστάμενος μεγάλης εταιρείας λιανικού εμπορίου,και αμέσως μετά,
κάνοντας άλμα,και παίρνοντας πάλι ρίσκο στην αγκαλιά της GMH (GENERAL MOTOR HELLAS ) .
Η αποθέωση της ειρωνείας και η πλήρης εφαρμογή της θεωρίας της τυχαιότητας. Πριν απο μερικά χρόνια,μισούσε κάθε τι αμερικάνικο,και βρέθηκε να δουλεύει με την πιο αντιπροσοπευτική εταιρεία αμερικανιάς.
Ο μπάρμπαΔίας,κρυφογελούσε,πίσω απο τα μουστάκια του,και η Κίρκη ένοιωθε δικαιωμένη,πούχε και αυτή την φορά κερδίσει.

Απο το ''Εξω φονιάδες των λαών Αμερικάνοι'',και τις πέτρες που βροχή 
πέταγε τότε στην πρεσβεία,βρέθηκε μεμιάς,μέσα στο άντρο του καπιταλισμού, 
να μαζεύει τις πέτρες σε ένα κοφίνι που τούχαν κρεμάσει στο λαιμό .

Νίκησε ο λαός τον Οκτώβρη και μαζί με τους χιλιάδες οπαδούς του νέου σωτήρα βγήκε και ο Ιανός Λέλες στις πλατείες,βράχνιασε να φωνάζει,
προκαλούσε να τσακωθεί με όλους,να επικρατήσει το δίκιο του αγώνα,
να αποδειχθεί πως τα όνειρα επιτέλους βρήκαν δικαίωση,
και τα χρυσά κουτάλια,μαζί με τα ουρί του παραδείσου,τους περίμεναν όλους,
χωρίς καμμιά διάκριση.
Μπορεί αργότερα,να κατάλαβε οτι,και αυτή,ήταν,μια ακόμη ουτοπία,
ένα ψεύτικο όνειρο,μια πλάνη,και όταν κατακάθησε ο κουρνιαχτός,
έμεινε ενας γέρος και ανήμπορος Ανδρέας,ηττημένος,και παραδομένος 
στην δίνη που ο ίδιος δημιούργησε,στο τερατούργημα που το τάιζε στο στόμα,
και στο τέλος τον δάγκωσε.Ομως δεν ήταν το δάγκωμα που τον πόνεσε,
ήταν το φτύσιμο απο το τέρας,που ο ίδιος είχε δημιουργήσει .

Ο Ιανός Λέλες όμως τότε,δεν σκεφτόταν με όρους μέλλοντος,
πάχυνε κιάλλο,για να βρεί η αλλαγή δικαίωση 
και στην περίμετρο της μέσης, και δούλευε για να πετύχει το στόχο του.
Ενα στόχο προφανή εξωτερικά,που λεγόταν επιτυχία,χρήματα,εξουσία,
αλλά δυσλειτουργικό και δυσκολοερμήνευτο,όταν έπρεπε,
να αντιμετωπίσει τους πραγματικούς συνομιλητές του,που ήταν,
εκείνη η πλευρά του ευατού του,που τον αντιμετώπιζετότε,με ειρωνεία και μάλλον απέχθεια,τις πιο πολλές φορές.

Εκείνη την χρονιά ο Ιανός Λέλες,έκανε και το πρώτο του παιδί,μετά το σεισμό,
και πριν την αλλαγή,γεννήθηκε ο πρωτότοκος που δεν τον έβγαλε Ησαύ,
αλλά Ιακώβ,λίγο απο φόβο,να μην ξανασυμβει οτι έγινε στην Παλαιά Διαθήκη,
λίγο απο ματαιοδοξία,σαν Πατριάρχης των Εβραίων που ήταν ο Ιακώβ.
Συνδυαζόταν δε,με την αδιόρατη εντύπωση οτι,το γένος των Λελέδων,
έλκει την καταγωγή απο την Ιουδαία,ήταν δηλαδή κρυπτοΕβραίοι,
και τόκρυβαν επιμελώς,φοβούμενοι λες,την επανάκαμψη των στρατοπέδων συγκέντρωσης .

Γύρναγε ο κόσμος,και μαζί του,άλλοτε συμφωνούσε και γύρναγε και ο φίλος μας,
και άλλοτε στήλωνε τα πόδια και αντιστεκόταν,μόνο που αυτό κρατούσε λίγο,
και δεν τόπαιρνε κανείς είδηση .
Τα πόδια στην γή,το μυαλό στα σύνεφα να κάνει καντάδες στην πανσέληνο,
το μωρό που έκλαιγε,ο Ανδρέας πούβγαλε το ζιβάγκο και φόρεσε ζουρλομανδύα 
σε όλους τους Ελληνες,η δουλειά που γινόταν σκλαβιά απο την μια,
και το πουγκί να γεμίζει,.ομως.
Ο ίδιος να μαθαίνει σιγά σιγά οτι,έχεις γρόσια έχεις γλώσσα .
Ετσι σε μια αδιάκοπη περιδιήνηση μιας εποχής που ήταν για όλους σημαδιακή,
όπου ακόμη δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τους καλούς απο τους κακούς,
το όμορφο ήταν όμορφο αν ήταν δικό μας,και το άσχημο ξεχώριζε,αφού ήταν των άλλων πάντα.

Συνελόντι ειπείν,ζούσε ο Ιανός Λέλες,σε μια εποχή που το παρόν ήταν αδιάφορο,
το μέλλον ουρανομήκες,και το παρελθόν ξεχασμένο στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Τα χρήματα στην εποχή εκείνη,είχαν πιο μεγάλη πέραση απο πριν,
οι υποσχέσεις τους έδιναν βάρος και αξία,και ο Ιανός Λέλες το εκμεταλεύτηκε.
Αρχιζε να βάζει τις βάσεις,να ξεπαράσει τις προσδοκιές του,
να ξεχάσει το νησί του Αιγαίου,να μην θυμάται την περίοδο της δικτατορίας,
και την σκοτεινή περίοδο που έζησε στα εφηβικά του χρόνια,
να τα βρεί με το πατέρα του,να τα σπάει πιο εύκολα με την μητέρα του,
να προσγειώνεται στην συζυγική ζωή,στο μικρό Ιακώβ,
και να ονειρεύεται την αλλαγή που θάρθει στην γή,όπως την είχε σχεδιάσει στο ουρανό του.
Ενας ουρανός απέραντος,επίπεδος,να μην χάνεται,και να μην κουράζει το μάτι,
και στο κέντρο,ο ήλιος.Στο δικό του κόσμο,ο ήλιος ήταν διπλός,πολύ φωτεινός στο κέντρο,και με φωτοστέφανο λευκό στις άκρες,βουτηγμένος στο βαθύ  μπλέ,
μια ζωγραφιά που δεν εκτέθηκε ποτέ σε μουσείο.

Πάντα η παρακμή οδηγεί τους ανθρώπους στην δημιουργία εσωτερικών αντιστάσεων,εχθρών της καθημερινότητας,και της συνηθισμένης πεζογραφίας.
Ο Ιανός Λέλες,βυθιζόταν στην αποχαύνωση,της επιδίωξης,
και της αναγνώρισης με τα ανάλογα πάντα τιμήματα.
Νόμιζε οτι,κορόιδευε τους εσωτερικούς του αντιπάλους,
τους έταζε λαγούς με πετραχήλια,με αλλαγή,και την Ελλάδα στους Ελληνες,
και αμφότεροι αλληλοκοροιδευμόνοι πορεύονταν παρακάτω.

Ολα τα φεγγάρια της χρονιάς εκείνης,και της δεκαετίας που ξεκινούσε,
ήταν χλωμά,είχαν ένα ασθενικό φώς,σαν τον άρρωστο που αχνοβλέπει την επόμενη μέρα σαν την τελευταία,αλλά συγχρόνως ελπίζει οτι,
πάλι ενα θαύμα θα συμβεί,και θα ξαναρχίσει να μετρά απο την αρχή.

Η ψευδαίσθηση μαζί με την ελπίδα παρέα.

Αρχιζε μια δεκαετία,και όλα πήγαν καλά για λίγους,και άσχημα για τους περισσότερους.

Οσοι πούλησαν σε τιμή ευκαιρίας ευνοήθηκαν,όσοι περίμεναν έχασαν,
και τον παράδεισο που τους έταξαν,και την ζωή τους που ισοπεδώθηκε 
χωρίς να το πάρουν είδηση.

Επρεπε να περάσουν πολλά χρόνια μετά,για να καταλάβουν όλοι οτι,
τζάμπα αρμενίζαμε,η στην καλλίτερη,πολύ νέκταρ είπιαμε,και μεθυσμένοι και άκοντες χάθήκαμε .

 

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ

ΥΓ ΕΠΟΜΕΝΟ:ΣΚΑΛΙ 4 1969 ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ ΜΑΚΡΥΑ  



 






 


Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

ΤΑ 21 ΣΚΑΛΙΑ/ ΣΚΑΛΙ 2/1976: ''ΛΗΜΝΟΣ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ''

ΣΚΑΛΙ 2

''1976 :ΛΗΜΝΟΣ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ..''

Τα σύννεφα της δικτατορίας είχαν για μια στιγμή κοντοσταθεί πάνω στην χώρα μας,
αβέβαια και μελαγχολικά,σαν τον μεθυσμένο που μόλις είχε αρχίσει να συνέρχεται,όμως το πήραν απόφαση και πήγαν λίγο πιο πιο κάτω,
και πήραν μαζί τους την πρόσκαιρη ανελευθεριά,μαζί με την καταστροφή της Κύπρου.
Ο κόσμος γύριζε αιώνιος,και ο χρόνος που χαλιόταν μέρα -μέρα,
σταγόνες πάνω στο κεφάλι μας,κινέζικο βασανιστήριο,και γύριζε και γύριζε,
μια σοβαρός,μια αλλήθωρος,μα πάντα αιώνιος

Κάποιος τυπάς στο Αμέρικα,λάνσαρε τον APPLE 1,και όλοι πάλι στραβοκοίταξαν, 
και τους ενοχλούσε,που το σήμα ήταν ένα δαγκωμένο μήλο,κάτι σαν τον απωλεσθέντα παράδεισο τους,που τον είχαν μέχρι τότε περιτοιχίσει και φράξει,
σαν αυθαίρετο στο Μάτι,και ήρθε ο τύπος αυτός,και τους πήρε και τους σήκωσε,
και τους έστειλε στα σκουπίδια της ιστορίας.

Ηταν η χρονιά που,κάπου στο Σοβέτο(Νότια Αφρική),πολλοί πεινασμένοι πολύ, πεινασμένοι και αποκλεισμένοι,που τους είχε κατακάψει ο ήλιος,
και ζήταγαν κάτι ελάχιστο,ξεσηκώθηκαν στο γκέτο τους,και έκαναν οτι γινόταν πάντα.
Φωτιά και καπνός,να χάνεται η ηρεμία των κυβερνώντων,όπου,κάποιοι υποτακτικοί θέλουν δικαιώματα και την ευκαιρία να ζούν με αξιοπρέπεια στον τόπο τους,
να έχουν απλά πράγματα,νερό,και λίγο φαγητό,και να σταματήσουν να τους πουλάνε, σαν τα ζαγάρια στο παζάρι της αποικιοκρατίας.
Συνώνυμο σχεδόν του Σοβέτο,στο Σοβέζο στην Ιταλία,αμόλησαν τα αέρια τους 
και δοκίμασαν τις αντοχές του πολισμένου κόσμου τώρα,σιγά που θα τους ενοχλούσε,για μερικούς Ιταλιάνους που  μολύνθηκαν,είχαν και την Μαφία, 
και τους χρειαζόταν ένα μάθημα συνειδητοποίησης .

Εκείνη την χρονιά στους Ολυμπιακούς αγώνες,ενα μικρό κοριτσάκι,
μάγεψε το κόσμό όλο,πήρε τα ολοστρόγγυλα δεκάρια στην γυμναστική,
και προσγειώθηκε λαικός ήρωας στο αχυρώνα του Τσαουσέσκου,
και δώστου το παραμύθι να υφαίνει στην αδράχτρα ήρωες,
στον κόκκινο παράδεισο,και εμείς ακόμη,να είμαστε κράχτες μιας ουτοπίας 
που δεν θέλαμε να τελειώσει,και την πουλάγαμε σαν μπαγιάτικα ψάρια τυλιγμένα σε εφημερίδα ..

Μια πτήση της Ολυμπιακής πηγαίνοντας στην Κοζάνη,προσγειώθηκε με την μούρη στα Σέρβια,και μπορεί,νάγιναν στάχτη 50 άνθρωποι,όμως μάθαμε οτι,
είχαμε κρύψει ανθρώπους που δεν ήταν ''καθαροί'' Ελληνες απόγονοι του Πλάτωνα, αλλά κάτι τύποι βάρβαροι,που μίλαγαν μια γλώσσα σλάβικη,
και δεν επιτρεπόταν να υπάρχουν για κανένα .

Ομως η χρονιά στιγματίστηκε από το θάνατο του Αλέκου Παναγούλη,
του μόνου πραγματικού ήρωα των σύγχρονων χρόνων,
πήγε και έπεσε σε ένα παραπέτο στην Βουλιαγμένης,σαν να το έκανε επίτηδες,
να μας τιμωρήσει,που όλοι μας ξεχνάγαμε σε κάθε στροφή του χρόνου,
και έφυγε όμορφος,γλυκός,και τρυφερός στα 36 χρόνια του .
Ηταν απο κείνους,πούπιαζαν ζάρια με τον χάρο,τον θεό διαιτητή,
και πάντα έχαναν,αφού ο θεός έκανε στραβά μάτια,γιατί του χάλαγαν την μανέστρα,και σήκωναν ανάστημα,θρασείς και άμυαλοι,που τους λέγαν ήρωες.
Στου αιώνα την τρύπια παράγκα,λίγοι δεσμώτες σπάζανε τα δεσμά τους,
και φεύγαν χωρίς λύτρα και φιλοδώρημα για τον νεκροπομπό,
γρήγορο ταξίδι στην Αχερουσία,μην το μετανοιώσει κανείς,
και άντε να εξηγήσεις τα γιατί,και τα πως ..

Κάποιοι άλλοι που παίζαν με τα σπίρτα,και βάζαν φωτιές στις αφύλακτες αποθήκες 
με άχυρο,εκεί σε μια στροφή του χρόνου εκείνου,φάγανε τον Μάλιο,
βασανιστή της δικτατορίας,και έγιναν μιας εποχής λαικοί ήρωες,
απο υλικά σπασμένα,σκουριασμένα,λιγόνοοι,ανθρωπάκια με δανεικά απο τον παπά πατέρα τους. 
Ηταν η χρυσή εποχή της 17 Νοέμβρη.
Είπαμε,μπράβο,καλά τους έκαναν,και ακόμη μια φορά ήταν μια διαβολεμένη ψευδαίσθηση,και πάλι για μια ακόμη φορά είμαστε παράταιροι,
και λίγοι,λαθεύοντας.
Ομως,τι να πείς τώρα,που δεν μπόρεσες να πείς τότε,
που να είχε και αξία .

Ο κόσμος που πάντα είχε δύο όψεις,που ήταν και οι δύο σωστές και λάθος συγχρόνως,όταν μίκρυνε γινόταν γραμμή,κουκίδα,και όταν μεγάλωνε γινόταν άπειρος,και χανόταν οι δύο όψεις και ήταν μόνο το μηδέν και το άπειρο,
και δεν υπήρχε το σωστό,το λάθος,το ωραίο,το άσχημο.
Ολα μια πλάνη,σε μια διάσταση που η νιότη ήταν η βασική μεταβλητή της, 
και το όνειρο ήταν η μέθοδος για την λύση.

Ο Ιανός Χάχας,ήταν τότε 23 ετών,είχε τελειώσει εκείνη την χρονιά το πανεπιστήμιο, και πάλευε με τις σκοτεινές πλευρές του,σαν σε χορό πυρρίχειο,
μια οι ώμοι πάνω,μια οι ώμοι κάτω,μιά το κεφάλι να κοιτάει αδιάντροπα τον θεό,
και μιά η ψυχή του,να τσαλαβουτάει στις σκοτεινές πλευρές,
γεμάτες απο πίσσες που κολάγανε σαν βδέλες,και που,γιατρειά.

Τέλειωσε το πανεπιστήμιο,που ποτέ κανείς,ούτε ο ίδιος,ήθελε να ξεκινήσει,
μπήκε με υποτροφία,την πρώτη χρονιά ίσα ισα την πέρασε,
τις επόμενες πήγε εξαιρετικά,και την τελευταία πάλι τα ίδια,
καταστροφικά ένζυμα μπήκαν μπροστά,και πήγε να χαλάσει η μπουγάδα,
και σώθηκε πάλι και ξανά η παρτίδα,ακόμη μια φορά.
Τέλειωσε,και πριν πάρει το πτυχίο,κοίταζε το μπόι του,και τόδε αψηλό,
και μιά στοΠάντειο πήγε,μιά στην Νομική πήγε,μέχρι και στο Πολυτεχνείο έφτασε η χάρη του,απωθημενα δήθεν,για την κοινωνιολογία,το εμπορικό δίκαιο,και πάνω απο όλα,τα μαθηματικά,χωμένες κρυφά επιθυμιές,που μπορεί να μην ολοκληρώθηκαν,
τούδωσαν εκείνη την μυρουδιά,και αυτό του αρκούσε..

Εκείνος ο δρόμος της αδηφαγίας για μάθηση,σαν τον παρανοικό,
που θέλει να ξεφύγει απο το κόσμο του,την φτώχεια ,την αποκληριά 
και την απομόνωση,με φυτεμένα στο μυαλό του ιδανικά,
που εξυπηρετούνται μέσα απο την μάθηση,την γνώση,αλλά και συνεπακόλουθα,
την εδραίωση της κυριαρχικότητας,που πάντα από μικρός κουβαλούσε σαν πέτρα ραμμένη με χοντροβελονιά στην καμπούρα του,και που ποτέ,δεν παραπονέθηκε για το βάρος της.


Είμαστε στο 1976,ενάμιση χρόνο,από την πτώση της δικτατορίας,
και ο Ιανός Χάχας,ήταν πάλι σε μια σύγχυση,μόνιμη κατάσταση από τότε,
για αυτόν το τύπο,που είχε αψηλώσει,μαύρα μαλλιά με φαβορίτες,
ωραίος τύπος,ζούσε,για να γεμίζει χώρο,είχε περάσει η σκοτεινή περίοδος της ζωή του,κυνηγώντας την μάνα του στην κατάθλιψη και στην αυτοκαταστροφή της,
και ακόμη μακρυά απο τον πατέρα του,και που,κρατώντας το δαυλό του επαναστάτη, έκραζε όλους και όλα,και έκανε οτι μπορούσε,να πονάει τον ευατόν του,
τους άλλους,και πίστευε τότε πολύ,οτι,υπάρχει καλλίτερος κόσμος.
Ομως ούτε το κόσμο ήξερε,ούτε κυρίως,πως θα γινόταν καλλίτερος.
Μια εναγώνια κουραστική προσπάθεια αυτοεπιβεβαίωσης,ανέλιξης,
ισοπεδώνοντας οτιδήποτε γύρω του,όχι με άγνοια πάντα .
Παντελόνι καμπάνα,σιθρού πουκάμισα,ανοιχτά στο κλέος του δασύτριχου στέρνου, ασημένια ταυτότητα στα γαλλικά παρακαλώ,άσχετα βέβαια με το γεγονός οτι,
για να τα περάσει στο πανεπιστήμιο,έκανε κόρτε στην βοηθό του καθηγητή,
και αντέγραψε από την διπλανή του .

Μπήκε ο χρόνος,αραβωνιάστηκε μια μέρα που γιορτάζεται κάθε τέσσαρα χρόνια, ακόμη και αυτό σκόπιμο και επίτηδες φαίνεται οτι έγινε,και όλα μαζί με πτυχία και εμπειρείες απο άλλα σχολειά,ήταν έτοιμος να κατακτήσει την κοινωνία,
που πίστευε οτι,του χρωστούσε,και αποδείχτηεκ οτι σε αυτό,είχε δίκιο .
 Ομως υπήρχαν,πέραν απο τα σκοτεινά χρόνια που τον εξουθένωσαν,
και συγχρόνως τον μπόλιασαν με πείσμα μουλαρίσιο,και άλλες κάνες(σκόνη με αράχνες)στο συρτάρι το μεγάλο,κάτω κάτω..
Αυτές,αφορούσαν την δράση του στην δικτατορία .
Δηλαδή,ποιά δράση,πιότερο θα την έλεγες αντίδραση στο περιβάλλον,
παρά κάποια σοβαρή,και συνειδητοποιημένη δράση .

Την μια φορά στο λόφο του Στρέφη,παρέα με μια κοπέλα πλάκωσαν οι μπάτσοι,
και νάσου ο Ιανός Χάχας στο αστυνομικό τμήμα για εξακρίβωση στοιχέιων.
Υφος αδίστακτο,απέναντι στα αμόρφωτα μπατσόνια .
Και να,που οι αμαρτίες της οικογένειας ήταν εκεί,ένας θείος στην Μακρόνησο,
ο πατέρας γνωστός φιλοαριστερός,και ο Χάχας να ακούει κρυφά Θεοδοράκη,
απο το τηλέφωνο που τούβαζε,η για ένα φεγγαρι φιλενάδα του Φιλιώ,
στο εργοστάσιο παπουτσιών του Σεβαστάκη,που δούλευε,αποθηκάριος στα γυναικεία.
Και εκεί,που το ύφος και το θράσος κάναν πάρτυ,νάσου ξαφνικά μια χερούκλα,
να προσγειώνεται στα μαγουλά του,και είδε όλα τα άστρα που δεν ήξερε,
και γύρισε ο κόσμος ανάποδα.Δεν ήταν ο πόνος,ήταν το τσαλάκωμα μια αγέρωχης ματιάς που ξαφνικά θόλωσε και σκοτείνιασε,και έγινε πείσμα και μίσος σε οτιδήποτε εξέφραζε εκείνη η κατάσταση .
Μετά,ακολουθησαν πολλά,ατέλειτωες παρακολουθήσεις,
στο τμήμα Αμπελωκήπων κάθε λίγο και λιγάκι για ασήμαντο αφορμή και για υπόθεση σας,όπως λέγανε τότε.
Επεφτε και καμμιά ψιλή,αλλά τις περισσότερες φορές ήταν εκφοβισμός.
Υπήρχαν εκεί κάτι γομάρια,που είχαν κάτι χερούκλες,σαν κουπιά τριήρεων,
και κρατούσαν και τεράστια γκλόπ,και σου έφτανε,να σου περιγράφουν,
τι κάνανε με αυτά,στους κακούς,κυρίως όμως,στις κακές,αριστερές.
Βρέθηκε και στο Πολυτεχνείο,μέλος ήδη της ΑΝΤΙ-ΕΦΦΕ,
στο μάζεμα στην ταράτσα της Νομικής και σε όλες τις εκδηλωσεις που είχαν μια  διαμαρτυρία.Ηταν μαζί με όλους της γενιάς του,που αργότερα κυβέρνησαν και συνάμα λήστεψαν την Ελλάδα και που δήλωναν όλοι αντιστασιακοί. 

Ο Ιανός Χάχας,έκαμε πράγματα απο αντίδραση στην  αρχή,
μετά πιο σοβαρά,αλλά ποτέ δεν θεωρούσε τον εαυτόν του αντιστασιακό,ούτε τότε,ούτε κυρίως αργότερα.

Ηρθε λοιπόν ο καιρός,να πάει φαντάρος,διέκοψε την αναβολή του,
αν και,όταν πήγε στο στρατολογικό γραφείο,κάποιος που υπηρετούσε εκεί,
του σφύριξε οτι,να περιμένει μερικά χρόνια ακόμη,γιατί τα πράγματα σε μερικές περιοχές ήταν πολύ άσχημα.

Ομως ο Χάχας,είχε,η έτσι πίστευε οτι,είχε ''δόντι''.
Η αραβωνιάρα και μετέπειτα γυναίκα του,δούλευε στο Γενικό επιτελείο,
ήταν κάτω απο το Αυλάκι,άρα κατά τεκμήριο εθνικόφρων εξαπανέκαθεν .
Είχαν και μια φίλη,την Ελένη,που επίσης δούλευε στο επιτελείο πολλά χρόνια,
άρα να το μέσο,για να γίνουν τα πράγματα ακόμη πιο εύκολα στο στρατό,
που τότε ήταν 28 μήνες,και να ξεχάσει,πρόσκαιρα δήθεν,τα κηρύγματα και τις μεγάλες ιδέες που ακόμη,ευδοκιμούσαν στον κήπο της αριστερής Εδέμ.

Κοίταγε τον ουρανό ο Χάχας,και αναζητούσε πάντα ένα αστέρι,
όχι ένα συγκεκριμένο,αλλά αυτό που ήταν λαμπερό,και περίμενε να σβήσει ένα άλλο,  μπαίνοντας την ατμόσφαιρα της ζωής του,μια ουρά απο χρυσόσκονη,
και μαζί μια ευχή που την είχε έτοιμη για να προλάβει,μην χαθεί το αστέρι,
η κοτρώνα πούχε ξεφύγει απο την ορθή πορεία,και τώρα γινόταν πυροτέχνημα,
και ευχής ευαγγέλιον γα τον Ιανό Χάχα .

Εκείνο το καλοκαίρι κάπου εδώ,και κάπου εκεί,κουτσοδούλευε,
βόλτες στην Αίγινα με την μυρουδιά των ψημένων στα κάρβουνα χταποδιών. Κρεμασμένα και καταχτυπημένα,να λιάζονται στα δίχτυα και σε περίοπτη θέση,
και μετά στα κάρβουνα,για να γίνεται η τσίκνα προάγγελος καλών μαντάτων .
Διάβασμα και αλκοόλ,χταπόδια και γόπες,δίπλα στις φυλακές,που είχαν τους αριστερούς,λίγους μήνες πριν,και η κυρά -Γιωργιά η ταβερνιάρισα,
να αναλογίζεται για τις μάνες των παληκαριών που φιλοξενούσε το ευαγές εκείνο διπλανό ίδρυμα.Μάλλον και αυτή τα φούσκωνε.
Τότε,ότι ηθελες άκουγες και οτι,ήθελες έλεγες,και γινόταν το αντιστασιακό σου μπόι ίσαμε εκεί πάνω,και χανόταν στα σύνεφα. 
Και ήταν κάθε βήμα ηρωικό,βαρύ,και ασήκωτο,όλοι οι σύγχρονοι Τάλως,
που πατούσαν και  σειόταν η γή,απο τα εξιστορημένα κατορθώματα .

Τσουλούσε η χρονιά,και μετά την επέτειο που μαζευόταν ακόμη πολύς κόσμος,
λες και  ήθελε με την παρουσία του να ξορκίσει το μυαλό του,και να δικαιολογηθεί στο ευατόν του,οτι,μπορεί τότε,τις μέρες του 73,να μην ήταν σκαρφαλωμένος στα κάγκελα, αλλά στην πορεία μετείχε μεγαλοπρεπώς,και αενάως δήλωνε αριστερός ιδεολόγος, και καταπατητής ενίοτε ..

Ο Ιανός Χάχας έτοιμος για το στρατό,πήρε το τραίνο μόνος του,
κατέβηκε στην Κόρινθο και έφτασε με χίλια βάσανα μπροστά στην πύλη του στατοπέδου νεοσυλέκκτων.
Για μιά στιγμή,έτσι όπως κοίταζε τους ψηλούς τοίχους με τα συρματοπλέγματα, τρόμαξε,έκανε μερικά βήματα πίσω,σαν να τον τίναξε το ηλετκρικό ρεύμα απο τα σύρματα,που δεν είχε κάν,ακουμπήσει.
Να γυρίσει πίσω άπραγος,δεν έλεγε,που να εξηγεί σε όλους,την αποκοτιά,
είχε και τις υποσχέσεις για  το μέσο,είδε και πολλούς άλλους να μπαίνουν,
και με δισταγμό πέρασε και αυτός την μεγάλη πόρτα,που την φύλαγε,λες,ένας θεόρατος δράκος με ένα μπιστόλι,σε μια χοντρή άσπρη θήκη, και που τον κοίταξε ερευνητικά,σαν να ήξερε για τις αμαρτίες του Χάχα.
Οι πρώτες μέρες πέρασαν ζάχαρη,δούλευε το μέσον,φαγητό απ΄έξω,
κατά παράβαση,και κάρφος στα μάτια των υπολοίπων,πούτρωγαν απο το βρώμικο και κατάμαυρο καζάνι.
Στις ασκήσεις και στα τέστ μια χαρά τα πήγαινε,και έτσι όπως πήγαινε το πράγμα, τόνοιωθε,οτι την θέση του αξιωματικού την είχε στο χέρι,παρέα με το ''δόντι'' των άλλων, εξυπακούεται .
Πέρασαν δύο μήνες μια χαρά,και ήρθε η μέρα που θα ανοικοινωνόταν,
ποιοί θα πάνε για αξιωματικοί,ποιοί σε ειδικότηες,σώματα και τόπος ..
Εκείνη η σειρά είχε γλυτώσει την Κύπρο,άρα και απο αυτήν άποψη,ήταν μια χαρά επίσης.Στεκόταν παρακεί,όταν μπήκε μέσα ο αξιωματικός ντελάλης,να πει τα νέα.
Αδιάφορος,με ένα ύφος μπλαζέ και αφ'ύψηλού,ήταν σίγουρος,
κάπνιζε και ένα 22 άφιλτρο,και κοίταζε τον καπνό να του κάνει τσιριμόνιες,
για μια στιγμή ανησύχησε,αλλά σιγά μη ..

Ολη η σειρά διακόσιοι νεοσύλεκτοι,απο αυτούς οι τριάντα,θα γινόταν αξιωματικοί,
και μετά οι καλές ειδικόητες.Αρχισε λοιπόν την ανάγνα ο μονιμάς,πάνε οι πρώτοι δέκα,πάνε οι δεύτεροι δέκα,τίποτε,ωχ σκέφτηκε,πάνε τα μεγαλεία.
Δεν βαριέσαι όμως,κάπου καλά θα πάω,σκέφτηκε.Τότε σε εκείνη την σειρά,
ήταν είκοσι μόνο απόφοιτοι ΑΕΙ,οπότε και μόνο απο αυτό,μια θέση γραφέως την είχε στο τσεπάκι .
Περασαν πενήντα,πέρασαν εκατό,τίποτε,φτάσανε τους εκατόν πενήντα,τζίφος,
τα πράγματα ζόριζαν,παράτησε το αδιάφορο στυλάκι,φόρεσε την αγωνία και το ενδιαφέρον αναγκαστικά πια,και σίμωσε,είχαν μείνει κάτι περίεργοι τύποι ακόμη,
ο Χάχας,και ένας ακόμη απόφοιτος του μαθηματικού ο Βασίλης,με ένα μουστάκι σαν μπατανόβουρτσα απο τα Γρεβενά,αριστερότατος κατα δήλωση του και ήρεμος περίμενε την τιμωρία του.
Μείνανε τρείς θέσεις μόνο,δύο με ειδικότητα τυφεκιοφόρου,και μια σκαπανέως,
οτι χειρότερο,στο πάτο του βαρελιού,και πιο κάτω και το μέρος,μια παραδεισένια κόλαση επι γης,η Λήμνος.
Θλίψη,τσατίλα,που είσαι ''μέσον'' να τον δείς,τα αυτιά του,είχαν κατέβει μέχρι το πάτωμα,η ψυχή του μαύρισε,και σκοτείνιασε ο ο ουρανός .
Η τιμωρία άρχιζε.
Ηταν στην διαβάθμιση Β,όταν Ε ήταν εθνικόφρονες,Χ ήταν ούδέτεροι,
Α συμπαθούντες την αριστερά,και Β ,οι αμετανόητοι κομουνιστές.
Αυτοί,που θέλαν να σύρουν την νύφη Ελλάδα,στον σιδηρούν παραπέτασμα,
και είχαν έτοιμα και τα κονσερβοκούτια,για να σφάξουν τους άγιους εκείνους δεξιούς, που ήταν οι μόνοι κάτοικοι που έπρεπε να υπάρχουν στην Ελλάδα .

Τουφεκιοφόρος λοιπόν,και στην Λήμνο,σαν το εξώγαμο που το πέταξε η  μάνα του στα σκουπίδια,σαν τον Ηφαιστο πούφαγε κλωτσιά απο τον Ολύμπο 
και βρέθηκε και αυτός στην Λήμνο,απόκληρος και στιγματισμένος επισήμως.
Η πολιτεία ελάλησε,και έβγαλε την σωστή απόφα,στην έρημο της Λήμνου,
μαζί,στο καμίνι του Ηφαίστου..

Εφυγε απο την Κόρινθο με τρένο για Αθήνα,αμέσως μετά,τρένο για  Χαλκίδα, λεωφορείο μέχρι την Κύμη,και μετά με καράβι,νύχτα με ψοφόκρυο στην Λήμνο,
μετά απο 48 ώρες ταξίδι.
Και επειδή η τιμωρία έπρεπε να είναι πλέρια,που ήταν,χειρότερα στην Λήμνο;
Στο χωριό Βάρος,η μόνη μονάδα που ήταν σε τόλ,να τηγανίζεις αυγά στην λαμαρίνα μέχρι να πεις Ζήτω.
Εφτασε λοιπόν ο Χάχας,γύρω στις 4 το πρωί,και τους περίμενε  επιτροπή υποδοχής.Αρχισε το πάρτυ με ότι,μπορεί μπορεί να φανταστεί κανείς,
το πιο εύκολο και να ανώδυνο ήταν να μετρήσει γύρω- γύρω το τόλ
με ένα σπίρτο,τις πενήντα κάμψεις τις έπαιρνες για πλάκα,
και τις σφαλιάρες για γούστο της κεφαλής σου .
Στο λόχο εκείνο,ήταν απο την μια πλευρά,την αριστερή,ήταν όλος ο ποινικός κώδικας μαζεμένος,ο καλλίτερος είχε σκοτώσει την αδελφή του,
και στην δεξιά ήταν τα κατακάθια κομούνια,που δήθεν είχαν μόρφωση,
και είχαν φέρει την πατρίδα στο χείλος της καταστροφής .

Την επόμενη μέρα,παρέλαβε τον εξοπλισμό του,μία κουβέρτα,αντί για δύο,
ένα σκισμένο και τρύπιο σακκίδιο,μόνο κουτάλι,γιατί το πηρούνι ήταν φονικό όπλο στα χέρια των συμμοριτών,και αντί μια ντουφέκι Μ1,τούδωσαν ένα πολυβόλο vickers, υδρόψυκτο,με μαντεμένια τρίποδη βάση,πενήντα κιλών,ένα λάστιχο,
και ένα δοχείο,να συνδέει την κάνη,όταν ψύχεται ,όταν υποτίθεται θα έριχνε και καμμιά σφαίρα. .
Το κουβαλούσε 28 μήνες κάθε μέρα,τόσα κιλά,δύσκολο να το βολευτείς στην πλάτη,χωρίς σφαίρες βέβαια,αλλά με τα κουβαδάκια,και την ημερομηνία κατασκευής ανάγλυφη,1908.Δεν έριξε ούτε μια σφαίρα,ένα πολυβόλο ειρηνιστής,ένα πολυβόλο αντίδραση στους πελεμοκάπηλους,δεν ήθελε να ρίξει και τελικά του πέρασε,
δεν εξεστόμισε ουδεμιά σφαίρα .
Διοικητής του λόχου ήταν ενα υπολοχαγός,μόλις είχε έρθει τότε από την Κύπρο τσιράκι του Διγενη Ακρίτα,είχε ξαπαστρέψει κάμποσους τουρκαλάδες στην Μόρφου. Φανατικός Ελλην,άρα και πολέμιος κάθε ρυπαρού και σιχαμερού αριστερού μιάσματος.Είχε ταχθεί να σώσει την Ελλάδα απο το κουμούνια,δεν ήθελα να τους κάνει καλούς Ελληνες,να τους εξαφανίσει ήθελε.

Αυτά βρήκε ο Χάχας στην Λήμνο,στο Βάρος εκείνο τον Νοέμβρη του 76.
Το μέσον έμεινε στο ράφι και η τιμωρία έπρεπε να ολοκληρωθεί.
Ομως ο Χάχας είχε πεισμώσει,και άρχισε να δείχνει το δύσκολο και περίεργο χαρακτήρα του,προκαλούσε να τον βάζουν,αντί για δύο ώρες,
4 ώρες σκοπιά κάθε βράδυ με προκλητικό τρόπο,και άγνοια κινδύνου επικίδυνη.
Στο ΚΨΜ όταν δεν άκουγαν Αλεξίου,και δεν τράβαγαν μαλακία για τις χειλάρεςτης,τους κανοναρχούσε στα ιδανικά της μεγάλης σοβιετικής ένωσης, 
για τους αστροναύτες,για τα ''θαύματα'' της ιατρικής,για τις επιτυχίες στους ολυμπιακούς αγώνες,για τον Αρη,για τον Ζαχαριάδη,και όλα τα καλά μιας ιδεολογίας που προμήνυε τον παράδεισο για όλους,όμως,έπρεπε να περάσεις την δοκιμασία, και την τιμωρία,για νάσαι καθαρός,όταν θα βρεθείς εκεί,
παρέα με τα ουρί της αριστερής ευτυχίας.

Πήρε άδεια μετά απο  6 μήνες,και αφού χρειάστηκε να πάρει τηλέφωνο ο υπαρχηγός του επιτελείου,είχε χάσει 25 κιλά,και όταν τον είδε η μάννα του,
τρόμαξε τόσο,και τάβαλε πάλι με τον πατέρα του -άδικα αυτή την φορά -γιατί νόμιζε οτι τα δικά του αριστερά καμώματα,ήταν η αιτία που έγινε ο γιός της,σαν τον Αγιο Τρύφωνα,μεγάλη η χαρή του.
Εμεινε στην Αθήνα τρείς μέρες,κοιμόταν κάτω από το κρεβάτι στο πάτωμα,
και  η μάνα του,έφερε παπά να το ισιώσει το παιδί.
Αλλά που,όταν ξαναγύρισε στην Λήμνο,έκανε τα ίδια και χειρότερα.

Ητανε τρείς παρέα,ο μαθηματικός απο τα Γρεβενά,και ο Μιχάλης της Νομικής,
από την Λειβαδιά.Το τρίο της συμφοράς,κάθε μέρα σκοπιά,κάθε μέρα προσυλητισμός στους υπολοιπους,καψώνια,τις τουαλέτες τις είχανε πάρει εργολαβία,
και είχανε βαλθεί να κάνουμε την ''Καλλιόπη'' να λάμπει.
Εκεί να δείς σκατό,ζωντανό πράγμα,να δουλεύει η βούρτσα με τέχνη
και χάρη,να διώχνει τα σκατά στην τρύπα,αφού τα κωλόπαιδα,
έχεζαν έξω επίτηδες,για να τα μαζεύουνε οι τρείς .

Τον Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς,είχε έρθει ο υποστράτηγος διοικητής της 4ης στρατιάς,και μετά τα εθνικόφρονα κηρύγματα και τα στρατιωτικά -ήταν τότε τα πράγματα ζόρικα με τους Τούρκους και το ΧΟΡΑ- ρώτησε,έτσι για να κάνει πλάκα,
αν ήξερε κάποιος απο τα φαντάρια,τι είναι υφαλοκρηπίδα.
Σηκώνει το χέρι ο Χάχας δειλά,και αφού λέει τα σχετικά,όνομα,βαθμός,σειρά,
ζητάει την άδεια να πει σχετικά με την υφαλοτρυπίδα.
Του την δίνει ο στρατηγός,ένα ψηλός λέλεκας με ένα ψαρό μουσκάκι και περίμενε.
Λέει,λέει,ο Χάχας,τον άκουγε με προσοχή ο λέλεκας στρατηγός και εντυπωσιασμένος γυρνάει στον φασίστα υπολοχαγό,και του δίνει εντολή να δοθεί στον φαντάρο χεζοκαθαριστή ,20 μέρες τμητική άδεια.
Και αυτός του την έδωσε,αλλά όχι άδεια,τον ξαπόστειλε στο βουνό,
είκοσι μέρες σε μια σκηνή να κάνουν ανίχνευση του εχθρού μαζί ομού, 
με τους άλλου δύο,και ενα δυστυχή λοχία,ενα συμπαθητικό βλαχαδερό από τα Τρίκαλα,που δεν είχε τελειώσει το δημοτικό,και όταν μίλαγε,ήθελαν λεξικό για να συννεοηθούνε .

Εκατσε στην Λημνο 2 χρόνια και 4 μήνες,τα δύο Πάσχα,τα πέρασε βασιλικά,
ρίχνοντας ανήμερα μπετά την πρώτη χρονιά,σε ενα κατάλυμα στο χωρίο Βάρος,
και την επόμενη χρονιά σε ένα νέο κτίριο στην Ατσική,που ήταν η βάση του τάγματος. Κουβάλαγε το vickers,πέρα δώθε,σαν το μωρό πούχει μόλις χεστεί,
φύλαγε σκοπιά με χαμόγελο,πουλούσε αγριάδα,και λάμπρυνε με την παρουσία του τις οθωνανικές χέστρες.
Ακουγε Αλεξίου και Μπιθικώτση,και όταν βγαίναν με άδεια στο χωριό των εκατό κατοίκων,γινόταν όλοι ντίρλα,με λημνιό ημίγλυκο κρασί,τάριχναν εκ περιτροπής,
το τρίο,στην κόρη του μπακαλομανάβη,την Αγγελικη,ένα πράγμα απο γυναίκα,
με κάτι πατομπούκαλα γυαλιά,αλλά είχε το μοναδικό τηλέφωνο στο χωριό,
και χωρίς την εύνοια της Αγγελικής,έπρεπε να περιμένεις με τις ώρες να τηλεφωνήσεις.
Πέρασαν και μια δοκιμασία εικονικής εκτέλεσης τον φλεβάρη του 77,
μια νύχτα που χιόνιζε,και ήθελε ο Υπολοχαγός να σπάσει πλάκα με τα κομμούνια. Φύλαγε την πατρίδα,σε ένα όρυγμα,απέναντι ακριβώς από τα στενά του Ελλήσπόντου,χωρίς όπλα,με το μαραμένο πολυβόλο vickers,εκεί δίπλα,
σαν σκοτωμένος βάτραχος να τους θωρεί,κοίταγαν τον τούρκικο στόλο πούκανε περατζάδες μπροστά τους,και με το μονόφθαλμο κιάλυ,είχαν υπό έλεγχο τον εχθρό που επιβουλευόταν τα άγια χώματα.
Το αριστερό τρίο τότε,γινόταν δεξιό μάτι,και μέσα από το κυάλι έσωζε 
την τιμή όλων εκεί,στα άνυδρα,και χωρίς δέντρα χώματα της Λήμνου .

Τα βρήκαν και με τους συγκατατοίκους-δολοφόνους,και βάλαν στην παρέα έναν από αυτούς πούχε σκοτώσει έναν θείο του από λάθος,έλεγε.Κρατούσε ένα μαχαίρι και πήγε ο μπάρμπας και καρφώθηκε με φόρα πάνω τουτον λέρωσε και με αίματα απο πάνω.

Και έτσι,έγιναν κουαρτέτο,είχαν και τον άνθρωπο για τις βρώμικες δουλιές,
να πουλάει τσαμπουκά σε όποιον αντιμιλούσε στο ιερό τρίο,
να κρατάσει το ίσο στα τραγούδια,να κάνει θελήματα,και ένα μεσημέρι πήδηξε 
και την Αγγελική,και κράταγαν οι τρείς,τσίλιες,μην φανει ο γερομπακαλομανάβης πατέρας της.
Ο  Ιανός Χάχας,είχε συνηθισει το μέρος,είχε βρεί το τρόπο να επιβιώνει σε κάθε δυσκολία,να επιζητά με εμμονικό τρόπο και να αυτοπροτείνεται για δουλιές άλλων, απαιτώντας,προφανώς,τον σεβασμό τους,δημιουργώντας μαζί με τους άλλους δύο,μια ομάδα επιρροής και καθοδήγησης .
Πέρασε δύσκολα,μερικές φορές εφιαλτικά,πλήρωσε το τίμημα μιας θέσης που δεν ήταν ολότελα δική του,φανταζόταν οτι,καθόταν κάποιος άλλος σε αυτήν,
και μόλις έκατσε αυτός στην θέση αυτή,πλήρωσε συγχρόνως και τις αμαρτίες του προηγούμενου και όλων των άλλων που προυπήρξαν στην καρέκα αυτή.

Ηταν μόλις 23 χρόνων το 76,και τελειώνοντας τον Μάρτη του 79,ήδη 26 χρόνων, έτοιμος να συνεχίσει να κάνει τα δικά του,κουβαλώντας φορτία και δικών του ενοχών και λαθών αλλά και άλλων.
Μπερδεμένα μέσα του,ενα κουβάρι,ένα σκοτεινό σακούλι,στο οποίο έβαζε το χέρι του, κα τραβούσε οτι ψαχουλευτά έβρισκε,και μετά,είτε ήταν καλό,είτε ήταν κακό,
έπρεπε να το υποστηρίξει με φανατισμό,με εγωισμό,και πάθος .
Η Λημνος,ηταν μια εξορία γιαυτόν,ήταν και ένα πεδίο δοκιμής όμως,του χαρακτήρα του,ήταν και ο καθρέπτης του μέλλοντος του,ήταν η άλλη όψη,καλή η κακή δεν είχε, και δεν εχει ακόμη και σήμερα,γιαυτόν,καμμιά σημασία ...

Ο Ιανός Χάχας,ήταν στην Λήμνο,μαζί με τον κούτσαβλο Ηφαιστο 
επιβεβαιωμένο,και σίγουρο.

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 

Επόμενο 

 ΣΚΑΛΙ 3

''ΤΟ 81 ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ'' 
 








ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...