Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

Ο ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ


Ισως φταίει η πανσέληνος η μεγάλη του Αυγούστου,ίσως φταίει η ζέστη του καλοκαιριού,πάντως σίγουρα κάτι φταίει και τάχω χαμένα.
Θα μου πείς,σιγά το νέο,όλοι το ξέρουν οτι,χρωστάς της Μιχαλούς,θα πούν κάποιοι φιλόστεργοι ακραιφνώντες φίλοι μου .

Και όταν λέμε χαμένα,μιλάμε για μεγάλη ζημιά,δηλαδή να σκεφείτε σήμερα το πρωί,ενώ είχα ξυπνήσει κανονικά,νόμιζα οτι ήμουν άλλος,
και προσπαθούσα λέει,να ξυρίσω τα πολλά γένεια μου,εγώ που ποτέ δεν άφηνα γένεια πάνω απο μια μέρα.
Κοίταζα το καθρέπτη και ρωτούσα τον τύπο που έβλεπα.
''Ποιός είσαι ρέ φίλε,τι φάτσα είναι αυτή,που την βρήκες;''
Γύρισε ο τύπος στον καθρέπτη,και μου αντιλέει:
''Και εσύ,ποιός νομίζεις οτι είσαι,έχεις δείς την φάτσα σου στο καθρέπτη τελευταία; 
Eκεί,αγαπητοί μου,τάπιαξα τελείως.Αφού δεν ήμουν εγώ στο καθρέπτη,έστω και έτσι,ποιός διάολε ήμουν;
Κοίταγε ο ένας τον άλλον,έγερνα το κέφαλι αριστερά ,ο τύπος στον καθρέπτη το κουνούσε δεξιά,γούρλωνα τα μάτια,με κοιτούσε ανέκφραστος σαν να μου έλεγε''Τι αστείος που είσαι,με αυτή την φάτσα;''
Ψιλοζορίτηκα είναι αλήθεια,ρε λες νάμαι άλλος,και να μην το ξέρω,να μην μου τόχει πεί κανένας μέχρι τώρα;
Πάλι,δεν γινόταν αυτό,αφού μέχρι να πάω στην τουαλέτα ήμουν μόνος μου,το θυμάμαι καλά,από την άλλη ο καθρέπτης με κοίταζε με αναίδεια και ήταν πέρα για πέρα πραγματικός .
Καθόμαστε λοιπόν,σαν δύο ηλίθιοι και κοιτάγαμε ο ένας τον άλλον,  κάναμε γκριμάτσες,περισότερο σαν παντομίμα τόλεγες,και παιχνίδι ποιός είναι πιό χαζός .

Γύρναγα με προσοχή προς τα πίσω,να δώ,τι θα κάνει ο τύπος στον καθρέπτη,τώρα δεν τον έβλεπα,όμως ένοιωθα στην πλάτη μου να καίει απο τις γεμάτες περιφρόνηση ματιές του,σαν μούλεγε:
''Οχι μόνο είσαι γελείος,είσαι και ανόητος,έλα γύρνα μην κάνεις σαν παδί που του πήρανε το τόπι.''
Τι να κάνω και εγώ,γύρισα,και του λέω:
''Τι θα γίνει τώρα;θα πάρει ώρα αυτό το αστείο;Εχουμε και δουλειές ;'' 
Και εκεί ακριβώς τον έπιασε ενα χοντρό ασταμάτητο γέλιο,κόντευε να πνιγεί,δάκρυα τρέχαν από τα μάτια του.
''Δουλειές;ποιές δουλειές ;Πω- πω,ρε μεγάλε,καιρό είχα να ακούσω κάτι τόσο αστείο,και να γελάσω τόσο,μπράβο ρε,είσαι απίστευτος ,''
Τον κοίταξα καλά καλά,μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι,κοίτα να δείς τον βλαμμένο,που γελάει έτσι μαζί μου.
Απο την άλλη,είπα να δώσω τόπο στην οργή και να κάνω πως δεν το κατάλαβα,ήταν και πρωί,δεν είχα διάθεση να μου χαλάσει την μέρα και τον κοίταξα με ύφος πολύ σοβαρό,ενοχλημένο πολύ,και ανασηκώνοντας τα φρύδια ,του λέω:
''Κοίτα,πρέπει να φύγω αρκετά κράτησε το αστείο''και πήγα να πάρω το πιστολάκι να ισιώσω τις περιτές τρίχες της κεφαλής μου ..
Τότε,μου είπε κάτι,με ύφος καρδιναλίου,που με συγκλόνισε.
''Γιατί το ζεσταίνεις το κεφάλι σου,οι τρίχες φύγαν μετανάστες,το μυαλό που έχεις εκεί,όσο και αν το θερμαίνεις,τσιμέντο ήταν,και τσιμέντο θα μείνει,άσε που ακόμη και να το πυροβολήσεις δεν θα γίνει τίποτε. ''Τίποτε;''ρώτησα. 
''Ναι,δεν έχεις ακούσει οτι ο καλλίτερος τρόπος για να κάνεις μια δήθεν αυτοκτονία είναι να πυροβολήσεις το κεφάλι σου,αφού δεν υπάρχει και κανένα ζωτικό όργανο εκεί ..''
Ρε αει σιχτίρ,του πέταξα,και έσκυψα να  πάρω την πετσέτα που είχε πέσει στο πάτωμα .
Ηταν ευκαιρία,να σκεφτώ τι θάκανα με τον τύπο που μου ζαλωθεί πρωί- πρωί,δεν μπορεί,κάτι έπρεπε να κάνω με είχε στριμώξει άσχημα ..
Κέρδιζα,κάποια δευτερόλεπτα,προσπαθώντας να πάρω την πράσινη πετσέτα απο το πάτωμα,πράσινη είπα;
Αυτό έπρεπε να το εξετάσω μετά,που θα τέλειωνα με τον τύπο απέναντι,και αφού δεν είχα και τίποτε έξυπνο να πω,σηκώθηκα απογοητευμένος σαν τον σουγιά πούχε μαγκώσει απο την μη συχνή χρήση.
Σηκώνομαι επιτέλους,και ο τύπος στο καθρέπτη είχε εξαφανιστεί.
Ολα ήταν πια λογικά,δεν υπήρχε κανένας εκεί,έβλεπες το βάθος χωρίς κανένα εμπόδιο ....

Βγήκα απο την τουαλέτα αρκετά ήρεμος,ένοιωθα οτι,είχα νικήσει,σε ένα αγώνα που τον νόμιζα χαμένο.Εντάξει,ήθελα να ξεχάσω οτι υπήρξε και ο τύπος στο καθρέπτη,έτσι μούρθε να ξαναπάω πίσω,να δώ,εαν ξαναγύριζε αλλά το φοβήθηκα και έκανα το κορόιδο.
Είμαστε τώρα για τέτοια,να μας αρχίσει και τίποτε άλλο,και άντε να βρίσκεις απαντήσεις σε όλα,άσε που ποιός μου εγγυάται οτι,δεν θα δώ κανένα άλλο διαφορετικό τύπο ..   

Ντύθηκα βιαστικά,έβαλα τα γυαλιά σταβωμάρας που δάγκωνα τόση ώρα στο τσέπη το πουκαμίσου μου,πήρα την τσάντα μου,και πηγαίνοντας τοίχο-τοίχο μην και ξεφυτρώσει κανείς από κάποια γωνία .
Ετσι,με την άκρη του ματιού μου,είδα την πετσέτα πάλι πεσμένη κάτω. Ηταν πάλι πράσινη,και πως διάολε ήμουν σίγουρος οτι ήταν άλλο χρώμα .
Τι χρώμα ήταν;Μάλλον καφέ σκέφτηκα,και σχεδόν τρέχοντας έφυγα.

Κατεβαίνοντας τις σκάλες,σαν να μου φάνηκε οτι,κάποια σκιά με ακολουθούσε,έκανα πως δεν τούδωσα σημασία,και μπήκα στο αυτοκίνητο.
Περίμενα μήπως και φανεί η σκιά,λές σκέφτηκα; 
Δεν φάνηκε,έβαλα μπρός και όπως κάθε μέρα πήρα το δρόμο ανάποδα και όπως κάθε μέρα,ήλπιζα οτι,κάποιος που θαρχόταν κανονικά,θα μούλεγε :''Που πάς βρε ηλίθιε,δεν βλέπεις οτι απαγορεύεται;''

Δεν έγινε τίποτε τέτοιο δυστυχώς,και βγήκα στο μεγάλο δρόμο 

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...