Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

ΑΒΡΑΚΩΤΟΙ ΙΑΝΟΙ μέρος 2ον ,ο Αγησίλαος

ΜΈΡΟΣ 2ον ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ 

Φθινόπωρο,με τα όλα του,ο ουρανός κάνει πρόβες χειμώνα,με εναλλαγές ρόλων για το έργο της επόμενης περιόδου,και εμείς θεατές,αμίλητοι και προσεκτικοί μην χαλάσουμε την παράσταση .

Ο κύριος,που κάθεται στο παγκάκι στο μικρό πάρκο,έχει γύρει το σώμα του,από την ανημποριά λες,από το βάρος των χρόνων του,από την αδυναμία του,πάντως δεν είναι καλά,το βλέπεις με την πρώτη ματιά .
Φοράει ένα μπλέ κοτλέ παντελόνι,μιας δεκαετίας ρούχο,αλλά προσεγμένο,καθαρό  και σιδερωμένο,με δυο τρεις γραμμές τσάκισης,απο τις πολλές φορές που ένα σίδερο πέρασε απο πάνω του.Παπούτσια σπόρ μπλέ και αυτά με άσπρες σόλες και κορδόνια,αντιανεμικό μπουφάν στα ίδια χρώματα,πουλεβεράκι καναρινί  πουκαμισάκι λευκό,που μόλις φαινόταν οι μαύρες ρίγες και τα μικρά μαύρα κουμπάκια .
Ο Αγησίλαος λοιπόν,ένας ευσταλής τύπος,με μικρή στρογγυλή κοιλίτσα και άσπρα μαλλιά καθόταν και φοβόταν,μην τον ρωτήσει κάποιος περαστικός και δεν ξέρει τι να του πεί,μην αναγκαστεί να πάρει θέση ,μήπως έρθει κάποιος και του ζητήσει τα ρέστα,του στύλ ..''Τι κανεις εδώ Αγησίλαε'';και τι να του πεί ,δεν ήξερε,έκανε πρόβες, τι θα τον ρώταγε,και τι θα του απαντούσε,πάντα ήθελε να έχει δύο τρείς επιλογές ,να μην τα χάσει,να φανεί κύριος,και σίγουρος .

Καθόταν και σκεφτόταν τι έφταιξε,και δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τα μέτρα που εύκολα και βολικά του έβαλαν οι γονείς του.
Στην ζωή του έκανε πολλά πράγματα,και μέχρι πρότινος πίστευε,οτι τα έκανε καλά και είχε και επιτυχίες σε όλα τα επίπεδα.Του Αγησίλαου δεν του έφταιξε η κρίση,ούτε του έκανε τόση μεγάλη ζημιά,αφού όταν ήρθε,αυτός ήταν ήδη στα πρόθυρα της συνταξιοδότησης.
Γενήθηκε απο ένα κουκούλι,σκεπασμένο και φυλαγμένο καλά,όμως πάντα του έλειπε αυτό το κάτι λίγο,για να κάνει την διαφορά,από την άλλη δεν ήθελε ποτέ να ξεφύγει απο αυτό που έδωσαν προίκα οι γονείς του σαν αρχές. 
Ομως ποτέ δεν του είπαν να μείνει γαντζωμένος σε αυτές,σαν σωσίβιο,και όχι σαν δυνατότητα .Σπούδασε,πήγε ταξίδια,δούλεψε στο εξωτερικό,παντρεύτηκε δύο φορές και έκαμε τρία παιδιά .
Ποτέ,δεν μπόρεσε να εξηγήσει,γιατί τα παιδιά του δεν έγιναν τίποτε το ιδιαίτερο όπως το φανταζόταν αυτός,δηλαδή καλλίτερα απο τον ίδιον,πάντα είχε την ενοχή να τον βασανίζει και γιαυτό .

Αυτά σκεφτόταν ο δυστυχής Αγησίλαος,και δεν έλεγε να σηκωθεί απο το ρημάδι το παγκάκι,έμενε καθηλωμένος,έγυρε ακόμη λίγο στα δεξιά ,πάντα ήταν συντηριτικός στις πολιτικές του απόψεις ,σοβαρότης και τάξη μαζί με ασφάλεια ήταν τα κατάλοιπα που του εμπέδωσαν  οι νικητές γονείς του,μαζί με τα λάφυρα της νίκης τους .
Δεν έτρωγε πολύ,και ποτέ δεν θυμόταν τον ευατόν του μεθυσμένο,έπαιρνε μπόλικα χάπια,με σειρά πάντα,όλα σε μια σειρά και τάξη,μιλούσε σιγά και αργά ,να είναι σίγουρος οτι ο άλλος τον καταλάβαινε πολύ καλα .
Παντοτε αναρωτιόταν,αν ζήλευε,αλλά ακόμη και όταν συνέβαινε ,προσπαθούσε να μην το δείχνει,κυρίως όμως, να μην τον παιρνει έιδηση ο εαυτός του,του άρεσε να κρύβεται απο τον ευατόν του,ήταν ο κριτής του,ήταν αυτός που δεν τον άφηνε σε χλωρό κλαδί ,δεν το άφηνε να χαλαρώσει ,πάντα εκεί,να τον βάζει σε σειρά και σε τάξη .

Είχε φίλους,κατά καιρούς πολλούς και σημαντικούς,μερικές φορές όμως είχε ξεμείνει μόνος του,όπως τώρα.
Μιά φορά πήγε να πεθάνει απο μια σοβαρή κρίση σκωληκλοειδήτιδος,αφού δεν μπορούσε να αποφασίσει ποιόν θα έπαιρνε,κυρίως όμως τι θα του έλεγε,ευτυχώς που ήρθε απροειδοποίητα η κόρη του και την σκαπούλαρε .

Τότε στα χρόνια του Ανδρέα και της αλλαγής,τόχε πάρει απόφαση οτι θα ψηφίσει τον Ανδρέα,έτσι έλεγε,το συζητούσε και με ένα φίλο του διαφημιστή,και είχαν συμφωνήσει και οι δυό,οτι αυτό ήταν το καλλίτερο,μάλιστα την τελευταία παρασκευή πήγε και στην συγκεντρωση στο Συνταγμα,τούδωσαν και μια πράσινη σημαία και την κουνούσε με με μανία,τόσο πολύ το πίστευε.
Την κυριακή των εκλογών,πήγε με τον φίλο του να ψηφίσουν,ο ένας ψήφιζε στο Πειραιά και ο άλλος στο κέντρο,πήγαν πρώτα στο Πειραιά που ψήφιζε ο φίλος του, ψήφισε εκείνος,και όταν βγήκε απο τον εκλογικό τμήμα τον ρώτησε ..''τι ψήφισες τελικά'';o άλλος τον στραβοκοίταξε και με φυσικό τρόπο, του είπε ..''φυσικά Πασόκ ,δεν τάπαμε,τι με ρωτάς'' ;
Φτάσαν και στο δικό του εκλογικό τμήμα,κατέβηκε με φούρια και σιγουριά,περίμενε υπομενετικά και με περισή ευγένεια να ψηφίσει ενας κουλός,πήρε τα ψηφοδέλτια έβαλε επιδεικτικά του Πασόκ πάνω -πάνω,μπήκε στο παραβάν ,και ξαφνικά τούρθε μια σκοτοδίνη,έβλεπε τον θείο του,τον πατέρα του,και όλο το σόι αντάμ παπαντάμ καραδεξιοί να τον κοιτάνε αυστηρά και πάγωσε,όμως γύρισε την πλάτη του επιδεικτικά στις μνήμες και αποφασισμένος έτσι όπως ήταν,ψήφισε.. Νεα Δημοκρατία.
Οταν βγήκε απο το τμήμα είχε μια μούρη χάλια,τον είδε ο φίλος του και του λέει ..''δεν πιστεύω να μην ψήφισες Πασόκ'' ψυχανεμίστηκε ο άλλος,''μα τι λές,του απάντησε, είσαι σοβαρός;φυσικά και ψήφισα Πασόκ'' ,αλλά κάποιος εκεί γύρω,κρυφογέλαγε.

Αυτός ήταν ο Αγησίλαος αυτά σκεφτόταν και δεν ήθελα να κάνει τίποτε ο ίδιος,να μείνει εκεί σαν άγαλμα να περιμένει να βρέξει,να χιονίσει για να σηκωθεί να φύγει.
Περίμενε,περίμενε,νύχτωσε,όλα είχαν κλείσει πια,και τότε,σιγά-σιγά σαν τον κλέφτη, πήρε τα πόδια του και τα μπλε παπαούτσια του,και χάθηκε στην επόμενη στροφή ενα τετράγωνο απο το σπίτι του ...



Κάνουμε μια γυροβολιά,και νάσου η άλλη όψη της ίδιας ράτσας,ο άλλος Αγησίλαος .

Καθισμένος σε ένα πολύ μεγάλο γραφείο καρυδιάς με προέκταση,και δύο μεγάλα και εντυπωσιακά ερμάρια από κάτω,δέκα χιλιάρικα τούχε στοιχίσει.
Παλιά είχε και ένα μεγάλο υπολογιστή που ''έδενε'' με το γραφείο.Κάποια μέρα στα κρυφά,πήγε να τον ανοίξει,αφού όλοι του λέγαν πόσο εύκολο ήταν,αλλά το μόνο που κάταφερε είναι να κοιτάει σαν χαμένος την είκονα απο την Σαντορίνη που του είχε βάλει ο γιός του,τι κοίταξε,την ξανακοίταξε,συμφώνησε οτι ήταν πολύ όμορφη τον έκλεισε,και ξένοιασε .Ηταν μαύρος- μαύρος,καθόταν και η σκόνη και γινόταν γκρί, ήτανε και τα καλώδια,οπότε μια μέρα,τον πήρε και τον έβαλε με προσοχή στην αποθήκη,μαζί με πολλά άλλα άχρηστα ..

Καθόταν και σκεφτόταν,τα παλιά τα μεγαλεία,τότε που μπαίναν σε αυτό το γραφείο κόσμος και κοσμάκης,σημαντικοί και πολύ σπουδαίοι,όλοι κάτι να πούν,όλοι κάτι να ζητήσουν,όλοι κάτι να δώσουν .
Ποτέ δεν κατάλαβε πως βρέθηκε απο τα ψηλά στα χαμηλά,πώς σχεδόν όλοι του γύρισαν την πλάτη,όλοι,λες και ήταν συνενοημένοι τον αδίκησαν,και τον ξέχασαν ,αυτόν που έδινε την ζωή του για όλους.Πόσες φορές,δεν έκανε τον χαμάλη, βρίζοντας μέσα του,αλλά είχε στόχο,ήξερε οτι το αγόι αυτό θα πληρωνόταν αδρά.

Ηταν απόβραδο,κανείς δεν ήταν πιά εκεί γύρω,μόνο αυτός,και ο Αλβανός που καθάριζε τα τζάμια,και καθισμένος στο παλιό θρόνο γραφείο,προσπαθούσε να καταλάβει που ήτανε που κατάντησε και θα γινόταν απο δώ και πέρα.
Ξεκινούσε πάντα να σκέφτεται απο εικοσιπέντε χρόνια πριν,όχι παλαιότερα,τότε που άριχσε να κάνει όνομα και περιουσία,τότε που πήγαΙνε στις εταιρείες και του κάνανε τεμενάδες,'' τι κάνετε κύριε Αγησίλαε,''πώς είστε κύριε Αγησίλαε'',''τι θα πάρετε κύριε Αγησίλαε'',και αυτός άλλοτε τόπαιζε σοβαρός,και άλλοτε κάνοντας τσιριμόνιες ψήλωνε καμμιά δεκαριά πόντους,πάντοτε τούλειπαν αυτοί οι δέκα αναθεματισμένοι πόντοι.
Επαιρνε τηλέφωνο την τράπεζα και μιλούσε μόνο με την διευθύντρια,με άνεση και στύλ, ''Ελα ρε Βάσω,περίμενα τρία λεπτά στο τηλέφωνο,΄΄μην μου πείς νάρθω να υπογράψω απο κεί,εκείνη την αύξηση ορίου,είμαι πνιγμένος Βασούλα'' και ας ήταν η Βάσω είκοσι χρόνια πιο μεγάλη απο κείνον,και πάντα του μίλαγε στο πληθυντικό .

Ητανε παντρεμένος ο Αγησίλαος με μια ψηλή χοντρή,την ήξερα από παλιά ,είχαν και δύο παιδιά δυο αγόρια,το ένα ήταν ψηλό σαν την μάνα του,και λεπτό σαν τον πατέρα του,και το άλλο ήταν μέτριο καστανό γεμάτο φακίδες.Ο Αγησίλαος μικρόδειχνε ,είχε και μια φράντζα που τον ταλαιπωρούσε,και μια μύτη σαν ανοιχτήρι κονσέρβας και χέρια κοντά, με δαχτυλάκια.
Εσπρωχνε ο Αγησίλαος τους κανακάρηδες να σπουδάσουν,να μπορεί να δικαιωθεί και ο ίδιος,και να μπεί στο μάτι εκείνου του αγχώνευτου,πλήρωνε φρονιστήρια έπαιρνε αριστα ο μεγάλος στο μπιλιάρδο,ιδιαίτερα στο σπίτι στο μικρό,έκανε καμάκι στην δασκάλα ο πιτσιρίκος,έπαιρνε μάτι και ο Αγησίλαος.

Είχε όνομα,είχε πρόσωπο,και θεωρούσε οτι μπορούσε να κάνει πολλά ακόμη,πως διάολε βρέθηκε να τα έχει χάσει όλα,χρέος στην εφορία,στο ΙΚΑ,στις τράπεζες,ποιός έφτιαξε και του συνέβησαν όλα αυτά,η κρίση,οι εταιρείες,οι γερμανοί,η Μέρκελ αυτή η παλιοκουφάλα,τα λαμόγια οι πολιτικοί,όλοι μαζί τον έριξαν στο καναβάτσο και τώρα κανείς δεν ενδιαφέρεται γιαυτόν.
Ακόμη και η Βάσω η διευθύντρια,μια μέρα που την ζήτησε και δεν του βγήκε στο τηλέφωνο,την άκουσε στο βάθος να λέει, ''χέστον,τον παλιομαλάκα που νομίζει οτι κάτι είναι''και πολύ του κακοφάνηκε του Αγησίλαου .

Καθυστερούσε στα ραντεβού ο Αγησίλαος,και όλοι αντί να τον επιτιμούν,τον κοίταγαν με δέος και σεβασμό,τώρα καθυστερεί μισό λεπτό,και ο άλλος φεύγει,και ούτε τηλέφωνο δεν τον παίρνει .

Ολα αυτά σκεφτόταν ο κακομοίρης ο Αγησίλαος,και σκότωνε το χρόνο του,το ίδιο έκανε κάθε μέρα πια τα βράδια,πιέζε τον χρόνο,ζόριζε την μνήμη ,ήλπιζε οτι κάτι θα αλλάξει,κάτι θα ξαναφέρει τα παλιά,ήταν σίγουρος,οτι όλα θα διορθωνόντουσαν, αφού αυτός δεν έφταιξε σε τίποτε .

Πάνω στο γραφείο κιτρινισμένα έγραφα με το λογότυπο της παλιάς δόξας,μερικά στυλό που το μελάνι είχε πετρώσει και δεν έγραφαν πια,ένας αναπτήρας με την φίρμα του,στεγνός και άδειος και αυτός,και στο πλάι μια φτηνή ελληνική σαμπάνια απομεινάρι μιας εποχής ..

Απλωσε τα πόδια του,να ξεμουδιάσουν,τώρα τελευταία,είχε κάτι μικροενοχλήσεις στα γόνατα και στην μέση, στριφογύρισε την καρέκλα του σαν τον τροχό της τύχης, και έγειρε πίσω ..Τι ωραία άισθηση σκέφτηκε,κοίταξε ψηλά το ταβάνι που είχε κιτρινίσει και ξεθωριάσει και ξαφνικά συνειδητοποίησε οτι ήταν η τελευταία φορά που τα έκανε όλα αυτά ..
Σηκώθηκε απο την καρέκλα του διευθυντή,έσκουξε αυτή απο την πολυκαιρία,την έπρωξε με μίσος πίσω,και όρθιος πιά,κοιτούσε το χώρο,το γραφείο,έβλεπε στους τοίχους τα μεγαλεία ,άκουγε τα γέλια των επιτυχιών, όμως γυρνώντας στην πραγματικότητα,ήθελε τώρα να ανεβεί πάνω στο γραφείο να το μαγαρίσει,να το χαλάσει,τίποτε δεν ήταν δικό του πιά,του τα πήραν όλα,οι άλλοι ..
Ομως το λυπήθηκε,τόσα χρήματα στοίχισε ..προχώρησε πήγε να βγεί,να την σπάσει την πόρτα,να την βροντήξει,σκέφτηκε,τίποτε απο όλα αυτά δεν έκανε,την έκλεισε γλυκά και τρυφερά,και έφυγε.

Καληνύχτα Αγησίλαε 

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ
 

Στο επόμενο 

μέρος 3ον 
Μενέλαος ..ο τυχοδιώκτης




Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...