Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

ΤΑ 21 ΣΚΑΛΙΑ/ ΣΚΑΛΙ 2/1976: ''ΛΗΜΝΟΣ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ''

ΣΚΑΛΙ 2

''1976 :ΛΗΜΝΟΣ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ..''

Τα σύννεφα της δικτατορίας είχαν για μια στιγμή κοντοσταθεί πάνω στην χώρα μας,
αβέβαια και μελαγχολικά,σαν τον μεθυσμένο που μόλις είχε αρχίσει να συνέρχεται,όμως το πήραν απόφαση και πήγαν λίγο πιο πιο κάτω,
και πήραν μαζί τους την πρόσκαιρη ανελευθεριά,μαζί με την καταστροφή της Κύπρου.
Ο κόσμος γύριζε αιώνιος,και ο χρόνος που χαλιόταν μέρα -μέρα,
σταγόνες πάνω στο κεφάλι μας,κινέζικο βασανιστήριο,και γύριζε και γύριζε,
μια σοβαρός,μια αλλήθωρος,μα πάντα αιώνιος

Κάποιος τυπάς στο Αμέρικα,λάνσαρε τον APPLE 1,και όλοι πάλι στραβοκοίταξαν, 
και τους ενοχλούσε,που το σήμα ήταν ένα δαγκωμένο μήλο,κάτι σαν τον απωλεσθέντα παράδεισο τους,που τον είχαν μέχρι τότε περιτοιχίσει και φράξει,
σαν αυθαίρετο στο Μάτι,και ήρθε ο τύπος αυτός,και τους πήρε και τους σήκωσε,
και τους έστειλε στα σκουπίδια της ιστορίας.

Ηταν η χρονιά που,κάπου στο Σοβέτο(Νότια Αφρική),πολλοί πεινασμένοι πολύ, πεινασμένοι και αποκλεισμένοι,που τους είχε κατακάψει ο ήλιος,
και ζήταγαν κάτι ελάχιστο,ξεσηκώθηκαν στο γκέτο τους,και έκαναν οτι γινόταν πάντα.
Φωτιά και καπνός,να χάνεται η ηρεμία των κυβερνώντων,όπου,κάποιοι υποτακτικοί θέλουν δικαιώματα και την ευκαιρία να ζούν με αξιοπρέπεια στον τόπο τους,
να έχουν απλά πράγματα,νερό,και λίγο φαγητό,και να σταματήσουν να τους πουλάνε, σαν τα ζαγάρια στο παζάρι της αποικιοκρατίας.
Συνώνυμο σχεδόν του Σοβέτο,στο Σοβέζο στην Ιταλία,αμόλησαν τα αέρια τους 
και δοκίμασαν τις αντοχές του πολισμένου κόσμου τώρα,σιγά που θα τους ενοχλούσε,για μερικούς Ιταλιάνους που  μολύνθηκαν,είχαν και την Μαφία, 
και τους χρειαζόταν ένα μάθημα συνειδητοποίησης .

Εκείνη την χρονιά στους Ολυμπιακούς αγώνες,ενα μικρό κοριτσάκι,
μάγεψε το κόσμό όλο,πήρε τα ολοστρόγγυλα δεκάρια στην γυμναστική,
και προσγειώθηκε λαικός ήρωας στο αχυρώνα του Τσαουσέσκου,
και δώστου το παραμύθι να υφαίνει στην αδράχτρα ήρωες,
στον κόκκινο παράδεισο,και εμείς ακόμη,να είμαστε κράχτες μιας ουτοπίας 
που δεν θέλαμε να τελειώσει,και την πουλάγαμε σαν μπαγιάτικα ψάρια τυλιγμένα σε εφημερίδα ..

Μια πτήση της Ολυμπιακής πηγαίνοντας στην Κοζάνη,προσγειώθηκε με την μούρη στα Σέρβια,και μπορεί,νάγιναν στάχτη 50 άνθρωποι,όμως μάθαμε οτι,
είχαμε κρύψει ανθρώπους που δεν ήταν ''καθαροί'' Ελληνες απόγονοι του Πλάτωνα, αλλά κάτι τύποι βάρβαροι,που μίλαγαν μια γλώσσα σλάβικη,
και δεν επιτρεπόταν να υπάρχουν για κανένα .

Ομως η χρονιά στιγματίστηκε από το θάνατο του Αλέκου Παναγούλη,
του μόνου πραγματικού ήρωα των σύγχρονων χρόνων,
πήγε και έπεσε σε ένα παραπέτο στην Βουλιαγμένης,σαν να το έκανε επίτηδες,
να μας τιμωρήσει,που όλοι μας ξεχνάγαμε σε κάθε στροφή του χρόνου,
και έφυγε όμορφος,γλυκός,και τρυφερός στα 36 χρόνια του .
Ηταν απο κείνους,πούπιαζαν ζάρια με τον χάρο,τον θεό διαιτητή,
και πάντα έχαναν,αφού ο θεός έκανε στραβά μάτια,γιατί του χάλαγαν την μανέστρα,και σήκωναν ανάστημα,θρασείς και άμυαλοι,που τους λέγαν ήρωες.
Στου αιώνα την τρύπια παράγκα,λίγοι δεσμώτες σπάζανε τα δεσμά τους,
και φεύγαν χωρίς λύτρα και φιλοδώρημα για τον νεκροπομπό,
γρήγορο ταξίδι στην Αχερουσία,μην το μετανοιώσει κανείς,
και άντε να εξηγήσεις τα γιατί,και τα πως ..

Κάποιοι άλλοι που παίζαν με τα σπίρτα,και βάζαν φωτιές στις αφύλακτες αποθήκες 
με άχυρο,εκεί σε μια στροφή του χρόνου εκείνου,φάγανε τον Μάλιο,
βασανιστή της δικτατορίας,και έγιναν μιας εποχής λαικοί ήρωες,
απο υλικά σπασμένα,σκουριασμένα,λιγόνοοι,ανθρωπάκια με δανεικά απο τον παπά πατέρα τους. 
Ηταν η χρυσή εποχή της 17 Νοέμβρη.
Είπαμε,μπράβο,καλά τους έκαναν,και ακόμη μια φορά ήταν μια διαβολεμένη ψευδαίσθηση,και πάλι για μια ακόμη φορά είμαστε παράταιροι,
και λίγοι,λαθεύοντας.
Ομως,τι να πείς τώρα,που δεν μπόρεσες να πείς τότε,
που να είχε και αξία .

Ο κόσμος που πάντα είχε δύο όψεις,που ήταν και οι δύο σωστές και λάθος συγχρόνως,όταν μίκρυνε γινόταν γραμμή,κουκίδα,και όταν μεγάλωνε γινόταν άπειρος,και χανόταν οι δύο όψεις και ήταν μόνο το μηδέν και το άπειρο,
και δεν υπήρχε το σωστό,το λάθος,το ωραίο,το άσχημο.
Ολα μια πλάνη,σε μια διάσταση που η νιότη ήταν η βασική μεταβλητή της, 
και το όνειρο ήταν η μέθοδος για την λύση.

Ο Ιανός Χάχας,ήταν τότε 23 ετών,είχε τελειώσει εκείνη την χρονιά το πανεπιστήμιο, και πάλευε με τις σκοτεινές πλευρές του,σαν σε χορό πυρρίχειο,
μια οι ώμοι πάνω,μια οι ώμοι κάτω,μιά το κεφάλι να κοιτάει αδιάντροπα τον θεό,
και μιά η ψυχή του,να τσαλαβουτάει στις σκοτεινές πλευρές,
γεμάτες απο πίσσες που κολάγανε σαν βδέλες,και που,γιατρειά.

Τέλειωσε το πανεπιστήμιο,που ποτέ κανείς,ούτε ο ίδιος,ήθελε να ξεκινήσει,
μπήκε με υποτροφία,την πρώτη χρονιά ίσα ισα την πέρασε,
τις επόμενες πήγε εξαιρετικά,και την τελευταία πάλι τα ίδια,
καταστροφικά ένζυμα μπήκαν μπροστά,και πήγε να χαλάσει η μπουγάδα,
και σώθηκε πάλι και ξανά η παρτίδα,ακόμη μια φορά.
Τέλειωσε,και πριν πάρει το πτυχίο,κοίταζε το μπόι του,και τόδε αψηλό,
και μιά στοΠάντειο πήγε,μιά στην Νομική πήγε,μέχρι και στο Πολυτεχνείο έφτασε η χάρη του,απωθημενα δήθεν,για την κοινωνιολογία,το εμπορικό δίκαιο,και πάνω απο όλα,τα μαθηματικά,χωμένες κρυφά επιθυμιές,που μπορεί να μην ολοκληρώθηκαν,
τούδωσαν εκείνη την μυρουδιά,και αυτό του αρκούσε..

Εκείνος ο δρόμος της αδηφαγίας για μάθηση,σαν τον παρανοικό,
που θέλει να ξεφύγει απο το κόσμο του,την φτώχεια ,την αποκληριά 
και την απομόνωση,με φυτεμένα στο μυαλό του ιδανικά,
που εξυπηρετούνται μέσα απο την μάθηση,την γνώση,αλλά και συνεπακόλουθα,
την εδραίωση της κυριαρχικότητας,που πάντα από μικρός κουβαλούσε σαν πέτρα ραμμένη με χοντροβελονιά στην καμπούρα του,και που ποτέ,δεν παραπονέθηκε για το βάρος της.


Είμαστε στο 1976,ενάμιση χρόνο,από την πτώση της δικτατορίας,
και ο Ιανός Χάχας,ήταν πάλι σε μια σύγχυση,μόνιμη κατάσταση από τότε,
για αυτόν το τύπο,που είχε αψηλώσει,μαύρα μαλλιά με φαβορίτες,
ωραίος τύπος,ζούσε,για να γεμίζει χώρο,είχε περάσει η σκοτεινή περίοδος της ζωή του,κυνηγώντας την μάνα του στην κατάθλιψη και στην αυτοκαταστροφή της,
και ακόμη μακρυά απο τον πατέρα του,και που,κρατώντας το δαυλό του επαναστάτη, έκραζε όλους και όλα,και έκανε οτι μπορούσε,να πονάει τον ευατόν του,
τους άλλους,και πίστευε τότε πολύ,οτι,υπάρχει καλλίτερος κόσμος.
Ομως ούτε το κόσμο ήξερε,ούτε κυρίως,πως θα γινόταν καλλίτερος.
Μια εναγώνια κουραστική προσπάθεια αυτοεπιβεβαίωσης,ανέλιξης,
ισοπεδώνοντας οτιδήποτε γύρω του,όχι με άγνοια πάντα .
Παντελόνι καμπάνα,σιθρού πουκάμισα,ανοιχτά στο κλέος του δασύτριχου στέρνου, ασημένια ταυτότητα στα γαλλικά παρακαλώ,άσχετα βέβαια με το γεγονός οτι,
για να τα περάσει στο πανεπιστήμιο,έκανε κόρτε στην βοηθό του καθηγητή,
και αντέγραψε από την διπλανή του .

Μπήκε ο χρόνος,αραβωνιάστηκε μια μέρα που γιορτάζεται κάθε τέσσαρα χρόνια, ακόμη και αυτό σκόπιμο και επίτηδες φαίνεται οτι έγινε,και όλα μαζί με πτυχία και εμπειρείες απο άλλα σχολειά,ήταν έτοιμος να κατακτήσει την κοινωνία,
που πίστευε οτι,του χρωστούσε,και αποδείχτηεκ οτι σε αυτό,είχε δίκιο .
 Ομως υπήρχαν,πέραν απο τα σκοτεινά χρόνια που τον εξουθένωσαν,
και συγχρόνως τον μπόλιασαν με πείσμα μουλαρίσιο,και άλλες κάνες(σκόνη με αράχνες)στο συρτάρι το μεγάλο,κάτω κάτω..
Αυτές,αφορούσαν την δράση του στην δικτατορία .
Δηλαδή,ποιά δράση,πιότερο θα την έλεγες αντίδραση στο περιβάλλον,
παρά κάποια σοβαρή,και συνειδητοποιημένη δράση .

Την μια φορά στο λόφο του Στρέφη,παρέα με μια κοπέλα πλάκωσαν οι μπάτσοι,
και νάσου ο Ιανός Χάχας στο αστυνομικό τμήμα για εξακρίβωση στοιχέιων.
Υφος αδίστακτο,απέναντι στα αμόρφωτα μπατσόνια .
Και να,που οι αμαρτίες της οικογένειας ήταν εκεί,ένας θείος στην Μακρόνησο,
ο πατέρας γνωστός φιλοαριστερός,και ο Χάχας να ακούει κρυφά Θεοδοράκη,
απο το τηλέφωνο που τούβαζε,η για ένα φεγγαρι φιλενάδα του Φιλιώ,
στο εργοστάσιο παπουτσιών του Σεβαστάκη,που δούλευε,αποθηκάριος στα γυναικεία.
Και εκεί,που το ύφος και το θράσος κάναν πάρτυ,νάσου ξαφνικά μια χερούκλα,
να προσγειώνεται στα μαγουλά του,και είδε όλα τα άστρα που δεν ήξερε,
και γύρισε ο κόσμος ανάποδα.Δεν ήταν ο πόνος,ήταν το τσαλάκωμα μια αγέρωχης ματιάς που ξαφνικά θόλωσε και σκοτείνιασε,και έγινε πείσμα και μίσος σε οτιδήποτε εξέφραζε εκείνη η κατάσταση .
Μετά,ακολουθησαν πολλά,ατέλειτωες παρακολουθήσεις,
στο τμήμα Αμπελωκήπων κάθε λίγο και λιγάκι για ασήμαντο αφορμή και για υπόθεση σας,όπως λέγανε τότε.
Επεφτε και καμμιά ψιλή,αλλά τις περισσότερες φορές ήταν εκφοβισμός.
Υπήρχαν εκεί κάτι γομάρια,που είχαν κάτι χερούκλες,σαν κουπιά τριήρεων,
και κρατούσαν και τεράστια γκλόπ,και σου έφτανε,να σου περιγράφουν,
τι κάνανε με αυτά,στους κακούς,κυρίως όμως,στις κακές,αριστερές.
Βρέθηκε και στο Πολυτεχνείο,μέλος ήδη της ΑΝΤΙ-ΕΦΦΕ,
στο μάζεμα στην ταράτσα της Νομικής και σε όλες τις εκδηλωσεις που είχαν μια  διαμαρτυρία.Ηταν μαζί με όλους της γενιάς του,που αργότερα κυβέρνησαν και συνάμα λήστεψαν την Ελλάδα και που δήλωναν όλοι αντιστασιακοί. 

Ο Ιανός Χάχας,έκαμε πράγματα απο αντίδραση στην  αρχή,
μετά πιο σοβαρά,αλλά ποτέ δεν θεωρούσε τον εαυτόν του αντιστασιακό,ούτε τότε,ούτε κυρίως αργότερα.

Ηρθε λοιπόν ο καιρός,να πάει φαντάρος,διέκοψε την αναβολή του,
αν και,όταν πήγε στο στρατολογικό γραφείο,κάποιος που υπηρετούσε εκεί,
του σφύριξε οτι,να περιμένει μερικά χρόνια ακόμη,γιατί τα πράγματα σε μερικές περιοχές ήταν πολύ άσχημα.

Ομως ο Χάχας,είχε,η έτσι πίστευε οτι,είχε ''δόντι''.
Η αραβωνιάρα και μετέπειτα γυναίκα του,δούλευε στο Γενικό επιτελείο,
ήταν κάτω απο το Αυλάκι,άρα κατά τεκμήριο εθνικόφρων εξαπανέκαθεν .
Είχαν και μια φίλη,την Ελένη,που επίσης δούλευε στο επιτελείο πολλά χρόνια,
άρα να το μέσο,για να γίνουν τα πράγματα ακόμη πιο εύκολα στο στρατό,
που τότε ήταν 28 μήνες,και να ξεχάσει,πρόσκαιρα δήθεν,τα κηρύγματα και τις μεγάλες ιδέες που ακόμη,ευδοκιμούσαν στον κήπο της αριστερής Εδέμ.

Κοίταγε τον ουρανό ο Χάχας,και αναζητούσε πάντα ένα αστέρι,
όχι ένα συγκεκριμένο,αλλά αυτό που ήταν λαμπερό,και περίμενε να σβήσει ένα άλλο,  μπαίνοντας την ατμόσφαιρα της ζωής του,μια ουρά απο χρυσόσκονη,
και μαζί μια ευχή που την είχε έτοιμη για να προλάβει,μην χαθεί το αστέρι,
η κοτρώνα πούχε ξεφύγει απο την ορθή πορεία,και τώρα γινόταν πυροτέχνημα,
και ευχής ευαγγέλιον γα τον Ιανό Χάχα .

Εκείνο το καλοκαίρι κάπου εδώ,και κάπου εκεί,κουτσοδούλευε,
βόλτες στην Αίγινα με την μυρουδιά των ψημένων στα κάρβουνα χταποδιών. Κρεμασμένα και καταχτυπημένα,να λιάζονται στα δίχτυα και σε περίοπτη θέση,
και μετά στα κάρβουνα,για να γίνεται η τσίκνα προάγγελος καλών μαντάτων .
Διάβασμα και αλκοόλ,χταπόδια και γόπες,δίπλα στις φυλακές,που είχαν τους αριστερούς,λίγους μήνες πριν,και η κυρά -Γιωργιά η ταβερνιάρισα,
να αναλογίζεται για τις μάνες των παληκαριών που φιλοξενούσε το ευαγές εκείνο διπλανό ίδρυμα.Μάλλον και αυτή τα φούσκωνε.
Τότε,ότι ηθελες άκουγες και οτι,ήθελες έλεγες,και γινόταν το αντιστασιακό σου μπόι ίσαμε εκεί πάνω,και χανόταν στα σύνεφα. 
Και ήταν κάθε βήμα ηρωικό,βαρύ,και ασήκωτο,όλοι οι σύγχρονοι Τάλως,
που πατούσαν και  σειόταν η γή,απο τα εξιστορημένα κατορθώματα .

Τσουλούσε η χρονιά,και μετά την επέτειο που μαζευόταν ακόμη πολύς κόσμος,
λες και  ήθελε με την παρουσία του να ξορκίσει το μυαλό του,και να δικαιολογηθεί στο ευατόν του,οτι,μπορεί τότε,τις μέρες του 73,να μην ήταν σκαρφαλωμένος στα κάγκελα, αλλά στην πορεία μετείχε μεγαλοπρεπώς,και αενάως δήλωνε αριστερός ιδεολόγος, και καταπατητής ενίοτε ..

Ο Ιανός Χάχας έτοιμος για το στρατό,πήρε το τραίνο μόνος του,
κατέβηκε στην Κόρινθο και έφτασε με χίλια βάσανα μπροστά στην πύλη του στατοπέδου νεοσυλέκκτων.
Για μιά στιγμή,έτσι όπως κοίταζε τους ψηλούς τοίχους με τα συρματοπλέγματα, τρόμαξε,έκανε μερικά βήματα πίσω,σαν να τον τίναξε το ηλετκρικό ρεύμα απο τα σύρματα,που δεν είχε κάν,ακουμπήσει.
Να γυρίσει πίσω άπραγος,δεν έλεγε,που να εξηγεί σε όλους,την αποκοτιά,
είχε και τις υποσχέσεις για  το μέσο,είδε και πολλούς άλλους να μπαίνουν,
και με δισταγμό πέρασε και αυτός την μεγάλη πόρτα,που την φύλαγε,λες,ένας θεόρατος δράκος με ένα μπιστόλι,σε μια χοντρή άσπρη θήκη, και που τον κοίταξε ερευνητικά,σαν να ήξερε για τις αμαρτίες του Χάχα.
Οι πρώτες μέρες πέρασαν ζάχαρη,δούλευε το μέσον,φαγητό απ΄έξω,
κατά παράβαση,και κάρφος στα μάτια των υπολοίπων,πούτρωγαν απο το βρώμικο και κατάμαυρο καζάνι.
Στις ασκήσεις και στα τέστ μια χαρά τα πήγαινε,και έτσι όπως πήγαινε το πράγμα, τόνοιωθε,οτι την θέση του αξιωματικού την είχε στο χέρι,παρέα με το ''δόντι'' των άλλων, εξυπακούεται .
Πέρασαν δύο μήνες μια χαρά,και ήρθε η μέρα που θα ανοικοινωνόταν,
ποιοί θα πάνε για αξιωματικοί,ποιοί σε ειδικότηες,σώματα και τόπος ..
Εκείνη η σειρά είχε γλυτώσει την Κύπρο,άρα και απο αυτήν άποψη,ήταν μια χαρά επίσης.Στεκόταν παρακεί,όταν μπήκε μέσα ο αξιωματικός ντελάλης,να πει τα νέα.
Αδιάφορος,με ένα ύφος μπλαζέ και αφ'ύψηλού,ήταν σίγουρος,
κάπνιζε και ένα 22 άφιλτρο,και κοίταζε τον καπνό να του κάνει τσιριμόνιες,
για μια στιγμή ανησύχησε,αλλά σιγά μη ..

Ολη η σειρά διακόσιοι νεοσύλεκτοι,απο αυτούς οι τριάντα,θα γινόταν αξιωματικοί,
και μετά οι καλές ειδικόητες.Αρχισε λοιπόν την ανάγνα ο μονιμάς,πάνε οι πρώτοι δέκα,πάνε οι δεύτεροι δέκα,τίποτε,ωχ σκέφτηκε,πάνε τα μεγαλεία.
Δεν βαριέσαι όμως,κάπου καλά θα πάω,σκέφτηκε.Τότε σε εκείνη την σειρά,
ήταν είκοσι μόνο απόφοιτοι ΑΕΙ,οπότε και μόνο απο αυτό,μια θέση γραφέως την είχε στο τσεπάκι .
Περασαν πενήντα,πέρασαν εκατό,τίποτε,φτάσανε τους εκατόν πενήντα,τζίφος,
τα πράγματα ζόριζαν,παράτησε το αδιάφορο στυλάκι,φόρεσε την αγωνία και το ενδιαφέρον αναγκαστικά πια,και σίμωσε,είχαν μείνει κάτι περίεργοι τύποι ακόμη,
ο Χάχας,και ένας ακόμη απόφοιτος του μαθηματικού ο Βασίλης,με ένα μουστάκι σαν μπατανόβουρτσα απο τα Γρεβενά,αριστερότατος κατα δήλωση του και ήρεμος περίμενε την τιμωρία του.
Μείνανε τρείς θέσεις μόνο,δύο με ειδικότητα τυφεκιοφόρου,και μια σκαπανέως,
οτι χειρότερο,στο πάτο του βαρελιού,και πιο κάτω και το μέρος,μια παραδεισένια κόλαση επι γης,η Λήμνος.
Θλίψη,τσατίλα,που είσαι ''μέσον'' να τον δείς,τα αυτιά του,είχαν κατέβει μέχρι το πάτωμα,η ψυχή του μαύρισε,και σκοτείνιασε ο ο ουρανός .
Η τιμωρία άρχιζε.
Ηταν στην διαβάθμιση Β,όταν Ε ήταν εθνικόφρονες,Χ ήταν ούδέτεροι,
Α συμπαθούντες την αριστερά,και Β ,οι αμετανόητοι κομουνιστές.
Αυτοί,που θέλαν να σύρουν την νύφη Ελλάδα,στον σιδηρούν παραπέτασμα,
και είχαν έτοιμα και τα κονσερβοκούτια,για να σφάξουν τους άγιους εκείνους δεξιούς, που ήταν οι μόνοι κάτοικοι που έπρεπε να υπάρχουν στην Ελλάδα .

Τουφεκιοφόρος λοιπόν,και στην Λήμνο,σαν το εξώγαμο που το πέταξε η  μάνα του στα σκουπίδια,σαν τον Ηφαιστο πούφαγε κλωτσιά απο τον Ολύμπο 
και βρέθηκε και αυτός στην Λήμνο,απόκληρος και στιγματισμένος επισήμως.
Η πολιτεία ελάλησε,και έβγαλε την σωστή απόφα,στην έρημο της Λήμνου,
μαζί,στο καμίνι του Ηφαίστου..

Εφυγε απο την Κόρινθο με τρένο για Αθήνα,αμέσως μετά,τρένο για  Χαλκίδα, λεωφορείο μέχρι την Κύμη,και μετά με καράβι,νύχτα με ψοφόκρυο στην Λήμνο,
μετά απο 48 ώρες ταξίδι.
Και επειδή η τιμωρία έπρεπε να είναι πλέρια,που ήταν,χειρότερα στην Λήμνο;
Στο χωριό Βάρος,η μόνη μονάδα που ήταν σε τόλ,να τηγανίζεις αυγά στην λαμαρίνα μέχρι να πεις Ζήτω.
Εφτασε λοιπόν ο Χάχας,γύρω στις 4 το πρωί,και τους περίμενε  επιτροπή υποδοχής.Αρχισε το πάρτυ με ότι,μπορεί μπορεί να φανταστεί κανείς,
το πιο εύκολο και να ανώδυνο ήταν να μετρήσει γύρω- γύρω το τόλ
με ένα σπίρτο,τις πενήντα κάμψεις τις έπαιρνες για πλάκα,
και τις σφαλιάρες για γούστο της κεφαλής σου .
Στο λόχο εκείνο,ήταν απο την μια πλευρά,την αριστερή,ήταν όλος ο ποινικός κώδικας μαζεμένος,ο καλλίτερος είχε σκοτώσει την αδελφή του,
και στην δεξιά ήταν τα κατακάθια κομούνια,που δήθεν είχαν μόρφωση,
και είχαν φέρει την πατρίδα στο χείλος της καταστροφής .

Την επόμενη μέρα,παρέλαβε τον εξοπλισμό του,μία κουβέρτα,αντί για δύο,
ένα σκισμένο και τρύπιο σακκίδιο,μόνο κουτάλι,γιατί το πηρούνι ήταν φονικό όπλο στα χέρια των συμμοριτών,και αντί μια ντουφέκι Μ1,τούδωσαν ένα πολυβόλο vickers, υδρόψυκτο,με μαντεμένια τρίποδη βάση,πενήντα κιλών,ένα λάστιχο,
και ένα δοχείο,να συνδέει την κάνη,όταν ψύχεται ,όταν υποτίθεται θα έριχνε και καμμιά σφαίρα. .
Το κουβαλούσε 28 μήνες κάθε μέρα,τόσα κιλά,δύσκολο να το βολευτείς στην πλάτη,χωρίς σφαίρες βέβαια,αλλά με τα κουβαδάκια,και την ημερομηνία κατασκευής ανάγλυφη,1908.Δεν έριξε ούτε μια σφαίρα,ένα πολυβόλο ειρηνιστής,ένα πολυβόλο αντίδραση στους πελεμοκάπηλους,δεν ήθελε να ρίξει και τελικά του πέρασε,
δεν εξεστόμισε ουδεμιά σφαίρα .
Διοικητής του λόχου ήταν ενα υπολοχαγός,μόλις είχε έρθει τότε από την Κύπρο τσιράκι του Διγενη Ακρίτα,είχε ξαπαστρέψει κάμποσους τουρκαλάδες στην Μόρφου. Φανατικός Ελλην,άρα και πολέμιος κάθε ρυπαρού και σιχαμερού αριστερού μιάσματος.Είχε ταχθεί να σώσει την Ελλάδα απο το κουμούνια,δεν ήθελα να τους κάνει καλούς Ελληνες,να τους εξαφανίσει ήθελε.

Αυτά βρήκε ο Χάχας στην Λήμνο,στο Βάρος εκείνο τον Νοέμβρη του 76.
Το μέσον έμεινε στο ράφι και η τιμωρία έπρεπε να ολοκληρωθεί.
Ομως ο Χάχας είχε πεισμώσει,και άρχισε να δείχνει το δύσκολο και περίεργο χαρακτήρα του,προκαλούσε να τον βάζουν,αντί για δύο ώρες,
4 ώρες σκοπιά κάθε βράδυ με προκλητικό τρόπο,και άγνοια κινδύνου επικίδυνη.
Στο ΚΨΜ όταν δεν άκουγαν Αλεξίου,και δεν τράβαγαν μαλακία για τις χειλάρεςτης,τους κανοναρχούσε στα ιδανικά της μεγάλης σοβιετικής ένωσης, 
για τους αστροναύτες,για τα ''θαύματα'' της ιατρικής,για τις επιτυχίες στους ολυμπιακούς αγώνες,για τον Αρη,για τον Ζαχαριάδη,και όλα τα καλά μιας ιδεολογίας που προμήνυε τον παράδεισο για όλους,όμως,έπρεπε να περάσεις την δοκιμασία, και την τιμωρία,για νάσαι καθαρός,όταν θα βρεθείς εκεί,
παρέα με τα ουρί της αριστερής ευτυχίας.

Πήρε άδεια μετά απο  6 μήνες,και αφού χρειάστηκε να πάρει τηλέφωνο ο υπαρχηγός του επιτελείου,είχε χάσει 25 κιλά,και όταν τον είδε η μάννα του,
τρόμαξε τόσο,και τάβαλε πάλι με τον πατέρα του -άδικα αυτή την φορά -γιατί νόμιζε οτι τα δικά του αριστερά καμώματα,ήταν η αιτία που έγινε ο γιός της,σαν τον Αγιο Τρύφωνα,μεγάλη η χαρή του.
Εμεινε στην Αθήνα τρείς μέρες,κοιμόταν κάτω από το κρεβάτι στο πάτωμα,
και  η μάνα του,έφερε παπά να το ισιώσει το παιδί.
Αλλά που,όταν ξαναγύρισε στην Λήμνο,έκανε τα ίδια και χειρότερα.

Ητανε τρείς παρέα,ο μαθηματικός απο τα Γρεβενά,και ο Μιχάλης της Νομικής,
από την Λειβαδιά.Το τρίο της συμφοράς,κάθε μέρα σκοπιά,κάθε μέρα προσυλητισμός στους υπολοιπους,καψώνια,τις τουαλέτες τις είχανε πάρει εργολαβία,
και είχανε βαλθεί να κάνουμε την ''Καλλιόπη'' να λάμπει.
Εκεί να δείς σκατό,ζωντανό πράγμα,να δουλεύει η βούρτσα με τέχνη
και χάρη,να διώχνει τα σκατά στην τρύπα,αφού τα κωλόπαιδα,
έχεζαν έξω επίτηδες,για να τα μαζεύουνε οι τρείς .

Τον Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς,είχε έρθει ο υποστράτηγος διοικητής της 4ης στρατιάς,και μετά τα εθνικόφρονα κηρύγματα και τα στρατιωτικά -ήταν τότε τα πράγματα ζόρικα με τους Τούρκους και το ΧΟΡΑ- ρώτησε,έτσι για να κάνει πλάκα,
αν ήξερε κάποιος απο τα φαντάρια,τι είναι υφαλοκρηπίδα.
Σηκώνει το χέρι ο Χάχας δειλά,και αφού λέει τα σχετικά,όνομα,βαθμός,σειρά,
ζητάει την άδεια να πει σχετικά με την υφαλοτρυπίδα.
Του την δίνει ο στρατηγός,ένα ψηλός λέλεκας με ένα ψαρό μουσκάκι και περίμενε.
Λέει,λέει,ο Χάχας,τον άκουγε με προσοχή ο λέλεκας στρατηγός και εντυπωσιασμένος γυρνάει στον φασίστα υπολοχαγό,και του δίνει εντολή να δοθεί στον φαντάρο χεζοκαθαριστή ,20 μέρες τμητική άδεια.
Και αυτός του την έδωσε,αλλά όχι άδεια,τον ξαπόστειλε στο βουνό,
είκοσι μέρες σε μια σκηνή να κάνουν ανίχνευση του εχθρού μαζί ομού, 
με τους άλλου δύο,και ενα δυστυχή λοχία,ενα συμπαθητικό βλαχαδερό από τα Τρίκαλα,που δεν είχε τελειώσει το δημοτικό,και όταν μίλαγε,ήθελαν λεξικό για να συννεοηθούνε .

Εκατσε στην Λημνο 2 χρόνια και 4 μήνες,τα δύο Πάσχα,τα πέρασε βασιλικά,
ρίχνοντας ανήμερα μπετά την πρώτη χρονιά,σε ενα κατάλυμα στο χωρίο Βάρος,
και την επόμενη χρονιά σε ένα νέο κτίριο στην Ατσική,που ήταν η βάση του τάγματος. Κουβάλαγε το vickers,πέρα δώθε,σαν το μωρό πούχει μόλις χεστεί,
φύλαγε σκοπιά με χαμόγελο,πουλούσε αγριάδα,και λάμπρυνε με την παρουσία του τις οθωνανικές χέστρες.
Ακουγε Αλεξίου και Μπιθικώτση,και όταν βγαίναν με άδεια στο χωριό των εκατό κατοίκων,γινόταν όλοι ντίρλα,με λημνιό ημίγλυκο κρασί,τάριχναν εκ περιτροπής,
το τρίο,στην κόρη του μπακαλομανάβη,την Αγγελικη,ένα πράγμα απο γυναίκα,
με κάτι πατομπούκαλα γυαλιά,αλλά είχε το μοναδικό τηλέφωνο στο χωριό,
και χωρίς την εύνοια της Αγγελικής,έπρεπε να περιμένεις με τις ώρες να τηλεφωνήσεις.
Πέρασαν και μια δοκιμασία εικονικής εκτέλεσης τον φλεβάρη του 77,
μια νύχτα που χιόνιζε,και ήθελε ο Υπολοχαγός να σπάσει πλάκα με τα κομμούνια. Φύλαγε την πατρίδα,σε ένα όρυγμα,απέναντι ακριβώς από τα στενά του Ελλήσπόντου,χωρίς όπλα,με το μαραμένο πολυβόλο vickers,εκεί δίπλα,
σαν σκοτωμένος βάτραχος να τους θωρεί,κοίταγαν τον τούρκικο στόλο πούκανε περατζάδες μπροστά τους,και με το μονόφθαλμο κιάλυ,είχαν υπό έλεγχο τον εχθρό που επιβουλευόταν τα άγια χώματα.
Το αριστερό τρίο τότε,γινόταν δεξιό μάτι,και μέσα από το κυάλι έσωζε 
την τιμή όλων εκεί,στα άνυδρα,και χωρίς δέντρα χώματα της Λήμνου .

Τα βρήκαν και με τους συγκατατοίκους-δολοφόνους,και βάλαν στην παρέα έναν από αυτούς πούχε σκοτώσει έναν θείο του από λάθος,έλεγε.Κρατούσε ένα μαχαίρι και πήγε ο μπάρμπας και καρφώθηκε με φόρα πάνω τουτον λέρωσε και με αίματα απο πάνω.

Και έτσι,έγιναν κουαρτέτο,είχαν και τον άνθρωπο για τις βρώμικες δουλιές,
να πουλάει τσαμπουκά σε όποιον αντιμιλούσε στο ιερό τρίο,
να κρατάσει το ίσο στα τραγούδια,να κάνει θελήματα,και ένα μεσημέρι πήδηξε 
και την Αγγελική,και κράταγαν οι τρείς,τσίλιες,μην φανει ο γερομπακαλομανάβης πατέρας της.
Ο  Ιανός Χάχας,είχε συνηθισει το μέρος,είχε βρεί το τρόπο να επιβιώνει σε κάθε δυσκολία,να επιζητά με εμμονικό τρόπο και να αυτοπροτείνεται για δουλιές άλλων, απαιτώντας,προφανώς,τον σεβασμό τους,δημιουργώντας μαζί με τους άλλους δύο,μια ομάδα επιρροής και καθοδήγησης .
Πέρασε δύσκολα,μερικές φορές εφιαλτικά,πλήρωσε το τίμημα μιας θέσης που δεν ήταν ολότελα δική του,φανταζόταν οτι,καθόταν κάποιος άλλος σε αυτήν,
και μόλις έκατσε αυτός στην θέση αυτή,πλήρωσε συγχρόνως και τις αμαρτίες του προηγούμενου και όλων των άλλων που προυπήρξαν στην καρέκα αυτή.

Ηταν μόλις 23 χρόνων το 76,και τελειώνοντας τον Μάρτη του 79,ήδη 26 χρόνων, έτοιμος να συνεχίσει να κάνει τα δικά του,κουβαλώντας φορτία και δικών του ενοχών και λαθών αλλά και άλλων.
Μπερδεμένα μέσα του,ενα κουβάρι,ένα σκοτεινό σακούλι,στο οποίο έβαζε το χέρι του, κα τραβούσε οτι ψαχουλευτά έβρισκε,και μετά,είτε ήταν καλό,είτε ήταν κακό,
έπρεπε να το υποστηρίξει με φανατισμό,με εγωισμό,και πάθος .
Η Λημνος,ηταν μια εξορία γιαυτόν,ήταν και ένα πεδίο δοκιμής όμως,του χαρακτήρα του,ήταν και ο καθρέπτης του μέλλοντος του,ήταν η άλλη όψη,καλή η κακή δεν είχε, και δεν εχει ακόμη και σήμερα,γιαυτόν,καμμιά σημασία ...

Ο Ιανός Χάχας,ήταν στην Λήμνο,μαζί με τον κούτσαβλο Ηφαιστο 
επιβεβαιωμένο,και σίγουρο.

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 

Επόμενο 

 ΣΚΑΛΙ 3

''ΤΟ 81 ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ'' 
 








Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...