Παρασκευή 31 Αυγούστου 2018

ΤΑ 21 ΣΚΑΛΙΑ /ΣΚΑΛΙ 4/ΤΟ 1969 ΑΡΧΗ ΑΛΛΟΥ


Ανεβήκαμε μαζί,τρία μέχρι τώρα σκαλιά,ξεκινώντας απο το 63 μετά το 76 και το 81,τα τρία πρώτα,και τώρα θα κατέβουμε ένα ακόμη σκαλοπάτι και θα σταματήσουμε στο πλατύσκαλο του 1969.
Μέγα έτος,όπως και να το δεί κανείς,και εντυπωσιακό όταν το γράφεις όπως ο Ιούλιος Καίσαρας,που θα τόγραφε,MCMLXIX.

Ο κόσμος γύριζε σαν το αρνί στην σούβλα,μια κοντά στην φωτιά,
μια βόλτα για να πάρει ανάσα το νεκρό ζωντανό,και δώστου ξανά,
να τσουρουφλίζεται στην φωτιά,λίγο πιο πάνω,λίγο πιο κάτω, 
ανάλογα με την όρεξη και τα κέφια του σουβλατζή Θεού.

Η Ελλάδα,στέναζε κάτω απο την σκιά του μαύρου σεντονιού της δικτατορίας,είχαν καταδικάσει τον ήλιο σε εξορία,στα ξερονήσια είχε πάρτυ με βούρδουλα,και μόνον κάποιοι,γίνονταν ήρωες σαν τον Παναγούλη,και κάποιοι άλλοι,λίγοι,βουτούσαν την πέννα τους στην ψυχή τους,και στο ακούμπημα τους αυτό,χλωμές ακτίνες φωτός προσπαθούσαν να σκίσουν τον πνιχτό αέρα και την σκόνη που αιωρούνταν τριγύρω μας.
Ενας από αυτούς,ο Σεφέρης,έβαζε την πινελιά του,στο τελάρο της ζωγραφιάς,και κεντούσε όμορφες λέξεις,πλουμιστές,με έντονα χρώματα και μυρουδιές απο νοτισμένη γή,και μίλαγε για κολώνες που είχαν ζωή,που είχαν ψυχή,πούχαν διώξει τον φόβο απο πάνω τους,
και που δεν λογάριαζαν τα μίζερα ανθρωπάκια,σαν το ''..Απόμακρα οι αρχαίες κολώνες,χορδές μιας άρπας,αντηχούν ακόμη''
(Από το,Επί Ασπαλάθων).

Ενας άλλος ήρωας,Τσέχος αυτή την φορά,ο Γιάν Πάλαχ, αυτοπυρπολιόταν,καταμεσής στο δρόμο,λαμπάδα μια ανάστασης που δεν ήρθε στην χώρα του,απέναντι στην σοσιαλιστική βαρβαρότητα της σοβιετικής μπότας,πούχε καταπλακώσει και αυτούς και όλους τους άλλους λαούς της ανατολικής Ευρώπης.Ενώ εμείς,ακόμη και χρόνια πολλά μετά,όλα αυτά τα θεωρούσαμε αναγκαία για την επιβίωση του αριστερού κουμουνιστικού παράδεισου .

Στην δε,Ελλάδα,είχαμε μέλημα σοβαρό,την πρόσληψη γυναικών στην Αστυνομία για πρώτη φορά εκείνη την χρονιά,που έπρεπε να έχουν ύψος τουλάχιστον 1,63 .Γιατί τόσο,και όχι πιο λίγο,η πιο πολύ,μάλλον γιατί το άθροισμα έκανε δέκα,και βέβαια οι νέες μπατσίνεςέπρεπε να εμφορούντο απο''υγιείς εθνικές πεποιθήσεις''.

Ομως,η χρονιά έμεινε στην ιστορία για το σημαντικό γεγονός οτι,άνθρωπος πάτησε στο Φεγγάρι,τον Ιούλιο,και απο εκεί κοιτώντας την γή ο αποικιοκράτης της σελήνης αναφώνησε,για το μικρό του βήμα,
και έμεινε το άλλο το μεγάλο για την ανθρωπότητα μετέωρο,
και που,τελικά,δεν έγινε ποτέ.
Τόσα όνειρα,τόσες θάλασσες με ερωτόλογα απομυθοποιήθηκαν,
πόσα μονοπάτια κρυφών και φανερών ερώτων,φτιάξαν οι άνθρωποι στο περιβόλι του ουρανού,όταν το δανεικό της φώς,εξαύλωνε τις αντιστάσεις των καρδιών όταν ήταν ολόγεμο και πανφώτιστο,και άλλοτε πόσες μάγισσες και πόσα κακάσχημα θεριά,δεν ήταν κρυμμένα στα μυτερά βρόχια με γαμψά νύχια,όταν ο δανειστής ήλιος,
τον έπαιναν οι τσιγκουνιές του,και άφηνε το βράχο ανέλουστο .

Οι Αμερικάνοι πήγαν στην Σελήνη με το Απόλων 11,και οι σοβιετικοί απο την άλλη,στείλαν το Βενέρα σε ένα άλλο μέρος πούχαμε επίσης εναποθέσει τα ονειρά μας και τις φαντασιώσεις μας,στην Αφροδίτη,
και το προσγείωσαν στο έδαφος της.Για να μπορούν να πουλάνε ακόμη ακόμη την ξεφτισμένη ιδεολογία τους,σε κάτι τύπους σαν και μας .
Πήγαν και στείλαν οι μέν,στην σελήνη άνθρωπο,
οι δε στο πλανήτη με τα πολλά ονόματα,αφροδοσκάφος,
της γνωστής θεάς με τα αρσενικά ονόματα,Εσπερος,Αυγερινός και  Αποσπερίτης.

Την ίδια εκείνη χρονιά,ο Μάνσον ξεκοίλιαζε την Σάρον Τέιτ,
και ο Πολάνσκι έπαιζε με το (νεκρό) μωρό της Ρόζμαρυ,
και στο Γούντστοκ μαζευόταν η αφρόκρεμα της  μουσικής,
και η αφρόκrεμα της πρέζας μαζί,και ήταν η τελευταία φορά,
που παίζαν μαζί Χέντριξ και Τζάπλιν,πριν τους πάρει το τέρας του μόνοκερου,και τους πάει σηκωτούς στην αιώνια πύλη,
για να τους στείλει θυσία στο Μινώταυρο της λευκής σκόνης,
και της λεπτής σύριγγας .

Και εγώ,μέσα απο όλα αυτά που συνέβαιναν στο πλανήτη των πιθήκων, και στην κήπο της Εδέμ μαζί,μικρό ασήμαντο κύτταρο,μια αμοιβάδα κυκλοφορούσα στα μονοπάτια της ζωής,μακρυά απο την Σάμο πατρίδα και νησί μου,τώρα πια στην Αθήνα,όλη η οικογένεια πιά ,αλλοίμονο εδώ.

Είχα τελειώσεις το Γυμνάσιο στο νησί,με σχεδόν άριστα,
δέκα εννέα και κάτι ψιλά,είχα αφήσει το αποτύπωμα μου σε όλες τις μορφές του,αρνητικά τα περισσότερα,και προκλητικά για ένα έφηβο στην ηλικία μου.Στίς γιορτιές του κρασιού,στις κρασοκατανύξεις
στην Βλαμαρή,το κατούρημα στο λιμάνι,προιόν ερωτικής αντιζηλίας με τον λιμενικό που μας έγραψε γιαυτό,για τα μάτια της όμορφης κόρης,Ελένης, και που τελικά πεισματικά δεν πλήρωνα μέχρι που έφτασε δέκα χιλιάδες,και με απειλήσανε με προσωποκράτηση πολλά χρόνια μετά.

Τότε,και για ένα χρόνο που ήμουν μόνος μου,οι γονείς μου ήταν στην Αθήνα απο την προηγούμενη χρονιά,έμεινα στην γιαγιά Ευγενία,
μια μουστακοφόρα σκληρή γυναίκα με τσεμπέρι μαύρο του κορακιού, χήρα, απο αιώνες πριν,απαιτητική και ισχυρογνώμων,παντοτινή αντίπαλος της μάνας μου,σε μια διελκυστίνδα που πάντα χαμένη ήταν η κυρά Λένη,μια ιδιότροπη μάγγισα για όλους,και μια νεράιδα για μένα,
που με κανάκευε και με χάλαγε κιάλο,που μου έκανε όλα τα χατήρια,
και που κάθε βράδυ καθόταν μέσα απο το ραγισμένο τζάμι,
και πίσω απο τα θολά γυαλιά της,νάρθω απο τις αλητείες μου,
τις περισσότερες φορές μπουσουλώντας τα σκαλιά μέχρι το σπίτι της .
Κείταν οι ανηφοριές,στενά σοκάκια,και ατέλειωτα σκαλοπάτια,
να ανεβαίνεις το βράδυ σαν τον Προμηθέα,και να κατεβαίνεις το πρωί κουτρουβαλώντας σαν τον Σίσυφο,μια αέναη κίνηση πάνω κάτω,
και να σε φρενάρουν τα πέταλα πούχες για δισκόφρενα στις σόλες των παπουτσιών μπρός πίσω,αφήνοντας χαρακιές στις γκρίζες πλάκες του πλακόστρωτου,με το στενό ρυάκι απο μικρές μπηχτές πέτρες στην μέση, για να περπατάνε τα ζώα,τα γαιδούρια δηλαδή,που ήταν το κυρίαρχο ζωντανό την εποχή εκίνεη στην ανεμοπλαγιά που την λέγαν Πανβαθύ(Ανω Βαθύ) .
Τώρα,γιατί λέγαν Βαθύ,μια ανηφόρα μέχρι το θεό,μόνο ο ίδιος θεός ήξερε,μπορεί,επειδή βρήκαν οτι το κάτω ήταν Βαθύ,Λιμάνι δηλαδή,
και επειδή έπρεπε να δώσουν και ένα όνομα στην αετοφωλιά,
το ονόμασαν και αυτό Βαθύ,αλλά Ανω,και ξεμπέρδεψαν .

Στην Αθήνα λοιπόν,όλη η οικογένεια,και μια καινούργια ζωή ξεκινούσε με την μετανάστευση στην μεγάλη πόλη,με τα πολλά φώτα,
και τους δαίμονες όλους,μαζεμένους εκεί γύρω γύρω .
Είχαμε φορτώσει όλη την οικοσκευή,παλιατσαρία σε ένα πλοίο,
ένα μαύρο πρώην ιταλικό καράβι,Κολοκοτρώνη το λέγανε,
και μόνο το λοφίο τούλειπε για να μοιάζει στον γέρο του Μωριά,
έριξαν και ένα καυγά τρικούβερτο η μάνα με τον πατέρα,
που δεν ήθελε με τίποτε την μετανάστευση,και φτάσανε τελικά,
στα περίχωρα της Αγίας Παρασκευής,οδός Περικλή αριθμός δέκα,
κοντά στους θειάδες της κυράΛένης,απο την πλευρά της γιαγιάς Ευγενίας.

Ενα μικρό σπίτι με κεραμίδια,με τσιμέντο στο πάτωμα,
και το αποχωρητήριο εκδρομή στην αυλή,μια βαθεία τρύπα έχασκε 
και κοίταζε τον κώλο σου με λοξό μάτι,και ηθελε να σε ρουφήξει. Εφημερίδες για κάθε ανάγκη,μπροστά για πόρτα,είχε ένα κάλυμα απο χάντρες πολύχρωμες,και κάθε φορά που πήγαινα εκεί,
συνήθως μέρα,γιατί το βράδυ με φόβιζε η τρύπα,κουδουνούσαν οι χάντρες και συνόδευαν την διαδικασία,μέχρι να διαβάσει το τελευταίο άθρο ο κώλος μου,και να ενημερωθεί για οτι συνέβαινε στο κόσμο.
Οταν τελείωναν οι εφημερίδες,είχαμε φροντίσει,να έχουμε στρογγυλές πέτρες που,αντί για διάβασμα,σκληραγωγούσαν τον πισινό μας .

Μετά από κείνο το σπίτι,και την ίδια χρονιά,άρχισε η περιπέτεια αναζήτησης άλλου σπιτιού,αφού ο πατήρ Γιάννης δούλευε στον Πειραιά στου Παπαστράτου,και ήθελε κάθε μέρα δύο ώρες για να πάει,
και δύο να γυρίσει.Τι να κάνει η μάνα μου,που δεν ήθελε να φύγει απο την γειτονιά,αναγκάστηκε στο τέλος,να συμφωνήσει και για να αναζητήσουν νέο σπίτι πιο κοντά στην δουλειά του συζύγου.
Το αστείο είναι οτι,ψάχνανε χώρια για σπίτι,ο ένας νάναι πιο κοντά,
και ο άλλος νάναι όσο γίνεται πιο μακρυά.Τότε ακόμη ήμουνα με το μέρος της μάνας μου,αφού υποτίθεται οτι,ήρθαμε στην Αθήνα για την μόρφωση του μόσχου του σιτευτού.

Βρήκε ο κυρΓιάννης ένα σπίτι,υπόγειο,στο Θησείο,φορτώσαμε πάλι τα προικιά μας,λίγα και φτωχά,και τα αραδιάσαμε στην υπόγα στο Θησείο πίσω απο το Αστεροσκοπείο .Ανήλιαγο,με μπόλικη υγρασία σαν μουντρούμι της Ασφάλειας στην Μπουμπουλίνας ήταν,
και πάνω απόλα,είχε μια απίστευτη βρώμα να κάνει πάρτυ στα ρουθούνια μας,και ποντίκια να μας να μας αντιμετωπίζουν με απάθεια και αδιαφορία.
Ηταν τόσο έντονη και ανυπόφορη η βρώμα,που αναγκάστηκε ο κυρΓιάννης να παραδεχτεί το λάθος της επιλογής του,παρά το γεγονός οτι,ήταν δίπλα στο σταθμό του τραίνου και κοντά στον Πειραιά.

Αντε πάλι,τα συμπράκλα φορτωμένα στο ημιφορτηγό,
κάθε μετακόμιση ήταν και μια καινούργια αιτία για καυγά.
Αλλοτε να λέω,πάω αλλού,θάναι καλά,και άλλοτε έλεγα βάλε φωτιά και κάφτα,σαν τον Κούρκουλο στο σινεμά,και τον Διονυσίου να βλέπει την φωτιά πούβρεχε,στην στράτα μου.
Ομως τα σπίρτα ήταν νοτισμένα,και το φυτίλι από το τσακμάκι,
δεν έβγαινε και δεν έφτανε,και ποτέ φωτιά δεν ήρθε να μας λυτρώσει, απο την γύρα στην Αθήνα,τσιγγάνοι και γύφτοι,μιας επιλογής,
απο τα ψηλά στα χαμηλά,και τα ψηλα και Ανω,
στα υπόγεια με την μούχλα,την μπόχα,και κάτω.

Φύγαμε στραβοκλωτσώντας την ζωή μας,και πήγαμε στους Αμπελοκήπους,προς το Γουδί,πρώτα σε ένα σπίτι στριμωγμένο σε μια αυλή,με κισσούς,και μπόλικα σώβρακα απλωμένα στα σχοινιά,
μαζί με ρόζ κυλότες μακρυές,σαν αυτές που φορούσε η γιαγιά μου,
μέχρι το γόνατο,βαμβακερές .
Αφού κάτσαμε εκεί για λίγο,στο τέλος του καλοκαιριού της χρονιάς εκείνης,μετακομήσαμε εκεί κοντά,Αρκαδίας 50, μείναμε σε αυτό το σπίτι για κάμποσα χρόνια.

Ηταν,ένα ισόγειο διαμέρισμα,σε μια διώροφη κατοικία,
λίγο υπερυψωμένο από το δρόμο,ανέβαινες τρία σκαλοπάτια,
και έμπαινες σε ένα διάδρομο σκοτεινό,που αριστερά είχε ενα δωμάτιο και μια κουζίνα,και δεξιά,ένα ακόμη δωμάτιο,όλα με μωσαικό ροζ με μπλέ αποχρώσεις,και μια αυλή που απέναντι είχε ενα τοίχο περίεργο,
με προεξοχές σαν σκαλοπάτια,και εκεί,ανέβαινα όταν ήθελα,
να κάνω τον ρήτορα απευθυνόμενος στους ανήμπορους να αντιδράσουν γονείς μου,και στον αδελφό μου,μκρότερο,και πιό βολικό απο όλους ...

Εκεί στην Αρκαδίας,ξεκίνησε στην ουσία η ζωή μας,στην Αθήνα,
αφού ολα τα άλλα ήταν προσφυγικοί καταυλισμοί,και δοκιμασία των μεταναστών βλαχαδερών στην μεγάλη πόλη .
Παλεύαμε ο καθένας με τα δικά του θέματα,και όλοι μαζί,
εναντίον όλων,για οτιδήποτε,μια φωλιά απο σπουργίτια,
Αλλος με σπασμένα φτερά,να θέλει να φτιάξει μια νέα φωλιά.
άλλος,να θέλει να ξεφύγει απο τις επιλογές του,
εγώ,στην προεπαναστατική μου περίοδο,ετοιμαζόμουνα να πάω λύκειο, και ο αδελφός,που ήταν στο δημοτικό,κοιτούσε τις αλλαγές και προσπαθούσε να καταλάβει .
Μέσα σε ένα σπίτι λίγων τετραγωνικών,πέφταμε ο ένας πάνω στον άλλο, σαν αποφασίζαμε να σηκωθούμε,και να κυκλοφορήσουμε μερικά βήματα μέσα σε αυτό το κλουβί,που το λέγαμε,αλήθεια,πως τόλεγα τότε;

Γράφτηκα στο 16ο Λύκειο,με τις δάφνες του ήρωα,και του τσαμπουκά κωλόπαιδου,και πηγαινοερχόμουν κάθε μέρα από την Αρκαδίας 50, πέρναγα την Μεσογείων,ανέβαινα την ανηφόρα,και μετά απο 300 μέτρα, πέρναγα κάθετα την Λ.Κηφισίας,ακριβώς στον σημείο που σήμερα είναι το ξενοδοχείο President,συνέχιζα σε μια κατηφόρα στην Αρκαδίας,
και αφού έστριβα αριστερά την Αιτωλού,έφτανα σε ένα μικρό κτίριο,
που ήταν το Σχολειό.Μικρό και μίζερο μου φαινόταν από την αρχή.
Πού,τα μεγαλεία με τα τεράστια σχολεία στο νησί,με τις γυριστές σκάλες,με τις μεγάλες αυλές,και τα σκάμματα.
Εδώ,μια τσιμεντένια αυλή,ουρητήρια μικρά,μέρος όμως σημαντικό,
όπου συνερχόμενοι οι νέοι κάπνιζαν,σχεδόν όλοι,σαν τσουκάλια στην χόβολη και βέβαια,αγόρια και κορίτσια μαζί στην τάξη .
Μαυροτσούκλα σαν και μένα,ξανθοπίτουρες,φακιδοφόρες πιτσιρίκες ,
και ανδριλίκι,με μακρυά παντελόνια,και κανονικά χωρίς πέταλα παπούτσια.Παιδιά από όλες τις περιοχές της Ελλάδας,γονείς μετανάστες, εργάτες,οικοδόμοι,δημόσιοι υπάλληλοι,έμποροι και μαγαζάτορες,
ένα παρτάλι απο μουσούδες και μουσίτσες πονηριά και δήθεν χειραφέτηση.Τσιγάρα Ρήγας άφιλτρα τότε,αργότερα πέσαμε στον Ασσο σκέτο,στο 22 σκέτο,και πολύ αργότερα,στα αμερικάνικα και στα γαλλικά άφιλτρα.

Είπαμε εξέλιξη που ερχόταν,μέσα από τον καπνό που φούμαρες,
απο την μιά μεριά,και τα περιοδικά που διάβαζες απο την άλλη.
Στο νησί είχαμε τον Μικρό Ηρωα,στην Αθήνα,την Μάσκα και για προχωρημένη χειρονακτική απόλαυση,απαγορευμένα περιοδικά αμερικάνικα,οπως το Ρlayboy .
Πήγα λοιπόν στο σχολείο αυτό,και με βάση τις περγαμηνές μου,
με τοποθέτησαν στην αφρόκρεμα της τάξης,μαζί με μια λεπτή,
ένα ξυλάγγουρο από την Θήβα,στο ίδιο θρανίο,και όχι με την ξανθιά πέρδικα που είχα μπανίσει απο την πρώτη μέρα,ξανθούλα με όμορφα μάτια,και γλυκή φατσούλα .
Αλλά η γυναίκα,φύτουλας,η αράχνη με τα πολλά εικοσάρια,
έπρεπε να είναι με τον αφιχθέντα Αριστομένη που ρχόταν φουριόζος.
Η τάξη ήταν ένα πεδίο βολής,φασαρία,καζούρα στους καθηγητές, χοντρές πλάκες όλοι σε όλους,και αλλοίμονο στους μαλακούς και φοβισμένους .
Υπήρχαν όμως,σε κείνο το σχολειό,εξαιρετικοί καθηγητές μεγάλης ηλικίας όμως σε σχέση με το γυμνάσιο στο νησί,που ήταν κατι μανούλια νεαρές καθηγήτριες,και μας είχε στραμπουλιστεί ο σβέρκος,
να παίρνουμε μάτι,όταν καθόταν στην καρέκλα,να φαντασιωνόμαστε,
τι θέλαμε να δούμε,και να μας γίνεται το χέρι,γκλίτσα προέκταση του πουλιού μας .
Εδώ στην Αθήνα τα πράγματα ήταν αλλιώς,μεγάλοι σοβαροί οι καθηγητές,αλλά τα παιδιά ήταν αγρίμια και θεριά,τι τράβαγαν τα κακόμοιρα τα ανθρωπάκια από τον ζωολογικό κήπο πούχαν εκεί να παλέψουν.
Εγώ,που λέτε,με τα διαπιστευτήρια στο χέρι και το ζωνάρι λυμένο για καυγά,για μπάλα,για φουμάρισμα,για κοπάνες,και νάσου το 19άρι,
να γίνεται το πρώτο τρίμηνο 9άρι και σχεδόν σε όλα τα μαθήματα κάτω παο την βάση .
Ερχόταν τότε ο καθηγητής φιλόλογος και της ιστορίας,και προσπαθούσε να καταλάβει γιατί δεν με σήκωναν τα άγια χώματα της Αθήνας,
και δεν είχα προσαρμοστεί στον νέο περιβάλλον.
Ετσι ήθελε να πιστεύει,ένας συμπαθητικός μεσήλικας,με μια κεφάλα σαν καρπούζι που δεν ωρίμασε,με λίγες τρίχες απο την μιά πλευρά της κεφάλας του,που τις ταξίδευε στην αριστερή,πάντα ιδρωμένες μασχάλες, και πάντα φορούσε,ένα γκρίζο κουστούμι τριμμένο,και γυαλιστερό,
σαν χέλι πούμεινε έξω απο το νερό και ψόφησε,μια μικρούλα μαύρη γραβάτα,στενός κόμπος,και το ίδιο πουκάμισο,με τα κουμπιά να είναι έτοιμα να φύγουν μακρυά απο το αγανάκτηση που δεν τα χώραγαν οι τρύπες.
Ομως,ήταν πολύ μορφωμένος και γλυκός στην συμπεριφορά,
και ήθελε να μάθει,γιατί,ένας μαθητης μπορούσε να είναι του είκοσι,
την μιά χρονιά,και την αλλη να μην παίρνει την βάση.
Εμένα τότε,προσωπικά δεν με ένοιαζε τίποτε,ήθελα να κουτρουβαλώ τις μέρες,να τσακώνομαι με όλους,να λέω ανοησίες,ακόμη και χωρίς λόγο,να αρχίζω να γκομενίζω,ακόμη και με θηλυκές γάτες.

Ειχα αποκτήσει ένα φίλο τον Μάνο,ο πατέρας του,είχε ένα από τα μεγαλύτερα καταστήματα της Αθήνας,με είδη υγιεινής,και μένανε στην αρχή της Βασ.Σοφίας,σε ένα πολύ μεγάλο,τεράστιο διαμέρισμα.
Πλούσιος αυτός,μετανάστης βλαχαδερό εγώ,αλλά καλοβαλμένος παρά τον μελανόχρουν,και κάναμε παρέα,έτσι έτυχε.
Αρχισα από τότε,να καλοβλέπω την μπουρζουαρζία με πολύ γλυκό μάτι,
και αυτό μάλλον μου βγήκε,σε''καλό".
Είχε ο Μάνος,μια μάνα,μανούλι,ξανθιά με μακρυά μαλλιά,
και όμορφα μάτια και όσο πέρναγε ο καιρός νόμιζα...
Και από το νόμισμα,πέσαμε στην μελέτη,και μετά στην διδασκαλία και εκπαίδευση,και ήταν πολύ ωραία,ενώ το σχολείο και τα μαθήματα,
τάχα κρεμάσει στο δέντρο,ταγάρι αδειανό,και ο κόκορας φορτωμένος μέχρι τα μπούνια.

Κάθε πρωί,κατά διαβολεμένη σύμπτωση,όταν ήμουν στο διάζωμα της Κηφισίας,πέρναγε ο Γιώργης της κυραΓιώργαινας ο γιός,ο δικτάτωρ Παπαδό,με μαύρη Σεβρολέτ,και ένα τσούρμο από αυτοκίνητα και μηχανές.Κάθε πρωί,το ίδιο βιολί,να περιμένω σαν τον ηλίθιο στην μέση του δρόμου να περάσει το καθίκι,και αυτό υποσυνείδητα με έκανε αντιδραστικό και εχθρικό με το σύστημα γενικά,αλλά και ειδικά,
και έτσι να το ψάχνω πολιτικά,και ήταν πιστεύω η αφορμή,
να συνεχίσω την μισή πορεία του πατρός μου,και να οδηγηθώ στα αριστερά βοσκοτόπια .
Κάτι αυτό,κάτι ο πατέρας μου,κατι οι σφαλιάρες αργότερα,
και μας προέκυψε ο δικός σου ιεροφάντης της αριστεροκουμονιστικής ιδεολογίας,συν βέβαια το ατέλειωτο διάβασμα όλων των σημαντικών της αριστεροσύνης,από τον Μαρξ μέχρι τον Χατζή,και απο τον''πουλημένο'' τελικά Σάτρ στο Ρίτσο,στα αντάρτικα,στα υπόγεια,στο ξύλο,και στις κατηχήσεις ..

Ο ήλιος εκείνη την χρονιά έπαιζε μαζί μου,μιά μου χασκογελούσε πονηρά και ύποπτα,και μια μου κρυβόταν άλλοτε παιχνιδιάρικα,και άλλοτε πίσω απο τα μαύρα γυαλιά και την λιμουζίνα του δικτάτορα,ενώ οι λίμνες που τότε σχεδόν κάθε βράδυ ονειρευόμουνα,ήταν άλλοτε γεμάτες απο ομίχλη και άλλοτε έβγαζαν λιμνόψαρα νεκρά στην όχθη,ανάλογα με την κατάσταση που βίωνα,μέσα σε τοίχους και μωσαικά σκληρά,
κρύβοντας το κεφάλι στις κουρτίνες,που υπομονετικά με τύλιγαν για να μην ακούω τους καυγάδες εκεί δίπλα στο άλλο δωμάτιο,να μην βλέπω κάθε μέρα τον τύπο με την λιμουζίνα,και το πιο σημαντικό να μην μπορώ να αρθρώσω μια δικαιολογία,γιατί κάθε μήνα,πήγαινα και χειρότερα στα μαθήματα και οι βαθμοί μου πέφταν όλοι μαζί σαν συνενοημένες περσίδες στο ουρανό μου.

Από την άλλη γινόμουν,πήγα να γίνω δηλαδή,έφηβος,με δύναμη και φόρα,έδινα πολύ ενδιαφέρον και σημασία στην δύναμη,να πιάσω την πέτρα να την πετάξω μακρυά να κάνει χίλιες σκανταλιές,ξόφαλτσες αναπηδήσεις στην λίμνη,να την λιώσω απο πείσμα,απο αντίδραση στο νέο κόσμο που ανοιγόνταν μπροστά μου και αγνοούσα τότε,
με ποιόν τρόπο θα τον κέρδιζα.
Ημουν αθλητής με γαλόνια στο νησί στις μικρές αποστάσεις,
και στο ακόντιο,έχω και μια φωτογραφία ρεζιλίκι,να με στεφανώνει στο δημοτικό στάδιο ο Ασλανίδης υπουργός αθλητισμού τότε,και συνέχισα και στην Αθήνα με το βόλευ.Ημουν πολύ καλός,να καρφώνω με δύναμη και πάθος,να μπιστάει η μπάλλα στο τσιμέντο,λυγίζοντας χέρια και δάχτυλα των απέναντι,μιά από πάντα αέναη μάχη,με το απέναντι,
με το πιό δυνατό,την πρόκληση,την κατάκτηση,να κερδίζω και να αναμετρώμαι με το μπόι μου,που πάντα μου φαινόταν μικρό και λίγο .

Στο δωμάτιο που ήταν δίπλα στο δρόμο,με τα δύο στενάχωρα κρεβάτια κοντά-κοντά,γιατί δεν τα χώραγε ο τόπος,και τα πλοκάμια μου,
να ακουμπούν στο τοίχο σαν βεντούζες,είτε κουλουριασμένος σαν μωρό για να με χωράει ο μικρός εκείνος τόπος .
Δεν ήθελα να ακούω τι γινόταν απο μέσα,απο δίπλα,ήθελα μόνο να ακούω τι γινόταν στον δρόμο κάτω απο το παράθυρο μου,
και την μανάβισσα που με ξύπναγε κάθε πρωί με τις φωνές της,
μια σμυρνιά σαραντάρα,με μαύρα μαλλιά σγουρά,και μάτια κόκκινες πιπεριές .

Ημουν ένα ονειροπαρμένο παιδί,έφηβος,μετανάστης,ξενόφερτος, πολεμώντας να μην μιλάω την ντοπολαλιά του νησιού μου,
να σπρώχνω την κάθε μέρα πιο γρήγορα,να την ξεπετάω για να φύγει και νάρθει μια άλλη,να μην ακούω,να γίνομαι πιο απόλυτος,
και πιο ξεροκέφαλος,πιο εγωιστής και λιγώτερο καλός μαθητής,
πιο ευάλωτος,ένας έφηβος με πάθη και πάθος,με τα όνειρα να κάνουν βόλτα στο σύννεφο πούχα αγκαζάρει για πάρτη μου.
Ενα δικό μου σύννεφο,χωρίς ενοίκιο,χωρίς κοινόχρηστα,χωρίς μωσαικό κάτω,και χαμηλό ταβάνι πάνω .

Γύρναγα λοιπόν εκείνη την χρονιά,σαν τον σφυροβόλο στην βαλβίδα και ετοιμαζόμουν να δώ,που θα σκάσει η σφύρα.
Θάβγαινε,από το κουβούκλιο καταρχήν;Kαι αν τα κατάφερνε,
θα πέρναγε το όριο,πούχα ο ίδιος βάλει,και που χώριζε την ζωή μου,
από την μιζέρια,ελπίζοντας όμως και σε μια θέση στο βάθρο,
με το μετάλιο της ματαιοδοξίας στο στήθος ..

Ηταν το 1969,μια χρονιά ορόσημο για την ανθρωπότητα,αφού κατάφερα να την περάσω χωρίς να μείνω μεταξεταστέος πουθενά,
και έγινε η αφετηρία να έρθουν καλλίτερες μέρες,ψαχουλεύνοντας τα αχαμνά του κόσμου..

Η αγαπημένη μου θεά Αθηνά,εκείνη την χρονιά μούδωσε το ραβασάκι,
να κερδίσω τον αγώνα της ζωής,και εγώ πάντα,έκανα τα στραβά μάτια στις παρασπονδίες των θεών,χρωστώντας τους,χάρη.

ΔΕΛΦΗΝΟΣΗΜΟΣ 

ΕΠΟΜΕΝΟ :ΣΚΑΛΙ 5 Η ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΑΡΧΙΖΕΙ,1974















Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...