Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Η ΝΤΡΟΠΑΛΗ ΜΟΥ ΦΙΛΗ

Ηταν απόγευμα προς βράδυ,μια μέρα πούβρεχε μονόπαντα,μια γκρίζα μαρκίζα είχε στεφανώσει το σκηνικό,μια ανάγκη εσωτερικής αναζήτησης για παρέα απέναντι  στην μοναξιά που έφερνε η βροχή,βλέμματα απλανή και βαριεστημένα το κόσμο έψαξαν. 

Και νάσου ξαφνικά  η όμορφη παλιά μου φίλη.Μια φίλη πολύ παλιά,έστεκε εκεί και με χάζευε,παρατηρούσε,και μου ψιθύριζε ,πολύ σιγά αδιόρατα,λόγια απο το παρελθόν,απο τόπους αγαπημένους λησμονημένους,με αυτό το σκληρό ύφος και τρόπο που δεν σήκωνε κουβέντα και πολλά πολλά .
Σαν να μούλεγε,εσύ ξέχασες,εσύ βολεύτηκες,εσύ χάθηκες μέσα σε ενα κουβάρι απο μνήμες,θέλω,και ανάγκες,και άλλαξες,και τώρα δεν ξέρεις,ούτε τι θέλεις ,ούτε ποιός είσαι τελικά.
Κοίταξε εμένα,πόσο κοτσονάτη,στητή και αλύγιστη είμαι,εγώ που πέρασα απο τόσα και τόσα,που σήκωσα τόνους απο βάρη στην ζωή μου,που ανέχτηκα σπρωξίματα, ταρακουνήματα και ήμουνα υποχρεωμένη να ακούω,χωρίς να μιλάω,να πονάω και να μην μπορώ να κλάψω,να θέλω να φύγω,και να μην με αντέχουν τα πόδια μου.  
Ομως πόσα γλέντια δεν έκανα μαζί σας,πόσα γέλια και χαρές δεν ένοιωσα να με παρασέρνουν,πόσες φορές έσπασα απο την στεναχώρια και πόσες φορές ήθελα να γίνω προσάναμα για να σας ζεστάνω,πόσοι άνθρωποι δεν με ακούμπησαν,με χαίδεψαν και με σήκωσαν ψηλά.Ακόμη,θυμάμαι τον πατέρα σου να λέει -πάντα το ίδιο -για δες πόσο ασήκωτη είναι,πόσο δυνατή δείχνει,είναι απο καλή γενιά,έλεγε .

Την έβλεπα να με κοιτάζει με αυτό το μελαγχολικό ύφος,και ήξερα οτι είχε γεμίσει νοσταλγία,τόβλεπες,της ερχόταν μνήμες,θύμισσες,απο τότε,απο πριν απο μένα.
Κάτσε,μου λέει,να σου θυμίσω μερικά απο αυτά που εζησα μαζί σας,και τώρα με πλημμύρισαν οι αναμνήσεις,όπως τότε,με τα νερά πλημύρισαν το σπίτι στο Θησείο ,και ένοιωσα τα πόδια μου γίνονται μούσκεμα και μέσα στην λάσπη, και πανικός με έπιασε, για τι θα γινόμουν τελικά,και που θα κατέληγα,αναρωτήθηκε.

Ασε,να σου πω,ξεκίνησε να μου λέει,και εγώ τα ξέχασα όλα,την βροχή,την μοναξιά,το κρηπίδωμα του ουρανού που γινόταν όλο και πιο μολυβί,και έκατσα να την ακούω και να την αφουγκράζομαι,προσπαθώντας να καταλάβω τους σιγανούς ψιθύρους που μου έστελνε .

Ηταν πριν απο σένα,ήταν λίγο χρόνια μετά τον εμφύλιο,ξεκίνησε να μου λέει,τότε που σε κάθε γειτονιά στο χωριό,που το λέγατε πόλη απο κατωτερότητα,με μάζεψαν απο τα ψηλά,με έφτιαξαν,με σουλούπωσαν,και μούδωσαν μορφή,τότε στην εποχή του φόβου,της δήλωσης και της υπακοής,απο μια νικημένη ταπεινωμένη αριστερά,σε μια κακόβουλη εκδικητική δεξιά .
Θυμάμαι,συνέχισε,όταν με είχαν βάλει να με φτιάξουν,μια παρέα απο τρείς άγνωστους σε μένα ανθρώπους,που γυρνούσαν και μιλούσαν οι δύο σιγανά ψιθυριστά,και ο ένας δυνατά .
Τότε δεν καταλάβαινα γιατί,αργότερα,όταν με είχαν έτοιμη,και μπροστα,πολύ κοντά τους,τότε συνειδητοποίησα οτι αυτοί οι τρείς ήταν η Ελλάδα του τότε. 

Ο άνδρας με σκυμμένο το κεφάλι με την πλάτη του να είναι σε γωνία ενενήντα μοιρών με το κορμί του,να αναρωτιέται πώς έγινε,και χάσαμε,ποιός έφταιξε,αφού είχαμε το δίκιο μαζί μας,αφού είχαμε πίστη,είχαμε και όνειρο,είχαμε και ελπίδα και τώρα με την ουρά μές στα σκέλια,με το στριφτό πικρό τσιγάρο στο στόμα μόνιμα ,με μια δήλωση υποταγής,αλλοίμονο την ώρα και την στιγμή που ήρθε εκείνο το καθίκι ο νωματάρχης και μούβαλε το κωλόχαρτο μπροστα μου,και μ'έβαλε να υπογράψω, οτι αποκηρύσσω τον κουμουνισμό και τις παραφυάδες του,και εγώ σαν δουλικό,σαν γυαλικό που φοβήθηκα μην σπάσει,υπέγραψα,και από τότε μιλάω σιγά γιατί δεν θέλω να με ακούσουν οι άλλοι,και να καταλάβουν την ντροπή μου .

Η γυναίκα του,ενα σωρός απο κόκκαλα,ντυμένη στα μαύρα,με το τσεμπέρι πάντα τυλιγμένο το κεφάλι της,μονολογούσε και μίλαγε σιγά,σαν κλάμα απο την γή βαθιά βγαλμένο,και κοίταγε γύρω-γύρω, μήπως την ακούσει ο άνδρας της, 
Δεν ήξερε,αν τον μισούσε που υπέγραψε,η τον θαύμαζε που επιβίωσε,δεν μπορούσε δεν τολμούσε να πεί ούτε μια κουβέντα.Γύρναγε μέσα στο χώρο,σαν αερικό 
σαν σκιά,δούλευε,και μαγείρευε,και πάλι απο την αρχή,και οι μέρες πέρναγαν απο μπροστα της σαν σκιές.

Ο τρίτος άνδρας,ήταν η εξουσία,αυτός που φώναζε,γέλαγε σαν να γκάριζε,ήξερε οτι όσο πιο πολύ γκάριζε,τόσο πιο πολύ θα τον υπολείπτονταν ο άλλοι,πιο πολύ όμως ήθελε να τον φοβόντουσαν.
Ηταν ο νωματάρχης,ήρθε απ'αλλού,απο την μεγαλόνησο,απο εκείνα τα μέρη που δεν ήταν ούτε δεξιοί,ουτε αριστεροί,ήταν με όλους,και στο κέντρο,δήθεν .

Εκατσα μαζί τους αρκετό καιρό,μέχρι να με φτιάξουν,να με στολίσουν,να με βάψουν ξανά και ξανά και να είμαι έτοιμη να κάνω το μεγάλο βήμα στην ζωή μου,και αυτό ήταν να με φέρετε σπίτι σας μια Δευτέρα του Νοέμβρη στις πέντε το βράδυ,μαζί με άλλες και άλλους,ήρθαμε και κάτσαμε μαζί σας τόσα χρόνια,και συνεχίζουμε να είμαστε μαζί σας .

Την κοίταξα προβληματισμένος,που θυμόταν τόσες λεπτομέρειες,και ένοιωθα να ξαναζώ μαζί της,στιγμές,και εποχές,πούχαν χαθεί στο λήθαργο και στο αποκοίμισμα του χρόνου .

Ασε,να σου ακόμη τρείς στιγμές απο τις τόσες πολλές,που εζησα μαζί σας,μου πρότεινε,και εγώ ενεός,ήθελα να ακούω,να μαθαίνω,να νοιώθω μαζι της,την κάθε ιστορία,κάθε ψήγμα θύμισης,κάθε σπιθαμή που σκάλιζε στο μυαλό μου με έφερνε μαζί της πίσω. 
Ενοιωθα,να βλέπω,να αχνοφεύγει το παρελθόν,να ζωντανεύουν οι νεκροί,να ανοίγονται δρόμοι που δεν υπήρχαν,η είχαν κλείσει στο χρόνο,που αμείλικτος ζητούσε λύτρα την ζωή μας κάθε φορά .

Ακου,μου λέει την πρώτη ιστορία.
Είχε πεθάνει ο Στάλιν προ πολλού,είχε έρθει ο Χρουτσώφ στην εξουσία στην χώρα του χαμένου παραδείσου μας,και στην Ελλάδα του τότε,μετά την ''οκταετία'' του μετέπειτα εθνάρχη,είχαν ξαναρχίσει οι πολιτικές αντιπαραθέσεις,ο εθνάρχης τιμίως, την είχε κοπανήσει με όνομα άλλου,ο γέρο-Παπανδρέου θα πούλαγε και την Κυβέλη στο διάβολο,να γίνει πρωθυπουργός,οι Τσιριμώκοι,Στεφανόπουλοι,και ο μαιντανός Μητσοτάκης ,διαφωνούσαν σε όλα,και ήθελαν όλοι να ξανασώσουν,πάλι,την Ελλάδα .

Εσείς,ο πατέρας σου,η μάνα σου,ο μικρός μπόμπιρας αδελφός σου,και εσύ,με είχατε κοντά σας,και εγω,σας ήμουν απαραίτητη και πάντα βολική,όπου με βάζατε καθόμουν χωρίς καμμιά αντίρρηση και πάντα πρόθυμη να δεχτώ κάθε βάρος πάνω μου .
Εβλεπα,σώπαινα,από την μιά ο πατέρας σου,που τα ποδάρια του είχαν γίνει παπούτσια έτσι ξυπόλητος που ήθελε να περπατάει,και απο την άλλη,η μάνα σου,να τον πολεμάει με τις δαντέλες και τα λευκά σεντόνια.
Πόλεμος άνισος,πόλεμος χαμένος.Θυμάσαι,το πρώτο ραδιόφωνο,με εκείνες τις τεράστιες μπαταρίες,σαν παγοκολώνες ήταν,δύο διπλά κουμπιά,και μια βελόνα,που όλα μαζί μας έφερναν το κόσμο στο σπίτι σας,και μαθαίναμε για τις εξελίξεις,για το πόλεμο στο διάστημα μεταξύ αμερικανών και ρώσων,και εσείς όλοι θέλατε να κερδίζουν οι ρώσοι. 
Με βγάζατε έξω,και όλοι μαζί κοιτάγαμε τον δορυφόρο των ρώσων κυρίως,αφού αυτός ήταν ο πιο φωτεινός και όμορφος. Ημουν σίγουρη,οτι αυτή η αγάπη και προτίμηση για το ξανθό γένος,ξεκινούσε απο το γεγονός,οτι δεν κερδίσατε τότε,ότι υποταχτήκατε δηλώνοντας ενοχή,και βολευόσαστε να υποστηρίζετε αυτούς,απο τους άλλους .

Την κοίταξα εξεταστικά,και αναρωτήθηκα πώς τα θυμόταν όλα αυτά,και γιατί αυτά,και όχι άλλα,και γιατί τώρα.Ομως,δεν ήθελα να την σταματήσω,να μου λέει, να μου λέει.
Κάποια στιγμή,θα σου πώ πολλά γιαυτή την περίοδο,μου είπε,σαν να κάταλαβε τι σκεφτόμουνα, αλλά επειδή δεν θέλω να σε κουράσω,να σου πώ,την δεύτερη ίστορία 

Ακου,λοιπόν,είπε,την δεύτερη ιστορία μας 
Είχες μεγαλώσει πολύ,ξεκίνησε να λέει, είχε τελειώσει η περίδος της δεξιάς κυβέρνησης μετα την μεταπολίτευση,είχε έρθει η ''αλλαγή ''και η συμφιλίωση των νικητών και ητημένων σε κάποιο βαθμό είχε ξεκινήσει,αλλά άρχιζε η περίοδος,που άνοιγε το μεγάλο στόμα της απληστίας.Πάρε κόσμε,πάρε και δώσε,σπρώξε και βάλε κοντά στην πίτα,δίπλα στο μέλι.
Ολοι μαζί μαζεμένοι σε ενα ουρανοξύστη,που στο υπόγειο ήταν οι ποντικοί,και σε κάθε όροφο έβλεπες πιο ''καλούς'' κυρίους και κυρίες με πιο ακριβά ρούχα,και όλοι ζούσαν απο την πολυκατοικία αυτή.
Την είχαν δώσει αντιπαροχή και είχαν πάρει  δανεικά,όχι μόνο γιαυτή,αλλά και για την άλλη που δεν είχε γίνει ακόμη .

Την εποχή αυτή,εσύ ζούσες αλλού,συνέχισε,και εγω ήμουνα με τους γονείς σου και τον αδελφό σου .
Ο πατέρας σου,αδικημένος απο τον ευατό του και απο όλους εσάς,είχε πάρει συνταξη και είχε και μια μικρή απασχόληση. 
Ομως,πόσο πονούσα τότε,μου εκμυστηρεύτηκε,πάγος,και πόνος,απόσταση,και μικρές κακίες,τόσα χρόνια τους άκουγα να διαφωνούν,να μην θέλουν να αποδεχτούν την λάθος επιλογή που τους έφερε κοντά.Ο πατέρας σου αρώστησε,και αδιαφόρησε και η μάνα σου επεδίωξε να είναι άρρωστη παρά υγιής,αφού αυτό τελικά βόλευε και τους δύο .

Με κοιταξε στα μάτια,και προσπάθησε να καταλάβει εαν συμφωνούσα,εαν τα ήξερα, 
η δεν ήθελα να τα ακούσω καν.Δεν μίλησα,την άφησα στην απορία της .
Θυμάμαι,συνέχισε,ένα Πάσχα,ένα μαρτύριο δύο ανθρώπων,που θέλαν να σώσουν τον κόσμο τους,σταυρώθηκαν,και δεν αναστήθηκαν ποτέ.

Χρόνια για άλλους καλά τότε,χρόνια για μένα που ήμουν με την μάνα σου και τον πατέρα σου δύσκολα,αφού δεν μπορούσα,να πάρω το μέρος ούτε του ενός,ούτε του άλλου,και μόνο όταν καθόταν κοντά μου κάποιος απο τους δύο,ένοιωθα την θαλπωρή του καθενός,και πάντα έλεγα,αυτός έχει δίκιο,και την άλλη μέρα που ερχόταν ο άλλος κοντά μου,όχι αυτός έχει δίκιο,και πήγαινε έτσι,σαν τον οδοντωτό σιδηρόδρομο που θέλει ακόμη ενα δόντι να πιαστεί, για να πάει λίγο πιο πάνω.

Χρόνια δύκολα,εσύ αλλού,εμείς εκεί,να μετράμε οχι τις μέρες ,αλλα σε ποιες αυτές μπορούσαμε να τις περάσουμε απο την τρύπα της βελόνας.Είχαμε και ''γεράσει'' όλοι και τα γυαλιά ήταν και παρέμειναν θαμπά .
Πήγα να βάλω τα κλάματα,όταν τ' άκουσα όλα αυτά,παλιές σκοτεινές πλευρές φωτίστηκαν αμυδρά μέσα μου,το κερί που έλιωνε στα χέρια μου,με πόνεσε,με έκαψε.
Ελεγα μέσα μου,τα ξέρω,τα θυμάμαι,δεν υπάρχει λόγος να τα ξαναθυμόμαστε πιά, άλλωστε τι σημασία έχει,αλλά συγχρόνως ήθελα να ακούσω κιάλλο,από κάποιον τρίτο που ήξερε όσα και εγώ,ίσως και πιο πολλά.
Την σταμάτησα με μια κίνηση του χεριού,όπως όταν θέλουμε να διώξουμε την σφήκα που μας πλησιάζει επικίνδυνα,αλλά ήταν μια αδέξια κίνηση τελικά .
Με κοίταξε,και σαν να  είπει κάτι σαν,καλά σταματάμε εδώ, όμως θέλω να ξέρεις οτι εγώ ήμουν πάντα εκεί,ενώ εσύ όχι .

Τελος πάντων,πές μου και την τρίτη ιστορία να τελειώνουμε,της είπα,αρκτετά εκνευρισμένος επειδή κάποιος ήξερε τόσα πολλά,και με έβαζε να σκεφτώ και εγώ,για όσα λίγα έκανα η ακόμη και γιαυτά που δεν έκανα,ενώ μπορούσα .

Ακου,λοιπόν και την τρίτη ιστορία 
Ο πατέρας σου είχε πεθάνει πολλά χρόνια,η μάνα σου ήθελε να πονάει,και ήθελε να παλεύει μόνη της,με ένα ξεροκέφαλο εγωισμό που την έφερνε πιο κοντα σε ένα τέλος που η ίδια το επεδίωκε και το αναζητούσε σαν λύτρωση .
Η μάνα σου,δεν είχε κανένα σοβαρό πρόβλημα υγείας,όμως είχε ενα πρόβλημα αρχής,αυτοκαταστρέφομαι,για να ελέγχω την ζωή μου και το τέλος μου,έλεγε.

Ηταν Νομεβριος πάλι,πολλά χρόνια μετά,συνέχισε η ίδια,είμαστε μαζί στο σαλόνι του σπιτιού της,και μονολογούσε, για να την ακουμε, πάντα για τα παιδια της,για τα εγγόνια της,και κάποια στιγμή γύρισε μας κοίταξε,και χωρίς να μιλήσει,σαν να μας έγνεψε,ένα αδιόρατο αντίο,πήγε δίπλα στο υπνοδωματιο της,και έφυγε μόνη της .

Εκανε κρύο,ήταν χειμώνας,είχαμε ξυλιάσει,εγώ σκισμένη και με θαμπάδες,συνέχισε να λέει,ο χρόνος με είχε γονατίσει.
Ομως ήρθες,μας πήρες μαζί με τις άλλες,τις χαζοβιόλες,μας ξανάντυσες,μας έτριψες μας έκανες σαν κοινούργιες,και μας έφερες σπίτι σου .
Δεν μπορείς να φανταστεις την χαρά μου,όταν μπήκαμε σε αυτό το μεγάλο σπίτι,
που ήταν ζεστό και πολύ φιλόξενο. 
Είχες,και άλλες πολλές,απ'οτι ήξερα,αλλά εγώ το ένοιωθα οτι εμένα, με αγαπούσες πιο πολύ .Ειχα πάρει ενα ελαφρό κόκκινο χρώμα ,και εσύ πάντα με ακουμπούσες με τρυφερότητα και αγάπη και με είχες εκεί δίπλα σου..

Σταμάτησε να μιλάει και εγώ,ένοιωσα οτι ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Συναισθήματα με πλημύρισαν,και ξεχείλησαν,ήταν  πρώτη φορά,που κάποιος μου μίλησε έτσι,κάποιος που ήξερε τα πάντα για μένα,κάποιος που ήταν πάντα εκεί δίπλα μου,πολύ κοντα μου. 
Πλησίασα με προσοχή και έκατσα,ένοιωσα την ζεστασιά της να με κυριεύει,με άντεξε έγινε ένα μαζί μου ..

Γλυκειά μου καρέκλα,ήσουν πάντα μαζί μου.

Μην σταματήσεις να παρατηρείς,να νοιώθεις,να κουτσομπολεύεις,να με κρίνεις ,

Γεια σου,κόκκινη ντροπαλή μου,καρέκλα 

ΒΑΡΔΑΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ 
 

 

 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...