Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018

ΤΑ 21 ΣΚΑΛΙΑ :ΣΚΑΛΙ 6/ Ο ΠΑΤΗΡ ΓΙΑΝΝΗΣ


Σε αυτό το κοπιαστικό πανωκατέβασμα στην σκαλωσιά της ζωής μου,γεμάτη είναι,από μικρά και μεγάλα σκαλιά,ακόμη και πλατύσκαλα,άλλα βολικά,άλλα εύκολα στο ανέβα,άλλα δύσκολα στο κατέβα,μια αέναη κίνηση,που δεν έχει κατεύθυνση και τελικό προορισμό.
Κανένα σκαλί,δεν είχε δικό του όνομα,εκτός απο δύο μεγάλα πλατύσκαλα που αυτοδίκαια είχαν,και αυτά ήταν,το ένα που λεγόταν πατέρας Γιάννης και το άλλο για λεγόταν,μάνα Ελένη.
Αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια που έχουν φύγει και οι δύο,
θάθελα να προσπαθήσω να τους δώ με τα σημερινά μάτια,
με σεβασμό,με φόβο,η ακόμη και με δέος.
Ομως,μέσα μου ξέρω οτι,τελικά δεν θέλω ένα μνημόσυνο και επιβεβαίωση του γνωστού ανόητου''οι νεκροί δεδικαίωνται".
Θέλω να κάνω προβολή του ευατού μου,σε ένα είδωλο τους,
ένα καθρέπτη,που είναι διαφανής,και κάπου εκεί θαμπά στην γωνιά, είμαι κουλουριασμένος εγώ .  

1918
Η Μόσχα γίνεται πρωτεύουσα της Ρωσίας,εκατόν ακριβώς χρόνια μετά,πήγα φέτος να δώ την προηγούμενη πρωτεύουσα,
Αγία Πετρούπολη,αφού την επόμενη εκατονταετία που θα ξαν'αλλάξει,δεν θάμαι εύκαιρος.
Εκείνη την σημαντική χρονιά τέλειωσαν οι μεγάλοι πόλεμοι,
γύρισε ο κόσμος ανάποδα και κοίταγε απο τα κάτω προς τα πάνω, ελπίζοντας οτι,το τίμημα που πλήρωσαν οι ίδιοι,θα ήταν αρκετό,
να βρούν στον ήλιο μοίρα,και κάποιο μερίδιο,
στην μεγάλη μοιρασιά που ξεκίναγε τότε.
Οι βαλκανικοί πόλεμοι τέλειωναν με την μάχη του Σκρά.
Ο μεγάλος παγκόσμιος πόλεμος έφτανε στο τέλος του,
εκβαραθρώνοντας αυτοκρατορίες,πούχαν αιώνες ζωής,
αλλά καθόλου μέλλον πια,η βιομηχανική επανάσταση απο το μπουσούλημα σηκωνόταν όρθια,η δημιουργία των αστικών τάξεων οδηγούσε τις κοινωνίες να θέλουν μερίδιο στην διανομή της εξουσίας, και του πλούτου .

Ο Τσάρος της Ρωσίας γίνεται σκουριασμένο κονσερβοκούτι σκοποβολής, και οι μπολσεβίκοι δεν αστοχούν ούτε γιαυτόν,ούτε για την οικογενειά του,και μας προέκυψε μια νέα τάξη πραγμάτων αριστερών,δήθεν.
Ο Λώρενς της Αραβίας,ένας ασήμαντος βρετανός αξιωματικός,
γίνεται θρύλος πολεμώντας στο πλευρό των Αράβων,
απέναντι στους κατακτητές τους,και αντί να προκύψουν νέα υγιή κράτη,
προέκυψαν κράτη,μέσα απο μια παρτίδα τάβλι,η στο τέλος ενός μπουκαλιού τζίν .
Ο παγκόσμιος μεγάλος πόλεμος τελειώνει με την ταπείνωση της Γερμανίας στην ουσία,όπου ακόμη και γιαυτό το γεγόνος,
όλοι κάνανε πλάκα,αφού υπογράφτηκε η άνευ όρων παράδοση τους,
σε ένα τρένο,την 11η ώρα,την 11 ημέρα,του 11ου μήνα εκείνης της χρονιάς.Το ίδιο εκείνο τρένο ξαναχρησιμοποιήθηκε,απο τους νικητές Γερμανούς,στην αρχή του επόμενου μεγάλου πολέμου..

Εκείνη την χρονιά τον Ιούνη,προς το τέλος,γενιέται ο πατέρας,
στο νησί,ένα μέρος που είχε απευλευθερωθεί πριν απο πολύ λίγα χρόνια απο τους Τούρκους,σε ενα  μικρό δίπατο σπίτι,απο την Μαία Σοφία, γνωστή για την τέχνη,να ξετυλίγει το κουβάρι του λώρου .
Το σήκωσε απο τα πόδια ψηλά,σαν αρνί μέσα στα αίματα ακόμη,
και απεφάνθη,είναι αγόρ'.
Ο Παππούς Αντώνης,και η γιαγιά Μαρία,τόχαν ξαναδεί το έργο,
αφού είχαν ήδη δύο παιδιά,ένα αγόρι και ένα κορίτσι.
Η νέα άφιξη,θα ήταν γιαυτούς μια ακόμη βοήθεια στις αγροτικές δουλιές,στις πεζούλες,στα μποστάνια,στα ζωντανά που ζούσαν μαζί τους,στο ισόγειο του σπιτιού τους,πιστά και πειθήνεια σε κάθε εντολή,
να σε πάνε παντού,να τα βαράς για να σου φεύγει το σεκλέτι,
να τα κάνεις με πατάτες στο φούρνο,και εαν κάναν και καμμιά καβαλίνα,έβλεπες την θετική πλευρά,λίπασμα εξαιρετικό,
και όσο για την μυρωδιά,ήταν  το δέρμα τους,που μύριζε.

Ο πατέρας λοιπόν μεγάλωνε,τον βάπτισαν Εμμανουήλ,
και τον φωνάζαν Γιάννη,από ένα μπάρμπα του,που πέθανε εκείνη την εποχή.Γιάννης ο ένας,Γιάννη ο άλλος,πάει το Μανώλης χάθηκε.
Εμεινε μόνο στα κιτάπια,και ήταν μια ακόμη αιτία,
για δική μου ταλαιπωρία αργότερα.

Είχανε πρόβλημα με τα ονόματα τότε.Το όνομά τους παληότερα,
ήταν Κάποτος,το παρατσούκλι του Παππού,Γανουτζής,απο το επάγγελμα, και για να επικοικωνήσεις,έπρεπε κάποιος να σε ξέρει,σαν τον γιό του Γανουτζή.Κανένα άλλο όνομα δεν ίσχυε,και με κανένα άλλο όνομα δεν σε ήξερε κανένας.

Μεγάλωνε ο Μανώλης,που τον λέγαν Γιάννη ,γινόταν ένα πολύ ωραίο παληκάρι,αψηλός,μελαχροινός,με ίσια μαύρα μαλλιά,
έβαζε το μαντήλι δεμένο με κόμπους γύρω γύρω,
να τα σπρώχνει προς τα πίσω.
Δουλευταράς,πρώτος στα χωράφια,έπιανε την πέτρα και του εξομολογούσε όλες τις αμαρτίες της,του άρεσε να χορεύει πολύ,
ίδιος ο Κουήν στον Ζορμπά,να απλώνει τα χέρια του,με τις μεγάλες παλάμες σαν κουπιά,με ρόζους,και σκασίματα από την αγριάδα της καθημερινότητας.Τραγουδούσε με μια βαριά,χωρίς φάλτσα φωνή,
και όταν χτύπαγε παλαμάκια,σειόταν η γή,σαν σκηνή από την γιγαντομαχία.
Εφτιαχνε περίπτεχνους τοίχους απο πέτρα στις πεζούλες,
να μην παρασέρνει το χώμα το νερό,και ότι περίσευε γινόταν λόφος 
από πέτρες,αρμακάδες .
Δεν τούκατσε ένα προξενιό απο ένα διπλανό χωριό,
δεν τα βρήκαν στην προίκα,και ήταν και η νύφη,σαν κακοχυμένη γίδα. Καβατζάριζε τα 30,ήδη 34,όταν βρέθηκε στο δρόμο του η Ελένη.
Εκείνη,απο άλλο τζάκι,μόλις είχε πεθάνει ο πατέρας της,Παρίσιος,
ή μάνα της,μια σκληρή και δύσκολη γυναίκα,και χήρα ήδη,
όταν ήρθε το προξενειό,δεν το πολυσκέφτηκε,και είπε το ναί.

Ηταν ο Μανώλης που τον λέγανε Γιάννη 34,και η Ελενη δεν είχε κλείσει τα 18,και παντρεύτηκαν το 1952,και άρχισε η κοινή ζωή τους.
Υπήρχε ενα μικρό πρόβλημα όμως.Η Ελένη δεν ήθελε,
ούτε να βλέπει,ούτε να ξέρει για χωράφια,και αγροτικές δουλιές,
και είχε,η απέκτησε,και μια μανία φυγής από τον τόπο εκείνο.
Να πάει αλλού,όπου νάναι,νάναι μακρυά από την μάνα της,
που δεν της συγχώρεσε που την μικροπάντρεψε με το ζόρι σχεδόν,
από την οικογένεια του άνδρα της που είχαν άλλη αντίληψη για τα πράγματα.Μιά,ήθελε να πάνε στην Αυστραλία που τους είχε στείλει πρόσκληση ενας συγγενής της,μιά στην Γερμανία,στην Αθήνα, οπουδήποτε μακρυά.

Ο Γιάννης δεν ήθελε να ακούσει τίποτε,ήταν εκεί,στο χωριό του,
στους φίλους του,στους συγγενείς του,είχε τα χωράφια του,
τα τραγούδια και τα γλέντια,και κάθε ιδέα για αλλού,
του προκαλούσε φόβο και απέχθεια.
Και έτσι,άρχισαν τα δύσκολα,τα προβληματικά χρόνια,που κράτησαν δεκαετίες.  
Και έγινε όλο αυτό,τοίχος ψηλός,ποτάμι αφρισμένο,
τους χώρισε από την πρώτη μέρα,και για μιά ζωή,
που ξεκίνησε μαύρα μεσάνυχτα,και τέλειωσε στο γλυκοχάραμα,
αλλά μάλλον ήταν αργά πιά.Γλυκό ψωμί έφαγαν στα ύστερα χρόνια του.
Ο Γιάννης,ένα αγύριστο κεφάλι,που το χτύπαγες στο τοίχο και έφτιαχνες άμμο απο τα θρύψαλα του τοίχου,και που μας ακολούθησε όλους  στην σειρά.Από γενιά σε γενιά,πήγαινε το βασίλειο της ξεροκεφαλιάς .

Ο Γιάννης,είχε για τα κτήματα την γυναίκα,και την πεθερά του,ασχολούνταν και ο ίδιος,δούλευε στο καπνεργοστάσιο,
έκανε και καμάκι στις νεαρές που κάναν μπάνιο ακριβώς απο κάτω,
έκανε και το μεσίτη καπνών,και το βράδυ πάντα καφενείο.

Το πάνω καφενείο των κεντρώων και αριστερών,και το κάτω καφενείο, σε απόσταση δέκα μέτρων,των δεξιών,που τόχε μάλιστα και ο κουμπάρος του.
Μια γραμμή απο ασβέστη,χώριζε τους καλούς από τους κακούς,
τους νικητές απο τους ητημένους,και ποτέ,μα ποτέ,κανείς απο πάνω,
δεν πήγε κάτω,και το αντίθετο.
Κάθε βράδυ λοιπόν στον πάνω καφενέ,ο Γιάννης,να παρακολουθεί τον αδελφό του,να παίζει πρέφα και 66 το έπαθλο του νικητή,ήταν ένα μαντολάτο.Από τότε μέχρι και σήμερα τρελαινόμουν γιαυτό το γλυκό.
Η Μάνα μου,''πήγαινε να φωνάξεις τον πατέρας σου για φαγητό''. Ροβόλαγα τα πλακόστρατα,πήγαινα μιά με κουτσό,
μιά κάνοντας ζιγκ- ζάκ,και εκεί μπροστά στο καφενέ,κόλλαγα σαν τον αραμπά στην λάσπη.Εβαζα την μούρη στο τζάμι,νοτισμένο απο την υγρασία,έκανα μια τρύπα με το μανίκι,και άρχιζα τα νοήματα,
σαν σηματαιωρός στο ναυτικό,άλλοτε με έβλεπε,άλλοτε με αγνοούσε,
και τις περισσότερες φορές γύρναγα άπρακτος.
Αντε ξανά μανά,η μάνα μου,''ξαναπήγαινε θα κρυώσει το φαί'',
άντε πάλι την ίδια διαδρομή,βράδυ και ψοφόκρυο,και τα μπούτια μου,
να τρέμουν απο το κρύο και την υγρασία,εκτεθειμένα στις ορέξεις τους .

Τσακωμοί για το οτιδήποτε,πιατοθήκες πούσπαγαν,και πιάτια που γινόταν θρύψαλα,μαζί με τα ονειρά μου,τις καθημερινές προσευχές μου,
δεν τις άκουγαν,παρά μονάχα οι αέρηδες, και η υπομονετική γιαυτό γιαγιά μου,που καταλάβαινε το λάθος της,αλλά ότι γινόταν τότε,δεν ξεγινόταν.

Ο πατέρας νάναι στα κτήματα Κυριακή,η μάννα να ετοιμάζει σε ένα καλάθι το φαγητό,ενα μικρό κίτρινο κοφίνι με χερούλι,
έβαζε το φαί,συνήθως λαδερά που του άρεσαν πολύ,
μια φέτα-γωνία μεγάλη-ψωμί,μια ντομάτα,και από πάνω ενα πεσκίρι(πετσέτα),λευκό με μικρά κόκκινα τετράγωνα να τα σκεπάζει  με τρυφερότητα.
Μου τόδινε,και έπρεπε να πάω γύρω στα δύο χιλιόμετρα μακρυά και ψηλά,να του το δώσω για να φάει.Και κάθε φορά που πήγαινα και τα πράγματα στο σπίτι δεν ήταν καλά,να με πνίγει ένας φόβος,
τι αντίδραση θάχε.
Τις περισσότερες φορές,όταν ήταν τσακωμένοι,το πήγαινα με ικεσία μέσα μου,να το δεχτεί,και σαν φοβισμένο πουλί φοβόμουνα,να μου πεί,
''δεν θέλω '',''δεν πεινάω'','' να το πας πίσω''.
Και εγώ να παίρνω το δρόμο της επιστροφής,να κάνω είκοσι στάσεις,
σε κάθε μαύρη πέτρα,να κλαίω με αναφυλλητά,μόνος μου,
εννιά- δέκα χρονών παιδί,να θέλω να φύγω,να μην μου ξανασυμβεί.
Και όμως,μου ξανασυνέβαινε,και πάλι τα ίδια,και πάλι τα πουλιά μου κάναν παρέα,και είχα μάθει να κάνω παρέα με τις δεντρογαλιές,
και τα κοράκια που πετούσαν χαμηλά από πάνω μου .

Ο Γιαννής,ήταν ο κλασικός Ελληνας της επαρχίας,στις δεκαετίες του 50 και 60,με''σχεδόν''αριστερές καταβολές.Δεν ήθελε να είναι αριστερός, δεν το μπορούσε,και δεν το άντεχε,όμως κάθε βράδυ μ'έβαζε και παρακολουθάγαμε τους δορυφόρους που εκτόξευαν τότε οι Ρώσοι .
Η Ρωσία,η χώρα της επαγγελίας,η χώρα,που στο μυαλό του,
και αργότερα και στο δικό μου,έκανε τα όνειρα μας να δείχνουνε μεγάλα, και έκανε την φαντασίωση μας,για κάτι καλλίτερο,ουρανομήκη,και ανέσπερη.
Τσακωνόταν για τα πολιτικά με τους κάτω,για τον γέρο-Παπανδρέου,
για την ΕΔΑ,για τους στρατιώτες που τους είχαν βάλει στα σύρματα στην Μεση Ανατολή,επεδίωκε νάναι στο κέντρο κάθε πολιτικού τσακωμού.
Ωσπου,ένα απόγευμα,νάσου ένα μουστακαλής ενωμοτάρχης,
κρητικός την καταγωγή,θεόρατος Τάλως,του την μπουμπούνησε. 
''Για κόπιασε Γανουτζή απο το τμήμα να τα πούμε ένα χεράκι''
Πήγε ο Γιανομανώλης στο τμήμα,πήρε και μένα μαζί,
άγνωστο για ποιό λόγο,να τον λυπηθει ο μπάτσος ίσως;
Aνεβήκαμε μια στενή ξύλινη σκάλα,ίσια-ίσια που χώραγε να ανέβει 
ένας άνθρωπος,και αφού με άφησε στο προθάλαμο,
μπήκε με συστολή,με σεβασμό,και την τραγιάσκα στο χέρι,
στα ενδότερα,με το σιδερένιο γραφείο,και τα πηλίκια κρεμασμένα στο τοίχο,σε νταβανόπροκες,το ένα δίπλα στο άλλο,και στην μέση φωτογραφία του βασιληά,με την Δανέζα παραδίπλα.
Βγήκε σαν να τον χτύπησε τραίνο,σαν να πέρασε απο πάνω του,
όλο το ασκέρι του Ζέρβα (Του αρχικαπετάνιου των δεξιών).
Δεν μίλαγε για βδομάδες.Ποτέ ο ίδιος, δεν μας είπε,
τι έγινε,σε κείνο το κακοφωτισμένο γραφείο.
Αργότερα,έμαθα οτι,υπέγραψε δήλωση,την γνωστή 
''αποκηρύσσω τον κουμουνισμό και τις παραφυάδες αυτού ''.
Ομως,εαν γιαυτόν ήταν ο κεραυνός πούσκασε στο κεφάλι του,
για μένα ήταν η μύγα που δεν άντεχα στο σπαθί,
πούχα σφυρηλατήσει,στην ξέφρενη πορεία μου με την αριστερά,
με την νέα τάξη,με όλα όσα πίστευα τότε,οτι θ'άλλαζα το κόσμο.

Αργότερα στην Αθήνα,θα του μιλούσα πολύ άσχημα γιαυτή την δήλωση, και θάφευγα απο το σπίτι,και ήταν η βασική αφορμή,
να μας χωρίζει ένα σκούρο ποτάμι,και που,η ξεροκεφαλιά και ισχυρογνωμοσύνη,μας εμπόδιζε,να κάνουμε ένα βήμα πιο κοντά,
ο ένας στο άλλο.

Οι γονείς μου,δεν ταίριαζαν,και ποτέ,δεν σκέφτηκαν να χωρίσουν, αδύναμοι,επηρεασμένοι απο το περιβάλλον,απο τους συγγενείς,
και φίλους,τι θα πεί ο κόσμος και ας γινόταν ο δικός τους κόσμος ερείπια.

Ο Γιάννης δούλευε σαν σκυλί,μιά ζωή,και στην Σάμο και στην ΑΘήνα. Ακόμη,και όταν πήρε σύνταξη,αντί να κάτσει και να ξεκουραστεί, συνέχισε να δουλεύει,με μια εμμονική,αλλα γενναία θέση,
για την οικογένεια,για τα παιδιά του,όπως εκείνος τα εννούσε και τα πίστευε μέσα του,και έξω του.

Ο πατέρας μου,ένα μυρμήγκι ζόρικο,και μάνα μου ένας χρωματιστός τζίτζικας,ο πατέρας μου να κάνει οικονομία,να φέρνει μέχρι δεκάρας τα χρήματα στην ποδιά της μάνας μου,και αυτή να τα ξοδεύει με ένα τρόπο θεατρικό  αλλά και πεισματικό .
Οτι καινούργιο έβγαινε,το είχαμε πρώτοι,ψυγείο με πάγο,πετρογκάζ, ραδιόφωνο με κάτι τεράστιες σαν τούβλα μπαταρίες,και ρούχα καλά για όλους.
Καλοντυμένοι όλοι,στην τρίχα,κάθε Κυριακή στην εκκλησία νάμαστε υπόδειγμα και σημείο αναφοράς.
Αλλά στο σπίτι,είχε γίνει ένας μικρός πόλεμος,κάθε φορά που αγόραζε κάτι η μάνα μου.
Θυμάμαι,θάμουνα επτά-οκτώ χρόνων,πήρε τα χρήματα ο Γιάννης απο την σοδειά καπνού,και όλα μέχρι δεκάρας κυριολεκτικά,τάδωσε στην Ελένη.
Αυτή,την άλλη μέρα,μαζί με το όχημα,τον γάιδαρο,πούταν τελικά γαιδάρα,πήγαμε στην πόλη για αγορές.
Φορτώσαμε το ζωντανό,με κάθετι καινούργιο και χαρούμενοι,
γυρίσαμε στο εξοχικό,ενα καλύβι δηλαδή,μακρυά απο το χωριό.
Και,βρεθήκανε τα παπούτσια και τα ρούχα του Γιάννη,πεταμένα στα χωράφια,κρεμασμένα σαν σκιάχτρα σε μια μυγδαλιά πούχαμε στην αυλή, και εγώ,να τρέχω να  τα μαζεύω,η μάνα μου πλαντασμένη στο κλάμα,
και εγώ,να μην θέλω να υπάρχω,και ο πατέρας στα δικά του δίκια.
Ετσι πήγε η ζωή,ο πατέρας να φέρνει,και η μάνα μου να τα χαλάει,
και ποτέ δεν άλλαξε κανένας,ούτε αυτός σταμάτησε να της δίνει τα χρηματα,ούτε αυτή να τα ξοδεύει,και πήγαινε μοίρα αδυσώπητη για όλους.
Ανθρωπος ντόμπρος και εξαιρετικά τίμιος,όμως η ξεροκεφαλιά που τον βάραγε,του στοίχισε την ίδια του την ζωή .
Στα 62 του,παρουσιάστηκε το πρόβλημα υγείας,όλοι τον παρακάλαγαν, να πάει να κάνει εγχείρηση,αλλά και εδώ,έπαιζε μονότερμα η ισχυρογνωμοσύνη του,και κάνοντας κακό στον ευατόν του,
δεν έκανε τίποτε.
Μετά από δέκα χρόνια,ήταν πολύ αργά,ο καρκίνος τον είχε περικυκλώσει, υπέφερε,πονούσε,και υπέμενε.

Βέβαια αρκετά χρόνια πριν,είχαμε βρεί ένα καινούργιο κώδικα επικοινωνίας,είχαμε έρθει πολύ κοντά,εγώ μεγάλωνα,και αυτός καταλάβαινε και χαιρόταν για μένα.

1992
Χρονιά επίσης σημαντική.
Στην Ελλάδα τσακωνόντουσαν για το Μακεδονικό απο τότε,
συζητήσεις,συλλαλητήρια,και αγώνας υπέρ πάντων,
βωμών και εστιών,μύγα δεν πέταγε ..
Η σοβιετική ένωση διαλυόταν,και ο Κιρκάλεφ,αστροναύτης,
που έφυγε Σοβιετικός,γύρισε Ρώσος,και γκρεμιζόταν με πάταγο όλος ο κόσμος της ουτοπίας και της ψεύτικης ιδεολογίας,
και έγιναν τα τείχη σουβενίρ για τουρίστες.
Ξαναγύριζε ο κόσμος,σε καινούργια τροχιά,ελπίζοντας σε καλλίτερη τύχη,απο την προηγούμενη,μέχρι να ξαναδιαψευστούν όλοι,
την επόμενη φορά.

Εκείνη την χρονιά,πέθαναν ο Βαφειάδης,αυτός ο μέτριος και απίστευτος τύπος,που ήταν ένας απο τους αρχηγούς της αριστεράς στο εμφύλιο,
και αργότερα ξεμωραμένος,πήγε και αυτός στο Πασόκ,
για να βρούν εκεί τα όνειρα του αντάρτη,δικαίωση,
ο Ασίμωφ,αυτός ο καταπληπτικός παραμυθάς,που μας έμαθε να δούμε την φαντασία μας,μέσα απο της υπερουράνιες και εξουράνιες αναζητήσεις.Ο Αντώνης ο Τρίτσης,απο τους λιγοστούς αξιόλογους,
που έφυγε και αυτός πολύ γρήγορα,σαν μην άντεχε,ούτε μια μέρα παραπάνω στην χώρα των λωτοφάγων,και ο μεγάλος Γκάτσος,
που τα ποιήματά του,και τα τραγούδια του,κάναν την ζωή του,
να είναι μημείο πολιτισμού και τον Χατζηδάκη ακόμη πιο μεγάλο .

Εκείνη την χρονιά,το καλοκαίρι,Αύγουστος ήτανε,
πήγα να τον δώ ,στο σπίτι των γονιών μου,και το κρεβάτι που ήταν ξαπλωμένος,μου φάνηκε τεράστιο,και εκείνος,μικρό σπουργίτι με μαδημένα  φτερά.
Γέλαγε,δεν πόναγε,ένα πρόσωπο λαμπερό ,να λέει για την Σάμο,
που θα πήγαινε την επόμενη χρονιά,και πριν προλάβω,
να πάω στο γραφείο μου,με πήρε τηλεφωνο η μάνα μου,
και μου είπε μια λέξη''Πέθανε''
Κρατούσα το ακουστικό,και νόμιζα οτι σταμάτησε η καρδιά μου,
το πρωινό φως έγινε ομίχλη,και σωριάστηκα σαν τρυπημένο σακκί  
σε μια καρέκλα .
Εφυγε,πέθανε,που πήγε;γιατί έφυγε;γιατί πέθανε; 
Πήγα σπίτι,ένας μικρός σωρός απο κόκκαλα,σκεπασμένος με μια καφέ λεπτή κουβέρτα.Που πήγε,ο αγέρωχος εκείνος θεός,το ψηλό κυπαρίσι, που πήγε η αψάδα,και η γυροβολιά,που πήγε το νεραιδόκορμο πουλί, που τραγούδαγε στα σοκάκια το αγαπημένο του τραγούδι
''Αναψε το τσιγάρο,δώσμου φωτιά..''
Πού πήγες αητέ μου,και χάθηκες απο το περιβόλι του ουρανού μας; Ποιός,θα διώχνει τις καρακάξες,απο τα μποστάνια,
με τα κίτρινα πεπόνια,και τις αγουρωπές ντομάτες.

Και όταν εκεί,μπροστά στο τάφο,και πριν κατέβει μόνος του,
τα σκαλιά της αβύσου,στον αχέροντα,να βρεί τον βαρκάρη για την περατζάδα στην αχερουσία,μούρθε στο νού μου,μια εικόνα,
ο Γιαννομανώλης,Ρωμαίος εκατόνταρχος στην δέκατη λεγεώνα του Καίσαρα,με την κόκκινη χλαμύδα,και το πλουμιστό λοφίο,
να οδηγεί τους σιδερόφρακτους Ρωμαίους,απέναντι στους βάρβαρους ..
Και μετά μαζί,όλα τα χρόνια,όλες οι δύσκολες στιγμές μας,
όλα όσα του καταμαρτύρησα,όλα ήρθαν στο φως,
μια αστραπή,τους έδωσε άλλη όψη,τρυφερή γλυκειά,
και σε μένα,την πολύ στυφή γεύση οτι,είχα κάνει λάθος,
οτι,τον είχα αδικήσει,και πολλά βράδυα μετά,πήγαινα έξω απο τον περίβολο του νεκροταφείου και μιλούσα μαζί του.
Τσακωνόμουν στα αστεία μαζί του,τούκανα γκριμάτσες,
τούλεγα ιστορίες,και τελικά κάποια μέρα ένοιωσα οτι,
τα είχαμε πεί ολα,και είχαμε συμφωνήσει σε όλα ..
Οταν αργότερα,τον πήγαμε στην Σάμο,σε ένα μικρό ξύλινο κουτί,εκεί που ήθελε να είναι πάντα,ησύχασαν όλα,και σταμάτησα να αναρωτιέμαι,
και να βλέπω τον εκατόνταρχο στο ύπνο μου,να διατάζει.

Το 1918,και το 1992,αρχή και πέρασμα του ανθρώπου,
που είχε καταγωγή από την Σάμο,με ρίζες απο Μικρά Ασία,
πάνω απο τον πανέμορφο κόλπο της Μάκρης,που τους προγόνους του, τους λέγανε Κάποτους,που τον φωνάζαν Γανουτζή,που δεν τον λέγαν Γιάννη,αλλά Μανώλη,να κάθεται στα αριστερά του θεού, 
υπασπιστής του,και συνχορωδός του.

Αυτό το πλατύσκαλο,μεγάλο,τεράστιο,με πλάκες απο γρανίτη,
και άμμο στους αρμούς,είναι θεμέλιο ζωής,και τίτλος ιδιοκτησίας ανεξίτηλος.

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 

Επόμενο σκαλι 7  :1985 ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑΣ


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...