Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

ΤΑ 21 ΣΚΑΛΙΑ/ ΣΚΑΛΙ 8 Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ

Λένε οτι,όταν μεγαλώνεις προτιμάς,να κοιτάς προς τα πίσω και οι αναμνήσεις σαν τα άγρια κύματα,πνίγουν τα αδύνατα πιά,όνειρά σου.
Το παρόν μετεωρίζεται και χάνεται,μεταξύ του παρελθόντος και του επερχόμενου μέλλοντος,αρα,στην ουσία δεν υπάρχει για να το αξιολογήσεις,
αφού ήδη,η κάθε στιγμή έγινε παρελθόν και χάθηκε,και μένει να αναζητάς το μέλλον,
για να δείς που,θα κουρνιάσουν τα όνειρα σου.
Η μόνη σου πραγματικότητα,είναι αυτή που θα σου συμβεί το επόμενο δευτερόλεπτο,αφού έχεις την δυνατότητα να αλλάξεις κάτι,και εξαρτάται απο σένα,ενώ η αναπόληση του παρελθόντος είναι μια ουτοπική διαδικασία,
αδυνατώντας να επηρεάσεις οτιδήποτε.

Η αχλύ του χρόνου σε βαραίνει,σε κυριεύουν οι θύμησες,και οι αναμνήσεις,
άλλοτε σαν κάργες και άλλοτε σαν περιστέρια,να πετούν γύρω σου.
Και τα χρόνια στην διάβα τους,ισοπεδώνουν την παλαιότερη έκδοση των αναμνήσεων και τις απωθούν στον πίσω χρόνο,πίσω,πιο πίσω και πιο πίσω,
ίσαμε να βρεθείς στην μήτρα της μάνας σου,και εκεί να βρείς οτι,κάποιοι άλλοι εν αγνοία σου,και χωρίς την θελησής σου,σου φύτεψαν γονίδια,μια ανεξίτηλη στάμπα, να την κουβαλάς μέχρι το τέλος,αφού στο μεταξύ,θα έχεις κάνει και εσύ το ίδιο στα δικά σου παιδιά.

Πάντα αναρωτιόμουν ποιά είναι η κατάλληλη στιγμή να αναρωτηθώ,
για το τρόπο που αντιμετώπισα τους δικούς μου γονείς,
σε σχέση με την δική μου αντιμετώπιση απέναντι στα παιδιά μου .
Σε αυτή την ατομική αξιολόγηση και ενδοσκόπηση,προσπαθούσα να είμαι δίκαιος,αλλά πάντα ήξερα οτι,κάτι τέτοιο στην ουσία δεν υπάρχει.
Δεν μπορούσα να είμαι δίκαιος με κανένα απο τους γονείς μου,
αφού επηρεαζόμουν απο τα δικά μου θέλω,και τις δικές μου ανάγκες,
σε σχέση με τον εκάστοτε χρόνο,και το ίδιο βλέπω να γίνεται και τώρα,
σε σχέση με τα δικά μου παιδιά.

Ο πατέρας μου,ζούσε και επηρεαζόταν κυρίως απο το περιβάλλον που ζούσε,
στα χρόνια που ζούσε,στο μέρος που ζούσε,κουβαλούσε τα δικά του γονίδια απο τους γονείς του,και αντιδρούσε κυρίως με το θυμικό και την ανάγκη αυτοσυντήρησης. Υποταγμένος στις εξαρτήσεις,από μια κοινωνία με κλειστά μάτια,που μόλις είχε βγεί απο τον εμφύλιο και τον πόλεμο,απο την ανάγκη της επιβίωσης κυρίως.
Του είχαν χαράξει,ένα κύκλο στο χώμα γύρω του,ένα κύκλο σαν σιδεριά στο λαιμό, ένα χαλκά στη μύτη,φορτωμένος πάντα μια τεράστια πέτρα κολλημένη με τσιρίζι στην πλάτη του.
Τον κατηγορούσα πάντα,όχι για την κληρονομημένη πέτρα που κουβαλούσε,
αλλά για το γεγονός οτι,δεν ήθελε ποτέ στα σοβαρά να την μικρύνει,
να την ελαφρώσει,να βρεί μια άλλη πιο μικρή,μια ελαφρόπετρα,
να του επιτραπεί να δεί,πιο πέρα απο την μύτη του,και το στενό ορίζοντα του.

Δεν ήταν που δεν μπορούσε,κυρίως δεν ήθελε να μάθει,τι γινόταν πέραν απο τον μικρό του κύκλο,φοβόταν οτι,δεν θα μπορούσε να το αποδεχτεί,
και να λειτουργήσει με τους νέους κανόνες.
Μούλεγε,και μούδειχνε τα αστέρια:''Να,βλέπεις τον Ιορδάνη ποταμό'' το νεφέλωμα του Γαλαξία μας,μούδειχνε,την Πούλια και τον Αυγερινό,τον δορυφόρο πούστειλαν πρώτοι οι Ρώσοι,αυτό του άρεσε.
Ηθελε νάχει όνειρα,πίστευε από ένστικτο οτι,κάπου,υπήρχε ενα καλλίτερος τόπος,αλλά τον καταλάβαινε μόνο με τις αισθήσεις του,να μπορεί να τον δεί στο ουρανό,σαν απόδειξη των ονείρων του.
Πεισματάρης σαν μουλάρι,και ξεροκέφαλος σαν ξερολιθιά,επέμενε στην γνώμη του,τσακωνόταν για τα πολιτικά,τσακωνόταν με την μάννα μου για μένα που με κακομάθαινε,για τους συγγενείς του,που δεν γούσταρε η μάνα μου,
για τα λεφτά που χαλούσε σπάταλα αυτή,κυρίως όμως,δεν ήθελε να φύγει απο κείνο το τόπο.
Εγωιστικά,χωρίς εγωισμό,πάλευε με σκληρό τρόπο,να μην αλλάξει τίποτε .

Νοικοκύρης και τίμιος,σοβαρός και γλεντζές,να τραγουδά,
και να ζηλεύουν τα αηδόνια,να χορεύει και να σείεται ο τόπος,
να χάνεται στους στροβιλισμούς του,ναι,ένας μικρός θεός,
εκείνες τις στιγμές του γλεντιού και της παραζάλης ένας μοναχικός ήρωας,
ένας μικρός έκπτωτος βασηλιάς.

Δούλευε στα κτήματα πούχαν μπόλικα,και απο προίκα,και στον καπνεργοστάσιο,
και έκανε και τον μεσίτη καπνών,και κάθε φορά που έπιανε χρήματα στα χέρια του,
τα πήγαινε όλα στην μάννα μου,και αυτή τούδινε ενα μικρό χαρτζηλίκι για τον καφέ του,για την πρέφα,και τα τσιγχαρόχαρτα,για να φτιάχνει τσιγάρα απο τον μυρωδάτο καπνό βιρτζίνια,που ο ίδιος καλλιεργούσε .

Απο μικρό παιδί θυμάμαι ή θέλω να θυμάμαι οτι,δεν είχα καταφέρει να βρώ,
ένα κώδικα επικοινωνίας μαζί του,θες επηρεασμένος απο την μάνα μου,
θες,επειδή είχα ανησυχίες που ξεπερνούσαν τα όρια του νησιού μας,
θες απο την κοινή μας ξεροκεφαλιά και μονόχνωτη αντίδραση.
Δύο μουλάρια κυριολεκτικά.

Εφτιαχνα ένα ιστό,που κεντούσα όλες μου τις διαφορές μαζί του,και αυτός
έχτιζε τοίχο μέχρι το ύψος του.
Είχα και τον σπιούνο,την μάνα μου,που στην προσπάθεια της,
να πάει κόντρα μαζί του συνεχώς,εξυπηρετούσε τα δικά μου σχέδια,
για να φύγω μακρυά,να πετάξω αλλού,πέρα από κείνο τον 
τόπο,που με οδηγούσε,τόξερα και τότε,στην ανυπαρξία .

Ομως,μικρές στιγμές μούλεγαν οτι:''κάνεις λάθος με τον πατέρα σου''
Οπως τότε,που πέρασα στο Πανεπιστήμιο,με υποτροφία να σημειωθεί,
και κέρασε εκατόν συναδέλφους του στην δουλειά,χαλώντας όλο το δεκαπενθήμερο που μόλις είχε πάρει.Ηταν τόσο υπερήφανος,και καμάρωνε για μένα,αλλά στους άλλους.Δεν μπορούσε και δεν τον άφηνα και εγώ,να μου το πεί,
να μου το εκδηλώσει,να μοιραστεί την χαρά του,μαζί μου.

Υπέγραψε δήλωση υποταγής και αποκήρυξης του κουμουνισμού,
για να σώσει την ζωή του στο νησί,δεν είχε κάνει τίποτε επιλήψιμο και σημαντικό,
ένας οπαδός του Γεροπανδρέου ήταν,φώναζε και τσακωνόταν με τους δεξιούς,
αλλά μέχρι εκεί.Δεν του άξιζε αυτό,και πληρώσαμε και οι δύο,
το τίμημα της δήλωσης αυτής.

Τα ξεροκέφαλα γονίδια απο την μία,
τα όνειρα που δεμένα σε σπάγγο κολλημένα στην γή ήταν,
η εποχή που άλλαζε,δικτατορία,γαλλικός Μάης,πανεπιστήμιο,
σοβαρά οικογεινειακά προβληματα,όλα δούλευαν,
και εξύφαιναν κεντήματα στο τοίχο του σπιτιού μας,
και εμείς οι δύο,χωρίς σκέψη πολύ,ήρωες αρχαίοι,
να παλεύουν για την στιγμιαία επικράτηση .

Δεν μπορέσαμε επι δεκαετίες να μιλήσουμε,να πούμε τα δικά μας,
να ακούσουμε την φωνή μας,νάναι ζεστή,και τρυφερές λέξεις να πλημυρίσουν την καρδιά μας.Δεν θέλαμε ίσως ;

Eπρεπε νάρθουν οι ύστερες μέρες,να αρρωστήσει πολύ,και τότε δειλά,
να αφήσουμε τις πρώτες χαραμάδες να ανοίξουν,τις πρώτες γεμάτες λέξεις,
να ειπωθούν ανυπόκριτα,την ζεστασιά να πλημμυρίσει την ζωή μας,
ένας αγώνας δρόμου να κερδηθεί ο χαμένος χρόνος .
Ομως δυστυχώς δεν έφτασε,για να καλύψει όλες τις ανείπωτες στιγμές,
όλες τις άφωνες εικόνες που είχαν χαθεί,όλα τα θέλω,και όλα τα γιατί.
Και όταν έφυγε για πάντα,το καλοκαίρι του 92,τότε όλα ξεχείλησαν,
και έγιναν ποτάμια,και κουτρουβαλώντας πέτρες χώματα,έμεινε η λάσπη της συμφοράς,πήρα το λάστιχο,και καθάρισα ένα ένα το πετραδάκια λέξεις,
καθισμένος με τις ώρες έξω απο το τοίχο του νεκροταφείου,
μιλώντας στο αέρα,και στα κύματα,να πάνε τις λέξεις στον ουρανό,
να φιλώσει η καρδιά μας,πούμενε τόσα χρόνια στεγνή και άνυδρη .
Και όταν οι λέξεις και τα αισθήματα γέμισαν όλα τα κενά,τον αποχαιρέτησα,
και τον άφησα να φύγει,μια εικόνα χίλιες λέξεις,ένα ολόγιωμο χαμόγελο, ευχαριστημένος.

Αναρωτιέμαι σήμερα,το χρόνο που σπαταλήσαμε,θα μπορούσαμε να τον έχουμε κερδίσει;Δεν νομίζω οτι,θάταν διαφορετικά,και ίσως και εκ των υστέρων,
δεν θάθελα,να είναι διαφορετικά .

Το παρελθόν μας,είναι εκείνες οι στιγμές,που άλλες,τις θυμόμαστε ατόφιες,
άλλες τις φτιάχνουμε όπως μας βολεύει σήμερα,και πολλές,τις προσαρμόζουμε σε αυτές που θέλουμε να ζήσουμε στο μέλλον.

Μπορούμε να αλλάξουμε και να μην κάνουμε τα ίδια λάθη με τα παιδιά μας ;
Η απάντηση μου είναι:Δεν ξέρω.Ξέρω οτι,είμαστε απο τα ίδια υλικά,
που ήταν οι γονείς μας,και είναι αυτά τα ίδια υλικά,που είναι και τα παιδιά μας. Εχουμε κερδίσει σε λιγώτερα προβλήματα σχέσεων,κατανόησης και αποδοχής,
και έχουμε χάσει σε κλάμα,χαρά,και νοιώθω .

Μπορεί και είναι υγιεινό,να πιστεύουμε οτι,εμείς έχουμε κάνει τα πάντα σωστά,είμασταν στην σωστή πλευρά του λόφου,ακολουθήσαμε την καρδιά μας,
και έχουμε ήσυχη την συνειδηση μας,και προς τους ανιόντες και προς τους κατιόντες συγγενείς μας
Σήμερα,πιστεύω οτι,κάτι τέτοιο,δεν ισχύει.

Είμαστε,εμείς και μόνο εμείς,υπόλογοι για κάθε λέξη που έφυγε αλόγιστη,
για κάθε χάδι που δεν δόθηκε αυθόρμητα,για κάθε σκέψη που ήταν μολυσμένη και ιδιοτελής,για κάθε νεύμα που δεν δόθηκε στον σωστό άνθρωπο,
και στον σωστό χρόνο.
Είμαστε εμείς με τον αυτόν μας,μόνοι μας,υπόλογοι ,μικροί και ασήμαντοι κόκκοι,
που λάμπουν μόνο,εαν μέσα τους έχουν οι ίδιοι την φλόγα,και δεν χρειάζονται το φακό των άλλων.

Αν αξίζουμε τελικά για κάτι,δεν είναι τίποτε άλλο,από αυτό που εμείς ξέρουμε οτι αξίζουμε.

Δεν είναι τέχνη να περάσεις την ζωή σου απο την άκρη της βελόνας,
τέχνη είναι,να την περάσεις απο την κρισάρα,του αμείλικτου κριτή σου,
του ευατού σου ...

Αχ ρε πατέρα καπετάνιο..


ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ










































 










 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...