Παρασκευή 20 Μαρτίου 2020

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7:Ο ΙΑΝΟΣ,ΚΑΙ Ο ΘΙΑΣΟΣ ΤΟΥ ΖΕΙΜΠΕΚΙΚΟΥ


 Ο Ιανός,ποτέ,δεν μπόρεσε να βάλει τις ιστορίες της ζωής του σε μια σειρά,
που,να ξεκινάν απο κάπου,και να καταλήγουν κάπου χρονικά.
Ενοιωθε οτι,ο γραμμικός χρόνος,αριθμημένος και αποτυπωμένος σε νούμερα,
ήταν μια αυταπάτη,μια ψευδαίσθηση,ζούσε σε ένα υπερβατικό παρόν,
άκουγε την φωνή του απο το μέλλον,και ακουμπούσε την γλώσσα του στο παρελθόν.

 Η ζωή του,ήταν ένας θίασος από περιπλανόμενες σκιές,
ήταν ενα μπουλούκι,απο οργανοπαίχτες με ξεκουρδισμένα όργανα,
ήθελε,να ακούει ήχους μουσικούς,και να φαντασιώνεται θεούς και νεράιδες,
μέσα στις σκοτεινές σκιές του μυαλού του.
Η μουσική,ήταν γιαυτόν το μέσον και η δικαιολογία για να κάνει τις υπερβάσεις,
που,συνήθως κατέληγαν σε ανοησίες,καταπώς έλεγαν οι γύρω του.
Αυτός όμως,σιγά να μην νοιαζόταν.
Πολύ-πολύ νωρίς,βρήκε και το χορό που του ταίριαζε.

 Ολα ξεκίνησαν στο νησί,στο μικρό σπίτι,στο σοκάκι,
όταν άκουγε τον πατέρα του,να τραγουδάει το,
''Αναψε το τσιγάρο,δώσμου φωτιά''και την''Φραγκοσυριανή''.
Υπήρχε τότε στο σπίτι του Ιανού ενα παληό γραμμόφωνο,
ένα τετράγωνο κουτί,βαμμένο με μαύρο λούστρο,
κόμποι ξύλου κακοβαμμένοι και αυτοί,μ΄ένα μισοσπασμένο μπράτσο,
δεμένο με τζίβα,κατέληγε σε μια  διπλόκαρφη βελόνα,
που γρατζούναγε τους δίσκους 78 στροφών.
Μερικούς του Αττίκ,έναν- δύο με τούρκικους αμανέδες,
και κάποιους με λαικά,βαριά,
και ασήκωτα,χασικλίδικα ντέρτια και καημοί,
μαζεμένοι στις αυλακώσεις των τεράστιων εκείνων δίσκων.

Ο Μανώλης,όταν σεκλετιζόταν,έβαζε με προσοχή,μην του μείνει στα χέρια,
το πονεμένο μπράτσο και η ασθενική βελόνα,και άκουγε βαριά λαικά,
καημούς και αναστεναγμούς,και ο μικρός Ιανός τον παρακολοθούσε,
εκεί στο μικρό δωμάτιο,που ήταν όλα μαζί,κουζίνα και καθιστικό,
απέναντι απο μια πιατοθήκη πρασινογκρίζα,γεμάτη πιάτα με κόκκινες και μπλέ μπορτούρες,καθρέφτιζε τις ανάσες τους,ανατέμνοντες κύκλους,
από τον βαρύ σέρτικο καπνό,που σαν χοές του μάντη,
χτύπαγαν στο τάβανι και διαλυόταν μέσα στην ντροπή τους .

Ο Ιανός,έτσι άκουγε,έτσι μάθαινε,
να διαβάζει με μουσική,να σκέφτεται με μουσική,
είτε από το πληγωμένο γραμμόφωνο,
είτε απο το ραδιόφωνο που δεν σταμάταγε ποτέ..
Χάζευε τον Μανώλη που τον λέγαν Γιάννη,
και πάντα συντροφευε τον πατέρα του,
στο πιώμα,με εκείνα τα κόκκινα ξεθωριασμένα καρτούσο,της οκάς τότε.
Και,όταν οι αναθυμιάσεις του καπνού και της ρετσίνας,
του μοσχάτου,και της σούμας,που,συνόδευαν τους ήχους,
σαν τα μεράκια του,φτάναν ίσαμε το ταβάνι,
σηκωνόταν και έριχνε μερικές γυροβολιές,
χορεύοντας βασικά με τον ευατόν του.
Πάλευε με τους δικούς τους θεούς,και ήθελε μοναξιά και υπακοή,
μια σχέση απόλυτη με τον ουρανό,το σώμα του,και την γή που τον κρατούσε όρθιο.
Χόρευε ζειμπέκικο,πάντα με ένα μισοτσίγαρο στο στόμα,
πάντα ευθυτενής και ίσιος,σαν κυπαρίσι σκοτεινό,θανατερό,
κουνιόταν σε ένα ρυθμό,ίσα ίσα που ακολουθούσε τα βήματα στα εννέα όγδοα,
όπως έμαθε αργότερα ο Ιανός,πως ήταν ο ρυθμός του ζειμπέκικου .
Εβλεπε τον Γιάννη που θάπρεπε να τον λένε Μανώλη,
να χορεύει στα καφενεία,στις γιορτές που Αηγιαννιού,
αυτός ένας Μανώλης,πάντα με τον ίδιο τρόπο,στητός,
σχεδόν καμαρωτός,έσκυβε λίγο το κεφάλι,
και τούφες απο μαύρα μαλλιά του σκέπαζαν το πρόσωπο του,
έσερνε τα βήματα του αργά,βαριά στην γή,
και γυρνούσε σαν παληό καράβι που ετοιμάζεται να μπεί στο καρνάγιο να γίνει παλιοσίδερα.
Χόρευε για το θάνατο,χόρευε για την απελπισία του,χόρευε χωρίς ελπίδα,
πάντα μόνος του,στην πίστα απο μωσαικό στο σπίτι,η στα μισοφaγωμένα σανίδια πούσκουζαν απο τα ασήκωτα βηματά του,στον καφενέ.
Ποτέ,δεν κοίταγε προς το θεό,κοίταγε την γή και πολεμούσε μαζί της,
ποτέ,δεν στριφογύριζε,δεν έκανε φιγούρες,μόνο αργά βήματα,
και πάντα στις άκρες των δακτύλων των ποδιών,ακροπατούσε στην γή,
τρυφερά την μιά,και με βιά την άλλη .
Αυτό,ήταν το ζειμπέκικο του Γιάννη,αυτό σπούδασε ο Ιανός,
αυτό τον συγκλόνισε,αυτός ήξερε,οτι θα ήταν ο χορός του μέλλοντός του .

Κάπως έτσι λοιπόν,ξεκίνησε ο θίασος του ζειμπέκικου,
πρώτο μέλος ο Mανώλης και ο Γιάννης,και σιγά σιγά μέχρι σήμερα,
μπήκαν πολλοί,ένας- ένας έβαζαν και ένα σημάδι διαφορετικό,
μια φιγούρα αλλιώτικη,ένα τραγούδι εμμονικό,
άλλοτε με το θεό,άλλοτε με τον δαίμονα,
μάσκες και προσωπεία,καρναβάλια,και νεράιδες,
έφτιαξαν το θίασο του ζειμπέκικου για τον Ιανό.

Με τον Γιάννομανώλη,έμαθε να του αρέσει η μουσική,
έκανε και μαθήματα,έπαιζε και την γκραν κάσα στην φιλαρμονική,
αλλά το ζειμπέικικο ήταν το απωθημένο του,η ανάγκη επικοινωνίας του.
Πολύ μικρός ακόμη,μαθητής στο γυμνάσιο,άρχισε τα πρώτα του βήματα.
Ομως χόρευε σαν κατσίκι που το κυνήγαγε ο τράγος.
Ωσπου μια μέρα,σε ένα καπηλειό,σε ένα διπλανό χωριό,
σηκώθηκε να χορέψει,ξενέρωτος και αλαφροίσκιωτος νεαρούλης,
αλλά το τσαλίμια και  οι γυμναστικές επιδείξεις δεν συγκίνησαν κανένα,
αυτό δεν ήταν χορός,ήταν τα μπαλέτα της Δώρας Στράτου.
Εκεί,στο ίδιο καπηλειό,καθόταν ένας  τύπος,ένας απόκληρος του καθωσπρέπει,ξυπόλητος,με ένα παντελόνι με μπαλώματα,
και ένα χοντρό σπάγγο για ζώνη στην μέση.
Κοίταζε τον Ιανό που χόρευε και ήταν ο μόνος,που,σαν τελείωσε δίσκος στο τζούκ μπόξ,σηκώθηκε τον πλησίασε και του μίλησε
-''Ποιανού είσαι λεβέντ'μ ..''
-Του Γανουτζή'' αποκρίθηκε ο Ιανός,φοβισμένος
-''Α,του Γανουτζή,του Γιάν';''συνέχισε ο ζήτουλας.
-''και δεν μλές,χορέβς,η πατάς σταφύλια;''
Tον έκατσε κάτω λοιπόν,ο Λωλομανώλης,έτσι τον λέγαν τον ζήτουλα,
και του εξήγησε τα μυστικά του χορού.
-''Πιές λίγο,θόλωσε το μυαλό σου,άνοιξε το,σήκωσε το κεφάλι στο ουρανό,
μίλα με τον Θεό,σύρε τα βήματα σου αργά στο ρυθμό,άπλωσε τα χέρια σαν φτερούγες,σαν τους δερβίσηδες,μην κάνεις τσαλίμια,
μην λυγίζεις χέρια και πόδια,τα χέρια σου σπαθιά,
να σκίζουν τον αέρα,και τα πόδια σου,
σαν απο γρανίτη να βαθουλώνουν την γή.
Μίλα με το Θεό σου,μπές μέσα στην μήτρα της γής,
ικέτεψε,κάνε το κορμί σου αλεξικέραυνο,να περάσει μέσα του ο κεραυνός,
και να χαθεί μέσα στο κόρφο της γής.
Διάλεξε ένα τραγούδι η ακόμη ένα,και χόρευε τα διαφορετικά,
όχι το ίδιο,δώσε στην μουσική του καθενός,χρώμα και ζωή,
ζήσε τους στίχους,και υποτάξου στους ήχους της μουσικής''.

Αυτός,ήταν ο πρώτος και μοναδικός του δάσκαλος στον ιερό χορό.
Αρχισε να κάνει όσα του είπε,και κατάλαβε οτι,αυτό ήταν,
βρήκε σιγά τα κουμπιά του,και έτσι,κατέληξε ο κορυφαίος του θιάσου.

Στην Αθήνα,συνέχισε την εντρύφηση με τα τσάκρα του ζειμπέκικου,
άρχισε να μελετάει την προέλευση,την ετυμολογία.
Απο τους Ζειμπέκους με τα βαριά ρούχα,
να χορεύουν αρματωμένοι,ένα χορό σε βυζαντινό ρυθμό,
αργά και κυκλικά,στην ουσία μια ικεσία πολεμική,
ένα μαντείο πούβγαζε προφητείες,μέσα απο το χορό,και τα βαριά χασικλίδικα τσιγάρα. Την σχέση του ανθρώπου με τον Θεό (Ζευς),ένα αντίδωρο(μπέκος=ψωμί),
μετά την θεία μυσταγωγία.

Τα χρόνια της εφηβείας,βρήκαν τον Ιανό απόλυτα πολιτικοποιημένο,
ιδεολογικά εξαρτημένο από τις μεγάλες εξεγέρσεις σε Ευρώπη και Αμερική,
και ταυτισμένο με μια ελπίδα,οτι τάχαμου,αυτήν,
την προσέφερε μόνο η αριστερά,η πολύ πέρα αριστερά,
και η οποία με την σειρά της,οδηγούσε και σε συγκεκριμένα ακούσματα μουσικά.
Αντάρτικά,ρεμπέτικα,μόδα αμπέχωνο,ινδικές φούστες και αξύριστα πόδια, απελευθέρωση και φαβορίτες,μούσι και καμπάνα παντελόνι,
βερμούτι και ρετσίνα στα υπόγεια,ποίηση Βάρναλης και Ρίτσος.
Ο χορός των αθανάτων,υποχώρησε στις παρέες,
όμως ο Ιανός σε αυτό,παρέμεινε πιστός μύστωρ,και κρυφός Διόνυσος .
Στην εφηβεία και στα επόμενα χρόνια,χόρευε δύο τραγούδια,
που ήταν η επιτομή του χαρακτήρα του και της φύσης του,
από την μιά έτσι,και από την άλλη,το ακριβώς αντίθετο.
Εψαχνε στην ψυχή του να βρεί το μέτρο,το τρόπο που μέσα από την μουσική,
κυρίως μέσω απο το χορό του,να βγάζει φόρα παρτίδα την ανάλυση της ψυχοσύνθεσης του.Ενα αόρατο χαρτί που κάποιος ψυχοθεραπευτής,
θα το διαλαλούε σε όλους,μέσα απο τις στροφές,τα βήματα,
και τις εκφράσεις του Ιανού.

Το ένα τραγούδι,ήταν το''Είμαι αητός'' του Χατζηδάκη,
και το άλλο ήταν''Η αλάνα''του Σπανού,σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου.
Πόσο διαφορετικά ήταν,πόσο μακρυά το ένα απο το άλλο,
και όμως,χαρακτήριζαν τον Ιανό για πολλά χρόνια,
ήταν η βιογραφία του γραμμένη σε νότες,στροφές,βήματα,και κινήσεις.

Η''Αλάνα''ήταν,η προσομείωση όλων των απωθημένων κακών,
ήταν η φτώχεια,ήταν η πληγή που παρέμεινε ανοιχτή,
που δεν έκλεινε με αγαθά,με μονόλιρα και πεντόλιρα,.
Ηταν η χαμένη επανάσταση και το τίμημά της,
ήταν η μάνα,ήταν η Παξινού στο''Μάνα κουράγιο'',
που αντέχει και υπομένει.
Ηταν η ίδια η Ελλάδα,να σέρνεται στα σκαλιά,
καθαρίζοντας τις σβουνιές των αρχόντων.
Το χόρευε ο Ιανός ακροπατατώντας,σαν να μην ήθελε να τρομάξει κιάλλο,
την μάνα γή,το χόρευε με ελαφριές περιστροφές,σαν να φοβόταν οτι,
η λιγοστή ελπίδα πούχε μέσα του,θα χανόταν μέχρι τελειώσει.
Το χόρευε όμως και για τον ευατό του,τον πόναγε αυτό το τραγούδι,
για κάθε ξεριζωμό πούχε κάνει,για κάθε συμβιβασμό πούχε καταπιεί.Τόλεγε,τόβλεπες,ήταν εκεί,με τον ίδιο αμείλικτο τρόπο,
ήταν η χαμένη του νιότη,η προδομένη απο τον ίδιο εξέλιξη των πραγμάτων,
 η σχέση με τον πατέρα του,ήταν η επιτομή της χαμένης του επανάστασης,
της προδοσίας όλων των ελπίδων,
που ο ίδιος σκόπιμα και ηθελημένα παράτησε,
στην ουσία ξεπούλησε,μαζί με την αριστερά που τον απογοήτευσε,
και τον καινούργιο κόσμο που γινόταν σαν τα μούτρα των παλαιότερων.
Ακόμη και σήμερα όταν το χορεύει,σπάνια πιά,
νοιώθει να χάνεται στις αυταπάτες του,
και στις σκληρές σαν πέτρα πιά,ουτοπίες του..

Απο την άλλη,ήταν ο''Αετός''του Χατζηδάκη με το κρυστάλινο ήχο,
την εξαίσια ενορχήστρωση,την θεική φωνή του Μπιθικώτση,σε στίχους της μεγάλης Ευτυχίας Παπαγιανοπούλου,και μπουζούκι τον τεράστιο Γιώργο Ζαμπέτα.
Τραγούδι απο τον Αισχύλο μέχρι τον Ατρέα και τον Πρίαμο,
για όλους όσους,πετούσαν ψηλά,πολύ ψηλά,κοντά στο ήλιο,
και πάντα η αγάπη που πονάει,κόβει φτερά και γκρεμοτσακίζει τους αητούς,
όταν πετάξουν πάνω απο τον ορίζοντά τους.
ο Ιανός ,αυτό το τραγούδι,το καταλάβαινε αλλιώς,
ήταν η ευγένεια της μουσικής του Χατζηδάκη,
ήταν η μποέμισα Ευτυχία που ήθελε να σε πονέσει,κόβοντας τα φτερά,
και ήταν ο καθάριος ήχος της φωνής του Σερ Μπιθί,στολισμένους με ήχους από περίτεχνα γυρίσματα τρίχορδου μπουζουκιού απο τον Αράπη ..
Ήταν όμως,του διαφωτισμού,ήταν συντηρητικός τρόπος ,όμορφα ρούχα,
πλυμένα,καθαρά,με μπλέ φιόγκους,να θυμίζουν θάλασσα,
να αγναντεύουν τον πολυκάφτη Ηλιο από κοντά,
ένας δυτικός Ικαρος,ένας Βολαταίρος,ένας Κοραής,ένας Σεφέρης .
Το χόρευε και μίλαγε,το χόρευε με απλωμένα τα χέρια του,
να σκεπάζουν την γή,να σκοτεινιάζουν την πλάση,
όταν η αγάπη τόκοβε τα φτερά,αλλά,ότι και νάκανε,
ότι και νάκοβε,ήταν αγάπη,και το χέρι αυτό το λατρευτό,
θα το αγαπούσε πάντα,γιατί η αγάπη θέλει μάγουλα,
να γυρίζουν,και να πονάνε και το δύο,το ίδιο πολύ .
Ηταν ο χορός του σαλονιού,ήταν ο χορός του έρωτα και του συναισθήματος,
της ήρεμης δήλωσης,της αποφασιστικότητας,αλλά και της δήλωσης υποταγής,
στα ανώτερα συναισθηματικά.

Και μετά ήρθε η Ευδοκία,αυτή η πουτάνα του νταβατζή πρώην χωροφύλακα,
ο λοχίας Μπάσκος,στην ταινία του Αλέξη Δαμιανού το 1971,
σε μουσική του Μάνου Λοίζου,και καθόρισε την έννοια του κοσμικού,δήθεν,Ζειμπέκικου.
Η καταπληκτική μουσική του Μάνου,επισκίασε την επίσης καταπληκτική ταινία, γυρισμένη καταμεσής της δικτατορίας,ακουμπώντας τα ιερά και όσια της εθνικοφροσύνης,ο λοχίας,ο πρώην χωροφύλακας νταβατζής,η πουτάνα του,
ο έρωτας που γενήθηκε στο ταβερνάκι,και μετά,
απλώθηκε στα καμαράκι της τρώγλης,όλα ήταν,ίδια η Ελλάδα.
Η μουσική τάσβησε όλα,έμεινε ο ήχος αιώνιος,χωρίς κανένας,
να τολμήσει ποτέ,να προσθέσει στίχο σε εκείνη της θεία λειτουργία της ζωής.

Στα χρόνια που ακολούθησαν,λίγοι το ήξεραν,και ακόμη λιγώτεροι το χόρευαν.
Ομως,ήρθε το Πασόκ,και μπήκαν όλα σε μια κρεοτομηχανή,που άλεθε τα πάντα, ιδέες,ελπίδες,όνειρα,βόλεμα και μπάκες,μουστάκια και σινιέ,επανάσταση του καλού και του κώλου,ένας νέος κόσμος είχε ξαφνικά γεννηθεί.
Τότε,μέσα στα ψέμματα μιας ουτοπίας,ανακάλυψαν κάποιοι την μουσική του Λοίζου,απόδειξη της επαναστατικότητας τους,και σύροντας βήματα,
έγιναν υμνητές του ζειμπέκικου της Ευδοκίας .
Και,έγινε το περίφημο Ζειμπέκικο,πανελήνιος ύμνος,του κάθε δήθεν,
και γέμισε η πίστα απο δηθεναριό,και η μυθοποίηση του,τόκανε νερόπλυμα,
και απο απόσταγμα,έγινε απόστημα .

Ο Ιανός,βρέθηκε στα ίδια βήματα,με όλο το συρφετό αυτό,
ακουμπούσε τα ίδια γλυστερά και γλοιώδη μονοπάτια της νέας εποχής,
και το υιοθέτησε,σαν το ιερό δισκοπότηρο,της δικής του επιβεβαίωσης.
Είδε την ταινία με κανονικό ήχο πιά,γιατί στην δικτατορία σχεδόν δεν άκουγες τι λέγανε,μελέτησε την μουσική,μέσω απο διαβάσματα γιαυτήν,
και άρχισε να προσαρμόζει τα βήματά του .
Η Ευδοκία τον χαρακρήριζε,το αργό βήμα δεξιά,
το ελαφρό τρέμουλο,λύγισμα,στο αριστερό του πόδι,
η έξη,να χορεύει ακροπατώντας,όλα ήταν αρχέγονες αναφορές .
Στον πάνω Θεό,όταν όρθωνε το κορμί του,
κοιτώντας τον με παράκληση άλλοτε,με ειρωνία άλλοτε.
Η γυροβολιά με τα χέρια ανοιχτά,το πέταγμα του αετού,
η αέναη προσπάθεια του,να ισοροπήσει μεταξύ του εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου,η κίνηση φόβος για τους άλλους,τους κακούς και τους εχθρούς,
το αχνοπάτημα για να μην τσατίσει το κάτω θεό,η κίνηση των χεριών,
από το άπλωμα στην ικεσία,παράκλητος και ικέτης μαζί,
ένας λοχίας που κοιτάει την ζωή-πουτάνα,
ο ήχος που σαλεύει το μυαλό,που κρατάει ίσια και κυματιστά βήματα,
προς την τελική μάχη με τον θάνατο.

Ο Ιανός χόρευε όπως ζούσε,εγκεφαλικά,
έβαζε όλους τους απέναντι σε αναμονή,
θεούς,δαίμονες,νεράιδες,το καλό και το κακό,την ζωή και τον θάνατο.
Χόρευε σαν δερβίσης ποτισμένος με το αφιόνι της αφαίρεσης απο τα εγκόσμια,
και σαν αναστενάρης γεμάτος πίστη απέναντι στο λογικό των άλλων .
Οταν χόρευε την Ευδοκία,όπως είχε πεί και ο ίδιος ο Ιανός,σκεφτόταν αλλοπαρμένα:Aλλοτε τον Τάλως με τα βήματα του,
που άνοιγαν τρύπες-πηγάδια,πέρα-δωθε στην Κρήτη,
τον Ατλαντα μονίμως γυρτό απο τα βάρη όλης της γής,
τον Προμηθέα,που φύλαγε το κλεμμένο φως,μην και,του σβήσει,
τον Οιδίποδα μπροστά στην Σφίγγα και τον Αχιλλέα κατεβαίνοτας τον Αδη.

Δεν τον ενδιέφερε,η άποψη των άλλων,αν χόρευε καλά η όχι,
άλλωστε γιαυτό,μεταξύ άλλων,είχε επιλέξει το συγκεκριμένο χορό,
που δεν είχε βήματα και τεχνική,είχε μόνο ψυχή,Θεό και καρδιά.
Ηταν γιαυτόν μια παράσταση,έδινε μια παράσταση,έπαιζε μόνος του,
όλους τους ρόλους,δεν τον ένοιαζε,παρά μόνο,νάναι μόνος του,
νάναι με τις μάχες του,και τις χοές του .

Οι χοροί ζεμπέκικου του Ιανού,ήταν ο καθρέπτης της ψυχοσύνθεσης του,
όποιος τον είχε μελετήσει έστω και λίγο,καταλάβαινε οτι,
μόνο τότε εκδηλωνόταν πραγματικά,μόνο τότε έβγαζε απωθημένα,
μόνο τότε,έκανε την ζωή του φραγκοδίφραγκα,και τα μοίραζε.

Χόρευε,και ο πηλός απο χώμα έπαιρνε σχήμα,γινόταν κανάτι και αμφορέας,
απόμεινε να πλουμιστεί με σχέδια απο τις σκηνές της ζωής του,
που χωρίς το χορό,θάταν,σαν σε κέντημα,
με τετράγωνα σπίτια,κρεμασμένο στον τοίχο...

 Μια στροφή,ένα πέταγμα,ένα ακροπάτημα,μια κραυγή,και μια ικεσία 

Ενα χορός,ο χορός της ζωής του ...


ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ

 



















 









 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...