Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3:Ο ΙΑΝΟΣ,και Η ΙΟΚΑΣΤΗ


Ο καιρός,ο χρόνος δηλαδή,που χάνεται,που,δεν μπορείς να τον σταματήσεις,
είναι σαν το βέλος,πούφυγε απο την χορδή,και ποτέ,μα ποτέ,
δεν μπορείς,να πείς,όπα,μετάνοιωσα,γύρνα πίσω.
Εφυγε και κάπου θα καρφωθεί,όπου τόστειλες,η ακόμη και να πέσει ξεψυχισμένο κατάχαμα,αλλά την χάρη να ξαναμπεί στο θηκάρι,δεν θα στην κάνει..

Απο την άλλη ο Ιανός ήξερε οτι,η ζωή είναι ένα νόμισμα,
μπορείς να το ξοδέψεις όπως θες,αλλά μπορείς να το ξοδέψεις μόνο μιά φορά,
και πρέπει να δοκιμάσουμε έστω μια φορά.
Συγχρόνως όμως,είναι και πολύ σημαντική να την πάρουμε στα σοβαρά.

Είχε ξυπνήσει,από πολύ ώρα τώρα,και είχε κατέβει στην ακροθαλασιά,
κάθισε χάμω στην άμμο,με τα πόδια του να βρέχονται,
και το μυαλό του πάλι,ταξίδευε στο χρόνο,στην σχέση του με την ζωή,
πετώνταν βότσαλα σε μιά θάλασσα ήρεμη,
ακούγοντας τον σχεδόν αδιόρατο ήχο της,
σαν γουργούρισμα ερωτιάρας γάτας,
πνιγμός απο μια αγκαλιά,την αγκαλιά της Ιοκάστης,
που την άφησε να κοιμάται στο δωμάτιο,μερικά μέτρα πιο πάνω.
Είχε φύγει απο το δωμάτιο,πολύ πρωί,
όταν ο ήλιος έκανε τα πρώτα του βήματα στην μέρα,
μια άχνη απο ζάχαρη καθόταν πάνω απο την θάλασσα,
και εκείνη ξαπλωμένη στο πλάι,επίτηδες μισόγυμνη,
τα όμορφα χαρακτηριστικά της γαλήνια,κοιμόταν ονειρευτόταν,
ψίθυρος η αναπνοή της.Πόσο όμορφη ήταν..
Την παρακολούθησε για μερικά λεπτά ακούνητος,
σαν κούτσουρο,ένα κούτσουρο που όμως άρχιζε να παίρνει φωτιά.
Είπε,να την ξυπνησει,όχι, άστην,να κοιμηθεί,
και έφυγε με κρύα καρδιά,και φλόγα στα σκέλια.  

Ηταν η Ιοκάστη,ήταν πράγματι αυτή,που κοιμόταν μακάρια,
μια πιρόγα που πήγαινε και που ερχόταν;
H ήταν μια ακόμη αυταπάτη,από τις τόσες που ταλαιπωρούσαν τον Ιανό;
Την αγαπούσε άραγε,όπως της έλεγε,η ήταν μέρος του σχεδίου κατάληψης του οχυρού,και έπρεπε να χρησιμοποιήσει το μαγικό κριό της αγάπης,
για να ανοίξει την πόρτα της;
Την αγαπάς,βρε ανισόρροπε,απευθύνθηκε στον εαυτόν του,
πετώντας με δύναμη ένα βότσαλο ίσαμε πέρα που μπορούσε,
και αμέσως απάντηση στην ερώτηση βρήκε.
Αν οι κύκλοι του βότσαλου φτάσουν μέχρι τα πόδια του,
ναι,την αγαπούσε.
Κοίταζε το βότσαλο πούφυγε για αποστολή μεγάλη,
έσκασε με την πλάτη στην θάλασσα και κύκλοι μεγάλοι άρχισαν να γίνονται,
έλα,κιάλο,σκεφτηκε δυνατά,έλα,σε παρακαλώ.

Σκεφτόταν οτι,η αγάπη δίνεται πάντα,σαν δώρο ελεύθερα.
Προσφέρεται ακόμη και όταν οι άλλοι δεν την αναγνωρίζουν,
και δεν την εκτιμούν.Δεν αγαπάμε για να μας αγαπήσουν,
αγαπάμε γιατί έτσι νοιώθουμε.
Σε αυτό,ήταν απο τότε και πάντα απόλυτος.
Οταν ένοιωθε ο Ιανός δινόταν απόλυτα,
χωρίς να περιμένει τίποτε απολύτως.
Πόσες φορές πληγώθηκε με αυτή την στάση;Σχεδόν πάντα.
Πόσες φορές αφέθηκε σε αυτήν,λίγες,πολύ πολύ λίγες.

Ενοιωθε μετανοιωμένος,άραγε,που πήρε την κοπέλα του φίλου του,
η μήπως θα γινόταν έτσι κι'αλλιώς,και αυτός δεν είχε καμμιά ευθύνη,
απλώς του προέκυψε,κάτι σαν ευκαιρία στις εκπτώσεις.
Ε,όχι και εκπτώσεις η Ιοκάστη,μάλωσε την απαράδεκτη σκέψη του.

Ηταν έπαθλο,ήταν βραβείο,ήταν επιδίωξη,του μπορώ και τόχω,
η ακόμη απόδειξη της αδυναμίας του φίλου να την κρατήσει,
τι στο διάολο ήταν τελικά;Tην ήθελε πραγματικά;
H μήπως,αφού προέκυψε,άστο να δούμε που πάει.
Σκέψεις ανακατεμένες με ενοχές,αυτές οι ένοχες.
Τόχε επιδιώξει και στο παρελθόν να το ξανακάνει,
δεν τούκατσε,γιατί η τύπα,
δεν ήταν πραγματικά του γούστου του,
τούριξε και χυλόπιτα,και  δεν έγινε η φτιάξη.
Ηξερε επίσης οτι,στο σύμπαν του,
είχε γραφεί οτι,θα ξαναγινόταν.
Ποιός ξέρει,με ποιές συνθήκες,ποιοί άνθρωποι,
θα μπλέκαν στα δίχτυα της ανάγκης του αυτής,
η της πραγματικότητας της ζωης του.
Σκεφτόταν,είχε χαμηλώσει το κέφαλι του,
σαν τύψεις απο μελλοντικές αμαρτίες,
που σήμερα προεξοφλούνταν με τόκο επίμονο.

Σήκωσε το κεφάλι και την είδε νάρχεται,
και όλες οι σκέψεις χάθηκαν με μαγικό τρόπο,
και τώρα τα μάτια,σήματα δίναν σ'όλο το σώμα του.
Ερχεται,είπαν οι σηματαιωροί,και σημαίες,σημαιάκια σηκώθηκαν,
να την υποδεχτούν,όπως της άξιζε.

Ηταν ψηλή,πολύ ψηλή για γυναίκα,λεπτή με λίγη αδιόρατη περιφέρεια,
μικρό σχετικά στήθος,όμορφα μαλλιά μακρυά,στο χρώμα του κάστανου,
μάτια μελιά,με όμορφο καθαρό κατάλευκο πρόσωπο. 
Είχε την φινέτσα της Γαλίδας μάνας της,τα λεπτά χέρια σαν κρίνα δάχτυλα,
και την αψάδα του ανεμοδαρμένου βλέμματος,
κληρονομιά απο τον ναυτικό πατέρα της .
Μερικές φορές τον φόβιζε η ματιά της,το βλέμμα της,
λες και έψαχνε μέσα του,τον ανέκρινε,
να τα πεί όλα,να ομολογήσει οτι,ήθελε αυτή.
Αλλοτε ταξίδευε με τα βλέμα της μακρυά,να φύγει,
να μην σκέφτεται,την μέγαιρα μάνα της,έτσι πίστευε,
την έβλεπε και αυτή,λαθεμένα,
όπως τόσοι,και τόσοι άλλοι,τους γονείς τους .

Ανέμιζαν τα μαλλιά της στο πρωινό αεράκι,
και όπως με χάρη κινούσε το κορμί της,
κύματα έρωτα,μαζί με ανεξιχνίαστα και ανομολόγητα,κυρίευσαν τον Ιανό,
ήταν εκεί,ήταν δική του,την είχε κατακτήσει,έτσι ήθελε εκείνη την στιγμή,
και έτσι τούλεγε το σώμα του.
Φορούσε φόρεμα,μπλέ με άσπρα λουλούδια,με κουμπιά μπροστά,
από πάνω μέχρι κάτω,λευκά μεγάλα κουμπιά,και κάποιο,απ'αυτά,
το παρακάτω,επίτηδες ξεχασμένο,μόνο του,
να νάναι η θέα απο τα πόδια της ανεμπόδιστη,
και η πρόκληση επίτηδες,ανέμελη,και ανάλαφρη .

Ξέχασε,να ρωτήσει τον εαυτό του ο Ιανός,γιατί δεν φόρεσε μαγιό,
και μούρθε σαν πήγαινε  για επίσκεψη στην ακρογιαλιά,
αλλά ήξερε την απάντηση.

Οταν ήταν με τον Αγησίλαο,φορούσε περίεργα,
για τα γούστα του Ιανού εσώρουχα,
μπέζ σουτιέν και μπεζομώβ βρακιά.
Δεν ήταν δα,και δύσκολο για έναν φετιχιστή σαν τον Ιανό,
να μην προσέξει τι εσώρουχα φορούσε.
Λίγο από τον ώμο,λίγο απο το επίτηδες ανακάτεμα των ποδιών,
είχε πλήρη εικόνα.
Τώρα,πώς,και φορούσε μόνο λευκά η κυρίως μόνο μαύρα,
ποιός,της το σφύριξε οτι,αυτά άρεσαν μόνο στον Ιανό,
ήταν ένα δομικό ερώτημα.
Μετά,έμαθε από εμπειρία πια,οτι,οι γυναίκες,
που έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτόν τους,
ξέρουν να κάνουν τυχαία,πολύ σημαντικά πράγματα,
Αλλά τότε,η Ιοκάστη,πως τόξερε,πότε είχε γίνει η αλλαγή;

-''Γειά'' είπε,και η θάλασσα κάτι πήγε να πεί θαρρώ,αλλά ποιός την άκουσε.
-''Καλημέρα'' είπε ο Ιανός,''δηλαδή,καλό μεσημέρι'',το διόρθωσε,
 νάναι δήθεν ακριβής,να πεί μια ατάκα,κυρίως όμως,
 να μην φανεί,πόσο,τον είχε συναρπάσει η παρουσία της.
'-'Ωραία περάσαμε χθές'' είπε η Ιοκάστη,''πολύ μου άρεσε''.
-''Ναι ήταν υπέροχα'' συμπλήρωσε ο Ιανός,και ντράπηκε να ρωτήσει,
 ποιό απ'όλα,απ'όσα συνέβησαν χθες,
 τhν είχε εντυπωσιάσει,το φαγητό,η συζήτηση,το κρασί,μετά,όλα;
 Πήγε να ρωτήσει λίγο περισσότερα ο Ιανός,για εκείνο το μετά,
 αλλά αμέσως το μετάνοιωσε.
 Ασε,σκέφτηκε ο Ιανός,που είχε και τις αμφιβολίες του,
 αυτή είχε τόση εμπειρία,κι΄αυτός σιγά τα ωά,
 κάτι παρθένες που δεν ήξεραν την τύφλα τους,
 και κάτι ξεπετάχτρες κνίτισες.

Εκατσε δίπλα του,κόλησε σχεδόν πάνω του,άνοιξε τα πόδια της,
και ο ήλιος,σαν να ψιλοντράπηκε και γύρισε αλλού,
αλλά μετά του άρεσε,και καμάρωνε κορδωτός,
και ζέστη χαλαρή άπλωσε πάνω στα ανοιχτά πόδια της.
Χθες μαύρα,σήμερα λευκά,τέλεια,μπράβο μου,μονολόγησε άηχα ο Ιανός .

-''Τι θα κάνουμε σήμερα;
-''Νάναι,όπως χθες,συμπλήρωσε εκείνη,
 και αύριο,νάναι ακόμη καλλίτερα''.
 Ζορίστηκε λίγο ο Ιανός,μήπως και δεν,πολύ,χθες,
 και σήμερα,πρέπει να γίνει καλλίτερο.
-''Οτι θες εσύ'' είπε.''Ομως,ας απολαύσουμε την θάλασσα,
 ας κάνουμε μπάνιο,και μετά όλα,θα γίνουν σωστά και τέλεια ..''
 Εμειναν εκεί ώρα πολύ,αμίλητοι,σχεδόν την περισσότερη ώρα.

Χθες,ο Ιανός σε μια ακόμη επίδειξη γνώσεων,
προσπαθώντας να την εντυπωσιάσει, 
της είχε πει,για την ευτυχία,κατά Πλάτωνα και Κάντ .
Τώρα αυτή,καθισμένη δίπλα του κολλημένη απάνω του,
κοιτώντας την θάλασα, μαγεμένη απο την εικόνα,και την στιγμή,
σκεφτόταν όσα χθες είχαν συζητήσει,και ήταν τόσο πολλά.
Πόσο όμορφα πράγματα της έλεγε,σκέφτηκε,πόσες ιστορίες απο παληά,
πόση αναζήτηση της έβαζε να κάνει με το μυαλό της,πόσο χανόταν,
γινόταν μέρος,συμμετείχε στους ήρωες του,ήθελε να μην σταματήσει να της λέει,
για τις μεγάλες έννοιες,τις μεγάλες ιδέες,ήθελε να τα ακούσει όλα.
Θυμόταν οτι,για τη ευτυχία,της είπε:
H ευτυχία είναι υπέρτατο αλλά ανέφικτο αγαθό,απρόσιτο,
το αναζητάς εναγωνίως,το πλησιάζεις λίγο,και ποτε δεν το φτάνεις,
χάνεται,στο επέκεινα,στο αύριο και στο μεθαύριο,
είναι όμως πάντα η μοναδική επιδίωξη του ανθρώπου..

Η ίδια πίστευε μέχρι τώρα οτι,κάποιου είδους ευτυχία την είχε πετύχει,
πίστευε οτι,η ανάγκη και ικανοποίηση είναι ευτυχία,
όπως λόγου χάριν,να μπεί στο πανεπιστήμιο.
Να την αγαπά ο πατέρας της,νόμιζε οτι ήταν μια ευτυχία,
άσχετα αν την πριόνιζε η παρουσία της μάνας της.
Βρέθηκε να ακουμπά σάρκες,και την έσωσε η ομορφιά της,
και το ένστικτο επιβίωσης,και μπορεί να κυλίστηκε λίγο,
όμως κατάφερε να σηκωθεί.
Ηξερε οτι αυτό,δεν ήταν ευτυχία,
ήταν το ζώο πού έπρεπε να κατασπαράξει,
για να μην το κατασπαράξουν.
Και αυτός ο γάμος με τον καθηγητή,
στην επίδίωξη της ευτυχίας τον κατέτασε.
Εκανε τεράστιο αγώνα,να πείσει τον εαυτόν της,
να τον αγαπήσει,να βρεί ένα ξεροκόματο ευτυχίας,
αλλά όσες προσπάθεεις και να έκανε,
ένα φίδι την γλώσσα,της εβγαζε,και την κορόιδευε,
δεν γίνεται έτσι,σαν της έλεγε.
Εψαχνε σε σεντόνια βρώμικα,σε σκιές απο λιγωμένα φώτα,
σπαταλούσε την νιότη για να αγοράσει λίγη ευτυχία,
λίγη αποδοχή,απο έρωτες μέχρι την κακόκαρδη μάνα της.
Και είτε,γιατί η ζυγαριά ήταν πειραγμένη,είτε το ζύγι λειψό,
πάντα της έμεινε η πικρή στυφή γεύση,της μιάς ακόμη φοράς,
χαμένης ευτυχίας .
Διέσχιζε την έρημο της ζωής της,τόσα σκοτεινά λούκια,
της είχαν συμβεί,γαμώτο,γιατί μόνο σε μένα;
Nόμιζε οτι, θα πνιγεί πολλές φορές,ζορίστηκε τόσο πολύ,
τόσες φορές,κυλίστηκε,γδάρθηκε,και το σώμα και η ψυχή της,
σχεδόν διαμελίστηκε μέσα της,τόσο νέα,ήταν αδικία.
Ο καθηγητής,της είχε πεί κάτι,που το κουβαλούσε σαν σταυρουδάκι πάνω της,
Η ουτοπία του σήμερα,είναι η αυριανή πραγματικότητα,
γιαυτό και πίστευε οτι δεν μπορεί,ονειρεύομαι τις ουτοπίες μου,
κάποιος θεός,θα μ'ακούσει.
Ολα αυτα μέχρι που γνώρισε τους δύο φίλους τον Ιανό και τον Αγησίλαο.

-''Tι σκέφτεσαι και έχει σκληρύνει το προσωπό σου;'' 
 Την ρώτησε ξαφνικά ο Ιανός.
 Τινάχτηκε σαν την τσίμπησε οχιά.
 Ωχ μπλέξαμε σκέφτηκε,αυτός εδώ είναι αλλιώς.
-''Τίποτε δηλαδή πολλά,ξέρεις η ζωή μου μέχρι τώρα,τόσα λάθη,τόσες πίκρες'' είπε.
-''Μην σκέφτεσαι δυσάρεστα,όταν περνάς ευχάριστα,είναι αχαριστία στην ζωή'' 
 της είπε ο Ιανός,δάσκαλε που δίδασκες σκέφτηκε.
-''Ναι'' είπε,''έχεις δίκιο'',αλλά μέσα της ήξερε οτι,είχε μπεί σε μονοπάτια,
 αβάδιστα,και τρίδρομα .

-''Ακου,άκου,τους στίχους'' από ένα ραδιόφωνο που έπαιζε δυνατά,
 κάπου εκεί δίπλα,την πρότρεψε ο Ιανός.
''Σκέπασε αλμύρα το γυμνό κορμί σου,σούφερα απο τους Δελφούς γλυκό νερό..
 στα δύο,είπες,θα κοπεί η ζωή σου..σκούριασε το κλειδί του παραδείσου ..
 Το καραβάνι,τρέχει μέσα στην σκόνη και την τρελή αου,κυνηγά σκιά..
 πως να ημερέψει ο νούς με ένα σεντόνι,πως να δεθεί η Μεσόγειος με σκοινιά,
 αγάπη που σε λέγαν Αντιγόνη ..'' 
-''Μήπως Ιοκάστη;'' του είπε τρυφερά.
 Ο ουρανός σκοτείνιασε,μπόρα ερχόταν,
 κλείστο το ρημάδι σκέφτηκε ο Ιανός 
 προσβάλοντας,τον Μητσιά και τον Αλκαίο,αθελά του .

-''Χθες το βράδυ,μου απάγγειλες ένα ποίημα,δεν θυμάμαι το όνομα του'',
 μισοψιθύρισε η Ιοκάστη.
-''Ναι του Κίπλινγκ.Το Αν'' είπε ο Ιανός.
-''Το θυμάσαι,να μου το ξαναπείς;'' Παρακάλεσε η Ιοκάστη.
-''Δεν το θυμάμαι όλο,αλλά θα σου πώ οτι μπορώ''

 -''ΑΝ,λοιπόν'',πήρε το ύφος του Τιμολέοντα Φανφάρα,
  ίδιος,ο Μιχαλακόπουλος

''Αν μπορείς στην τρικυμία να κρατήσεις την ψυχραιμία,
 αν μπορείς και στους εχθρούς σου,να απαντάς με το καλό,
 αν μπορείς να πειθαρχήσεις σώμα,πνεύμα και καρδιά,
 αν σε ψέμματα άλλων,δεν λες ψέμματα και σύ,
 αν τους γύρω λογαριάζεις τον καθένα χωριστά,
 αν μπορείς να κρατήσεις τα ξένα μυστικά,
 τότε ..με όλα αυτά θα μπορέσεις να ζήσεις,
 όπως πρέπει την ζωή σου,
 θα είσαι ένας ανθρωπος σπουδαίος και κυρίαρχος στην ζωή..''

Η Ιοκάστη έκλαιγε,είχαν γεμίσει τα μαγουλά της διαμαντένια δάκρυα.
Ελα είπε,πάμε τώρα,σε θέλω,σε παρακαλώ πάρε με.

Και μαζευτήκανε οι θεοί όλοι,παρατήσαν τις θεικές τους ασχολίες,
και  ο καθένας έδωσε οτι μπορούσε,για να γίνει η σμίξη μυσταγωγία,
να γίνει λατρεία του μυαλού με τα σώματα,
που,ιδρωμένα κυλιόντουσαν με μια μάχη χωρίς έλεος,
μια λατρεία και θυσία στους θεούς τους,που,αποσβολωμένοι,
παρακολουθούσαν ενεοί,και τα πουλιά,λευκά νεροπούλια αιωρίστηκαν, 
και μένοντας ακίνητα,το μεγαλείο της ζωής  παρακολουθούσαν .. 
-''Σ'αγαπάω φώναξε,πάρτα όλα,πάρε την ζωή μου..''  
Ηταν μάχη,ήταν θάνατος,ήταν θυσία,
ποιός νίκησε,ποιός έχασε,τι σημασία είχε πιά.
Και μετά ηρεμία,μέχρι και η θάλασσα,
κρατούσε την αναπνοή της.

-''Λοιπόν για πες'',μίλησε πρώτη η Ιοκάστη.
-''τι να πω'' ,ψιθύρισε ο Ιανός.

-Να ρωτήσω κάτι;'' με τα μάτια κλειστά,ρώτησε η Ιοκάστη.
-''Ξέρω τι θα πείς'' την διέκοψε,ο Ιανός.
-''Είναι αυτό αγάπη,αυτό δεν θα ρώταγες;''
-Nαι αυτό,αλλά,και κάτι άλλο,είναι αυτό,ευτυχία;''
 μονολόγησε η Ιοκάστη.

Δεν δόθηκε απάντηση,οι στιγμές περίμεναν υπομονετικά,
να ξανάρθουν,αν ερχόταν ποτέ....

Πέρασαν αρκετοί μήνες μαζί,πήγαν,την πήγε δηλαδή ο Ιανός,
στην Αλκυονίδα,να δεί Βισκόντι,και Αιζενστάιν,Μπονουέλ,
''τον Ρόκο και τα αδέλφια του'',με τον Ντελόν και την Παξινού,
την πήγε να δεί,''Τον Κύκλο με την κιμωλία'',
την πήγαινε και την τραβολογούσε δεξιά αριστερά,άλλοτε σαν τρόπαιο,
άλλοτε όταν το ζητούσε εκείνη,και όλα αυτά για να την μορφώσει,
να την ανεβάσει πνευματικά,να την αλλάξει,να την κάνει να ξεχάσει το παρελθόν.

Για ποιό λόγο,δεν έφηνε τον εατόν του να την αγαπήσει;
Γιατί έψαχνε διαδρόμους,και έκανε συνέχεια ζιγκ ζάκ με τις καρδιές και των δύο,
γιατί,γιατί,ίσως γιατί ήταν Ιανός,και γιατί ήταν πάντα ο Σκορπιός με τον Βάτραχο.
Ποιόν φοβόταν,τον χαρακτήρα,και το παρελθόν της Ιοκάστης,
η τον ίδιο του τον εαυτό;
Tης έλεγε,τα λόγια του Γκαίτε;
-''Oτι όνειρο μπορείς να το κάνεις,ξεκίνησε το.
  Η τόλμη έχει ιδιοφυία,μαγεία,και δύναμη μέσα της,ξεκίνα,τώρα..''.
 Φυσικά όπως πάντα,απευθυνόταν,στον εαυτόν του.                                                                                            

Η Ιοκάστη,ήθελε να δεί,να μάθει,ήθελε να τον ακούει,
να της λέει για ιστορίες,και φιλοσοφίες,να εξευρευνά την ψυχή της,
και το κορμί της,άκουγε,μάθαινε,άλλαζε,όμως είχε αρχίσει,
να μην μπορεί να κάνει χωρίς αυτόν,έγινε αυτοκόλητη μαζί του,
καθε στιγμή νάναι μαζί,να την προσέχει να την φροντίζει,
νάναι δάσκαλος και μαθητής μαζί της,
να της ανοίγει πόρτες και συρτάρια στο μυαλό της.

Ομως,θα άφηνε τον εαυτόν έρμαιο του Ιανού;πόσο ακόμη;
Aυτή,που,τους άνδρες τους είχε για κολατσιό,άρχιζε να την φοβίζει,
τον ερωτευόταν πολύ βαθειά,εξαρτιόταν,άρχισε να μην έχει άποψη,
περίμενε να της πεί αυτός,και αυτός,ήταν τόσο καλός μαζί της,
αλλά όσο προσπαθούσε να πάει κοντά του,αυτός έκανε ένα βήμα πίσω.
Αραγε φοβόταν να της ανοιχτεί,να την αγαπήσει όσο κιαυτή,
η φοβόταν την δέσμευση,και την ανάγκη,να δίνει λογαριασμό κάπου.

Σκεφτόταν μια οικογένεια με όμορφα παιδιά,να ασχολείται αυτός,
να τα μαθαίνει όσα ήξερε,να τα πηγαίνει σχολείο,να τα φροντίζει,
η μήπως δεν την ήθελε για μητέρα των παιδιών του;
Μήπως δεν θα γινόταν καλή μητέρα,μήπως δεν της άρμοζε αυτός ο ρόλος;
Παιδιά ίσον σκλαβιά,παιδιά ίσον θυσία,και αυτή ήταν τόσο νέα τόσο ομορφη.


Eίχαν περάσει ήδη δέκα πέντε μήνες,
και είχε γεμίσει ο χώρος αναμεσά τους,
με μήπως,iσως,μπορεί,με αναλύσεις και υποθέσεις,
όλα σε μονόπρακτα,χωρίς αντίλογο,χωρίς συμμετοχή.
Μονόλογοι απο ίσως,άρχισαν οι ανασφάλειες,το παρελθόν,
οι συγκρίσεις,και μπήκε φουριόζα στην ζωή τους,η λογική .

Αν στο παρελθόν σου,προσθέσουμε τον χαρακτήρα μου,
αν σε εκείνο που θα γίνει,αφαιρέσουμε τις επιφυλάξεις σου,
αν,αν,και έτσι η απόσταση μεγάλωνε,και μίκρυνε συνάμα η τρέλα.
Και γίναν και οι δύο,υπηρέτες της κανονικότητας,και των σωστών αποφάσεων.

Και έτσι,κάποια μέρα,βραδάκι,ήταν και χειμώνας και έβρεχε μονότονα,
βγάλαν τα απωθημένα τους στην φόρα μαζί,
είπαν λόγια πικρά,χωρίς λόγο,για τόσο λίγο που ήταν μαζί.
Ομως ήθελαν να κόψουν με κοφτερό μαχαίρι τις γέφυρες πίσω τους,
να μην υπάρξει περίπτωση να ξανασμίξουν,σε κάποια ακρογιαλιά.
Εκλαιγε η Ιοκάστη,ήταν ο χαμένος της παράδεισος,
ήταν η άλλη ζωή της,ήταν τα λόγια του,
ήταν τόσα,που δεν μπορούσε να τα αντέξει.

Αμίλητος ο Ιανός,την έβλεπε να κλαίει,σφιγγόταν η καρδιά του,
λυπόταν,του άρεσε όμως πολύ,ήταν κούκλα,της πήγαινε που έκλαιγε.
Είσαι τελείως ανισόροπος σκεφτόταν,αλλά,
δεν μπορούσε να της πεί,μείνε,δεν τούβγαινε,
την ήθελε,αλλά και δεν μπορούσε.
Ηταν σωστό ήταν λάθος,ποιός μπορούσε να το πεί τότε,
ήξερε ο Ιανός οτι,τα λάθη είναι η ζωή μας.

Εφυγε,κρατώντας την  κατακόκκινη ομπρέλα της,
για να μην φαίνονται τα δακρυά της,με φόρεμα πάλι μπλέ,
με λουλούδια,πάλι με κουμπιά μπροστα,και τα μαύρα της εσώρουχα,
και τον άφησε μέσα στο κρύο.
Θεέ μου μου,πως κρύωνε,είχε παγώσει,
έχει μείνει ένα ψόφιο κρυωμένο άγαλμα..

Την ξαναβρήκαν,μετά απο χρόνια στο Picclo mondo,
με κοντά μαλλιά,όμορφη όπως πάντα,πιο αδύνατη,μια οπτασία.
Ηταν με ένα πολύ πλούσιο τύπο,βολεμένη,
είχε πετύχει,και ήταν ευχαριστημένη.Ηταν,άραγε;  
Εκεί που καθόταν αποκαμωμένοι απο το ποτό,
εκείνη γύρισε στον Ιανό και του θύμισε μια κουβέντα τους,
όταν ήταν μαζί,και ήταν κάπως έτσι:
 --------------
-''Πες μου γλυκέ μου Ιανέ,πιστεύεις στην αλήθεια;''
 -''Aκου κορίτσι μου'' της αποκρίθηκε ο Ιανός.
 -''Πάντα αναρωτιόμουν,γιατί οι άνθρωποι ενώ απαιτούν,
  να τους λες την αλήθεια,μόλις το κάνεις,
  εκνευρίζονται,και αρχίζουν να σε αντιπαθούν..''
 -Και εσύ;''Tου αντιγύρισε.
 -''Πόσο περισσότερο αντιπαθής να γίνω πιά'' είπε ο Ιανός 
 -''Ναι,είναι αλήθεια οτι,είσαι πάρα πολύ αντιπαθής..''
   και του χαμογέλασε τρυφερά.  
 --------------
Γιατί το είπε τότε,και μάλιστα μπροστά στον Αγησίλαο,
δεν το κατάλαβε ποτέ ο Ιανός. 


Μίλησαν και οι τρείς μαζί,θυμήθηκαν όμορφες  στιγμές,
απέφυγαν τις δύσκολες,μελαγχόλησαν.  
Είπαν,να τα ξαναπούν όλοι τους,πιά.
Δεν γίνονται αυτά,έτσι.
Ομως,ο Ιανός επεδίωξε να την ξαναδεί,
βρεθήκανε σε ένα ξενοδοχείο,ήταν όμορφα πολύ,
αλλά,δεν ήταν αυτό,που θέλαν πιά,και οι δύο,

...και χάθηκαν οριστικά...

Ο Ιανός δεν έμαθε ποτέ αν βρήκε την ευτυχία,
που τόσο πολύ επίμονα έψαχνε η Ιοκάστη.
Η Ιοκάστη δεν έμαθε ποτέ, άν μπόρεσε ο Ιανός,
να αφήσει,κάποιον άλλο,να τον πλησιάσει,περισσότερο ..



 ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ









 





































Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...