Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΩΤΙΑ ,ΜΙΑ ΤΕΤΡΑΔΑ

Ας αφήσουμε προς στιγμήν το φεγγάρι και τα ποιηματάκια  ,και ας προσγειωθούμε στην γη ..

Κάποιος, πριν απο αρκετά χρόνια είχε φύγει απο την γη ,συμμετέχοντας σε ενα πρόγραμμα για την επιβεβαίωση της θεωρίας της σχετικότητας ..Εφυγε νέος ,γύρισε ακόμη νέος ,όλα σε αυτόν παρέμειναν τα ίδια ,η φάτσα του που έλαμπε ,στιλπνή και καθαρή όπως ήταν όταν έφυγε..

Έφυγε, πήγε στο διάστημα, να διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια ,οτι πράγματι η θεωρία της σχετικότητας ισχύει ,γύρισε και βρήκε ενα συρφετό απο κόσμο βουτηγμένο στην θεωρία της  α-σχετικότητας, ολοι  άσχετοι ,μοιραίοι ,άβουλοι και όλοι να ψάχνουν τις τσέπες των  αλλλων .


Οι φυλές του ελλαδοστάν ,της χώρας του ποτέ ,και της χώρας του πέρα βρέχει ,είχαν μαζευτεί γύρω απο μια φωτιά που έκαιγε ,με μια φλόγα ξελιγωμένη ,μισοξαπλωμένοι ,παραδομένοι στην αφασιακή ασχετοσύνη τους ,περίμεναν ..
Ηταν τέσαρες,αυτή την φορά , οι μαζεμένοι γύρω απο την φωτιά και τόβλεπες στα μάτια τους ,οτι περίμεναν, με αγωνία, και φόβο συνάμα ..

Ηταν ένας άνδρας γύρω στα πενήντα ,ένας γύρω στα εξήντα άνδρας και αυτός ,μια γυναίκα κοντά στα πενήντα ,τόσο έδειχνε, αλλά μάλλον ήταν μικρότερη και ενα νέος κάπου μεταξύ τριάντα και τριάντα  πέντε ...τετρακτύδα λες ;(1+2+3+4=10)
Δυο είχαν βγάλει και πανεπιστήμιο ,ένας από αυτούς είχε σπουδάσει στο εξωτερικό ,δυο είχαν τελειωσει το Λύκειο μόνο ,και ένας απο αυτούς είχε πάει σε μια σχολή ,κάτι σαν ΤΕΙ ..
Δυό ήταν παλιά ξανθοί,τώρα ο ένας ήταν καραφλός  ,η γυναίκα ηταν παλιά ,καστανή με ρίζες λευκές, και σήμερα ξανθιά , και ένας ακόμη άνδρας, ήταν μελαχροινός κάποτε ..
Σωματικά όλοι είχαν σίγουρα στενή επαφη με τα σαγόνια τους ,ένας ήταν λίγο πιο αδύνατος ,αλλά όλοι ξεχείλιζαν απο λιποσύνη ,και ένας μάλιστα είχε κάτι μάγουλα  ,σαν φραντζόλες, που είχαν σκάσει στο φούρνο ..
Οικονομικά, όλοι ήταν κάπου αλλού ,όλοι ήταν πίσω ,όλοι μέτραγαν τα τετραγωνικά τους  ,όλοι είχαν δάνεια , απο δάνειες δυνάμεις ( αυτή την παπαριά την είπε ο μεγάλος βλάκας της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας ,ο Γεώργιος, ο τίποτε ) ,όλοι είχαν χρέη, και δεν ηταν ωραίοι ,μιλούσαν  για χρήματα με απελπισία ,το έβλεπες, τους έλειπε η μυρουδιά τους ,το ενοιωθες οτι είχαν στέρηση  ,όμως δήλωναν οτι είναι καλα ,οτι το παλεύουν ,άλλη ελληνική ανοησία αυτό ..
Ρωτάς κάποιον ,που τον βλέπεις οτι ,είναι έτοιμος να πάει εθελοντής στην κόλαση ,''τι κανεις ρε φίλε ;''
Σε κοιτάει με εκείνο το βλέμμα της κυνηγημένης αλεπούς, και σου λέει ..Καλά μια χαρά ,το παλεύω
Τι παλεύεις ωρε ; Πες, και σε μας ..

Ο ένας απο αυτούς ,κάποτε ήταν κάποιος ,έτσι πίστευε ,έτσι του είπαν όλοι αυτοί που του έπαιρναν τα χρήματα, που είχε δανειστεί απο άλλους ,απο την άλλη ήταν ο ιδιος που έδινε χάρες, ήταν λάρτζ , ζητούσε θέση στο μαγαζί μπροστά ,καρέκλα με θέα τον κήπο ,αυτοκίνητο με μεγάλες ρόδες, που ίσια-ίσια να χώραγε στην πυλωτή .
Αυτός είχε κάποτε όραμα ,είχε ιδέες ,ήταν έξυπνος πολύ και έκανε δουλειές ,ήταν παντρεμένος δεν είχε παιδια ,αλλά είχε βρε παιδί μου ενα αέρα ,εαν τουπέ κυριαρχίας ,τόβλεπες ,το καταλάβαινες ..Βρήκε κάτι λεφτά στο κήπο του του διπλανού του ,μπορεί να ήταν και από δουλειά που έκανε κάπου ,πήρε αυτοκίνητα ,σπίτι και εξοχικό  ,και μετά αφού  τα έφαγε τα δανεικά  ,άνοιξε μια δουλεια .
Τότε ,δεν χρειαζόσουν χρήματα για δουλειά ,είχες επαφές ,γνωριμίες ,πελάτες και γνωστούς, που όλοι είχαν κάτι να ξοδέψουν και ολοι είχανε να κολλητό στην τράπεζα, που τους έδινε  χρήματα για επενδύσεις εκδοράς μουλαριών ..

Ο φίλος μας αυτός, δεν είχε ανάγκη τίποτε ,όλα πήγαιναν μια χαρά ,εως που κάποια στιγμή ήρθε ο φίλος του και κουμπάρος λογιστής ,και τούπε με βαριά καρδιά .Ξέρεις, δεν έχουμε μία, για την δόση του δανείου και μάλλον και για την δόση του ΦΠΑ ..Ο δικός μας, ταραχή μεγάλη ένιωσε, αλλά δεν πτοήθηκε και πολύ ,σιγά τώρα ,κρίση είναι ,εποχιακό είναι το πρόβλημα ,τα σχολεία μόλις άνοιξαν, και ο καιρός που χάλασε ,φταίνε ..και συνέχισε την ζωη του ,κλείνοντας ένα τραπέζι στο μοδάτο γιαπωνέζικο, που είχε ανοίξει λίγο παρακάτω ,και είχε μάθει οτι ειναι φίσκα καθε βράδυ απο την καλη κοινωνία..

Πέρασαν,  μερικοί ακόμη μήνες ,δίπλωσε ο χρόνος και ήρθε ο επόμενος ,κουτσά στραβά το πήγαινε. Αν και είχαν αρχίσει να τον ζώνουν κάτι φίδια σαν οχιές  ,και μια ανατριχίλα του χάλαγε την όρεξη . 
Ομως για ενα πράγμα ήταν βέβαιος ,είχε κάνει οτι έπρεπε ,είχε προσπαθήσει στην ζωη του πολύ ,ξεκίνησε  απο χαμηλά και πάντα τον άκουγες να λέει ,''εγω δεν τα σπατάλησα ,μια ζωη δούλευα ,δεν μπορεί να πληρώσω εγώ για τα λάθη των άλλων, και κυρίως των ανίκανων πολιτικών'' ,και γύρναγε πλευρό ..
Σήμερα καθισμένος γύρω απο την φωτιά ,με ενα χαμένο ύφος ,και μια παρατημένη διάθεση, είχε βγάλει την ζώνη του και κοίταγε τις τρύπες της ..Για μια στιγμή νόμιζε κανείς οτι ήθελε να δει μεσα απ την τρύπα της ζώνης του ,αλλα μάλλον άλλες σκέψεις είχε στο μαυλό του .
Εκείνη την στιγμή ταυτόχρονα ,ένοιωσε το παντελόνι του ,να ειναι έτοιμο να πέσει κάτω ,δεν φορούσε και ζώνη ,και για μια στιγμη τρόμαξε και πανικοβλήθηκε  .Για φαντάσου σκέφτηκε, ρεζιλίκι ,να μου πέσει το παντελόνι και να γίνω θέαμα , δεν φορούσε και σωβρακο ,η μήπως φορούσε  και ήταν και πολλών ημερών μπαγιάτικο ,και μπορει νάταν και εκείνο που είχε δει μια  μέρα ,και είχε μια τρύπα να,στον καβάλο ...
Ήρθε ο καινούργιος νέος απο παλιά τον κοίταξε ο μεστωμένος βαθιά στα μάτια και του ρώτησε ,''δεν μου λες πόσων χρόνων είσαι ;''
Και ο νεοφερμένος του λέει, είμαι τόσο όσο θελω εγώ και όσο δεν μπορείς να καταλάβεις εσύ ,πολύ νέος για μένα και πολυ γέρος για σένα ..
Το κοίταξε ηλίθια ο τύπος μας, και λέει ..καλά ,όλο θεωρίες είσαι και εσύ ,και συνέχισε να κοιτάει τις τρύπες στην ζώνη του ....

Δίπλα του ,στα αριστερά του καθόταν ένας πιο ''μεγάλος'' μεταξύ πενήντα και εξήντα ,πιο κοντά στα δεύτερα θα τον έλεγες ,αν και έδειχνε πιο μικρός απο αυτό που ήταν .
Αυτός ήταν η προσωποποίηση αυτού που λέμε, η γενιά του Πολυτεχνείου .Με καλές σπουδές και περγαμηνές ,τότε που αυτα είχαν πολύ σημαντική αξία ,σε σχέση πάντα  με τους άλλους .
Αλλο άξιζαν τότε, και άλλο σήμερα .Αυτός βέβαια και τότε, και τώρα, νόμιζε οτι ήταν ο επι γης θεός ,νόμιζε οτι όλοι του χρωστούσαν, απο σεβασμό μέχρι υποχρέωση ,νόμιζε, και εξακολουθεί να νομίζει γενικώς
Αυτός επειδή τότε η μοιρασιά των τιμαρίων τον άφησε παραπονεμένο ,προσπάθησε να εξαργυρωσει και μόνο το γεγονός οτι ήταν μέρος της περίφημης αυτής γενιάς .Ενα ανεξήγητο πράγμα ,εαν έτυχε να ζήσεις τα χρόνια εκείνα ,είχες αποκτήσεις απο χέρι και δικαιωματικά το τίτλο τιμής απο την μια, και την απαίτηση απο την άλλη ,να σε βάζουν ψηλά στο κάδρο ,να σε θεωρούν αυτοδίκαια συμμέτοχο και συνδαιτυμόνα ,σε καθε είδους τράπεζες που στηνόταν τόσα χρόνια .
Οταν γεννήθηκε, κοιμόταν σε χαμηλά στρώματα ,πήγαινε σχολείο και είχε  κωλοπετσομένη φτέρνα και κοντό με τρίχες παντελονάκι ,πήγε σχολείο ,διάβαζε γενικώς , οτι του βρισκόταν ,ειχε πάντα καλούς βαθμούς στο σχολείο και μπήκε και στο πανεπιστήμιο σε καλή σειρά .
Και καποια μέρα ,τούτυχε η ''επανάσταση'' να του χτυπήσει την πόρτα .
Εκείνος κρυμμένος πίσω απο τα σφαλιστά  μάνταλα δεν ήξερε τι να κάνει ,να ανοίξει στην ''επανάσταση'' ,η να κρυφτεί κάτω απο το  στρώμα .Πήρε θάρρος και άνοιξε την ξώπορτα ,και αμέσως καβάλησε τον ίππο της ματαιοδοξίας και ενα καλάμι μακρύ, σαν την σκελέα του Μακρυγιάννη..  
Μετά, αφού δεν ήταν σε μοιρασιά ,επειδή υπήρχαν τόσοι πολλοί φαγάνες ,και δεν άφησαν λέει και για αυτόν,πήγε και δούλεψε σε αυτό που σήμερα λέμε ,στέλεχος στο ιδιωτικό τομέα.
Εκει διέπρεψε, και κάθε χρονο ανέβαινε η εκτίμηση που είχε για τον εαυτόν του ,μικρή σημασία είχε, αν είχαν και οι άλλοι την ίδια εικόνα γιαυτόν .
Ταξίδια ,ξενοδοχεία ,και δώστου χλίδα, και μούρη αλογίσια, και να κάτι τραπέζια πίστα ,και πέρναγαν τα χρονια και καθε μέρα έβαζε την σφραγίδα του σε ένα σύστημα  που είχε ξεσαλώσει ,και όλοι δίναν λίγα και θέλαν πολλά, και αυτός μετείχε στο κοινό σκοπό ,που ήταν, πολλά χρήματα γιαυτόν, και λίγα για τους άλλους .
Αλλωστε όλοι αυτοί,ήταν η'' τιμημένη γενιά'' και μόνο  γιαυτό, να ανοίγουν δρόμο να περάσούν οι ήρωες, έπρεπε.
Πήρε σκαφος ,είχε και τρία αμάξια ,άλλαζε και λάστιχα για το χειμώνα ,αφού κάτι τέτοιο έκαναν και στην Σουηδία που είχε πάει ένα τριήμερο..
Κάθε χρόνο έπρεπε να προσκυνήσει στον Καρούζο, και πάντα είχε να λέει για τα γκάζετ που αγόραζε ,πούρα φυσικά, και καπνός απο χρυσόσκονη ..
Ομως και αυτός κάποιος μέρα ,έφυγε να πάει ταξίδι και όταν γύρισε του είπαν ''μεγάλε έχουμε κρίση, και μας είσαι περιτός, κυρίως όμως πολύ ακριβός'' ..Αμάν ,σκέφτηκε ,και τώρα πως θα πληρώνω τις συνδρομές για το δίπλωμα πιλότου και το πτυχίο εκπαίδευσης βατράχων ,που είχε μόλις ξεκινήσει .
Ενα αφόρητο ψυχοπλάκωμα ήρθε και έκατσε στους γοητευτικούς του ώμους, και μετα βίας το άντεχε.
Έκοψε τα περιττά ,και τα υπερβολικά ,όμως  το πρόβλημα δεν ήταν που δεν είχε πια την οικονομικη δυναμη να πληρώνει ετσι για πλάκα ,το ζήτημα ήταν οτι, δεν είχε κέφι για τίποτε ,άσε που οι πιο πολλοί γύρω του ,είχαν βαρεθεί να τον βλέπουν, και να τον αντέχουν .
Πήγε λοιπόν και έκατσε γύρω από την φωτιά μαζι με τους άλλους και κάποια στιγμή έβγαλε απο την δεξιά του τσέπη, ενα μεγάλο μπεγλέρι  με κατι ξανθοκίτρινες μεγάλες χάντρες και άρχιζε να το παίζει .
Μπεγλέρι ,και έξυπνο τηλεφωνο ήταν τα μόνα πράγματα που του είχαν μείνει απο τότε .
Τωρα κάτι τέτοιοι τύποι , μετράνε το μέγεθος του πουλιού τους με πιο απλά πραγματα ,οχι τότε, που έπρεπε να κάνουν πρόβα κάθε λίγο και λιγάκι για να δουν πόσο μέγεθος ήθελαν ακόμη, για να αγοράσουν  και εκείνο το ρολόι με αχάτη της γνωστής διαφήμησης ..
Kοίταξε τον νεοφερμένο με μια πλάγια ματιά και αναρωτήθηκε συνάμα ,ποιος είναι πάλι αυτός ο τύπος που φανερώθηκε έτσι ουρανοκατέβατος ; Να του μιλήσω ,η να τον αγνοήσω σκέφθηκε, και πριν προλάβει να ξανασκεφθεί, τον ρωτά ο δικός μας ''δεν μου λέτε, εσείς δεν είσθε που σας είδα στην τηλεόραση πριν απο χρόνια να μιλάτε για την πορεία της αγοράς ;'' γύρισε ο τύπος να τον καλοδεί, και μέχρι να στρίψει είχε ψηλώσει ίσαμε τρία πόδια ,και είπε με αυτό το ύφος της τσιτωμένης ματαιοδοξίας .''Με θυμάσαι ε΄; σε ποιά απ'όλες τις φορές ;''

Δίπλα του, στα δεξιά του, καθόταν μια γυναίκα , πενήντα παρά ,συν λίγο παραπάνω ,τέλος πάντων εκεί γύρω γύρω ,καλοστεκούμενη και καλοδιατηρημένη ,είχε κάμει όλα τα σέρβις στην αντιπροσωπεία ,και είχε πάει και σε εκείνους τους γιατρούς'' χωρίς όρια'' ,και είχε κάνει και μια ψιλοαναβάθμιση του πεπαλαιωμένου ιστού .
Είχε παλιά μια επιχείρηση με ρούχα, και μάλιστα ακμάζουσα(sic) ,σαν την νιότη της ,που σήμερα παράκμαζε μαζί της .
Αυτή είχε κάμει θαρρείς μια ισόβια σύμβαση με την ματιοδοξία και εμετολογία και πηγαίνανε μαζί ,στα κοκτέηλ ,στα ντεφιλέ ,στα δείπνα των καλών τε, και τιμημένων εστιατορίων ,στα βορινά προάστια και όλα τα συναφή κοιωνικά και καθωσπρέπει.
Καλλυντικά αγόραζε χονδρική ,ασορτί με το μέγεθος της ματαιοδοξίας της ,και συμπληρωματικά με την επιβεβαίωση της δύναμης που της εδινε ,το δανεικό πορτοφόλι της .Ρούχα και παπούτσια να φορέσουν η μισή φυλή των Μαορί ,και μπιχλιμπίδια να σαγηνέψουν ξανά τους ινδιανους αρχηγούς. 
Είχε και δύο παιδια ,μεγάλα πια ,είχε και γνωριμίες πολλές ,ερωτικά ήταν δραστήρια και πίστευε οτι ο νεαρός στο γυμναστηριο πολύ την έκανε κέφι ,και αυτό της ανάβαζε την λίμπιντο (,έτσι δεν το λένε αυτό;)..
Eίχε και μια αυτοπεποίθηση ,ίσαμε το Σοφικό ,που πήγαζε απο μέσα της, άλλοτε, για το φρικασέ με μανιτάρια που κοκορευόταν οτι έφτιαχνε , και άλλοτε για τις γνώσεις για τα περιοδικά υψίστης διανόησης όπως η φιλοσοφία της κίτρινης ρόμπας ,και ο βαθύς προβληματισμός  για τα πράσινα λουκάνικα που έψηνε η Μενεγάκη ..
Ομως κατά βάθος ήταν ηθικό στοιχείο ,τόβλεπες απο το στύλ ,απο τα χέρια με τα κόκκινα βαμένα νύχια με λέπια  ,απο το πάνω λεπτό  χείλος που έτρεμε απο συγκίνηση γενικώς για τα φτωχά και άπορα παιδιά, αλλά  και από το μεγαλειο της ασημένιας τσάντας με τις ασορτί  κόκκινες γόβες ..
Ηταν λίγο γεμάτη σωματικά , και κάποια στιγμη που γύρισε να δει τον νεοφερμένο, ασυνάισθητα είδαμε την γραμμή των οριζόντων, που αυλάκωνε ενα μεγαλοπρεπές στρίνγκ ..
Τόδε ο τύπος ,αυτή είναι συνομήλικη μου είπε μέσα του  ,αλλά τώρα νιός είμαι, και πολύ θα ήθελα να δοκιμάσω ,σκέφτηκε ..
Εκείνη την ίδια στιγμή, μια γλυκειά σιγανή μελωδία ακούστηκε ,ψίθυρος ,σύρσιμο απαλό ..''Πως είπαμε πως σε λενε νεαρέ ;'' ρώτησε .
''Δεν είπαμε'', απάντησε εκείνος, αλλά αμέσως μετά συμπλήρωσε ,τώρα ..θα πούμε

Ο δε, νεαρός ,τέταρτος της παρέας είχε αράξει τελείως ,χαλαρός και άνετος ,μια κοίταζε την φωτιά ,αναρωτιόταν γιατί ήταν εκεί ,μιά έστελνε μηνύματα ,και συγχρόνως ρουφούσε τον φραπέ με μπόλικη ζάχαρη που είχε αγοράσει ερχόμενος ..
Είχε ένα πατέρα και μάλλον πρέπει να είχε και μια μάνα ,μεγάλωσε στο περίπου και με δανεκά ,σπούδασε στο πανεπιστήμιο ,ψιλοαναρχία την μια Συριζα , και όταν τσατιζόταν Χρυση αυγή  ,κάτι καταλήψεις στο καθιστικό του σπιτιού του, έκανε ,είχε χτυπήσει και ενα τατουάζ στο χέρι του ψηλά ,να μην φαίνεται και πολύ, και μελετούσε στην τηλεόραση ,την επίπτωση που έχει, η εφίδρωση, στην αναπαραγωγή του κόκινου τόννου, και την  προστασία του κίτρινου γύπα στην πανίδα της ανατολικής Κίνας που κινδύνευε με εξαφάνιση .
Ξυπνούσε νωρίς νωρίς το πρωί, κατα της δέκα ,και μετά έψαχνε να βρεί φτηνή βενζίνη για να βάλει στο γκολφ ,που αδηφάγο όπως ήταν, τον περιγελούσε οταν το είχε σχεδόν μόμιμα παρκαρισμένο στην Καφε Αζαλέα ,την περίφημη καφετέρια στην πλατεία ..
Πως βρέθηκε εκεί, στην φωτιά γύρω γύρω, και τι δουλειά είχε στην σύναξη, κανεις δεν ρώτησε και κανείς δεν ενδιαφέρθηκε .
Ηταν σαν να μην υπήρχε...να μην υπήρξε ποτέ
Ο νεοφερμένος νέος, αλλά στην ουσία παλιός ,μόλις είδε τον νεαρό μας φίλο ,αναστέναξε ,κοίτα πως κατάντησε η νέα γενιά σκέφτηκε ..
Πλησίασε και ρώτησε με περίσια αφέλεια ,''δεν μου λες φίλε μου ,πως τα βλέπεις τα πράγματα ;'' Ακου, ερώτηση που έκανα συλογίστηκε με μιάς ,τι ναδεί αφού είναι νύχτα και έχει σκοτάδι βαθύ ..είπαμε το φεγγάρι τέλος .
Ομως ο νεαρός της παρέας ,ανασηκώθηκε αργά ,σαν σημαία που γίνεται έπαρση το πρωί και του απάντησε αργά ..''αστα ,βράστα χέστα'' .

Είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, σκέφτηκαν όλοι ,και ανασηκώθηκαν να φύγουν ..
Οι μεν, για την ωραία τους ζωή, που τους περίμενε σπίτι ,ο δε νέος που ήταν παλιός στάθηκε μια στιγμή και αναρωτήθηκε ,εγώ τώρα τι είμαι και τι θέλω ,ένας νέος απο παλιά  και πως να ζήσω την ζωή τους ,η ξαναγυρνω πίσω και είμαι ένας μεσήλικας πιά ;

Το ερώτημα έμεινε αναπάντητο ,αφού εκείνη την στιγμή κάποια φωνή βροντερή ακούστηκε
''Σιγά μην έχεις και επιλογές μαλάκα ,αν ήταν έτσι, θα το έκανα και μονος μου...''

Ηθικό δίδαγμα ..
Η ζωή πάει και έρχεται ,όπως νομίζει αυτή ,εαν  θέλεις να είσαι μαζί της ,μην την αφήνεις να γυρνάει μόνη της σαν ξελογιμένη γκόμενα εδω και εκεί ..ρίχτη της ,μερικές ανάποδες και δώστης να καταλάβει ποιός είναι το αφεντικό ..

Η φωτιά συνέχιζε να καίει μέχρι το πρωί .............

H δε,θεωρία της σχετικότητας έχει επιβεβαιωθεί .Σίγουρα ;


ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ


.














































Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...