Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2019

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4:Η ΠΡΩΙΜΗ ΦΑΣΗ ΤΟΥ ΙΑΝΟΥ


Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο,που στην ουσία ούτε χαμένος,
ούτε χρόνος ήταν, είχε φτιάξει εικόνες απο το παρελθόν του,
πάντα με σημεία αναφοράς συγκεκριμένους ανθρώπους και συγκεκριμένα γεγονότα.
Ηταν λοιπόν τον περιβάλλον του,
η αρχή των πάντων και συνάμα το τέλος της ιστορίας.
Οι μύθοι που πίστεψε,ήταν βολικοί σε όλα,μύθοι για κάθε τι,
μύθοι στηριγμένοι στα επισυμβαίνοντα,στα αναμενόμενα και στα προσδοκώμενα.

Κουβαλούσε την θλίψη του,κατάσαρκα σαν λεοντή πρωτόπλαστου,
αφού τον βόλευε να πιστεύει οτι,στην αλυσίδα της ζωής του,
κάθε νέο γεγονός ήταν άθροισμα των δύο προηγούμενων τουλάχιστον,
και επειδή μέχρι ενός σημείου κάθε προηγούμενο ήταν γεμάτο θλίψη,
αυτοδίκαια θα ήταν και τα επόμενα,και στο επέκεινα.

Οταν πολύ αργότερα,σχεδόν σύγχρονα,αποφάσισε να της βάλει φίμωτρο,
αναγκάστηκε να αλλάξει τρόπο αξιολόγησης της ζωής του,
για να μην έχει συνέχεια η προηγούμενη με την επόμενη,
να την ελέγξει,όσο νόμιζε οτι μπορούσε,και όσο ήθελα να πιστεύει,
και οτι σιγά-σιγά θάπαιρνε αυτός τα γκέμια.
Κάθε φορά όμως φοβόταν οτι,όταν χτυπούσαν την πόρτα,
αυτός ο αφελής,πήγαινε να ανοίξει την πόρτα,
και κάθε φορά μια καινούργια θλίψη έμπαινε στον κόσμο του.

Είχε φτιάξει ένα θέατρο από όνειρα και ελπίδες,
όμως κάθε φορά,η παράσταση τέλειωνε,τα καθίσματα άδειαζαν,
και πάντα αυτός,τότε,πάλι,ακόμη μια φορά,σκεφτόταν:
Θέατρο ήταν λοιπόν,δεν ήταν πραγματικότητα.

Σκεφτόταν δυνατά,να μην ακούγεται όμως από τους άλλους,
δυνατά σαν πόνος στο στήθος,πούρχεται και φεύγει,
κάθε λέξη που μέσα του την έφτιαχνε απο πηλό,
και τον καταπλάκωνε όταν χρειαζόταν να την εκστομίσει.
Σε κάθε φάση της ζωής του,έφτιαχνε στο μυαλό του ολόκληρες σκηνές,
που αντιπροσώπευαν τις φαντασιώσεις του,
την μελαγχολία του,την έμφυτη απαισιοδοξία του.

Ομως,όπως παρατήρησε πολύ μετά,όλες είχαν σχέση με το νερό,
στην παιδική του φάση ήταν η βροχή που,
υπομονετικά τούσκαβε τα παιδικά του μάγουλα,
στην πρώιμη,ήταν μια κρήνη,μια βρύση πούτρεχε κρύο και καθαρό νερό,
στην επόμενη,κατέληξε σε μια ανοιχτή δεξαμενή όπου,
το νερό λίμνασε,πρασίνισε πέθανε,μαζί με τα ονειρά του,
οτι,τάχαμου,θάφτιαχνε αυτός,μόνος,τον κόσμο.
Συνέχισε με μια λίμνη,όπου τα βρωμόνερα χανόταν στο μέγεθος του νερού της,
και μετά κατέληξε στην θάλασσα,απέραντη,
να καλύπτει όλα του τα κενά δήθεν,να του τραγουδά με αγριάδα,
να τον γαληνεύει,να βλέπει μέσα σ'αυτήν πρόσωπα,
μάτια και μορφές,από μια ζωή που τον πάλευε,
και άλλοτε τον νικούσε,και άλλοτε τον άφηνε να την νικάει.

Χώρισε λοιπόν την ζωή του σε φάσεις,ανάλογα με την εκτίμηση που είχε,
όχι για τα γεγονότα της εποχής ας πούμε,
αλλά με τα αποτελέσματα που αυτά είχαν,κοιτώντας απο το μέλλον.
Και οι φάσεις,ήταν η παιδική φάση,η πρώιμη,η ώριμη και η ύστερη,
χωρίς χρονολογικό προσδιορισμό και χωρίς συνάφεια με βάση το χρόνο,
αλλά κύρια με βάση τις συμπεριφορές και τις αντιδράσεις.
Αυτές οι φάσεις,μαζί με τα γράμματα που δεν έστειλε στην μάνα του,
τις εξομολογήσεις που δεν έκανε στον πατέρα του,
τις γυναίκες που πέρασαν απο την ζωή του,
καθόρισαν τον χαρακτήρα του και την προσωπικότητα του.

Ας τον παρακολουθήσουμε σήμερα,στην πρώιμη του φάση,πριν ωριμάσει.
Πράσινο μήλο ακόμη,άγουρο,ξινό και σκληρό,
μποτζίκι που λέγανε και στο νησί του.
Γεμάτος χυμούς,και με πλήρη αδιαφορία,για την συνέχεια,
Δεν ασχολείτο και δεν πάλευε για τα μεγάλα θέσφατα.
Πάνω απο όλα τραγούδαγε μιλώντας στον ευατόν του οτι,
για σε,Ιανέ:''Ο δρόμος είναι δρόμος,τι πα να πεί,είναι στραβός..''

Είχε έρθει στην Αθήνα μαζί με την δικτατορία,
και κράταγε σπάγγους επαφής,
με το νησί,σαν διέξοδο ευκολίας,
να γυρνάει εκεί το καλοκαίρι και να αφήνεται,
σε κάθε είδους μη ''συμβατή'' συμπεριφορά.

Στο νησί είχε μείνει η γιαγιά του,η οποία για ένα περίεργο λόγο,
της άρεσε να την βασανίζει με την συμπεριφορά του και τα καμώματά του.
Απο ενοχές γιατί έδωσε στην μάνα του,τον άνδρα που εκείνη δεν ήθελε,προτιμούσε,παρατημένη ίσως,να βλέπει το κατσίκι στα βράχια,
στο πρόσωπο του Ιανού,και όχι το πρόβατο στο πρόσωπο της μάνας του και κόρης της.Ποιός ξέρει ....

Δεν όριζαν τις ενέργειες του,μεγάλες ιδέες και οράματα,
ελπίδες και ιδεολογίες,αυτά προκύψαν αργότερα,
ούτε η πολιτική έπαιζε ρόλο,ούτε η γνώση είχε στασίδι,
απλώς ο κόσμος του,είχε αρχίσει να γυρίζει,
καταπώς ήθελε αυτός,αθελά του.

Στην Αθήνα πήγαινε λύκειο,
από άριστος μαθητής του δεκαενιά- είκοσι στο νησί,
στην κόψη του δέκα -έντεκα στην Αθήνα.
Δούλευε κιόλας το καλοκαίρι,αρχές συνήθως,
όπου λάχει,οικοδομές,σερβιτόρος,πωλητής δίσκων κλασικής μουσικής,
μέχρι και νεκροπομπός για την περίσταση έγινε.
Είχε αρχίσει να διαβάζει  βιβλία ξένα μεγάλων συγραφέων,
Μάσκα και Φαντάζιο,βόλευ και ποδόσφαιρο στις αλάνες των Αμπελοκήπων.
Τσατίλα με τον Δικτάτορα Παπαδόπουλο,που κάθε μέρα τον συναντούσε στο διάζωμα της Κηφισίας έξω απο το σημερινό President,
τσακωμοί με τον πατέρα του,για λογαριασμό της μάνας του.

Είχε δύο φίλους,η μάνα του ενός,τον ξεπέταξε ένα μεσημέρι,
εκεί στο ισόγειο απέναντι στο κινηματογράφο Ανεσις.
Δεν κατάλαβε τίποτε,του άρεσε η κυρία Κατερίνα,
ήταν και πλούσιος ο μπαμπάς του φίλου του,
είχαν και μεγάλο κατάστημα με είδη υγιεινής στην Πατησίων.
Είχε και μια συμμαθήτρια του,που χαμουρευόταν μαζί της,
σχεδόν κάθε απόβραδο πίσω απο τις φυλωσιές του μικρού πάρκου,
δίπλα στις μπασκέτες,και η μαλακία να πηγαίνει σύνεφο,
μια για την συμμαθήτρια,αλλά πιο πολύ με την μάνα του φίλου του,
μέχρι που την έπεσε,και την σταμάτησε γιαυτήν,
ψάχνοντας να βρεί,άλλο είδωλο των φαντασιώσεων του.
Είχε αρχίσει να φοράει και μακρυά παντελόνια,
αφού οι μαύρες τρίχες στα ποδάρια του,
είχαν αρχίσει να κάνουν παχύ στρώμα,
και αφού είχε υποστεί την ατέλιωτη καζούρα,
απο τους συμμαθητές τους,ήδη εκείνοι,φορούσαν απο πολλού μακρυά,
και αυτός ο νησιώτης βλάχος,επέμενε στα κοντά παντελονάκια σε τριχωτά πόδια.
Απο μουσική,ρόκ εποχής,Creedence clearwater Revival,Rollig stones,
και σχεδόν καθόλου Beatles που κάναν θραύση εκείνη την εποχή,
ελληνικά παληά λαικά απο Ζαγοραίο,και Γαβαλά,άντε και Καλδάρα,
που έφερνε μαζί του,Νταλάρα και λίγο αργότερα Χαρούλα.
Το νέο κύμα το ανακάλυψε αργότερα στις μπουάτ,πολιτικοποιημένος πολύ,
σαν φοιτητής,και ''κουλτουριάρης'' πιά.

Φτώχεια και των γονέων βέβαια,αλλά με μια αξιοπρέπεια,
που την έσερνε οικογενειακό καράβι,όχι ενδεείς,
αλλά σίγουρα κατώτεροι των άλλων συμμαθητών και φίλων .

Στην Αθήνα λοιπόν με την Θάλεια,την συμμαθήτρια καλέ,
την κυρία Κατερίνα όταν έλειπε ο φίλος,και μαζί σχεδόν η Φιλιώ.
Η Θάλεια ήταν ένα πράγμα σαν κορίτσι,με φακίδες και κοτσίδες,
λεπτή ξανθιά πολύ,ασχημούλα μάλλον,αλλά με όμορφα λευκά πόδια,
είχε και ένα σημάδι στο δεξί της μπούτι ψηλά,σήμα κατατεθέν της.
Την γνώρισε απο αυτό,πολλά χρόνια αργότερα,όταν την βρήκε στο Λιοτρίβι,
ενα ελληνάδικο,και την έπεσε,σε όλους τους αρσενικούς της παρέας.
Καποιοι είπαν οτι,την πήδηξαν,ο Ιανός όταν τον ρώτησαν,
''Τι έγινε,την κατάφερες'' αυτός,απάντησε άλλα αντ'άλλων.
Η κυρία Κατερίνα ήταν η μάγισσα,πάντα έβαζε στοίχημα με τον ευατόν του,
να θυμηθεί τι θα γινόταν,και πάντα τα ξέχναγε όλα μετά.
Ηταν μια ψηλή μελαχροινή σαραπεντάρα,με πιασίματα,
και φορούσε πάντα,μαύρα εσώρουχα,σχεδόν πάντα μαύρα ρούχα,
σαν καλόγρια που αποπλανούσε κάθε καλό παιδάκι,μια μαύρη εωσφόρος.

Και ήρθε η Φιλιώ στην ζωή του Ιανού,κόρη,από το ίδιο νησί,
γεννημένη στην Αθήνα,πανέμορφη,καστανή,λεπτή,
υψηλόκοντη,γλυκειά σαν γλυφιτζούρι,
και με πολλούς δίσκους του Θοδωράκη στην κατοχή της.
Μέγα και σπάνιο προσόν αυτό τότε.
Τούβαζε τους δίκους του Θοδωράκη στο πικάπ στο σπίτι της,
και τους άκουγε ο Ιανός στο τηλέφωνο στο δικό του,
ώρες και ώρες,εκεί,με το αυτί,να γίνεται πατζάρι κόκκινο,
τους  στίχους του Ελύτη,του Λειβαδίτη,του Σεφέρη,
να γεμίζουν την ψυχή του,το μυαλό του,
και να αλαγρεύουν τα θέλω του,και να γιγαντώνουν τ'όνειρά του.
Ήταν η πρώτη,και η πιο σημαντική πράξη ''αντίστασης'' που έκαμε,
αντίσταση στην ζωή,αντίσταση με τους ήχους του Θοδωράκη,
στίχοι,ιδεολογία,όνειρα και ελπίδες,όλα,ένας γλυκός αχταρμάς.

Απο τότε,ζητούσε από τους άλλους που πίστευε,
νάρθουν στον ύπνο του,και πάντα ήταν εκεί παρών,
να τους περιμένει,και σχεδόν πάντα,τους περίμενε άδικα.

Η Φιλιώ λοιπόν,ήταν η πρώτη που ξεπέταξε τον Ιανό στα όμορφα,
την πρώτη,που,σκέφτηκε οτι,αυτή μου κάνει και  πρέπει να παντρευτώ.
Κάθε καλοκαίρι λοιπόν,αντάμα με την Φιλιώ,
παίρνανε εκείνο το σαπιοκάραβο το ΑΙΓΑΙΟ,
και μετά από σχεδόν είκοσι ώρες ο θαλασοπνίχτης αριβάριζε στο νησί,
όπου περίμενε τον μικρό πρίγκηπα Ιανό,η γιαγά Ευγενία.
Με τα ολόμαυρα ρούχα και την μαύρη μαντήλα,
ένας θηλυκός ταλαμπάν,το μουστάκι κατάμαυρο,
και το γυαλί σαν διόπτρες που φορούσε τα τελευταία χρόνια,
τον περίμενε.
Φιλιά,αγκαλιές η Φιλιώ,και το μάτι της γιαγιάς Ευγενίας γινόταν αλλόκοτο,
δεν την γούσταρε,έτσι που αγκάλιαζε τον αγαπημένο της εγγονό,
''ποιά είναι αυτή'',''πως το επιτρέπεις'',''σαν δεν ντρέπεται'',
''καμμιά του δρόμου θάναι'',''δεν έχει μάνα να την μαζέψει'',
''το παλιοκόριστο'',και δεν συμμαζεύεται.
Εφευγε η Φιλιώ να πάει στο σπίτι της,
και η γιαγιά ρουθούνιαζε σαν την Μέδουσα,
αποδιώχνοντας το μεγάλο κακό,την παρουσία της Φιλιώς

Εμενε ο Ιανός περίπου δέκαπέντε μέρες στι νησί,
και έβγαζε κάθε απωθημένο που κουβαλούσε,
είχε και την ελευθερία πούχε πάρει από την σημαία,
και γινόταν ενας διάβολος που ζητούσε να αποδείξει αυτό που πραγματικά ήταν.
Η όχι.Ετσι,συνέβαινε σε όλους ;
Ποιός,ξέρει τις απαντήσεις αυτές;
Ακόμη και σήμερα,δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση .

 Το πρωί τσάρκα,στις παραλίες καμάκι στις συνομήλικες,
φορούσε ενα παλιοκαιρισμένο μαγιό,τόβγαζε,τόπλενε η κυρά Ευγενία,
ένα ξεπλυμένο μπλέ,με λάσκα το λάστιχο στην μέση,
καθόταν και φοβόταν,μη και φανούν τα μπαλάκια του,
τόσφιγγε,το μάζευε,ένας άγχος και αυτό,με το κωλομαγιό.
Πήρε όμως καινούργιο ύστερα απο πέντε χρόνια,
και πέταξε το μαγιό με τις άσπρες ρίγες πούχαν γίνει χλωμές κίτρινες,
απο το καιρό,και την χρήση.

Κάθε βράδυ,έπινε,έπινε,χόρευε,ένα χορό άχρονο,το κεφάλι πάντα ψηλά,
περιμένοντας κάποιον θεό να του κάνει παρατήρηση,βαριά απο τότε βήματα,
χτύπαγε με δύναμη,εκεί στην Βλαμαρή,και μετά τύφλα σχεδόν πάντα,
να περπατάει χιλιόμετρα,περνώντας απο μέρη που οι ντόπιοι τα απέφευγαν απο φόβο.
Αυτός όμως πέρναγε,γέλαγε,κορόιδευε,
και έφτανε ένα δρόμο κάτω από το σπίτι της Γιαγιάς Ευγενίας,
και ήταν ακόμη τριάντα σκαλοπάτια να ανέβει μέχρι την πόρτα της.
Τανέβαινε μπουσουλώντας,ένα παιδί που δεν είχε μάθει ακόμη,
να περπατάει σωστά,και εκεί,στο παραθύρι νάναι η μορφή της,
η γλυκειά μουστακοφόρος γιαγιά,
να τον περιμένει,να ανέβει,να ξαπλώσει.
Αμίλητη,χαρούμενη που ήρθε και απόψε,σκεφτόταν πάντα,
στρωμένο το σιδερένιο κρεβάτι το καλό,και εκείνη στον διπλανό χώρο,
να περιμένει να κοιμηθεί ο πρίγκηπας,
για να ξαπλώσει κατάχαμα στο σκληρό ξύλινο δάπεδο.

Αλητεία κάθε μέρα,πρόκληση όλα για όλα,σαν να μην υπήρχε άλλη μέρα,
σαν να υπήρχε ένα τέλος,που περίμενε εκεί κοντά.

Σ'ένα απο τα τρία καλοκαίρια που πήγε στο νησί, πήγε χωρίς την Φιλιώ.
Η Φιλιώ,πούταν το κορίτσι του Μάη,είχε γεννηθεί στις πέντε του μήνα,
της Αγίας Ειρήνης,μεγάλη η χάρη της,και ήταν,δεν ήταν,είκοσι χρόνων τότε.
Στον Ιανό άρεσε η παρέα της,οι δίσκοι της,το χαμόγελό της,
τα όμορφα μάτια της,αλλά δεν μπορούσε να δεί την ψυχή της.
Είχε ψυχανεμισθεί επίσης οτι,δεν ήταν ο μοναδικός στην ζωή της.
Κατάλαβε οτι,ο φοιτητής της Ιατρικής,
που τον είχε γνωρίσει ωτακουστή και αυτός των δίσκων της,
στο σπίτι της,έλιωνε γιαυτή,και τόση γλύκα,
την πήρε η Φιλιώ,και την έκανε κομπόστα..
Μετά έμαθε ο Ιανός οτι,τάχε φτιάξει εκείνη την εποχή,
και με κάποιο αρχιμάστορα,στο εργοστάσιο παπουτσιών,
του νονού της στο Χολαργό.
Tον παντρεύτηκε,έκανε και ένα κοριτσάκι μαζί του,
και σε λίγα χρόνια,τον ξαπόστειλε.
Ηταν πουλί παραδισένιο,με εκείνο το χαμόγελό της που συνάρπαζε,
με τα λακάκια της,πόσο τα λάτρευε τα λακάκια της,του χαμογελούσε,
και  ο ήλιος γινόταν λάμψη έρωτα και πάθος.
Την κοιτούσε να περπατά σαν την πέρδικα,
πούχε ξεπετάξει όλα τα πουλιά εκεί γύρω,
και της συγχωρούσε,που ήταν παντού,και με τους άλλους .
Την τρίτη χρονιά λοιπόν,δεν κατέβηκε μαζί του,
ο φοιτητής ήταν πολύ ζηλιάρης,
και ο αρχιμάστορας παράγγελνε καλαπόδια στέφανα..

Εκείνη το καλοκαίρι το τελευταίο,που πήγε στο νησί,
πάλι με το σαπιοκάραβο,πάλι ψηλά στην γέφυρα δίπλα,
να τραμπαλίζεται με τα κύματα,
πρώιμα μελτέμια,να κοιτάει κατάματα κάθε κύμα,
και να βάζει στοίχημα μαζί του,νάναι πιο μεγάλο,
πιο δυνατό,νάναι το τελευταίο.
Και μετά τι θα γινόταν άραγε;
Το σκεφτόταν,του άρεσε η ιδέα,νάναι μεγάλο πολύ,
να τον φτάσει να τον καλύψει,και αυτός εκεί,
ακίνητος βυθισμένος σε αφρούς,να περιμένει.
Ηταν η γλύκα της προσμονής,
ανεκλήρωτη και αυτή,παρέμεινε.

Εκείνη την χρονιά,στο φεστιβάλ κρασιού,γνώρισε την Ελένη,
μια τελειόφοιτη λυκείου,μελαχροινή με λευκό πρόσωπο,
μαύρα κατάμαυρα σαν κουραρτζίνα μαλλιά,
πλεξούδες πούπεφταν στους ώμους της,
με μεγάλο μπούστο,και περιφεριακά πιασίματα.
Ηταν ντυμένη Αμαλία,από την τοπική των Ελλήνων οδηγών,
άσπρη μαντίλα και πλουμιστά κρεμασίδια,που σε κάθε της βήμα,
ήχους αγαπησιάρικους στέλναν στον Ιανό.
Γιορτή του κρασιού,μετά τα χορευτικά,αναλάμβανε το περίπτερο,
του ξακουστού ημίγλυκου,ήταν και πατέρας της παραγωγός κρασιού,
σχετικά κονομημένος,και είχε και άλλες τρείς αδελφές,
όλες μεγαλύτερες απο την Ελένη.

Ηταν σαν την Ειρήνη Παπά,έτσι καθαρή μελαχροινή και μάλλον,
σαν την μάνα του Ιανού,μελαχροινή και αυτή.
Κάτι του τσίγκλησε μέσα του,η αντανάκλαση της μάνας,
η στολή της Αμαλίας,το ημίγλυκο,οι αδελφές της,οι κοτσίδες της;
Η γιορτή πήγαινε να τελειώσει και ο Ιανός με τα μαύρα σηθρού πουκάμισα,
με τους μεγάλους τεράστιους γιακάδες,το καμπάνα παντελόνι,λευκό,
και τα ασπρόμαυρα παράταιρα παντοφλέ παπούτσια,
της την έπεσε,και το φρούριο κατέρευσε.
Δηλαδή,μην φανταστούμε και πλήρη παράδοση,
ένα επίμονο ψαχούλεμα,μια σοβαρή προσπάθεια κορφολογήματος ήταν.
Αμαθος πιτσιρικάς αυτός,έμπειρη παρθένα αυτή,μην φανταστούμε και την αυτοκρατορία των αισθήσεων,άγαρμπες κινήσεις,άτσαλα φιλιά,
και αγγίμματα ήταν το σκηνικό,πίσω απο τα βαρέλια με το κρασί,
πούταν σκοτεινά,προς την πλευρά της θάλασσας.

Εγινε οτι έγινε,γύρισε η Ελένη στο πόστο της,
και δώσαν ραντεβού για αργότερα το βράδυ,
κάπου πιο σκοτεινά και απόμακρα,στο νεκροταφείο ίσως,
που όπως είχε μάθει ήταν το πιο ασφαλές μέρος για ραντεβού,
έτσι τούπε η κοπελιά.Έτσι της είπανε και αυτηνής,μπορεί.
Ποιός ενδιαφερόταν για την αλήθεια τότε....

Ομως υπήρχε και αντεραστής,ένας υπαξιωματικός του λιμενικού,
που την καμάκωνε,αλλά αυτή παρότι της άρεσε η στολή,
δεν της άρεσε και τόσο ο λιμενομπάτσος,και τον πιλάτευε.

Κάτι πήρε πρέφα όμως αυτός,
και ακολούθησε τον Ιανό και τον φίλο του,για να δεί που θα πάνε.
 Και αυτοί πήγαν για κατούρημα,πίσω απο τον λιμενοβραχίονα,
και κάναν και πλάκα,ποιός θα κατουρήσει πιο μακρυά,στην θάλασσα.
Και νάσου ο μπάτσος,που τους έπιασε να κάνουν ανοσιούργημα.
Κρατητήριο για όλο το βράδυ,στοιχεία,και δηλωθήκαν σαν εχθροί του έθνους,
και σταμπαριστήκαν.Τι γνωστοί,τι φίλοι,τι ο νομάρχης,τίποτε ο σκατόμπατσος 
έγινε το δικό του.Πρόστιμο χίλιες πεντακόσιες δραχμές ήταν το τίμημα.

Μίσησε ο Ιανός τους μπάτσους,το νησί,πείσμωσε,
δεν το πλήρωσε όταν βεβαιώθηκε.
Αναγκάστηκε όμως,μετά απο δέκα πέντε χρόνια,
με απειλή προσωποκράτησης,να το πληρώσει,και είχε φτάσει,
με τους τόκους πάνω από δέκα χιλιάδες.
Το πιο ακριβό κατούρημα όλων των εποχών ....

Την Ελένη δεν γούσταρε πιά,σαν να έφταιγε η  κοπέλλα για την δική του κύστη,
και το κατούρημα στα βότσαλα,έφυγε,και δεν ξαναγύρισε.
Αφησε την Ελενη,έμαθε και για τα ευχάριστα της Φιλιώς όταν γύρισε στην Αθηνα,ξενέρωσε και με αυτήν οριστικά.

Είχε τελειώσει μια ολόκληρη φάση της ζώης του,
σχετικά ανέμελη και κάνοντας πάντα του κεφαλιού του.
Δεν καταλάβαινε τότε οτι,έμπαινε σε μια άλλη φάση,δύσκολη,σκοτεινή,
που δεν εξαρτιόταν απο αυτόν μόνο,τα φοιτητικά χρόνια,
τα προβλήματα με την μάνα του,η πολιτική,
η αναζήτηση μεγάλων ιδεών και ελπίδων,
το στρατιωτικό με τις βαθειές πληγές,το ξύλο και τα καψώνια,
όλα μαζί,και το καθένα χωριστά,
βάζαν πέτρες και κρόκαλα στον αρμακά της ζωής του..

Ο Ιανός ήταν ενα παιδί που μετρούσε τ'αστρα,ένα κατσίκι που του άρεσε η αλμύρα,μασουλώντας στα κατσάβραχα,και απάτητα για πολλούς.
Επηρεασμένος από το περιβάλλον του,οικογενειακό κατ΄αρχάς,
απο τα δρώμενα γύρω του,μαγευόταν απο το νερό,παρακολουθούσε το χάος,
να του ορίζει την ζωή,ένα μικρό εδώ,ένα μεγάλο πιο κει.
Το νερό που ξεκινά απο το βουνά ήξερε οτι,
θα πάει στην θάλασσα οτι και ναγίνει,δεν ήξερε όμως απο ποιό μονοπάτι.
Του άρεσε το άγνωστο,το αβέβαιο της διαδρομής,αν και,
καβατζωμένος οτι ήξερε την κατάληξη.
Μοναχικός λύκος άλλοτε,περιστέρι λευκό,κορμοράνος που κάθεται,
ολόρδος στην άκρη του βράχου κοιτώντας πέρα,μόνο μακρυά,
όπου έφτανε ο λογισμός του κάθε φορά.

Πάλευα για να μάθει ένα πράγμα καλά,εκείνη την φράση.
''Πιάσε το πρέπει,από το ιώτα,και γδάρε το,ίσαμε το Π''


ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 





















.
































Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...