Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

Ο ΔΙΑΣ,Ο ΓΕΡΑΜΠΗΣ


Ολυμπος,πολύ ψηλά,κρύο όχι πολύ τσουχτερό,
χρόνος απροσδιόριστος κάποτε ...
Ο Δίας,είχε ξυπνήσει πάλι ανάποδα,και είχε τις στραβές του, 
σχεδόν όπως κάθε μέρα πιά .
Βγήκε έξω στην μεγάλη βεράντα,τεντώθηκε κάνοντας τα κόκκαλα του, 
να τρίζουν σαν ξεχαρβαλωμένος σουμιές,γεράματα σκέφτηκε,
χάιδεψε τα γένια μερικών ημερών,της μόδας οι αξύριστοι δικαιολογήθηκε,και έκανε πως δεν είδε τις λαδιές πούχε στο ρούχο που φορούσε,πάλι γουρούνισα,χθές μονολόγησε .
Μερικές αναρωτιόταν πολύ σοβαρά,οι άνθρωποι αντιγράφουν τους θεούς τους,η οι θεοί τους ανθρώπους,δεν μπορεί σε τόσες χιλιάδες χρόνια,
να μην έχει δοθεί μια απάντηση σε αυτό .
Ομως το πρόβλημα του πια,ήταν η μοναξιά που ένοιωθε,
όλοι ακόμη και οι άλλοι θεοί τον είχαν κάνει πέρα,σχεδόν κανείς δεν τον έκανε παρέα,και όλοι όσοι τον είχαν ανάγκη για κανένα ρουσφέτι,
του μίλαγαν. 
Αλλοτε,τον ευχαριστούσε,όμως τις περισσότερες φορές τον ενοχλούσε,όπως τώρα,που,πρωί- πρωί δεν είχε και μπόλικες διαθέσιμες δικαιολογίες .

Τέλος πάντων είπε,τι να κάνουμε οι άλλοι είναι μαύροι,
όχι εγώ ρατσιστής, βολεύθηκε μέσα του με αυτό,
τόχε ακούσει απο τον Αρη,του άρεσε,και το χρησιμοποιούσε,όταν βόλευε,όπως τώρα .
Πήγε στην άκρη της βεράντας και αγνάντεψε,την πλαγιά, 
που άρχιζε να πρασινίζει,το βλέμμα του πλανήθηκε σαν γυροσκόπιο κάνοντας ένα κύκλο 180 μοιρών για να τσεκάρει οτι,
όλα αυτά ,δικά του παραμένουν,αν και αναρωτιόταν,
μήπως όλα αυτά,νόμιζε οτι τα έβλεπε,γιατί έτσι ήθελε να είναι έτσι,
και όχι γιατί πράγματι υπήρχαν. 
Είχε διαβάσει και λίγο Νανόπουλο,είχε ακούσει για τα πολλά σύμπαντα και τις δέκα διαστάσεις,δηλαδή ο Ηφαιστος τάλεγε,κάθε βράδυ, 
κάνοντας επίδειξη πνευματος και γνώσεων,άσκοπων τελικά, 
γιατί κανένα δεν ενδιέφεραν.

Είδε λοιπόν τα πρόβατα του,που τάλεγε ανθρώπους,
του άρεσε να πιστέυει οτι,τα πρόβατα ήταν σαν και αυτόν δίποδα,κατ'εικόνα και ομοίωση του,άσχετα αν τελικά και αυτό, 
ήταν μια ψευδαίσθηση σαν όλες τις άλλες που τον βασάνιζαν.
Είχε δώσει ονόματα στα πρόβατα-ανθρώπους για να τα ξεχωρίζει, 
πράγμα μάλλον άχρηστο,αφού κάθε φορά που τα πρόβατα απομακρυνόταν λίγο πιο κάτω,όλα ίδια φαινόταν .
Ομως σήμερα,ήταν κοντά σχεδόν κάτω από το κάγκελο του,
και ήταν υποχρεωμένος να τα αναγνωρίσει με το όνομά τους, 
και το χρώμα απο το λουρί που φόραγαν στο λαιμό,στο κεφάλι,άσχετο.

Να,εκεί δεξιά ήταν ο Γεράσιμος,πάντα στα δεξιά του στεκόταν αυτός,αριστερά όπως ανέβαινε την πλαγιά,άλλο πάλι πρόβλημα και αυτό, δεξιά κατέβαινε,αριστερά ανέβαινε,ο Γεράσιμος.
Ο τράγος πατέρας του ήταν έμπορος,είχε αποκτήσει πολλά χρήματα,
γιατί ήταν ξύπνιος τράγος,εύρισκε και τρύπες και έμπαινε,
άκρες και σχέσεις με το αζημίωτο, έφτιαξε και μια πλούσια στάνη και άφησε και ένα κομπόδεμα στον Γεράσιμο.
Σήμερα,ο Γεράσιμος τάχει βάλει με το σύστημα του κοπαδιού, 
και αγριοκοιτούσε τον Δία,που δεν του έδινε σημασία, 
που δεν έβαζε πλάτη να συνεχιστεί η βολική ουτοπία πούχε κληρονομήσει ο πατέρας του,ο τράγος.

Αριστερά πάντα όπως κοίταζε,βόσκαγε ο Μιλτιάδης,
πάντα μουλωχτός αυτός,άνεβαινε δεξιά,κατάβαινε  αριστερά,
και πάντα σκυφτός περπατούσε. 
Ο πατέρας τράγος του Μιλτιάδη, ήταν εργάτης στα τσιμέντα,
μεροδούλι μεροφάι,κρυπτοαριστερός τάχαμου,ένα τσού,
να τούκανε ο χωροφύλακας,θα δήλωνε οτι ο Μέγας Αλέξανδρος ζεί .
Σπούδασε ο Μιλτιάδης με δανεικά,κάπου εδώ,μπορεί και κάπου έξω, σήμερα όμως δηλώνει αριστερός,ιδεολόγος και προστάτης των φτωχών προβάτων,και των κακοποιημένων απο τους πονηρούς τράγους προβατίνων.
Ο Δίας είχε μιά αμφίσημη άποψη για τον Μιλτιάδη,
του άρεσε που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο,προς τα πού,πως,με ποιόν,δεν είχε σημασία. 
Ομως,του την βάραγε,αυτή η ζελατινωμένη φάτσα,της απο καθέδρας άποψης,και της ημιμάθειας που κουβαλούσε μέσα του,
άσε την εμφάνιση,και την ντεμί καθαριότητα,
που τάχε βάλει στο ευαγγέλιο της επανάστασης πάνω-πάνω .
Μάλλον αδιάφορος,όχι ιδιαίτερα επικίνδυνος,και βολικός,πολύ βολικός. Ολοι αυτοί κουβαλούσαν όλα τους τα απωθημένα,δικά τους και όσα κληρονόμησαν.
 
Λίγο πιο κεί,μέσα αριστερά,σαν αριστερός χάφ,ήταν ο Διαμαντής,ξιλοχύμα,είχε την φάτσα του Αρτέμη Μάτσα,
είχε πάντα ένα καλοσυνάτο πρόσωπο που σε ξεγέλαγε,
αλλά θα σε πούλαγε στην επόμενη στροφή.
Την μια αριστερός,την άλλη δεξιός,λίγο,όχι πολύ,τόσο όσο απαιτείται,κεντρώος αν χρειαζόταν,και πάντα βολικός, 
να πεί το ναι,και να σκύψει τον αυχένα.
Σημαντικός στην κοινωνία των προβάτων,τάχε καλά και με το Δία, 
και με την Ηρα και ήταν σαν έτοιμος απο καιρό να γίνει κάτι.
Τι;Οτι νάναι,φτάνει νάναι καλό γιαυτόν,και αυτός θα παρέδιδε την πόλη.
Απο πατέρα τράγο αγρότη αριστερό με πατέντα και διώξεις, 
κληρονόμησε στο γιό ,σαν ευχή και κατάρα την σοφή ρήση
''μείνε κάτω απο την μπάρα γιέ μου,αν την αντέχεις ,αλλά φύγε γρήγορα αν δεν μπορείς ''.
Του Δία,του άρεσε ο Διαμαντής,ήταν ο ανθρωπος του, 
για να ελέγχει το κοπάδι..
Το μόνο που τον εξόργιζε ήταν που ήξερε,-τι Θεός ήταν,διάβολε-
οτι η τύπος θα τον πούλαγε στην πρώτη ευκαιρία, 
σαν και εκείνο τον αχρείο τον Προμηθέα πούκλεψε την φωτιά και σηκωθήκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι ,και γίναν οι χιμπατζήδες άνθρωποι.

Ηταν πολλά πρόβατα εκεί κάτω απο την βεράντα,
για άλλα θυμόταν τα ονοματά τους,για τα περισσότερα όμως 
είχε άγρια μεσάνυχτα,μόνο ήξερε οτι ήταν εκεί,πάντα να εκπληρώνουν ενα στόχο,να ακούνε,να πειθαρχούνε,και να ζητοκραγαύζουν,
όταν το αφεντικό δηλαδή ο ίδιος,αποφάσιζε να τους απευθύνει το λόγο .
Τι ωραίο είναι νάσαι θεός- σκεφτόταν μερικές φορές-,
ειδικά μάλιστα ο πατέρας των θεών,είχες την εξουσία για όλα,
εσύ αποφάσιζες ποιό είναι το καλό η κακό για τους άλλους, 
και το μόνο που χρειαζόταν ήταν,να το πείς και στους ίδιους, 
για να ξέρουν,πότε είναι σωστοί,και πότε λάθος.
Και αν δεν ήταν αρκετά πειθήνιοι,τους ξαμολούσες και ένα κεραυνό κατακούτελα,και άντε αυτοί να μαζεύουν ζωντανά για σφάξιμο, 
για να σε εξευμενίσουν .

Ομως εξακολουθούσε,να μην έχει καλή διάθεση,
κοτζάμ πατέρας των θεών και να μην μπορεί,
να δώσει μια διαταγή,και τσούπ,όταν η διάθεση του έπεφτε,
να υπήρχε μια πάγια εντολή και αμέσως η διάθεσή του θαρχόταν όπως την ήθελε κάθε φορά ..

Ηταν ο παντογνώστης και όμως πολλά πράγματα, 
τα μάθαινε απο τα κουτσομπολιά των ανακτόρων,
εκείνη η σουπιά η Αφροδίτη ήταν μανούλα να σου λέει τα πάντα,
αν και ήταν σίγουρος,τόξερε δηλαδή,οτι,η Αφροδίτη ήταν ψεύτρα και πονηρή,άσε που τάριχνε σε όποιον γούσταρε,παντρεμένη γυναίκα.
Εδώ για να ένα μήλο,έστω και χρυσό,κάτι ηλίθιοι,πολέμαγαν δέκα χρόνια,κάψανε μια πόλη,σφάξαν και μια κόρη,χάσαμε και τον Αχιλλέα, εκείνο το χρυσό παιδί(ποτέ δεν έμαθε με σιγουριά,αν ήταν δικός του γιός,η εκείνου του βλάκα του Πηλέα,σιγά μην ήταν)

Ενοιωθε μοναξιά,τόση που για κάποια στιγμή,σκέφτηκε, 
να ρίξει κανένα αστροπελέκι στα πρόβατα,για να σπάσει πλάκα και φτιάξει η διαθεσή του,αλλά τόχε κάνει πολλές φορές και δεν είχε γούστο πιά .
Επρεπε να βρεί κάτι άλλο,πιο καινούργιο,γιατί οι χαχόλοι,
τα πρόβατα δηλαδή,τον είχαν συνηθήσει στα ίδια και στα ίδια, 
και δεν τους πολυένοιαζε που τους κατάκαιγε .
Ηταν τυχερό και γραφτό,εκ θεού θέλημα λέγανε,και πονάγανε..

Κοίταξε προς το ουρανό και απελπισμένος μουρμούρισε 
Αχ θεέ μου..
Πονηρός ο βλαχος Δίας,ήξερε οτι,δεν μπορεί νάταν μόνο αυτός 
ο παμμέγιστος και μοναδικός θεός,κάποιος πιο ανώτερος 
θα υπήρχε απο αυτόν,και κράταγε και μια πισινή .

Γύρισε,έκαμε μια γυροβολιά,σαν σκέρτσο απο τσάμικο, και εκεί που πήγε να πέσει κατάχαμα ,ξύπνησε ..

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ














 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...