Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019

Ο ΙΑΝΟΣ,Ο ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ ΚΑΙ Η ΙΟΚΑΣΤΗ

Θέλω να τα πώ,όλα να τα μοιράσω σε σελίδες απο φύλλα σφενδάμου,
νάναι ορνιθοσκαλίσματα γιατρού με άσπρη ρόμπα ξεκούμπτωτη,
να γραφούν στον σκληρό δίσκο της μνήμης του σύμπαντος ,
μήπως και αφήσω κάποια ίχνη στο πέρασμα των αιώνων,αμήν.

Φώναξα τον Αγησίλαο,και την Ιοκάστη,και εγώ ένας Ιανός,
παρέα όλοι μαζί,να αφουγκραστούμε,τα επισυμβαίνοντα,
μαζί με τα  επισυναπτόμενα και να μελλούμενα ίσως.
Ομως,πριν απ΄όλα, να σας συστήσω την παρέα,και το ποιόν της.

Ο Αγησίλαος είναι,ένας σχεδόν μεσήλικας άνδρας,
γενημένος στον αόριστο χρόνο του χθες.
Σε μια εποχή που έφτιαχναν ακόμη τα λουκάνικα με τα χέρια,
και βούταγαν τις παπάρες στο λάδι.
Τον είπαν Αγησίλαο,από τον Σπαρτιάτη βασιληά,αντί για Λεωνίδα,
που ήταν πιο λαμπερό όνομα,αλλά τους χάλαγε ο συνειρμός,
με τα σουβλάκια του Λεωνίδα.
Και αφού δεν ήταν πια σίκ το Λεωνίδας,πήγαν στον αδελφό του,
ήταν και σπάνιο,σαν κρόκος Κοζάνης,και του τόκατσαν.
Ο πατέρας του παπάς και η μάνα του παπαδιά,είχε ακόμη τρείς αδελφούς,
μια αδελφή όλοι τους χαμένοι στην εποχή τους,στα ρημαγμένα χρόνια,
και στα ροζιασμένα χέρια στο χωριό.
Σκλάβοι μιάς εποχής και μιας νοοτροπίας που τους επέβαλε το σωστό,
χωρίς ποτέ κανείς να τους ρωτήσει και να ασχοληθεί μαζί τους.
Δεν είχαν θέλω,είχαν πρέπει,γέμισαν απο ρυτίδες τα πρόσωπά τους,
κάθε μια και ένα σκληρό μάθημα,κάθε μιά ένα ξεραμένο ρυάκι χαραγμένο από τον ήλιο στο προσωπό τους.
Εμειναν εκεί,παρατημένοι οι ίδιοι,παραμελημένοι και ανήμποροι,
κινούμενες σκιές στα ανήλιαγα σοκάκια,παρέα με τις λύχνες γύρω απο τον γεροπλάτανο,τις πλαστικές καρέκλες απο τα πανηγύρια,
το χοιρινό στην λαδόκολα και τα  τενεκεδάκια της μπύρας παρατεταγμένα .

Ο Αγησίλαος ξέφυγε,φεύγοντας μια μέρα που κανείς δεν πρόσεχε το διάσελο, και με μιας βρέθηκε να φτιάχνουν τα χέρια του,μαλάκωσαν,τρυφέριαναν,
ίσιωσε και το κορμί του,πούχε γίνει σαν σκεπάρνι απο το σκύψιμο,
μπήκε και στο πανεπιστήμιο και τέλειωσε γρήγορα,αφού οι ενοχές του σωστού του τριβέλιαζαν το μυαλό, και δεν τον άφηναν να ξεστρατίσει,ήταν και ο παπάς, με την ρομφαία της ηθικής,και ο φύτουλας Αγησίλαος τέλειωσε το Πολυτεχνείο και κατετάχθη στους δέλτους των πολιτικών μηχανικών.
Παντρεύτηκε και μια τσαχπινούλα συμφητήτρια του,παρέες στις παρυφές των εύκολων καταστάσεων,λίγο απο επανάσταση,λίγο απο ρίσκα,
λίγο απο τζατζίκι χωρίς την μυρουδιά του κρεμυδιού,μπουάτ και βερμούτ στα όρθια,η στις ξέπνοες φλοκάτες της δεκαετίας του εβδομήντα,
διαβασμα,και λίγο Ράιχ,πολιτική μέχρι τα όρια της μάνδρας,
που είχε βάλει γύρω- γύρω, απο την ζωή του.
Κυκλοφορούσε με ένα καφέ βελουτέ παντελόνι, πολυκαιρισμένο,
στενό κάτω,και τσιγάρο άφιλτρο.
Προσλήφτηκε στο υπουργείο μεταφορών,με δόντι του παπά στο τοπικό βουλευτή,αλλά δεν πρόκοψε εκεί,έφυγε,και έγινε,αυτό που λέμε ελεύθερος επαγγελματίας.
Φοροδιαφυγή,διασυνδέσεις με νεόκοπους πολιτικούς,
σοσιαλίζοντες και διαμαρτυρόμενους για την αδικία του συστήματος,
που δεν ήταν αρκετά αριστερό,και είχε μόνο μιά τσέπη την δεξιά,
να βολεύει όβολα,και την με λίπος μπόλικο,πλαδαρή συνείδηση του .
Εκανε δυο παιδιά,μια κόρη πρώτα,και ένα γιό αργότερα.
Χώρισε με την τσαχπινούλα,και βρήκε μια Κατινούλα με ξανθό μαλλί,
και μεγάλα αλλά πεσμένα βυζιά,αλλά σαν μηχανικός φρόντισε να τα αναστηλώσει,μπαλόνια με μπόλικο αέρα,που πάσχιζε να φύγει τρέχοντας,
και με κρότο .
Η κόρη του,μια όμορφη αλλά άχρηστη,το μόνο που ήξερε,
ήταν να κάνει κριτική στο πατέρα της,και να εισπρατει το μηνιαίο επίδομα ανελλειπώς και απαρεγκλήτως.
Ο γιός του περιπλανήθηκε στην ελευθερία,ψάχνοντας την αιτία της ύπαρξης του,αλλά με την ουρά στα σκέλια επανέκαμψε και γαντζώθηκε στα ούμπαλα του πατρός,περιμένοντας την αμερικάνικη βοήθεια και το δικό του σχέδιο Μάρσαλ,ελπίζοντας,να μην αργήσει η μέρα για την πλήρη του αποκατάσταση του,όταν οι καιροί δεν θάταν μενετοί,και ο πατέρας ξαπλωμένος αιώνια .

Ο Αγησίλαος διάβαζε για την εξέλιξη του σύμπαντος,για τις μαύρες τρύπες,
και τα πλανητικά εξωτικά,λίγο απο την σχετικότητα του μυαλού,
μέχρι την γενική σχετικότητα του Αινστάιν,και λίγο πιο μονόπαντα,
στην θεωρία των πάντων του Χόγκινς .
Παράλληλα,έριχνε και κανένα σταυρό,και πέρναγε και κάτω απο το επιτάφιο, την Μεγάλη Παρασκευή,νάχουμε και μια επαφή με τον Γεραμπή,ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται αύριο.
Ο Αγησίλαος πάλευε στη αρχή να καταλάβει τον κόσμο,στα νιάτα του,
βρέθηκε να παρακολουθεί τα επιφαινόμενα στο κόσμο,έζησε όλα σημαντικά γεγονότα της δεκαετίας του 60 ,απο τον Μάη του Παρισιού,
την άνοιξη της Πράγας,τα φοβερά γεγονότα στα αμερικάνικα πανεπιστήμια,
το Γούνστοκ,το νεό κύμα,και πάντα ήταν μέσα στα γεονότα,
αλλά με ένα πόδι απέξω,έτοιμος να φύγει,
αφού κάθε τι καινούργιο,τον τραβούσε,και τον φόβιζε συγχρόνως .
Επειδή είχε και μια αρκετά όμορφη εξωτερική θεωρία,είχε αποφασίσει οτι ήταν το όνειρο των απανταχού γυναικών,βολεύτηκε όμως με την Κατινούλα στα ύστερα,και πάλευε με τα όνειρά του,τις φαντασιώσεις του,μίκρυνε τις φιλοδοξίες του,τις έβαλε στα βυζιά της Ξανθιάς,και βακαυλιζόταν οτι,
μεγάλα βυζιά κάνουν τους μεγάλους εραστές.
Πήγαινε αραιά και που,πια στο χωριό του,ο παπάς απεδήμησε εις Κύριον,
η μάννα του μέσα στα μαύρα τσεμπέρια,μια σκιά,που το μόνο που έκανε,
είναι να κάνει παράπονα,να θυμάται τα παληά μεγαλεία με τις τρίχες του παπά, και να φοβάται,μήπως και λαθέψει ο χάρος και κοντοσταθεί στο κατώφλι της κάποιο βράδυ που θάναι πολυ σκοτεινά.

Ο ένας  αδελφός του,ζούσε κάπου μακρυά,σε ένα χωριό χωρίς όνομα,
σιδεράς στην νιότη του,μπαμπόγερος του καφενείου πια,
έσπρωχνε τις μέρες και χάιδευε τα αχαμνά του,
μήπως και ξυπνήσει το σύμπαν και οι καμπάνες σημάνουν την ανάσταση.
Ο άλλος ζούσε μόνος του,ρημαγμένος,σε μιά καλύβα στο χωριό,
μονόχνωτος και απλησίαστος,κοιμόταν με την καραμπίνα του στα σκέλια,
να διώχνει αερικά και φαντάσματα,και να ζεσταίνει και το πουλί του,
που τόχε απότιστο,κάμποσες δεκαετίες τώρα.
Ο τρίτος,ήταν ο πετυχημένος του χωρού,κάποτε κοινοτάρχης,
ανώτατο στέλεχος της κοινότητας ,με τα τεράστια μουστάκια του,
με το λάγνο βλέμμα,έκανε χάρες και έδινε λύσεις στα φλέγοντα προβλήματα των χωριανών.Τον είχανε περί πολλού,και σιγά-σιγά την είχε ψωνίσει,
πριν ξεκαπνίσει πολλές φοράδες συγχωριανές,που έπεφτταν στην γοητεία του, και στις χάρες που του ζήταγαν.
Η αδελφή τους,που ήταν και η μικρότερη,είχε φαρδύνει αρκετά,
είχε μεστώσει σαν σύκο που δεν λέει να πέσει,και ετσι λιωμένο κρέμεται σε ένα κλωνί.Είχε παντρευθεί,με γάμο καλόν,έναν τύπο που είχε ένα φορτηγό,
και μετέφερε οτιδήποτε,ιδέες,ανθρώπους,σάρκες για πούλημα,
πράγματα,αέρα κοπανιστό,μυρωδάτα καλής ποιότητας,
αλλά απο παράδες είχε μπόλικους.
Με τα μπουζούκια του,σε κάθε λογής καταγώγιο στην επαρχία,
με χοντρή χρυσή αλυσίδα στο λαιμό,
και ένα δαχτυλίδι ρουμάνικο στο δεξί του χέρι,
στο μεσαίο κατάρτι των δαχτύλων του.
Ανετος,λεφτάς,και προχωρημένος ,κάποτε έφερε και μια πουτάνα από την Βουλγαρία,και ακούσον-άκουσον,ήθελε ντε και καλά,να κάνυν τρίο με την αδελφή του Αγησίλαου.Νταμπλάς της ήρθε τότε.
Δεν μάθαμε ποτέ,τι έγινε με την φάση .

Οταν πήγαινε ο Αγης στο χωριό,ήταν σαν λαμπρή,όλοι τρέχαν να τον δούν, σφάζανε και ενα γουρουνάκι προς τιμή του,και γέμιζε τσίκνα μεθυστική η γετονειά,χοές,θαρρείς σε θεούς,να δούν,να θαυμάσουν,το μέγεθος της σημαντικότητος του,πότε με τον καραγωγέα,πότε με τον άλλον αδελφό,
τρώγαν τις κοκινόμαυρες πλάτες του άτυχου χοίρου,πίνοντας τσίπουρο πούχει φτιάξει με τα καθαρά χεράκια του ο αδελφός του.
Εκεί,στις ρίζες του,εύρισκε τον λόγο της υπάρξης του,που τόσοι άλλοι,
αλλού,τον είχαν υποβαθμίσει,η έστω δεν τον καταλάβαιναν τόσο καλά. 
Ο Αγης,όπως στροβιλιζόταν στα κυτταρά του,και η βαρύτητα του σύμπαντος τον είχε κολήσει στην γή,ήθελε,έψαχνε εναγωνίως να βρεί εκείνη την δύναμη, που,ταξιδεύοντας με την μέγιστη ταχύτητα,ο χρόνος θα επιβραδυνόταν,
και θα σταματούσε τελείως,νάναι αυτός μόνος νέος,όταν όλοι οι άλλοι,
θάταν στα θυμαράκια,αν και,θα προτιμούσε να τους έβλεπε γέρους,
και ανήμπορους,αυτός ακόμη,νέος.
Τόχε φανταστεί,τόξερε οτι στέκει επιστημονικά,τούλειπε το μέσο επιστροφής απο εκεί που ο χρόνος και ο χώρος θάταν μηδέν.

Οπως ο χρόνος έπαιζε ζάρια και είχε διαβολιστεί με την γκαντεμιά του,
φέροντας ντόρτια συνέχεια,έτσι ήρθε και συνάντηση με τον Ιανό.
Ηταν στα μέσα της δεκαετίας του 70,νέοι και οι δύο,κυνηγούσαν την ουτοπία,μαζεύοντας  πεταμένα φρύγανα ματαιοδοξίας.

Τύχη η συγκαιρία,άγνωστο και αδιάφορο,κάτσαν δίπλα- δίπλα σε ένα πάγκο,γυαλισμένο από τόσους κώλους πούχαν κάτσει πάνω του,
όταν τους πιάσαν για εξακρίβωση στοιχείων στην περιοχή του Γκύζη,
ένα βράδυ Παρασκευής,πούχε ο Μάης τελειώσει απο καύσιμα,
και ήταν σε αποδρομή.

Γειά σου,λέει,ο κοινωνικοπαθής Αγησίλαος στον μονόχνωτο Ιανό.
Σκέψη Αγησίλαου: Ποιός νάναι τώρα αυτός ο τύπος με τις φαβορίτες,
το σηθρού μαύρο πουκάμισο,σαν τον Τόνυ Πινέλι ένα πράγμα,
αψηλός,με τις τεράστιες σαν κουπιά χερούκλες και την ασημένια ταυτότητα στο αριστερό ;
Κάποιος λελές θάναι,άκου μαύρο σηθρού ο τυπάς,συνέχισε να σκέφεται.
Σκέψη Ιανου:Ποιός νάναι τώρα αυτός ο μαλάκας με το κοντό καστανό άπλυτο μαλλί,με το στενό παντελόνι.Που τον μαζέψαν,και τι μπορεί να έχει κάνει αυτή ακακία,και τον φέραν για εξακρίβωση στοιχείων.
Ρε λες,νάναι χαφιές και μου βάλανε απο δίπλα,σκέφτηκε ο πάντα καχύποπτος και κρυψίνους Ιανός.Να του μιλήσω τώρα ή να τον στείλω στον διάβολο;
Δεν γαμιέται,μήπως θα τον δώσω,προξενιό στν αδελφή μου,
σκέφτηκε ο Ιανός, ας του πω ενα γειά .
Γειά σου και σενα,απαντά ο πάντα απόμακρος Ιανός.
Με λένε Αγησίλαο 
Και μένα Ιανό.
Και κάπως έτσι,άρχισε μια συζήτηση,νέοι ήταν και οι δύο,φοιτητές,
ίδιες επαρχιώτικες καταβολές ,έμποροι και χρήστες της ματαιοδοξίας τους,
οτι θα αλλάξουν τον κόσμο,που αφθονούσε την εποχή εκείνη.
Βγήκαν αρκετές φορές παρέα,και με κορίτσια,αν και,πιο πολύ κοίταγαν ο ένας την  κοπέλα του άλλου,παρά ο καθένας την δική του.
Είχαν ψιλοβρεί μια ισορροπία,ο Αγης πιο ανοιχτός πιο κοινωνικός,
ο Ιανός πιο εγκεφαλικός και εσωστρεφής,τους άρεσε να διαφωνούν,
αλλά ποτέ,δεν μπήκαν σε βαθιά νερά,
Κρατούσαν μυστικά και απωθημένα,κολημένα με τσιρότο στην καρδιά τους
δεν μπορούσαν,και δεν ήθελαν,να ανοίξουν κανένα δίαυλο που θα τους έβγαζε σε βρώμικα νερά,σκοτεινά και ακίνητα.
Πέρασαν τα χρόνια,μεγάλωσαν,βόλεψαν τις  ανησυχίες τους,
κάτω από παχύ λίπος,πιο φαρδιές τσέπες,και απέκτησαν κώλους με μεγάλες απαιτήσεις,αφού απαιτούσαν να κάτσουν σε μαλακές και τρυφερές επιφάνειες .

Ετσι καθισμένοι,βρέθηκαν μαζί σε ένα γνωστό πιάνο ρέστωραν,
το piccolo Mondo,απένταντι απο κτήμα Συγγρού,βράδυ,Γενάρης ήταν.
Σε μεγάλες παρέες και οι δύο,γιόρταζαν κάτι απροσδιόριστο.
Και εκεί,που τα λαικά μπήκαν στο πρόγραμμα,σαν σφήνα στο ξερό ξύλο που  τρίζει με πόνο,μια ματιά γύρω στο χώρο,μιά πίστα απο φώσφορο,
ένα πέτρινο αλώνι,για έναν.
Ο Ουρανός και ο Ποσεδώνας,δύο πλανήτες,έτοιμοι να διώξουν την βαρύτητα, που τους χώριζε,που έσπασε απο τα εννέα όγδοα του ζειμπέκικου,
και ήρθαν φάτσα με μούρη και..
Σκέψη Ιανού:Ποιός γαμώτο,πάλι,μου στερεί χώρο να απλώσω τις φτερούγες μου να πετάξω ;
Οχι ρε,ο Αγης,ο Αησίλαος ..
Σκέψη Αγη;Ποιός είναι αυτός ο όρθιος βούβαλος που μου στερεί  ζωτικό χώρο, την δική μου πίστα;
Ωχ,ο Ιανός ο αλήτης,που  μου έφαγε την γκόμενα.
Μη μου πείς,λέει,ο Ιανός.
Ναι ρε,εγώ ο Αγης.
Συστήσανε και τις παρέες τους ,κάτι γυναίκες,και κάτι άλλοι,
καλοβαλμένοι φλούφληδες.
Κάτσανε μαζί,καθισμένοι στην άκρη της πίστας σχεδόν κατάχαμα,
και πίνανε και πίνανε,και λέγανε.
Θυμάσαι ρε,και θυμάσαι ρε,μιλάγανε,σαν είχαν ζήσει τα πιο σημαντικά γεγονότα του αιώνα.
Μιλάγανε πίνανε και πίνανε μιλώντας,και μιάς, και βρέθηκαν μαζί,
μετά από τόσα χρόνια,δώσανε και μια παραγγελιά να την χορέψουν μαζί.
Ο ένας ήθελε τις "βεργούλες",ο άλλος την "αλάνα",και τελικα την ''Ευδοκία'' χόρεψαν,και απο τότε ο Ιανός χορεύει πάντα την Ευδοκία χορεύει.
Αυτή την πιστή πουτάνα,την τίμια πόρνη,παρατημένη στην αλάνα,
πιασμένη  στο δόκανο από ασημόβεργες,που τις λέγανε βεργούλες ..
Και εκεί,μέσα σε καπνούς απο πούρα,αναθυμιάσεις από βότκα και τζιν.
με ακριβές κολώνιες,όλα μαζί,χαμένοι στο χρόνο πούχε φύγει,
σπονδή στις αναμνήσες του μέλλοντος,που ήρθαν νωρίς.

Και ξαφνικά νάσου μπροστά τους,ένα άρωμα μεθυστικό,
που το ακολουθούσε μια γυναικεία οπτασία.
Ηταν η Ιοκάστη.
η Ιοκάστη λοιπόν,ηγερία,και απωθημένο πολλών αρσενικών της εποχής,
στις δεκαετίες του 60 και 70.Γεννήθηκε στην Σίφνο,
από πατέρα Σιφναίο ναυτικό και μάνα γαλλίδα,
που την μάζεψε ο νησιώτης σε ένα απο τα πολλά ταξίδια του στην Μεσόγειο .
Τρίτος καπετάνιος ήτανε,στα τελευταία του ταξίδια,
άσχετα,αν η Ιοκάστη έλεγε οτι ήταν πλοίαρχος με τα όλα του,
τα σειρίτια του,τις εξουσίες του,τα σέα του,και τα μέα του.
Ηταν εποχές,που όλοι λέγανε κάτι παραπάνω,για ότι τους αφορούσε.
Ειδικά για τους γονείς σου,ψαράς δεν γινόταν να λες,καραβοκύρης,
έστω και μαούνας,ήτανε πιο κατανοητό,εργάτης ποτέ,υπεύθυνος βάρδιας ανοίγματος οπών όμως,ήτανε επίσης πιο σίκ και αποδεκτό.
Η μάνα ποτέ δεν καθάριζε σκάλες,ήταν απλώς απασχολούμενη με τα οικιακά, των άλλων σπιτιών.
Αλλωστε,αφού όλοι το ίδιο κάνανε,μικρή σημασία είχε η πραγματικότητα, σημασία είχε η στιγμιαία ψευδαίσθηση,μια εικόνα του θέλοντος μας.

Η Ιοκάστη,μείγμα της ελληνικής ναυτικής λεβεντιάς,και της γαλλικής φινέτσας,  έλεγε και πίστευε οτι ήθελε,και γιαυτό η Ιοκάστη ήταν μια ξεχωριστή περίπτωση μόνο γιαυτό τον λόγο.Στην ουσία,ποτέ δεν απέκτησε άλλο σοβαρό λόγο,
να επικαλείται,για να πεί κάτι για τον εαυτόν της .
Ηρθαν στον Πειραιά,αρχές της δεκαετίας του 70,και μένανε στην Δραπετσώνα,αυτήν που τραγούδησε ο Μπιθικώτσης,και αφού ο Μπιθί ήταν και σερ,πήρε και η Ιοκάστη λίγη απο την όλη αίγλη της περιοχής,
και της έδωσε την δική της.
Τέλιωσε το γυμνάσιο,σπρώχνοντας αυτή τα γράμματα,
και σπρώχνοντας την ίδια τα αλάνια της περιοχής,
αλλά έτσι απέκτησε εμπειρείες.
Εγινε φίρμα στα καμίνια,κάτω απο την καπνοδόχο στο Κερατσίνι,
και στα ανήλιαγα υπόστεγα με τους σκουριασμένους τσίγκους απο πάνω.
Μια εποχή,παραλίγο να πάει να δουλέψει σε ένα καμπαρέ στην Βηρυτό,
διάσημη τότε,για την νυχτερινή ζωή και τα τις μεγάλες προοπτικές που διαφαινόντουσαν σε νέες και όμορφες γυναίκες.
Δεν την άφησε οπατέρας της,που θεωρούσε οτι,δεν μπορούσε η κόρη του,
να γίνει πουτάνα με σφραγίδα.Πέθανε και ο γερο ναυτικός πατέρας της,
που την υπεραγαπούσε και έμπλεξε στα νύχια της μάνας της,που απο τότε, άρχισε να της δείχνει πόσο την αντιπαθούσε και πόσο δεν την ένοιαζε η ύπαρξη της .Πείσμωσε η Ιοκαστη,και αποφάσισε να πάει στοπανεπιστήμιο,
όπου μπήκε σχεδόν από τις πρώτες στην Ανωτάτη βιομηχανική σχολή στον Πειραια και πήρε πτυχίο ακριβώς στα 4 χρόνια και με βαθμό λίαν καλώς.

Μόλις αποφοίτησε,τσιμπήθηκε με ένα καθηγητή φιλόλογο,
και πριν προλάβει να το καλοσκεφτεί βρέθηκε παντρεμένη με τον καράφλα συμπαθή καθηγητάκο,ένα ήσυχο ανθρωπάκι που την λάτρευε και την κοίταγε στα μάτια.
Την είχε βάλει μαζί με τα υπόλοιπα εικονίσματα,
που τούχε δώσει η μανούλα του, απο την Μικρά Ασία είχαν έρθει,και την προσκυνούσε κάθε μέρα,νάναι καλά το κορίτσι μου,
το στεφάνι,η κορώνα μου,η κοκκώνα μου,και η νεράιδα μου .
Της διάβαζε ποιήματα του Βαρναλη ήταν και κρυπτοαριστερός,αλλά δεν τολμούσε να το πεί ούτε στον ευατόν του.
Ενα βράδυ ονειρεύτηκε οτι πήγε στην Ρωσία εκδρομή.Την επόμενη μέρα πήγε και εξομολογήθηκε στο παπά,και αυτός τον κάρφωσε στο αστυνόμο,
και ο αστυνόμος τούφτιαξε φάκελο.
Και έτσι ο συμπαθής καθηγητάκος,σεσημάνθηκε ως ανατρεπτικό στοιχείο,
και δεν διέλαθε της προσοχής των χαφιέδων,
που είχαν επιφορτιστεί με το θεάρεστον έργον της παρακολούθησης των εχθρών της κοινωνίας,και του έθνους.
Θες γιατί ήταν εχθρός του έθνους,γνωστός κουμονιστής,
θες γιατί οι τρίχες της κεφαλής του,τον είχαν εγκαταλείψει οριστικώς και ανυπερθέτως,η Ιοκάστη του φόρεσε κάτι κέρατα,που ήθελε την αψίδα του θριάμβου για να μην βρουν επάνω,και κάνουν ζημιές στο λευκό μνημείο.

Εδώ,στην ιστορία μπαίνουν οι άλλοι δύο τύποι,ο Ιανός και ο Αγης .
Τότε,όλοι ξημεροβραδιάζανε γύρω απο μια έκταση,απο το αρχαιολογικό μουσείο τη Πλάκα,τις μπουάτ,και στα ταβερνάκια που ήταν πίσω απο την Λ.Αμαλίας.
Ενα βράδυ πούβρεχε,πούβρεχε μονότονα,ο Αγης με τον Ιανό ήταν σε ένα ταβερνείο της συμφοράς κοντά στο μνημείο του Διογένη και τα κουτσοπίναμε, με δυό συμφητήτριες τους,με μακρυές ινδικές φούστες για να κρύβουν τα αξύριστα ποδάρια τους,ταγάρια στο ώμο,
με τα μαλλιά χύμα,και την ανεμελιά,αγκαλιά,κατάσαρκα.
Μιλάγανε,καπνίζανε όλοι σαν φουγάρα,σέρτικα οι άνδρες,οι κοπελιές άσσο άφιλτρο,και τα καρτούτσο γεμάτα ρετσίνα απο το Μαρκόπουλο κάνανε παρέλαση.

Μπαίνει μέσα λοιπόν,η θεά Ιοκάστη,και έτσι όπως μπήκε,
μαζί με την αύρα της, και την μυρουδιά της γαλικής κολώνιας που φορούσε,έφερε θύελλα στην ανδροπαρέα.
Την συνόδευε ο καθηγητής αρχαίων,με την περίλαμπρη καράφλα του,
σαν περικεφαλαία χωρίς χαίτη.
Λέει ο Αγης,την είδες μαλάκα την θεά;Πωπώ τι γυναικα είναι αυτή;
Αδελφέ μου,τύφλα νάχει η Καρτινάλε λέει ο σινεφίλ Ιανός.
Ποιά είναι αυτή η Καρτινάλε,λέει το ένα άπλυτο όν,δίπλα.
Την κοιτάει ο Ιανός,και παίρνει εκείνο το ύφος απαξίωσης,
που τον έκανε πολύ συμπαθή πάντα.
Τώρα όμως,και ο ένας και άλλος,είχαν σκοπό και στόχο,
και που να δώσουνε σημασία στα τριχωτά πόδια.
Αστο,ξέχνα το,είπαν και οι δύο,με ένα στόμα.
Διώξαν άρον- άρον την σαβούρα,και βάλθηκαν να ρίξουν το οχυρό,
Ελα όμως,που την θέλαν και οι δύο πολύ.
Λέει ο Αγης,που ήταν και μεγαλύτερος και πιο αυθόρμητος.
Θα τα ρίξω πρώτος εγώ,
Οκ,λέει ο Ιανός,όρμα .

Και όρμησε,και την έφερε στα νερά του,
και την  ταξίδεψε με την βάρκα του,
και την πήγε βόλτα με το άλογό του,
και με την σκούνα του,και ήταν ευτυχής,
τόσο σαν ερωτευμένος.
Ο δύσμοιρος ο καθηγητής λύγιζε απο το βάρος τόσο κόκκαλου στο κεφάλι του,
ώσπου τον λυπήθηκε η Ιοκάστη,και ένα βράδυ που την περίμενε νάρθει εκεί γύρω στις 4 το πρωί,δεν άντεξε,
και τον έστειλε πακέτο στην μάνα του.
Εκλαιγε σαν μικρό παιδί ο καράφλας,έσκουζε σαν σκυλάκι που του πάτηγαν την ουρά,αλλά αυτή ήταν ανένδοτη,άντε στην μάνα σου,αφού δεν με καταλαβαίνεις. Τι να καταλάβει ο δόλιος.
Πόσο κέρατο πιά ..

Κάνανε παρέα τώρα πια,Ιανός Αγης,Ιοκάστη και άλλοι.
Ωσπου ένα βράδυ έγινε το κακό.
Ηταν Ιούνιος,ζεστή βραδυά,σε ένα μπάρ στην Βούλα,Planet λεγόταν,
ήταν δίπλα στην θάλασσα,και είχε χαρακτηριστικά μπροστά του,
πολλούς φοίνικες.
Είχαν πιεί, μπόλικη βότκα σκέτη,και η Ιοκάστη εξηγούσε τον μύθο του Οιδίποδα στην ομήγυρη,ξαναμένη και σχεδόν μεθυσμένη παρασύρθηκε,
παρέσυρε,δεν έγινε σαφές,τον Ιανό,σε ένα βάρβαρο και ξέφρενο σμίξιμο στις τουαλέτες,ούτε ακριβώς στις τουαλέτες,πίσω απο αυτές στο γκαζόν.
Εγινε ο κώλος της Ιοκάστης πράσινος με ρίγες,
χάθηκε ο χρόνος,χάθηκε η υπόληψη,χάθηκε και η φιλία.
Και έμεινε η Ιοκαστη λάφυρο στον Ιανό,που την επομενη μέρα,
έπρεπε να σκεφτεί,τι να την κάνει.
Να την στείλει πίσω διορθωμένη,στον Αγη,
να κάνει το κορόιδο,να την κρατήσει;
Και την κράτησε..Οχι για πολύ,αφού ήταν εύκολο κέρδος απο σημαδεμεμένα χαρτιά,και όχι λάφυρο από πόλεμο,όπως πάντα ο ίδιος ήθελε,
να είναι οι κατακτήσεις του.

Χάθηκαν οι δρόμοι τους,έμεινε η πίκρα και το γινάτι,
εγωισμός κουρεμένος με την μηχανή του γκαζόν.
Για μια γυναίκα,δύο άντρες κομπολόι δίχως χάντρες ...και χαθηκαν 

Και να λοιπόν,εκείνο το βράδυ,καθισμένοι κατάχαμα οι δύο άντρες,
να μιλάνε μεθυσμένοι σχεδόν,και ξαφνικά μπροστά τους η Ιοκάστη.

Γειά σας αγόρια,με θυμάστε έτσι δεν είναι ;

Είχε κόψει τα μαλλιά της κοντά,σχεδον αγορίστικα 
-την πουτάνα σκέφτηκε ο Ιανος την παρακάλαγα να το κάνει για χάρη μου,αλλα αυτή,τίποτε-.
Είχε λεπτύνει αρκετά -βρέ,βρέ κοίτα πως αδυνάτησε σκέφτηκε ο Αγης ,
που μάλλον απο το μεθύσι του,την μπέρδευε με την Κατινούλα,
με τους μεγάλους βύζους.

Τι γίνεται Ιοκάστη,είπε ο ψυχρός Ιανός.
What up IO,ρώτησε αμήχανα ο Αγης.
Eγώ είμαι μια χαρά,αλλά για σας,δεν βάζω στοίχημα,
και πριν προλάβει να τελειώσει,βρέθηκαν κα οι δύο όρθιοι,
να προσπαθούν να συμαζέψουν παντελόνια,και πουκάμισα,
πούχαν πάρει ελευθέρας και άνεμιζαν.

Μόνοι,μόνοι,ρώτησε η οπτασία;
Εσύ,ρώτησε το ντουέτο;
Μιά πλάγια ματιά η κυρία,που προσγειώθηκε σε ενα τραπάζι πιο πέρα,
ένα τύπο με λεφτά που τρέχανε απο τα σάλια του,μαζί με κάτι ξερακιανές μπεκάτσες και κάτι καραφλά όντα,πίσω απο βουνά λουλουδιών.
Μιά πλάγια ματιά το δίδυμο,ένα τραπέζι αριστερά η πρώτη,
και στα δεξιά η δευτερη,όρισαν τις απαντήσεις .
 
Ελάτε,πάμε εκεί  πίσω,να τα πούμε,να θυμηθούμε τα παληά,είπε η θεά.
Πήγαν,σέρνοντας τα βηματά τους,αυτή αγέρωχη τους ακολουθούσε απο κοντά. Εκατσαν,σωριάστηκαν στις καρέκλες,που τους προσέφερε το γκαρσόνι,
και κοίταγαν την Ιοκάστη στα μάτια.
Ομως τα μάτια της ήταν ξεθωριασμένα,το προσωπό της μακρόστενο,
και γεμάτο ρυτίδες ,μεγάλη,πολύ μεγάλη,τα χείλη σουφρωμένα,
και το στήθος της πεσμένο ανάσκελα.
Τι διάβολο και δύο τα ίδια έβλεπαν;Ρε,λες,να μας κάνει κόλπα το μυαλό μας ;
Αυτή μίλαγε,μίλαγε,και αυτοί την κοιτούσαν με τρόμο,γινόταν μαινάδα,
και έβγαζε δόντια έξω,γομφίους και κυνόδοντες σε παράταξη.

Ηταν όνειρο; Mε όμορφη αρχή,και κακό τέλος και βυθίσηκαν σε ένα ωκεανό απο σύννεφα,μίκρυνε μίκρυνε ο κόσμος,και χανόταν μαζί τους,
και μετά τίποτε απολύτως,μηδέν.

Επόμενη μέρα...
Ποιά ήταν η όμορφη κυρία,που μιλαγες χθες ,ρώτησε τον Ιανό,η Αλκμήνη ;
Ποιά γυναίκα,ποιά όμορφη,ποιό χθες,απάντησε.
Ποιά ήταν η γκόμενα που σε γλυκοκοίταγε,ρώτησε η Κατινούλα με τα μεγάλα βυζιά τον Αγη.
Ποιά γκόμενα,ποιά βυζιά,απάντησε ο Αγης...

Μεθεπόμενη μέρα 
 Τηλέφωνο 
 Αγης σε Ιανό ..
-Ρε συ ποιά ήταν η γυναίκα,που ήταν μαζί μας προχθές;
 Ιανός σε Αγη ..
-Ποιός είσαι φίλε μου,δεν σε ξέρω,τι μου λες τώρα για γυναίκες, 
 άκου Ιοκάστη,σιγά μην μας πείς,οτι την  λέγανε και Οιδίποδα.
-Αγης:εχεις δίκιο φίλε μου,λάθος αριθμό πήρα 





 ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 
























  





 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...