Ανέβηκε ψηλά,πήγε σχεδόν κοντά στον Ήλιο,ένοιωθε να τσουρουφλιέται απο τις θανατηφόρα ζεστές ακτίνες του,μεμιάς,έκανε μια μεγαλειώδη στροφή κάτι σαν την μεγαλειώδη τούμπα,εκείνου του ευέλικτου και ευλύγιστου ολυμπιονίκη της πολιτικής γυμναστικής,και άρχισε την κάθοδο του στα πιο χλιαρά τμήματα της ατμόσφαιρας ..
Είχε απλώσει τις τεράστιες φτερούγες του,που το άνογμα τους σκέπαζαν απο τόσο ψηλά την χώρα μας ,κατέβηκε κιάλο,τώρα σκέπαζε μια πιο μικρή περιοχή, ούτε κάν την Αιγινα και εκεί πάτησε φρένο και άρχισε να ξαναανεβαίνει,πήρε μια δεξιά στροφή και εκεί ένοιωσε το πόνο να του τριβελίζει το αριστερό του φτερό,κάποιος τον είχε χτυπήσει απο την γή,όταν είχε πάρει φόρα και ανέβαινε.
Ενα βλήμα,τον είχε βρεί στην άκρη του φτερού,και κάθε φορά που έκανε τις πιρουέτες του,ανεβαίνοντας προς στα πάνω και δεξιά,πονούσε πολύ.
Τα νύχια του,πάντα τα είχε περιποιημένα και ακονισμένα,όταν κατέβαινε στην γή εξασκούνταν στον λιμάρισμα των νυχιών του,το έκανε όμως με τρόπο,που να μην φαίνεται,πήγαινε σε απόκρυφα μέρη και περίμενε,όλο και κάποιο άλλο πουλί η και μικρό ζώο θα έσκαγε μύτη να ξαποστάσει να πεί νερό και τότε άρχιζε το παιχνίδι εξουσίας .
Ηταν πιά δυνατός,πάνε οι εποχές που τουρτούριζε στο κρύο με τα λίγα φτερά και πούπουλα,προσπαθώντας να επιβιώσει απο τους άλλους μεγάλους και κακούς φίλους του .Ορμούσε με ταχύτητα και ξεκάθαρο στόχο να ακονίσει και να γυαλίσει τα νύχια του,δεν τον ένοιαζε να φάει το κρέας των αδυνάτων,του αρκούσε μόνο,να του γυαλίζουν τα μεγάλα γαμψά νύχια του .
Στην αρχή,τον τρόμαζε αυτή η ανάβαση,απο κάτω προς τα πάνω,τον ζάλιζε και το ύψος,όμως σιγά -σιγά άρχισε να το συνηθίζει,να κερδίζει μέτρα ύψους,και κάθε μέρα να ανέβαινε και πιο ψηλά,έχοντας βάλει στόχο το γαλάζιο του ουρανού.
Που θα μου πάει,σύντομα θάμαι αγκαλιά μαζί του,
σκεφτόταν,και κάθε μέρα κέρδιζε ύψος αλλα και απόσταση απο την γή .
Το μόνο πρόβλημα που είχε,ήταν το γεγόνος οτι,τώρα πια,κάθε μέρα,έβλεπε και πιο μικρά τα πράγματα στην γή ,μίκραιναν και πιο πολύ, δεν ξεχώριζε τίποτε πιά, μικρά και ασήμαντα,κουκίδες και στίγματα ,όμως ότι έχανε σε μέγεθος το κέρδιζε σε έκταση,μίκραιναν τα πράγματα συνέχεια,αλλά απλωνόταν,απλωνόταν.
Τι σημασία είχε οτι,δεν ξεχώριζε τίποτε πιά ,σημασία είχε,που έβλεπε και έλεγχε πιο πολύ χώρο .Επρεπε να μεγαλώσει τον ζωτικό του χώρο,τις διαστάσεις του μήκους και του πλάτους ,μεγάλωνε και το ύψος απο την γή, έχανε σε αναγώριση τόξερε,μικρό το κακό,σκεφτόταν .
Είχε όμως πολλά θέματα να λύσει,χαμηλά δεν ήθελε να είναι συχνά,εκτός απο φαγητό και την περιποίηση των νυχιών και των φτερών του,άσε που κινδύνευε απο τα σχόλια των άλλων πουλιών συντρόφων του.
Πολύ ψηλά έκανε πολύ ζέστη ,το γαλάζιο συνέχεια του απομακρυνόταν,το μόνο που τον διασκεδαζε ήταν να παίζει με τα σύννεφα,να ψάχνει το Θεό και τον διάβολο ,να παίζει μαζί τους τα γνωστά παιχνίδια εξουσίας .
Οταν ήταν μικρός και ασήμαντος,μαζί με όλους τους άλλους,κοίταγαν ψηλά και αναζητούσαν με αγωνία τον Θεό,που υποτίθεται σκαρφαλωμένος σε μια αγλαντζιά,μας παρακολουθούσε όλους,και μας έλεγχε,αν κάναμε τα θεληματά του .
Εκανε πως γυρνούσε πλευρό ο Θεός,νάσου τα προβλήματα,στεναχώριες και βάσανα ένα σωρό,λαγοκοιμόταν,το ίδιο,είτε ασχολούνταν με την παρακάτω γειτονειά,ανάλογα με το λιβάνισμα,τα φράγκα στο παγκάρι,τις προσευχές,και άντε πάλι απο την αρχή .
Ολα αυτά,τον είχαν προβληματίσει και απο τότε,άρχισε να πιστεύει οτι,δεν υπάρχε θεός,και όλα αυτα ήταν δημιουργήματα της κοινωνίας που ήθελε πάντα να έχει ένα προστάτη,ένα νταβαντζή, ας πούμε.
Ωσπου ήρθε μια μέρα και όλα αυτά τελείωσαν,ο Θεός υπήρχε,για πολλούς λόγους και για ένα παραπάνω.Του είχε προκύψει ήδη επαφή με τον Σατανά,τον από παληά,ξάδελφο του Θεού,που τσακώθηκαν άγρια στα μαρμαρένια αλώνια των ουρανών,και ο ένας πήρε το πάνω οικόπεδο,και ο άλλος το κάτω,τα μοίρασαν μια χαρά,αλλά δεν ξανάμιλησαν απο τότε ποτέ,Θεός και Σατανάς .
Ο Θεός,είχε πάντα άσπρα μακρυά γένεια,φορούσε μακρυά φορέματα,χοντρός με κοιλιά,είχε και κοτσίδα τα μαλλιά του,δεν τα πήγαινε καλά με το πλύσιμο ,ενώ ο άλλος ο Σατανάς ήταν πάντα λεπτός, με μαύρα εφαρμοστά ρούχα υπογένειο,ξυρισμένος κόντρα,μύριζε όμορφα,μεθυστικά .
Τώρα τελευταία,ανέβαινε,ψάχνοντας το μπλε της σημαίας που πάντα τούφευγε, σε μια απότομη δεξιά,πάλι,στροφή,νάσου μπροστά ο Θεός,να τον παρακολουθεί απο μακρυά αμίλητος .Τον πλησιάζει ακόμη κιάλλο,και σκύβοντας ελαφρά σε ένδειξη σεβασμού του λέει με σεντορια φωνή:
Θεέ μου,υπάρχεις πράγματι,ψέματα μου λέγανε όλοι,και κάνοντας ακόμη μια πιρουέτα στέκεται δίπλα στο Θεό του πιά ..
Τάπανε,μιλήσανε,σαν καλοί φίλοι,συμφωνήσανε,και για τα οικόπεδα του ουρaνού που ήταν αυθαίρετα ακόμη,μιλήσανε να μειωθούνε οι τιμές στο λιβάνι και στα θυμιατά και άλλα πολλά και σημαντικα θέματα που απασχολούσαν και τους δύο .
Ομως,πριν συναντήσει τον Θεό εκεί ψηλά,είχε την πιο σημαντική του εμπειρεία απο τότε που άρχισε να ανεβοσκαλώματα .
Εκανε δοκιμές,για να δεί,πόσο αντέχουν τα φτερά του στις απότομες στροφές, στα ξαφνικά κατεβάσματα,στα βίαια ανεβάσματα,δοκίμαζε την ικανότητα του σε κάθε μανούβρα και κάθε ξαφνική αλλαγή κατεύθυνσης.Εκανε μόνος του,ένα test drive ,να είναι σίγουρος οτι μπορεί στα δύσκολα .
Είχε ανεβεί πάλι ψηλά,ήταν και μόνος του,και ένοιωθε οτι όλος ο χώρος του ανήκε.
Εκεί λοιπόν που έκανε μια πολύ αριστερή ανοδοκαθοδική στροφή πατημένη με τέρμα τα γκάζια,παίρνει το μάτι του,μια σκιά να τον παρακολουθεί απο σχετικά κοντινή απόσταση και να του κάνει τσαλίμια,να του κρύβεται στα σύνεφα,να τον κοροιδεύει όταν ήταν απο πάνω του,και να γελάει όταν τον είχε απο κάτω του.
Ποιός είναι ετούτος,σκέφτηκε,και πως έχει καταφέρει να ανέβει μαζί μου τόσο ψηλά;Επειδή όμως ήταν εξασκημένος στην επικοινωνία,με κάθε τι πετούμενο αποφάσισε να δεί,ποιός ήταν ο τύπος που έπαιζε μαζί του .
Γιαυτό,σε μια απότομη στροφή,ξαφνικά φρενάρισε απότομα βάζοντας σε δοκιμασία την άντωση των φτερών του,και έπεσε μούρη με μούρη με τον τύπο με την περίεργη φάτσα ..
Δεν μου λες σύντροφε,ποιός είσαι του λόγου σου,και γιατί παίζεις μαζί μου,τον ρώτησε με απότομο τρόπο .Ο άλλος χαμογέλασε σατανικά,και φάνηκαν τα κάτασπρα δόντια του που έκαναν αντίθεση με το χλωμό και σκούρο δέρμα του προσώπου του και αμέσως, αποκρίθηκε:
Ξέρεις,εγώ είμαι ο έξω απο δώ,τώρα πώς να σου το περιγράψω,να,ποιός είναι ο χειρότερος εφιάλτης σου,που όμως σε κρατάει ζωντανό ,ε,αυτός είμαι .
Κούνησε ο άλλος τα φτερά του,όπως κάνουν οι πιλότοι στις αερομαχίες σαν να κατάλαβε,και τούπε .Α,εσύ ..Ναι εγώ.
Αυτό ήταν,έκατσαν εκεί κοντά,σε ένα σύννεφο και τάπαν σαν καλοί φίλοι .
Ο ένας ήθελε την ψυχή του,ο διάβολος,και ο ίδιος ήθελε την βοήθεια του σε τόσα προβλήματα πούχε πιά επωμιστεί στις φτερούγες του.
Τότε ο αετός κατάλαβε οτι,αφού υπήρχε ο Διάβολος,θα υπήρχε και ο Θεός και μετά την συνάντηση αυτή,άρχισε να ξανασκέφτεται τα θρησκευτικά,και έτσι προέκυψε η συνάντηση με τον Θεό ,όπως περιγράψαμε παραπάνω .
Ετούτοι οι δύο Θεός και Διάβολος,ήταν περίεργα τρένα,ο ένας ο καλός υποτίθεται,του ζητούσε πάντα υλικά αγαθά,μεροκάματα,οικόπεδα,εκκλησιές λιβάνια και θυμιατά , ο άλλος ο κακός, τούδινε όσα υλικά ήθελε,φτάνει να του εκχωρούσε την ψυχή του,και αυτό βόλευε τον δικό μας ,που μπορούσε να τάχει καλά με τους άρχοντες του ουρανού και του ερέβους ..
Κοίταζε,απο ψηλά,και χόρταινε το μάτι του,όλα αυτά ήταν δικά του πιά,όλες αυτές οι κουκίδες,όλα αυτά τα μυρμήγκια δούλευαν γιαυτόν,δηλαδή περίμεναν απο αυτόν,να τους μοιράσει μικρά ψίχουλα για νάχουν τα μυρμήγκια λόγο να πηγαινοέρχονται στην γή.και στα λαγούμια τους .
Ηθελε, μιά μέρα που θάχε χρόνο,να κατέβει στην γή και να μιλήσει με ένα μυρμηγκι ,να δεί πως σκέφεται,να δεί τα προβληματά του,να ακούσει απο πρώτο χέρι τα επισυμβαίνοντα ..
Καλή ιδέα,να μιλάς με τα μικρά ζωντανά του βασιλείου σου,ε,εντάξει,όχι του βασιλείου,θύμιζε άλλες εποχές,του λαού σου,αυτό ακουγόταν καλλίτερα και αυτό υιοθέτησε για να τους αποκαλεί στην συνέχεια..
Επέλεξε,λοιπόν δύο κατηγορίες υπηκόων μελών του λαού,τα μυρμήγκια και τα σκουλήκια,ζήτησε απο τις συνελεύσεις τους να του στείλουν απο ένα αντιπρόσωπο, και παίρνοτας λίγη φόρα απο ψηλά άρχισε να κατεβαίνει με ορμή. Τον είδαν,οι δύο αντιπροσωποι,και χάσαν το χρώμα τους απο τον φόβο,πάει,μας έφαγε λάχανο ο τύπος.
Το μυρμηγκι,κρύφτηκε στη πρώτη τρύπα,κάτω απο μιά πλάκα, και το σκουλήκι χώθηκε στον πρώτο σάπιο μήλο που βρήκε μπροστά του ..
Ετσι η πρώτη προσπάθεια επικοινωνίας απο κοντά,δεν ευδοκίμησε,αφού κανένα απο τα δύο μέλη της αντιπροσωπείας δεν τολμούσε να ξεμυτίσει απο την κρυψώνα του ..
Το μυρμήγκι,έμεινε εκεί να φυλάει τα υπάρχοντα του,πούχε αποκτήσει με τόσο κόπο,πόσους δρόμους πήρε,και πόση κούραση,για να μεταφέρει στην πλάτη του τα λίγα,πολύ λίγα ψίχουλα,που όμως ήταν αρκετά,να φάνε όλοι ο μέρμηγκας,η μερμηγκίνα και το μερμηγκάκι,να μην έχουν ανάγκη κανένα,αλλά και να φοβούνται,να τρέμει η ψυχή τους δηλαδή,κάθε φορά που βγαίναν έξω,στην αέναια προσπάθεια τους,να μαζέψουν,νάχουν στις δύσκολες στιγμές.
Απο την άλλη το σκουλήκι,δεν ήθελε και πολλά πολλά με κανένα,τα τελευταία χρόνια οι δουλειές πήγαιναν καλά,είχε πάντα τροφή ,μιά τα σάπια μήλα,τα σάπια φρούτα,τα σάπια κρέατα,αλλά και τα νεκρά σώματα,του πρόσφεραν μπόλικη δουλειά,και μπόλικη τροφή.Εμπαινε μέσα στο σάπιο κρέας και ένοιωθε την απόλυτη ευχαρίστηση ,παντού σαπίλα πλούσια εδέσματα,να μην χορταίνει να τρώει.Δεν καταλάβαινε,τι είχε συμβεί και αυξήθηκε η σαπίλα ,αλλά δεν τον ένοιζε και πολύ .Σιγα,μην ψάξει να ρωτήσει,μια χαρά ήταν,αρα έσκαγε απο το φαγητό και έβγαζε και τον σκασμό ..
Δεν έγινε η συνάντηση των αντιπροσώπων με τον αετό,θα γινόταν κάποια στιγμή στο άμεσο μάλλον διεμήνυσε,πήρε ξανά φόρα,και ανελήφθη στους ουρανούς ..
Κάποιος ζητιάνος,ένας όμορφος και βρώμικος άστεγος,γύρισε πλευρό και ξύπνησε απο την κόρνα ενός αυτοκινήτου που πέρασε ξυστά απο το παγκάκι που κοιμόταν ,βλαστήμισε που του κόψαν το όνειρο στην μέση ,ανασηκώθηκε και κοιτώντας ψηλά ,είπε :
Ρε, άει στο διαβολο ..
Τον άκουσαν όλοι,εκεί πάνω,και όλοι νοιώθαν ευτυχείς .
Ο Θεός τον άκουσε,γύρισε απο την άλλη,μπα,δεν με αφορά το θέμα ,ο Διάβολος ξυριζόταν,χαμογέλασε,ωραία, μου στέλνει χαιρετίσματα ,άρα με έχει ανάγκη, και ο δικό μας αετός ,ρε,λες,να εννοεί εμένα;Μπα,αποκλειεται,και πήρε ακόμη μια απότομη στροφή δεξιά όπως τον έβλεπε ο θεός,αριστερά όπως τον τηρούσε ο διάβολος..
ΒΑΡΔΑΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ
Είχε απλώσει τις τεράστιες φτερούγες του,που το άνογμα τους σκέπαζαν απο τόσο ψηλά την χώρα μας ,κατέβηκε κιάλο,τώρα σκέπαζε μια πιο μικρή περιοχή, ούτε κάν την Αιγινα και εκεί πάτησε φρένο και άρχισε να ξαναανεβαίνει,πήρε μια δεξιά στροφή και εκεί ένοιωσε το πόνο να του τριβελίζει το αριστερό του φτερό,κάποιος τον είχε χτυπήσει απο την γή,όταν είχε πάρει φόρα και ανέβαινε.
Ενα βλήμα,τον είχε βρεί στην άκρη του φτερού,και κάθε φορά που έκανε τις πιρουέτες του,ανεβαίνοντας προς στα πάνω και δεξιά,πονούσε πολύ.
Τα νύχια του,πάντα τα είχε περιποιημένα και ακονισμένα,όταν κατέβαινε στην γή εξασκούνταν στον λιμάρισμα των νυχιών του,το έκανε όμως με τρόπο,που να μην φαίνεται,πήγαινε σε απόκρυφα μέρη και περίμενε,όλο και κάποιο άλλο πουλί η και μικρό ζώο θα έσκαγε μύτη να ξαποστάσει να πεί νερό και τότε άρχιζε το παιχνίδι εξουσίας .
Ηταν πιά δυνατός,πάνε οι εποχές που τουρτούριζε στο κρύο με τα λίγα φτερά και πούπουλα,προσπαθώντας να επιβιώσει απο τους άλλους μεγάλους και κακούς φίλους του .Ορμούσε με ταχύτητα και ξεκάθαρο στόχο να ακονίσει και να γυαλίσει τα νύχια του,δεν τον ένοιαζε να φάει το κρέας των αδυνάτων,του αρκούσε μόνο,να του γυαλίζουν τα μεγάλα γαμψά νύχια του .
Στην αρχή,τον τρόμαζε αυτή η ανάβαση,απο κάτω προς τα πάνω,τον ζάλιζε και το ύψος,όμως σιγά -σιγά άρχισε να το συνηθίζει,να κερδίζει μέτρα ύψους,και κάθε μέρα να ανέβαινε και πιο ψηλά,έχοντας βάλει στόχο το γαλάζιο του ουρανού.
Που θα μου πάει,σύντομα θάμαι αγκαλιά μαζί του,
σκεφτόταν,και κάθε μέρα κέρδιζε ύψος αλλα και απόσταση απο την γή .
Το μόνο πρόβλημα που είχε,ήταν το γεγόνος οτι,τώρα πια,κάθε μέρα,έβλεπε και πιο μικρά τα πράγματα στην γή ,μίκραιναν και πιο πολύ, δεν ξεχώριζε τίποτε πιά, μικρά και ασήμαντα,κουκίδες και στίγματα ,όμως ότι έχανε σε μέγεθος το κέρδιζε σε έκταση,μίκραιναν τα πράγματα συνέχεια,αλλά απλωνόταν,απλωνόταν.
Τι σημασία είχε οτι,δεν ξεχώριζε τίποτε πιά ,σημασία είχε,που έβλεπε και έλεγχε πιο πολύ χώρο .Επρεπε να μεγαλώσει τον ζωτικό του χώρο,τις διαστάσεις του μήκους και του πλάτους ,μεγάλωνε και το ύψος απο την γή, έχανε σε αναγώριση τόξερε,μικρό το κακό,σκεφτόταν .
Είχε όμως πολλά θέματα να λύσει,χαμηλά δεν ήθελε να είναι συχνά,εκτός απο φαγητό και την περιποίηση των νυχιών και των φτερών του,άσε που κινδύνευε απο τα σχόλια των άλλων πουλιών συντρόφων του.
Πολύ ψηλά έκανε πολύ ζέστη ,το γαλάζιο συνέχεια του απομακρυνόταν,το μόνο που τον διασκεδαζε ήταν να παίζει με τα σύννεφα,να ψάχνει το Θεό και τον διάβολο ,να παίζει μαζί τους τα γνωστά παιχνίδια εξουσίας .
Οταν ήταν μικρός και ασήμαντος,μαζί με όλους τους άλλους,κοίταγαν ψηλά και αναζητούσαν με αγωνία τον Θεό,που υποτίθεται σκαρφαλωμένος σε μια αγλαντζιά,μας παρακολουθούσε όλους,και μας έλεγχε,αν κάναμε τα θεληματά του .
Εκανε πως γυρνούσε πλευρό ο Θεός,νάσου τα προβλήματα,στεναχώριες και βάσανα ένα σωρό,λαγοκοιμόταν,το ίδιο,είτε ασχολούνταν με την παρακάτω γειτονειά,ανάλογα με το λιβάνισμα,τα φράγκα στο παγκάρι,τις προσευχές,και άντε πάλι απο την αρχή .
Ολα αυτά,τον είχαν προβληματίσει και απο τότε,άρχισε να πιστεύει οτι,δεν υπάρχε θεός,και όλα αυτα ήταν δημιουργήματα της κοινωνίας που ήθελε πάντα να έχει ένα προστάτη,ένα νταβαντζή, ας πούμε.
Ωσπου ήρθε μια μέρα και όλα αυτά τελείωσαν,ο Θεός υπήρχε,για πολλούς λόγους και για ένα παραπάνω.Του είχε προκύψει ήδη επαφή με τον Σατανά,τον από παληά,ξάδελφο του Θεού,που τσακώθηκαν άγρια στα μαρμαρένια αλώνια των ουρανών,και ο ένας πήρε το πάνω οικόπεδο,και ο άλλος το κάτω,τα μοίρασαν μια χαρά,αλλά δεν ξανάμιλησαν απο τότε ποτέ,Θεός και Σατανάς .
Ο Θεός,είχε πάντα άσπρα μακρυά γένεια,φορούσε μακρυά φορέματα,χοντρός με κοιλιά,είχε και κοτσίδα τα μαλλιά του,δεν τα πήγαινε καλά με το πλύσιμο ,ενώ ο άλλος ο Σατανάς ήταν πάντα λεπτός, με μαύρα εφαρμοστά ρούχα υπογένειο,ξυρισμένος κόντρα,μύριζε όμορφα,μεθυστικά .
Τώρα τελευταία,ανέβαινε,ψάχνοντας το μπλε της σημαίας που πάντα τούφευγε, σε μια απότομη δεξιά,πάλι,στροφή,νάσου μπροστά ο Θεός,να τον παρακολουθεί απο μακρυά αμίλητος .Τον πλησιάζει ακόμη κιάλλο,και σκύβοντας ελαφρά σε ένδειξη σεβασμού του λέει με σεντορια φωνή:
Θεέ μου,υπάρχεις πράγματι,ψέματα μου λέγανε όλοι,και κάνοντας ακόμη μια πιρουέτα στέκεται δίπλα στο Θεό του πιά ..
Τάπανε,μιλήσανε,σαν καλοί φίλοι,συμφωνήσανε,και για τα οικόπεδα του ουρaνού που ήταν αυθαίρετα ακόμη,μιλήσανε να μειωθούνε οι τιμές στο λιβάνι και στα θυμιατά και άλλα πολλά και σημαντικα θέματα που απασχολούσαν και τους δύο .
Ομως,πριν συναντήσει τον Θεό εκεί ψηλά,είχε την πιο σημαντική του εμπειρεία απο τότε που άρχισε να ανεβοσκαλώματα .
Εκανε δοκιμές,για να δεί,πόσο αντέχουν τα φτερά του στις απότομες στροφές, στα ξαφνικά κατεβάσματα,στα βίαια ανεβάσματα,δοκίμαζε την ικανότητα του σε κάθε μανούβρα και κάθε ξαφνική αλλαγή κατεύθυνσης.Εκανε μόνος του,ένα test drive ,να είναι σίγουρος οτι μπορεί στα δύσκολα .
Είχε ανεβεί πάλι ψηλά,ήταν και μόνος του,και ένοιωθε οτι όλος ο χώρος του ανήκε.
Εκεί λοιπόν που έκανε μια πολύ αριστερή ανοδοκαθοδική στροφή πατημένη με τέρμα τα γκάζια,παίρνει το μάτι του,μια σκιά να τον παρακολουθεί απο σχετικά κοντινή απόσταση και να του κάνει τσαλίμια,να του κρύβεται στα σύνεφα,να τον κοροιδεύει όταν ήταν απο πάνω του,και να γελάει όταν τον είχε απο κάτω του.
Ποιός είναι ετούτος,σκέφτηκε,και πως έχει καταφέρει να ανέβει μαζί μου τόσο ψηλά;Επειδή όμως ήταν εξασκημένος στην επικοινωνία,με κάθε τι πετούμενο αποφάσισε να δεί,ποιός ήταν ο τύπος που έπαιζε μαζί του .
Γιαυτό,σε μια απότομη στροφή,ξαφνικά φρενάρισε απότομα βάζοντας σε δοκιμασία την άντωση των φτερών του,και έπεσε μούρη με μούρη με τον τύπο με την περίεργη φάτσα ..
Δεν μου λες σύντροφε,ποιός είσαι του λόγου σου,και γιατί παίζεις μαζί μου,τον ρώτησε με απότομο τρόπο .Ο άλλος χαμογέλασε σατανικά,και φάνηκαν τα κάτασπρα δόντια του που έκαναν αντίθεση με το χλωμό και σκούρο δέρμα του προσώπου του και αμέσως, αποκρίθηκε:
Ξέρεις,εγώ είμαι ο έξω απο δώ,τώρα πώς να σου το περιγράψω,να,ποιός είναι ο χειρότερος εφιάλτης σου,που όμως σε κρατάει ζωντανό ,ε,αυτός είμαι .
Κούνησε ο άλλος τα φτερά του,όπως κάνουν οι πιλότοι στις αερομαχίες σαν να κατάλαβε,και τούπε .Α,εσύ ..Ναι εγώ.
Αυτό ήταν,έκατσαν εκεί κοντά,σε ένα σύννεφο και τάπαν σαν καλοί φίλοι .
Ο ένας ήθελε την ψυχή του,ο διάβολος,και ο ίδιος ήθελε την βοήθεια του σε τόσα προβλήματα πούχε πιά επωμιστεί στις φτερούγες του.
Τότε ο αετός κατάλαβε οτι,αφού υπήρχε ο Διάβολος,θα υπήρχε και ο Θεός και μετά την συνάντηση αυτή,άρχισε να ξανασκέφτεται τα θρησκευτικά,και έτσι προέκυψε η συνάντηση με τον Θεό ,όπως περιγράψαμε παραπάνω .
Ετούτοι οι δύο Θεός και Διάβολος,ήταν περίεργα τρένα,ο ένας ο καλός υποτίθεται,του ζητούσε πάντα υλικά αγαθά,μεροκάματα,οικόπεδα,εκκλησιές λιβάνια και θυμιατά , ο άλλος ο κακός, τούδινε όσα υλικά ήθελε,φτάνει να του εκχωρούσε την ψυχή του,και αυτό βόλευε τον δικό μας ,που μπορούσε να τάχει καλά με τους άρχοντες του ουρανού και του ερέβους ..
Κοίταζε,απο ψηλά,και χόρταινε το μάτι του,όλα αυτά ήταν δικά του πιά,όλες αυτές οι κουκίδες,όλα αυτά τα μυρμήγκια δούλευαν γιαυτόν,δηλαδή περίμεναν απο αυτόν,να τους μοιράσει μικρά ψίχουλα για νάχουν τα μυρμήγκια λόγο να πηγαινοέρχονται στην γή.και στα λαγούμια τους .
Ηθελε, μιά μέρα που θάχε χρόνο,να κατέβει στην γή και να μιλήσει με ένα μυρμηγκι ,να δεί πως σκέφεται,να δεί τα προβληματά του,να ακούσει απο πρώτο χέρι τα επισυμβαίνοντα ..
Καλή ιδέα,να μιλάς με τα μικρά ζωντανά του βασιλείου σου,ε,εντάξει,όχι του βασιλείου,θύμιζε άλλες εποχές,του λαού σου,αυτό ακουγόταν καλλίτερα και αυτό υιοθέτησε για να τους αποκαλεί στην συνέχεια..
Επέλεξε,λοιπόν δύο κατηγορίες υπηκόων μελών του λαού,τα μυρμήγκια και τα σκουλήκια,ζήτησε απο τις συνελεύσεις τους να του στείλουν απο ένα αντιπρόσωπο, και παίρνοτας λίγη φόρα απο ψηλά άρχισε να κατεβαίνει με ορμή. Τον είδαν,οι δύο αντιπροσωποι,και χάσαν το χρώμα τους απο τον φόβο,πάει,μας έφαγε λάχανο ο τύπος.
Το μυρμηγκι,κρύφτηκε στη πρώτη τρύπα,κάτω απο μιά πλάκα, και το σκουλήκι χώθηκε στον πρώτο σάπιο μήλο που βρήκε μπροστά του ..
Ετσι η πρώτη προσπάθεια επικοινωνίας απο κοντά,δεν ευδοκίμησε,αφού κανένα απο τα δύο μέλη της αντιπροσωπείας δεν τολμούσε να ξεμυτίσει απο την κρυψώνα του ..
Το μυρμήγκι,έμεινε εκεί να φυλάει τα υπάρχοντα του,πούχε αποκτήσει με τόσο κόπο,πόσους δρόμους πήρε,και πόση κούραση,για να μεταφέρει στην πλάτη του τα λίγα,πολύ λίγα ψίχουλα,που όμως ήταν αρκετά,να φάνε όλοι ο μέρμηγκας,η μερμηγκίνα και το μερμηγκάκι,να μην έχουν ανάγκη κανένα,αλλά και να φοβούνται,να τρέμει η ψυχή τους δηλαδή,κάθε φορά που βγαίναν έξω,στην αέναια προσπάθεια τους,να μαζέψουν,νάχουν στις δύσκολες στιγμές.
Απο την άλλη το σκουλήκι,δεν ήθελε και πολλά πολλά με κανένα,τα τελευταία χρόνια οι δουλειές πήγαιναν καλά,είχε πάντα τροφή ,μιά τα σάπια μήλα,τα σάπια φρούτα,τα σάπια κρέατα,αλλά και τα νεκρά σώματα,του πρόσφεραν μπόλικη δουλειά,και μπόλικη τροφή.Εμπαινε μέσα στο σάπιο κρέας και ένοιωθε την απόλυτη ευχαρίστηση ,παντού σαπίλα πλούσια εδέσματα,να μην χορταίνει να τρώει.Δεν καταλάβαινε,τι είχε συμβεί και αυξήθηκε η σαπίλα ,αλλά δεν τον ένοιζε και πολύ .Σιγα,μην ψάξει να ρωτήσει,μια χαρά ήταν,αρα έσκαγε απο το φαγητό και έβγαζε και τον σκασμό ..
Δεν έγινε η συνάντηση των αντιπροσώπων με τον αετό,θα γινόταν κάποια στιγμή στο άμεσο μάλλον διεμήνυσε,πήρε ξανά φόρα,και ανελήφθη στους ουρανούς ..
Κάποιος ζητιάνος,ένας όμορφος και βρώμικος άστεγος,γύρισε πλευρό και ξύπνησε απο την κόρνα ενός αυτοκινήτου που πέρασε ξυστά απο το παγκάκι που κοιμόταν ,βλαστήμισε που του κόψαν το όνειρο στην μέση ,ανασηκώθηκε και κοιτώντας ψηλά ,είπε :
Ρε, άει στο διαβολο ..
Τον άκουσαν όλοι,εκεί πάνω,και όλοι νοιώθαν ευτυχείς .
Ο Θεός τον άκουσε,γύρισε απο την άλλη,μπα,δεν με αφορά το θέμα ,ο Διάβολος ξυριζόταν,χαμογέλασε,ωραία, μου στέλνει χαιρετίσματα ,άρα με έχει ανάγκη, και ο δικό μας αετός ,ρε,λες,να εννοεί εμένα;Μπα,αποκλειεται,και πήρε ακόμη μια απότομη στροφή δεξιά όπως τον έβλεπε ο θεός,αριστερά όπως τον τηρούσε ο διάβολος..
ΒΑΡΔΑΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ