Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

ΛΗΓΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΚΑΤΑΛΗΛΑ ΟΝΕΙΡΑ



Ποτέ μην λυπάσαι για ότι,δεν σκέφτηκες,και οτι δεν πεθύμησες.
Τι είναι χειρότερο τελικά;Tα όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν.
Kαι το ακόμη χειρότερο;Aυτά,που δήθεν πραγματοποιήθηκαν.
Κάποιοι ήθελαν την ήττα,αφού έτσι,θα έμεναν τα όνειρα ανέπαφα,
σε σχέση με αυτούς,που ήθελαν να κερδίσουν,κάνοντας  τα όνειρα ανέφικτα.
Πεθυμιές,όνειρα δεμένα,άλλοτε στο μουράγιο,άλλοτε στο σπάγγο και στην ανέμη,ανέπαφα απο τις ήττες,και άλλοτε,ανέφικτα απο τις ημιτελείς προσπάθειες. 

Μπορώ να μιλήσω με κοινότυπους όρους,μήπως και καταφέρω το αυτονόητο να επικοινωνήσω με την πραγματικότητα,
όπως αυτή σέρνεται δίπλα μου;
Mπορώ να σκεφτώ απλά,γραμμικά,έτσι απλά,έτσι λαικά,
έτσι συνηθισμένα;Ανθρώπινα θα μούλεγε κάποια,
σαν συμβουλή και παρατήρηση.
Οι άνθρωποι,δεν μπορούν,κυρίως δεν θέλουν,να σκέφτονται.
παίρνουν ετοιματζίδικες σκέψεις απο το πρώτο ράφι που βρίσκουν μπροστά τους,ακούνε εύκολα τα βολικά,καταλαβαίνουν δύσκολα τα άβολα,ακούνε τον εαυτό τους με προσοχή,είναι κουφάλογα,
όταν μιλάνε οι άλλοι,και αφού ξέρουν εκατό λέξεις όλες κιόλες, αποφεύγουν αυτές που έχουν περίεγα και πολύπλοκα μηνύματα,
όπως ευθύνη,φταίξιμο,αξιολόγηση,αυτοκριτική.

Ανεβαίνω στο φεγγάρι,απλώνοντας τα φτερά μου,λίγο πλάγια πετώντας,
σκαλοπάτια μου τα σύννεφα,ανεμόσκαλα απο ουράνιο,
κουβαλώντας τα ονειρά μου,πίσω στην πλάτη μου,σε ένα σακκούλι απο λινάρι.
Λίγο η μουντάδα του φεγγαριού πριν την φωτάδα της πανσελήνου,
με βολεύει να ξεφεύγω απο τα βέβηλα μάτια,
όσων κοιτάνε το δάχτυλο πούδειχνε την σελήνη ..

Μπα,δεν λένε και πολλά όλα αυτά,δεν συγκινούν,
δεν ανασηκώνουν μύτες για να δούν πέραν απο το τοίχο των λέξεων,
δεν κρυώνουν απο την ψύχρα των ανείπωτων ριπών απο λέξεις,
που μόνες τους πιά,δεν φτάνουν να συγκινήσουν .

Η γλώσσα,είναι ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας στους αιώνες,
όμως το φεγγάρι δεν είναι πια,ρομαντική περατσάδα,
και τα σύννεφα,είναι μόνο για βροχή,και όχι για σκαρφάλωμα σαν το κατσίκι που κυνηγά αρμυρίκια στα βράχια.

Εχουμε φτιάξει ένα λαβύρινθο απο τα προφανή,λίγα,πεζά φτωχά λόγια. Και απο φόβο μην εκτεθούμε,αφήνουμε μέσα μας σφιχτά δεμένα στο παχνί του μυαλού μας τα μη προφανή,που ξέρουμε,
οτι είναι αυτά που θέλουμε,και ακόμη μας γρατζουνάνε.
Τα επίσης μη προφανή που δεν ξέρουμε,αλλά είναι αυτά που τελικά μας ελέγχουν,και μας βασανίζουν ασυνείδητα.
Το προφανές επίπλαστο και ψεύτικο,αλλά κατά το κοινώς λεγόμενο,απαραίτητο.
Το μη προφανές που ξέρουμε,εσωτερικό καμπανάκι,
που σου λέει,οτι αυτό που λες/κάνεις,είναι κατά συνθήκη ψέμμα,
και το γνωρίζεις καλά.
Αλλά και το μη προφανές που δεν γνωρίζεις,είναι η ασυνείδητη άποψη, που δεν τολμάς όχι μόνο να την πείς,αλλά ούτε να την σκεφτείς.
Κρέας στο φούρνο το ένα,σούπα με γλάρο το δεύτερο,
και τραχανάς με φύκια το τρίτο ..


Κοιτάς το χώμα πολύ,βρέ αδελφέ,μην βιάζεσαι τόσο.
Κοιτάς λοξά τον γύρω σου,και θέλεις να τον δείς να παραπατάει,
και να πέφτει,δεν σηκώνεις ποτέ να δείς τους αετούς που σε κοιτάν από ψηλά,και φοβάσαι κακόμοιρε,το φεγγάρι,το μισοσκόταδο σε τρομάζει ..

Τώρα,θα μου πείς-εσύ που κατάφερες να διαβάσεις μέχρι εδώ-
και ρωτάς,''αδελφέ,όλα αυτά που γράφεις είναι κατανοητά;
Δεν είναι,απαντάω με μιάς,και με φόρα .
Ομως,εσένα που άντεξες,μήπως κατάφερα να σου παίξω με το νύχι
τις χορδές σου,μήπως γρατζούνισα τα τέλια του μπαγλαμά μυαλού σου;
Οχι πάλι,θα πείς ..
Αυτό περίμενα,αυτό ήξερα,άρα συμφωνούμε ..

Ενα κενό,μια συζήτηση με σιωπές που τρόμαξαν τις λέξεις και κρύφτηκαν,ζαραβακατρανέμια,όνειρα απο πυρίτιο και στάχτη απο πηλό,
εξόριστε ποιητή στον αιώνα σου,πες μας τι βλέπεις,
τυφλέ Πίνδαρε,ανόητε Σωκράτη και καταθλιπτικέ Διογένη με το κιούπι σου,χωλέ Νέρωνα,και πλοκαμοφόρα Μέδουσα. 

Είναι τόσο δύκολο τελικά,να επικοινωνείς βρε αδελφέ,
σου λέει ξανά ο άλλος ο κανονικός,με απλό τρόπο;
Nα,σαν κάτι ετούτο:
Σήμερα,είναι Δευτέρα,έχει συννεφιά,κάτι απλό κατανοητό απο όλους,
με λίγες λέξεις,το ζεστό καίει,και το κρύο κρυώνει,
ο ήλιος βγαίνει από την ανατολή,και πάει κατά την δύση,
και μετά έρχεται η νύχτα,που τα πουλιά ησυχάζουν,
και μετά πάλι,ξημερώνει και ξαναβγαίνει ο ήλιος,απλά πράγματα ανθρώπινα ..

Τι θα πεί,στοιβάζω τα ονειρά μου σε ντάνες,δίπλα στις απόκρυφες επιθυμιές μου,αλλά μακρυά απο τους πεταγμένους εδώ και εκεί φόβους μου.Τι θα πούν όλα αυτά;Οέοοοοο

Κλαίς για τον θάνατο των γύρω σου,τα δάκρυα σου μόλις πούφθασαν μέχρι τα γυρτά και ολοστρόγγυλα μαγουλά σου,πονάς έξω σου,
να δεις τον ευατόν σου θλιμμένο στον καθρέπτη,
αλλά και να σε δούν και οι άλλοι πονεμένο και στεναχωρημένο.
Μια προφανή και ξεδιάντροπη σκέψη φευγαλέα,
σου λέει,οτι αύριο,πρέπει να πληρώσεις την δόση της εφορίας,
και αμέσως το κλάμα κρεσέντο,και δάκρυα ρυάκια.
Και νάσου εκεί,κρυμμένο και το άγνωστο,μη προφανές,
να σκέφτεσαι ότι,έρχεται και σειρά σου,η ώρας σου,
και γίνεσαι ράκος,και τα δάκρυα σου ποτάμια,και λίμνες,και θάλασσες.

Πένθησες,έκλαψες,τον τίμησες,τώρα είναι ώρα για να πιάσεις την ζωή,που συνεχίζεται,όπως λες,με τον μπάρμπα δίπλα σου.
Παίρνοντας τον αγκαζέ,κατηφορήσατε στον μεγάλο δρόμο.
Κάποιος εκεί δίπλα,κρυφογέλασε,και τρόχισε ακόμη λίγο τα κορδόνια των ημερών σου ...

Διαβάζεις για το μηδέν και το άπειρο,αφαιρείς το άπειρο,
και σου μένει το μηδέν,άρα γιατί να διαβάσεις,
άρα καλά κάνεις και μένεις αστοιχείωτος.
Μπερδεύεις τα πάντα πιά,ανήμπορος να ξεχωρίσεις την βούρτσα,
απο την πούντην,που χάθηκε και δεν ξεπετιέται πιά.
Ομως παρακολουθείς τηλεόραση,οτι σκουπίδι υπάρχει,
για ξεσκάσεις βρε αδελφέ,απο τις έννοιες και σκοτούρες,
να δείς κανένα κώλο,και να γελάσεις με τα υποκείμενα,
που σου δίνουν την χαρά,να νοιώθεις οτι είσαι καλλίτερος .

Ομως δεν το κάνεις ούτε αυτό πιά,είσαι με τις ώρες στο κινητό,
μήπως και σε πάρει ο Αλ6ς και σε κάνει υπουργό,παρακολουθείς τα τεκταινόμενα μέσα απο τα κοινωνικά δίκτυα,
και κάνεις και καμμιά κοινοποίηση απο τις σοφίες των άλλων.
Η μοναξιά σου βάρεσε κόκκινο,μικρέ τυμπανιστή,και άμοιρε καμπανοκρούστη,και βρέχει όταν σου λένε οι άλλοι οτι βρέχει,
και χιονίζει και ασπρίζει η ψυχή σου,όταν η γκόμενα που λέει το καιρό σε πείθει οτι χιόνισε στην αυλή σου,και εσύ σιγά,που θα σηκωθείς απο τον καναπέ,να βγάλεις το κρινένιο χεράκι σου,έξω απο το πάραθυρο σου,
και να δείς μόνος σου..
Ομως βρέχει,έτσι λέει ο βλάκας,έτσι λες και εσύ .

Δεν επιτρέπεις σε κανένα να σου λέει δυσάρεστα πράγματα,
δεν θέλεις βρέ αδελφέ να σου μαυρίζουν την ψυχή,
θέλεις να ακούς τα πουλάκια που κελαηδούν έξω απο το παραθύρι το ψηλό με σιδεριές,και μάνταλα.
Θέλεις να ακούς το κύμα της θάλασσας,να σου χαιδεύει τα αυτιά σου,στην Λάρισσα που ζείς,Θεέ .
Θέλεις να σου δίνουν ελπίδες,να πιστεύεις οτι αύριο όλα θα πάνε καλλίτερα,αφού το θεώρημα λέει:Aν θέλεις κάτι πολύ,
το σύμπαν,θα συνωμοτήσει μαζί σου,για να γίνει η ελπίδα,πράξη.
Ασχετα,αν δεν ξέρεις τι ελπίζεις,και όλα είναι μαζεμένα στην χωματερή, πούφτιαξαν αυτοί,που τους έδωσες την εξουσιοδότηση,
να ενεργούν για πάρτη σου.
Και πιστεύεις οτι,μαζί με την δική τους ελπίδα,θα σπρώξουν και την δική σου,κούνια μπέλλα,η όμορφη κοπέλλα,πέρα δώθε,πάρε κόσμε.

Είσαι μέρος του καλλίτερου λαού του κόσμου,αμάν παπαντάμ Ελληνας, με κάτι αρχίδια πεντέμισυ κιλά,και αυτό σου φτάνει να φτιάχνεσαι,
και όταν σου ζητά η γκόμενα να ζουλίξει τα αχαμνά σου,
να βγάλουν λίγο ζουμάκι,εσύ γυρίζεις αλλού,και φοβάσαι οτι,
την περιουσία σου στα ξένα χέρια,δεν την εμπιστεύεσαι,
αυτά τα ξένα χέρια πούνε,μαχαίρια.

Ψηφίζεις κατα συνείδηση,μια τον Ανδρέα,μια τον χοντρό Κωστάκη,
μια τον Αλέξη,και είσαι βέβαιος οτι,ξέρεις να διαλέγεις τον σωστό κάθε φορά.
Δεν σε νοιάζει,αν σου λένε ψέμματα,αν σε κοροιδεύουν,
σε νοιάζει να τρώς σανό,και εκεί στην χώνεψη,να τους διαολοστέλνεις που δεν σούδωσαν τον καλό σανό που σου υποσχέθηκαν.
Και το μυαλό που σούδωσε ο Γεραμπής,τόχεις για να γεμίζει την ξεροκολοκύθα πούχεις για κεφάλι,και κάνοντας γλού γλού,
πιστεύεις οτι,είσαι ακόμη ζωντανός,

Ελλην,πατριώτης,χριστιανός Ορθόδοξος,πολίτης μια χώρας που την ζηλεύουν όλοι.
Α βρέ μπαγασάκο,τσαχπίνη,και καραγκιοζάκο,σούμεινε το παζάρι αμανάτι,οτι τάχατες το παλεύεις,και τόχεις,οι άλλοι δεν σε καταλαβαίνουν και όσοι το κάνουν,σου πιάνουν το κωλαράκι.


Φτιάχνεσαι,να κυνηγάς την πανσέληνο στα κατσάβραχα,
και στις ακρογιαλιές,φασώνεσαι,να μπαίνεις το βράδυ με την πανσέληνο στην Ακρόπολη,και νοιώθεις να συνουσιάζεσαι με όλη την αφρόκρεμα του χρυσού αιώνα,παίρνεις παρτούζα την Ασπασία,με τον Περικλή να παίρνει μάτι,και νομίζεις,οτι θα γκαστρώσεις την εταίρα,
ελπίζοντας οτι,κάποιος Αλκιβιάδης θα γεννηθεί απο την φύτρα σου.
Και μετά,πας σπίτι σου,και δεν μπορείς να σηκώσεις ούτε το σεμαίν,
που έπεσε απο την τηλεόραση,όχι το άλλο,που,κουρασμένο απο την αρχαίο όργιο,αδυνατεί πιά,γενικώς και απολύτως ..


Λέξεις,που μεταφράζουν τις επιθυμίες και τα ονειρά μας.
Ελπίδες,φρούδες η όχι,μαζεμένες σαν θημωνιά ψηλή γύρω σου.
Ονειρα αλαφροίσκιωτα,κάθε βράδυ γερνάνε,και μαραμένα μαστάρια, απλωμένα σε σκληρά δέρματα.
Γνώση,που,μισοπεθαμένη,σιγοψυθιρίζει,μην με παρατάς,
θα κάνω οτι θές,πουτάνα θα γίνω,φτάνει να με έχεις δίπλα σου.
Μόρφωση,αδύνατη,κοκαλλιάρα,χαμένη στην σκόνη και στην απαξία,παλεύει να μην ξεχάσει,αυτά έστω,τα λίγα,που μάζεψε στο παρελθόν.



Ομως,τραλαλά και τρείς χαρές,και μηδέν λύπες,πάει η ζωή απο πήδημα σε τσαλίμι,και φέρε γυροβολιά,ρε μάγκα Ελληνα ..

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 

Οσοι το διαβάσατε μέχρι τέλους θα μπείτε σε κλήρωση για ένα πολύ μεγάλο δώρο.
Η κλήρωση θα γίνει,με αμερόληπτο τρόπο,παρουσία όλων.
Αντε και καλή επιτυχία 

Δ



 


 





 
 

 


 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...