Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

ΥΠΗΡΞΕ Ο ΒΑΡΔΑΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ;


Είμαι ο Βάρδας Ευγενικός,από πολλές γενιές φύτρο,
κάπου από τους Ευγενικούς της Νίκαιας (1204-1262),
κάπου απο τους πειρατές Δελφινόσημους,κάπου απο το έρμο χωριό Καγιακιόι,τρία χιλιόμετρα απο την Μάκρη (Φετίγιε),
κάπου απο κάποιο μπάσταρδο του Πολυκράτη κάπου απο παντού,
και κάπου απο πουθενά,ήρθα σε μία απο τις τρείς γνωστές διαστάσεις γεννημένος σε ένα σπίτι πούχε μια μόνο πόρτα και πολλά παράθυρα,
αλλά μπορεί και σε μία απο τις άλλες τις κρυφές εξ διαστάσεις,
σε ένα άστέρι που μισοφέγγει,εκεί στον αστερισμό του Σείριου εκατομμύρια χρόνια πριν.

Γνώρισα τον καπετάν Λαχανά και μαζί πίνοντας σούμα(τσίπουρο) αποφασίσαμε ενα απόβραδο,να ξεσηκώσουμε τον πληθυσμό απέναντι στους Τούρκους το 22,έφυγα μετά,έλλειψα για ένα διάστημα, 
και έμαθα οτι,τους κατέσφαξαν οι γενίτσαροι του Καπουδάν πασά,
και τον καπετάνιο μαζί,εγώ την είχα κοπανήσει έγκαιρα .

Κάθε πρωί,όταν ήμουν μικρός,ξύπναγα πάντα με γκρίνια και μουρμούρα,περπατούσα τα τρία μέτρα,πούχε μήκος το δωμάτιο,
μια κάμαρη,μικρογραφία δωματίου,με τα τσατιά να την χωρίζουν 
απο την μπροστινή,όπου για να γυρίσεις μπρός πίσω,
έπρεπε να κάνεις μανούβρες σαν το σιδηρόδρομο στο κολοσούρτη 
στην Πελοπόννησο παληά,τόσο μικρό ήταν.
Πάντα θυμόμουν την μάνα μου,να φωνάζει,μην παχύνουμε 
και δεν μπορούμε να περπατήσουμε στο πάνω μικρό δωμάτιο,
καμαρούλα μια σταλιά,δύο επι τρία,ούτε κάν .
Αφού σηκωνόμουνα,σαν κακοχυμένο οκτώ απο τις σανίδες που σιδέρωναν την πλάτη μου,έβγαινα σε κάτι που ήταν 
μεταξύ βεράντας για φωλιάς περιστεριού,ίσα-ίσα που στεκόμουν όρθιος, 
κοίταγα την Θάλασσα μέχρι πέρα,την έβλεπα να γέρνει 
και να χάνεται,αγκαλιά με τα βουνά μας,απο την μιά,
και τα βουνά των άλλων απο την άλλη,και απο πάνω ένας θεός ουρανός να ακουμπά το βάρος του στην Θάλασσα 
και να προσπαθεί να ανταγωνιστεί μαζί της, 
ποιός είναι πιο γαλανός,ποιός είναι πιό όμορφος 
και πάντα ο Ουρανος έχανε.
Τότε δεν ήξερα ακόμη οτι,ο ουρανός δεν αγκάλιαζε την θάλασσα, 
αλλά της έκανε και άλλα πράγματα,αργότερα που τάμαθα, 
κατάλαβα τι μπαγάσας που ήταν ο ουρανός,άσε δε,
το μπλέ που ξόδευε να μην βλέπω τον Θεό .
Καθόμουν όρθιος στο ένα πόδι σαν τον πελαργό,
και ταξίδευα με το μυαλό μου,μακρυά πολύ μακρυά,και φανταζόμουνα,ονειρευόμουν,με μάτι αλαργηνό,γεμάτο τσίμπλα,το τσουλούφι κάγκελο, αφού με το νερό,
είχε πάρει μια διακριτική απόσταση ..

Ενα φεγγάρι έφυγα,και πήγα σε ένα άλλο νησί,εκεί που γεννήθηκε ο Ηφαιστος,ξέρετε εκείνος ο κούτσαβλος θεός,πούχε για γυναίκα την θεογκόμενα Αφροδίτη,πως του καθόταν η θεά της Πάφου,
πάντα με προβλημάτιζε. 
Βέβαια,η Αφροδίτη τούφτιαχνε κέρατα απο ελεφαντόδοντο,
μιά με τον ένα,μιά με τον Αρη,τους έκανε και τσακωτούς ο Δίας (Ζεύς). Τέλος πάντων,βρέθηκα εκεί,να φυλάω,μην και περάσει κανένας Τούρκος και δεν τον πάρουνε χαμπάρι,πολιτικά ανεπιθύμητος και με βαθμό τυφεκιοφόρου,πιο κάτω δεν είχε.
Μούχαν δώσει ενα τεράστιο πολυβόλο Vickers,αγγλικό,
από τους πολέμους των Μπόερς στην Αφρική.
Η κάννη του,ήταν περιτυλιγμένη,σαν φουσκωμένο προφυλακτικό,
και μέσα είχε νερό για να κρυώνει,η κάννη δηλαδή.
Και με βάζαν και το κουβάλαγα,μαζί με κάτι μαντεμένιους τρίποδες 
πάνω απο τριάντα κιλά ,και ήμουνα στο σκοτάδι σαν χταπόδι που  
τόχαν πιάσει στα βαθιά και πάλευε μαζί τους,να ξεφύγει.
Την τελευταία φορά,πούχε ρίξει μια σφαίρα,ήταν στους βαλκανικούς πολέμους στην μάχη του Σκρά.
Μούκανε καλό η Λήμνος,με αδυνάτισε,χάρις στο πρόγραμμα ενός ''διατροφολόγου''λοχαγού,που τόχε άχτι,να με βάζει σκοπιά κάθε μέρα για έξ μήνες συνέχεια μεταξύ,δύο με εξ,κάθε νύχτα .
Εκανα ένα ''γεμανικό'' (2-4 ),αλλά έκανα και ένα συμπλήρωμα μετά, 
για να πήζει το μυαλό μου καλίτερα .
Και ερχόταν ο πούστης κάθε βράδυ και μου έκανε έφοδο,
μούκανε κόλπα νυχτερινά,και εγώ χόρευα απτάλικο 
για να τον περιμένω σαν τον Νουρέγιεφ στην λίμνη των κύκνων,δηλαδή.
Τον τσάτιζε που δεν παραπονιόμουν ποτέ,με έφτιαχνε και μένα όλο αυτό, και το αποζητούσα σαν θεία κοινωνία,και όταν σταμάτησε, 
ένα βράδυ παραλίγο να κάνω σουβλάκι τον λοχαγό με την ξιφολόγχη τόση έλλειψη είχα, με το καψώνι,και τις πιρουέτες ..

Σας έχω ξαναπεί  ότι,ήμουνα άριστος μαθητής,έγραφα εκθέσεις 
πούχαν βραβευτεί απο την τρίτη δημοτικού,όμως ήμουν και τσογλάνι. Ενας μελαψός,με κοντό μαλλί κουρεμένος με την ψιλή,
ένας χρυσαυγίτης της εποχής,ένας άριστος στα μαθήματα, αλλά ένας καπετάν φασαρίας .
Αδυναμία είχα,σε μια εκκλησία,πούσπαγα τα τζάμια κάθε τόσο,
με το τόπι απο κακουτσούκ,και δώστου η καντηλανάφτισα 
να πηγαίνει για παράπονα στο δάσκαλο,και αυτός την κοίταγε εξεταστικά και κούναγε το κέφαλι του.
''Δεν μπορεί κυρά Κατίνα,το παιδί είναι εξαίρετος και άριστος μαθητής'' .
Και εγώ φυσικά,ξεσάλωνα,έσπαγα το κεφάλι του φίλου μου,
που παίζαμε αμάδες με πέτρες,και ο δάσκαλος εκεί,βράχος υποστήριξης.
Είχα αλλείψει με πελτέ το κεφάλι ενός παιδιού,
για να είναι ρεαλιστικός σαν πεθαμένος,και όταν τον είδε η μάννα του,παραλίγο να πάθει συγκοπή,και εμένα να με κυνηγάνε στις ρούγιες να με πιάσουμε,μέχρι και τον αδελφό μου,έριξα σε ένα λάκο με ασβέστη..

Ομως όταν έβρεχε σιγανά,είχαμε δίπλα στο σπίτι ένα ψηλό τοίχο,
πήγαινα και καθόμουν κάτω απο τον τοίχο αυτό,και βρεχόμουν,
έσταζε το νερό στο προσωπό μου,και εγώ ένοιωθα τόση ευχαρίστηση,τόση ηδονή,να γίνομαι μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο .
Κοίταγα τον ουρανό,και έβαζα στοίχημα μαζί του,
ποιός θα κάνει πίσω,αυτός να σταματήσει να κατουράει, 
η εγώ να υποχωρήσω και να κρυφτώ στην διπλανή πόρτα.
Κάποιες φορές νίκησα εγώ,πολλές όμως έχασα,
έμαθα όμως οτι, η δύναμη που έχουμε μέσα μας είναι η καλλίτερη λειτανεία.

Η πρώτη μου δουλειά,ήταν να ραντίζουμε τις ελιές για τον δάκο.
Τα χρήματα ήταν πολλά φίλε,και εγώ είχα και την δύναμη της απόφασης ριζωμένη μέσα μου,σαν πλάτανος χιλίων ετών, 
και αποφάσισα ένα καλοκαίρι να βγάλω τα πρώτα μου χρήματα,
μιλάμε για 13-14 ετών.
Πήραμε τις ψεκαστήρες,έτρεχαν απο παντού νερά και φάρμακα,
είχαμε ποτιστεί μέχρι το μεδούλι,μας έκοβαν και οι τιράντες απο το βάρος,και πηγαίναμε πέραν δώθε σαν τις βάρκες στο νοτιά.
Ρίχναμε το φάρμακο,το μισό πάνω μας,κάποιο στο κορμό στις πρώτες ελιές,και το υπόλοιπο στο χωράφι.
Απατεωνιά δηλαδή,είχαμε θεραπεύσει απο τον δάκο,όλα τα ξερόχορτα της πλαγιάς.
Επειδή έκλεβα,και δεν το άντεχα τότε,μετά από δύο μέρες, 
τα παράτησα,δεν πήρα ούτε τα χρήματα απο τα ''δεδουλευμένα''.
Ομως μου ρίζωσε μέσα μου η συναίσθηση οτι,μπορείς να κοροιδεύεις πολλούς για πολύ,αλλά δεν μπορείς να κοροιδέψεις τον ευατό σου, 
ούτε για λίγο.

Μια άλλη δουλειά που έκανα,ήταν πωλητής δίσκων βινυλίου 33 στροφών κλασικής μουσικής.
Ασχολήθηκα με αυτήν,περίπου τρείς μήνες,έπαιρνα τους δίσκους,
διάβαζα στην βιβλιοθήκη για τον καθένα,τα σημείωνα να μην τα μπερδέψω,και τράβαγα στην περιοχή,εκεί στο Χίλτον,να πουλήσω δίσκους.Τύπος ψηλός μελαχροινός τότε,η Αθήνα με είχε ασπρίσει αρκετά, απο μαυροτσούκαλο σε κάτι πιο ευρωπαικό,με μια τσάντα απο ύφασμα, 
με δύο τεράστιους κρίκους και μέσα αι δίσκοι.
Εδώ σε θέλω κάβουρα,σαν περπατάς στα κάρβουνα.
Ωραία η προετοιμασία,η επιμόρφωση,τα ποσοστά,η κλασική μουσική 
και η γοητεία,για πές μου όμως,πως μπαίνεις στον Χίλτον,
αφού μούχαν πεί οτι,εκεί υπήρχαν πλούσιοι αγοραστές για κλασική μουσική.
Πήγαινα μέχρι την πόρτα του Χίλτον,ίσαμε εκατό φορές,
έφτανα και όλο πιό κοντά,όμως δεν μπορούσα να την διαβώ,
την κοίταγα,με κοίταγε η πόρτα ,και στο τέλος άρχισε και να με κοροιδεύει .
Δεν μπορούσα,ένα αόρατο χέρι με έσπρωχνε,η ανάσα μου βαριά, 
και τα πόδια μου χωμένα στην γή.
Ο πόλεμος με την πόρτα του Χίλτον,έληξε με χαμένο εμένα.
Πούλησα ένα δίσκο,διπλό κιόλας,στην μάνα ενός φίλου μου 
με ανταλλαγή υπηρεσιών,και ένα μικρό 45άρι στον κουρέα της μαμάς αυτής,τον ''Κουρεα της Σεβίλλης'' .
Τώρα τι κατάλαβε,οτι αγόρασε ο κουρέας,ένας θεός ξέρει. 
Πήρα όλες κιόλες 20 δραχμές,αλλά έμαθα και κάτι σημαντικό.
Η Μάχη με την πόρτα,είναι πάντα χαμένη,υπάρχουν τρόποι να την ανοίξεις,βάλε και άλλα μέσα στο παιχνίδι,αντάλαξε κάτι,δώσε κάτι άλλο.
Μέχρι πριν απο μερικά χρόνια,πίστευα ότι,θα μπορούσα να την ανοίξω την πόρτα με τον γητεμό μου,αργότερα ήθελα να την σπάσω με ενα σφυρί,και στο τέλος την κορόιδεψα και έκανα μαζί της συμφωνία ..

Ο πατέρας μου ήταν ένας αριστερός,έτσι έλεγε,ένας άνθρωπος του κέντρου μάλλον,ξέρετε όλοι αυτοί,είναι στο κέντρο για να μπορούν εύκολα να πάνε είτε δεξιά είτε αριστερά.
Τσούπ,και βρέθηκες στην ΕΔΑ τότε,αξιωματικά αντιπολίτευση το 58, τσούπ,και βρέθηκες στον Καραμανλή(με το Κ ) το 74 .
Ενδιαμέσως βόσκαγες στον Πλατήρα,στον ''γέρο της δημοκρατίας''Παπανδρέου,μην ξεράσω,στον Ανδρέα,
άντε και σε κανένα αποστάτη τύπου Τσιριμώκου και Μητσοτάκη. Καθόσουν εκεί,κοίταγες ολούθε τι συμβαίνει,έβγαζες μεροκάματο απο την απόφαση σου αυτή,αφού όλοι εσένα θέλανε.
Ησουνα αριστερός και όταν έπρεπε,έκανες και καμμιά δήλωση ''αποκηρύσοντας τον κουμουνισμό και τις παραφυάδες του''.
Ποιές ήταν αυτές;Ούτε εσύ ήξερες,ούτε αυτοί που σε ρωτούσαν,
απλώς θα σε είχαν στο χέρι πάντα .
Πολύ κουβέντα γίνεται και σήμερα,τι είναι αριστερά,
και ποιός είναι αριστερός και σχεδόν κανένας απο όλους αυτούς 
τους δήθεν,δεν έχει διαβάσει,ρωτήσει,να μάθει,τι ήταν η αριστερά,
προτιμά την αριστερά σε δυτικό πλαίσιο,την αριστερά με κοινωνική δικαιοσύνη χωρίς να θέλει να μετέχει ο ίδιος,
να ακούει όμως,αμερικάνικη μουσική,αμερικάνικα τσιγάρα,
και απάνω τούρλα.
Κανείς αριστερός δεν είναι καλλίτερος απο ένα δεξιό,και το αντίθετο,
έτσι απο την λέξη και μόνο,σίγουρα όμως είναι καλλίτεροι απο έναν του κέντρου.
Ο πατέρας μου λοιπόν,αριστερίζον κεντρώος,η οικογένεια της γιαγιάς καραδεξιοί βασιλόφρονες,και  αριστεροί πούροι η οικογένεια του μπαμπα της μάνας μου,η δε οικογένεια του πατέρα μου,αγρότες που τους πούλαγε καθρεπτάκια ο κάθε πονηρός πολιτευτής .
Και εγώ;Ξεκίνησα απο τον Γεροπαπανδρέου να καταλαβαίνω,
βρέθηκα να παλεύω ενάντια στην χούντα,έτσι για πλάκα λόγους,
βρέθηκα στην πέρα αριστερά ΕΚΚΕ,μετά ΚΚε,θαύμασα,και υποστήριξα τα καλά της Σοβιετικής ένωσης με πάθος και πίστη,
τιμωρήθηκα δυσανάλογα,και μετά,απο αντίδραση και ωρίμανση συμφέροντος,λόγω και επικαιρότητας,βρέθηκα στο Πασόκ. 
Αλλά σ'όλες αυτές τις περιπλανήσεις,είχα να ικανοποιήσω όλες τις ανάγκες μου,ιδεολογία που ξέφτισε και χάθηκε γρήγορα,
όνειρα και ελπίδες στην Ρωσία,κοινωνικότητα στο Πασόκ,
διάβασμα ατέλιωτο για νάμαι πάντα μέσα στα ρεύματα 
και στην αναγκαία επίδειξη γνώσης,όπου απαιτείτο, 
αφορμές για να τσακώνομαι ακόμη και με αυτούς 
με τους οποίους ήμουν μέχρι πρόσφατα μαζί τους,επηρροή κυρίως πνευματική,γιατί όχι,και ελιτισμός τώρα τελευταία,και πολλά άλλα .
Ομως από όλη αυτή την πορεία στα πολιτικά,που ήταν και έντονη 
και επώδυνη δεν είχα κανένα οικονομικό όφελος.
Για ποιό λόγο;Ισως γιατί δεν ήταν πάρα πολλές οι δραχμές,
ίσως γιατί η εξάρτηση είναι αδυναμία,απο εγωισμό,
απο ναρκισισμό,απο πολλά.
Ομως,ούτε μετανοιώνω,ούτε λυπαμαι,ούτε καλό,ούτε κακό,
απλώς έτσι έγινε .

Ασχολήθηκα πολλά χρόνια σε μιά δουλειά,είναι πολλοί τόμοι, 
και αξίζουν να γραφούν,αφού σε ολη αυτή την εμπειρία, 
είναι ενσωματωμένη η Ελλάδα της ψευτοακμής,του λούστρου,
και έφτασε με την απαρχή της παρακμής και της χρεοκωπίας .
Σε αυτή την περίοδο έγιναν πολλά,που αξίζουν να αναφερθούν, 
με ψύχραιμο μάτι και αποστασιοποίηση .
Θα το κάνω κάποια στιγμή,που θα είμαι ακόμη πιο αντικειμενικός 
πιο μακρυά απο το γεγονότα .
Εδω ήταν η Ελλάδα όλη,συμπυκνωμένη,τι έγινε,πως έγινε,τι περίσεψε,ποιός άξιζε,και ποιός εκμεταλεύτηκε ποιόν. 
Πέρα από το κλασικό,όλοι-όλους,υπάρχουν και αυτοί που ξέφυγαν κοινωνικά,οικονομικά,πνευματικά και σε πολλά άλλα επίπεδα, 
σε σχέση με αυτό που ήταν πριν.

Καλοκαίρι κάπου,χίλια χρόνια πίσω,επτά χρόνια πίσω,είκοσι,
η πολλά εκατομμύρια,σε μια τρελλή διάσταση που καμπυλώνεται, 
και ο χρόνος χάνεται;
Δεν ξέρω την απάντηση,μπορώ να θυμάμαι όμως,την αίσθηση που μούφερνε στο μυαλό.
Το μυαλό προκύπτει απο την ύλη,το σώμα δηλαδή, η το σώμα δημιουργεί το μυαλό ;O Νανόπουλος υποστηρίζει το δεύτερο. 
Ομως εγώ,έχω ακούσει τις κλαγές των όπλων της μάχης του Μαραθώνα απο την σπηλιά πούνε στην πλαγιά του βουνού,συμφωνώ μαζί του.
Σίγουρο είναι ένα,οτι ειπώθηκε,γράφτηκε στην μνήμη του σύμπαντος,
έγινε όμως;Aυτό είναι υπο αμφισβήτηση.
Οι επιστήμονες στα επόμενα χρόνια,βρίσκοντας απάντηση 
και τις υπόλοιπες διαστάσεις,και στα 10 στην 506η δύναμη σύμπαντα, 
θα επιβεβαιώσουν οτι,αυτό που νομίζουμε οτι συμβαίνει τώρα,
μπορεί να είναι και αλλιώς .

Ομως αυτό το καλοκαίρι σε μια χώρα,που είναι καλοκαιρινή χώρα 
με τον ήλιο πάνω της ερωτευμένο και φωτεινό,βρίσκω πάντα την ευκαιρία να αναζητήσω την ευχαρίστηση,που μου προξενεί να κοιτάω την θάλασσα,να την ψάχνω,μέσα της να βρώ την απάντηση στα συναισθήματά μου,να ζηλεύω τον ουρανό που την ακουμπά 
και κάθεται πάνω της σαν σερνικό άλογο,να σέβομαι τα βράχια και τα βουνά που την αγκαλιάζουν τρυφερά,και δεν την αφήνουν να χαθεί, 
η αλλοτε να την τσατίζουν,και αυτή να τσακίζεται πάνω τους, 
από πείσμα,από πάθος,απο έρωτα .

Kάποτε,το 2107,θα καθόμουν σε ένα αερόσωμα,κάτι σαν σημερινή καρέκλα-πολυθρόνα,δεν θα υπηρχει έδαφος και πάτωμα,
όλα θα αιωρούντο,τα αυτοκίνητα θα είχαν σταματήσει 
να πηγαίνουν μόνα τους,θάχε ξεπεραστεί αυτή η μόδα ,και θα πετάγανε σε αεοδιαδρόμους.
Τα drones θα τα χρησιμοποιούσαν μόνο στην υποσαχάρια Αφρική,
που θα τους τάχαν πουλήσει οι ''πολιτισμένοι'' δυτικοί,για να τους παραχωρήσουν οι μαύροι,για ακόμη χίλια χρόνια,την εκμετάλευση 
ενός νέου μετάλου,πούχε ανακαλυφθεί,του κουραδόμιον στα τέλη του 21ου αιώνα γύρω στα 2087 .

''Καθόμουν'' λοιπόν το 2107 ,και αναλογιζόμουνα το παρελθόν,
τότε που η Σαμος ήταν ακόμη νησί,τώρα είναι ενωμένη με την απέναντη πλευρά με μια γέφυρα που την λένε Ταγίπ Ερντογάν,
από το όνομα ενός Τούρκου προέδρου,που βασίλεψε στην Τουρκία 30 χρόνια.
Η Σάμος πια,είναι τουρκικό έδαφος,οι πιο πολλοί κάτοικοι είναι μουσουλμάνοι και υπάρχουν κάποιοι εβραίοι άποικοι,και μερικοί χριστιανοί .
Πως να θυμηθείς,και πως να ζήσεις ξανά στιγμές, 
απο το παρελθόν,όταν αυτό δεν υπάρχει,όταν κάθε γωνιά, 
λέγεται αλλιώς,και κάθε στιγμή έχει ξαναγραφτεί απο τα νέα αφεντικά .
Το 2107,στην πραγματικότητα όμως,θα καθόμουν σε αυτό το αερόστρωμα μαλακία,και δεν θα μπορούσα να σκεφτώ πίσω,
θα σκεφτόμουν μόνο μπρός.
Θα περίμενα να πάω στον Αρη ,με την επόμενη πτήση της SPACE X ,
είχε μειωθεί και ο χρόνος απο επτά μήνες σε δύο βδομάδες, 
και τα ναύλα είχαν πέσει πολύ.
Απλώς,όταν έφτανες εκεί,σούκαναν ένα εμβόλιο και ξέχναγες τα πάντα οριστικά και ξεκίναγες απο την αρχή.
Οι άνθρωπω-ζόμπυ,ζούσαν χίλια χρόνια,σαν τον Νώε,
τα μικρόβια είχαν απομονωθεί,και το πιο σημαντικό, 
δεν επιτρεπόταν σε κανένα να νοιώθει,να σκέφτεται,να θυμάται, 
να έχει συναισθήματα.
Οποιον συλλαμβάνανε να νοιώθει,του κάναν μια ένεση με μικρόβια, 
και αυτός ζούσε το πολύ ενενήντα χρόνια..

Οταν ξεκίνησα να αναζητώ τον κόσμο,στην αρχή τον ψηλάφιζα,
τον ακουμπούσα με επιφύλαξη και φόβο,τότε είχα μπλέξει τον φόβο 
με το ρίσκο του καινούργιου,και κάθε φόρα κέρδιζε πότε το ένα, 
πότε το άλλο.Μετά,νόμισα οτι,τον κατάλαβα,όμως τελικά είχα κάνει πάλι λάθος,δεν τον κατάλαβα,απλώς αυτός με αφομείωσε,και με απορόφησε. 

Οταν άρχισα να νοιώθω,πίστευα οτι μούλεγε ο πατέρας μου, 
μετά ένα ραδιόφωνο με μπαταρίες,η δασκάλα μου η κυρά-Κατίνα,
μετά άρχισα να νοιώθω απο μόνος μου,ανεξέλεκτα και χωρίς φραγμούς. Μετά για μια περίοδο,σταμάτησα να νοιώθω τελείως,
και έγινα σαν τον βούβαλο πούνε έτοιμος για σφάξιμο,
μετά άρχισα να εκλογικεύω τα νοιώθω μου,τάβαλα στην σειρά, 
και τάκανα στρατιωτάκια και πρόσεχα νάνε καθαρά,νάνε όρθια αλλά τελικά κατάλαβα οτι και μικρά ήταν και ασήμαντα,και τελικά τα άφησα να κάνουν οτι θέλουν.

Παίρνω τα θέλω μου και πάω αλλού,η κάθομαι εδώ και εξαργυρώνω 
λιγα θέλω,κάθε φορά,σαν τους μπόνους πόντους της πιστωτικης ;
Ελα ντε,τι να κάνω.Τι λέτε και εσείς;

Σας είπα μερικά,που μπορεί να έγιναν μπορεί και όχι,στοίχημα δεν βάζω.

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 



 

 




 
















Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...