Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

ΤΑ 21 ΣΚΑΛΙΑ /ΣΚΑΛΙ 13 Η ΟΥΤΟΠΙΑ ΜΟΥ


Σκαλιά και πλατύσκαλα,άνθρωποι και καταστάσεις μπλεγμένα στο κουβάρι της ζωή μου,δεμένα με ένα νήμα απο λινάρι θαρείς,
αλλά επαρκώς αντιληπτά απο τους άλλους,που ζούσαν εκείνα και ετούτα τα χρόνια,στην κοινωνία μου.

Ολα τα μέχρι τώρα σκαλοπάτια,ήταν κάπως δοσμένα,
κάπως ορισμένα,με μπόλικη φεγγαρόσκονη μερικές φορές ίσως,
αλλά πάντα είχαν ένα σημείο αναφοράς,δηλαδή,κάποιος συνδύαζε ενα γεγονός,και μια απτή πραγματικότητα για να καταλάβει,
σε τι αναφερόμουνα κάθε φορά.
Και αν το συναίσθημα ήταν κυρίαρχο,και στάλαζε σαν δάκρυ σταλακτίτη,ήταν δάκρυ όμως,ξέραμε τι είχαμε,νάχαμε,να λέγαμε.

Απο την μιά χτυπούσα κάρτα,στα ανήλιαγα υπόγεια της καθημερινής μου αδηφαγίας και ανικανοποίησης,βουτηγμένος μέσα σε καπνούς και σε τσιγάρα,μιας μη ολοκληρωμένης ποτέ ματαιοδοξίας,και εγκλωβισμένος σε πρότυπα και ψευδαισθήσεις,για ιδεολογίες που ήρθαν,
και επειδή δεν είχαν τίποτε σοβαρό να πούν,
χάθηκαν,σαν το τραίνο στην επόμενη ανηφορική στροφή.

Νάμαστε λοιπόν,φίλε μου καλέ,ναι,έχω και εγώ φίλους,
πολλούς μάλιστα,εδώ,σε μια ζώνη απο φώσφορο που λέει και ο Αλκαίος, σε φαιά νταμάρια,σε κόσμους που δεν είχαν όρια και σύνορα.
Ουτοπία λοιπόν,ναι αυτό,είναι το μεγάλο σκαλί,οροπέδιο,
ψηλά,κοντά στα σύννεφα και μακρυά.Γύρω-γύρω βουνά,και μια λίμνη γεμάτη όνειρα,δαίμονες και φαντάσματα.
Ουτοπία λοιπόν,ένας κόσμος που θάναι ιδανικός,αλλά ποτέ δεν θα υπάρξει,μια κοινωνία ανθρώπων που θάναι τέλεια,αλλά ούτε αυτή θα υπάρξει,μια συνειδητή συμμετοχή  στα κοινά όνειρα,
που ποτέ δεν θα γίνει,αφού ούτε συνείδηση κοινή υπάρχει,
ούτε κοινή συμμετοχή.

Υπάρχει μόνο,ένα υπερφίαλο εγώ,μπολιασμένο με ψεύτικα καλούδια,φλούδες που μόλις χρησιμοποιήθκαν σάπισαν,
ομιλίες άηχες και κακόηχες,να λεν τα πάντα,με λέξεις φτωχές ρακένδυτες και σκονισμένες.
Θέλω,ορφανά απο αγάπη,γίναν φθόνος,και χωρίς να σε ακούω,
ήθελα οτι είχες,είτε,γιατί δεν τα είχα εγώ,
είτε,γιατί τα είχες εσύ,και αυτό,με ενοχλούσε .

Ουτοπία,μαγεία,φαντασίωση,μύθος,ένα κορδόνι απο εβένινες χάντρες, να στραφταλίζουν στο φώς,και να χτυπούν η μιά την άλλη,
με τσαχπινιά,με πρόκληση,και με τρυφεράδα,
όνειρα καταχωνιασμένα,και όνειρα προδομένα,
ξαδέλφια,που δεν μίλαγαν ποτέ μεταξύ τους.

Απο την μια η Ανάγκη,θεά ξακουστή απο γενιά μεγάλη,
με τις τρείς κόρες της,να ορίζουν τον παρόν,το παρελθόν,και το μέλλον,
η Κλωθώ,η Λάχεσις,και η Ατροπος,να γενάνε τον κόσμο,
να τον ελέγχουν,και να τον προφυλάσουν δήθεν,
και στο τέλος να τον καταστρέφουν.
Απο ποιόν άραγε;Φύλακες και φυλασόμενοι ένα και το αυτό.
Μοίρες και μοίρα,ο θεός άτρωτος και με βουλευτική ασυλία πάντα,
και ο άνθρωπος πάντα ένοχος για κάτι,έφταιγε ο θεός γιατί κάτι ξέχασε στην φτιάξη,φορτωνόταν ενοχές ο άνθρωπος,και μοίρα τόλεγε.
Είχε δυσκολίες ο άνθρωπος,τω αγνώστω θεό,τα φόρτωνε.
Και ο άγνωστος θεός,που δεν ήταν ποτέ σωστός,στον ανθρωπάκο τα χρέωνε,με τύψεις,με τιμωρίες και αυτοχειρίες,και όσο η μοίρα ήταν σημαντική,τόσο ο άνθρωπος ήταν βουτηγμένος στα δανεικά,
και στους τοκογλύφους θεούς.
Και και όταν ο άνθρωπος σήκωνε κεφάλι,
ο θεός του,δήθεν,τον αντιμετώπιζε σαν ίσον μεν,
αλλά άντε να τα βάλεις με το αθάνατο Δία,που έτσι για πλάκα,
σε έκανε πουλί,να πετάς αιώνια για τιμωρία.

Ζούσα λοιπόν,εγώ ο Ιανός,στο κόσμο αυτόν,που ήταν γεμάτος ίσκιους,γεμάτος απο σκοτεινές μέρες,και αφέγγαρες νύχτες,
και ο άλλος μου ευατός,ζούσε,σε βασίλεια με δράκους και νεράιδες με ξωτικά και δαίμονες,ένας κολασμένος παράδεισος,χωρίς χρόνο,
χωρίς μάκρος και πλάτος,είχε μόνο ύψος αμέτρητο και άχραντο.

Κοιτούσα λοξά το αυτοκίνητο του διπλανού,λαμπερό και μπιρπιλωτό,
και συγχρόνως μετά,κοιτούσα τον ναό του Ποσειδώνα,
και έβλεπα τον Αιγέα καθισμένο στην άκρη των βράχων,
την γενειάδα του,να σκουπίζει τα χώματα και να περιμένει τον γιό του νάρθει,σε καράβι που θάχε λευκά πανιά,
αλλά,που,τα νιάτα να ενδιαφέρονται για μεγάλους γέροντες,
που περιμένουν με τις ώρες νάρθει το χαμπέρι.
Και έτσι,όπως τον έβλεπα,να κάθεται λυπημένος,γυρτός σαν σουγιάς που δύσκολα άνοιγε και δεν έκλεινε απο την σκουριά,κινούσα να πάω κοντά του να τον ρωτήσω να μου πει,γιατί περίμενε έτσι λυπημένος και σκεπτικός.
Να μου εξηγήσει και μένα,τι σήμαινε να ξέρει,
και να μην κάνει τίποτε,να περιμένει την λύτρωση,το τέλος.
Απο την άλλη δεν ήθελα και να τον ρωτήσω,
μήπως και αλλάξει γνωμη,η τον κάνω και φύγει απο εκεί,
και τι θα γινόμουν εγώ,χιλιάδες χρόνια μετά,
που δεν θάχα μύθο,να πιστέψω,και όνειρα να ταξιδέψω .

Ουτοπία είναι αυτό που δεν θέλεις να υπάρχει,αλλά και αυτό που θέλεις να ονειρεύεσαι μόνος σου,όταν τα φώτα σβήνουν και το σκοτάδι σου κάνει τσαλίμια με σκιές γεμάτες φόβο.Είναι αυτό,που δεν είναι καν ''αυτό'',είναι μια άλλη άγνωστη σε σένα διάσταση,όπου ο χρόνος και ο τόπος δεν έχουν νόημα,είναι ο ακατανόητος διασκελισμός στο άπειρο,ένας διακτινισμός στο πέραν του υπερπέραντος.

Σήμερα,κοιτούσα έκθαμβος διαμαντένιες σταγόνες απο την χθεσινή βροχή,κρεμασμένες στα γυμνά λιανοκλάδια της ντροπαλής τριανταφυλιάς,κολλημένες στο κάτω μέρος και αναρωτιόμουν γιατί δεν έπεφταν στο υγρό χώμα,που πήγε η θεωρία της βαρύτητος και η λογική σκέψη.
Ποιό παιχνίδι μούπαιζαν τα μάτια μου;Η τριανταφυλιά μισόγυμνη,
απο φύλλα,αλλά γεμάτη απο μπουμπούκια ερωτικά,
άλλα ανοιγμένα,σαν γυναίκας αιδοίο,
και άλλα σφιχτά κλειστά,παρθένα ακόμη.
Ουτοπία είναι,να περιμένεις εκεί με τις ώρες,να περιμένεις μήπως,
και δεν πέσει η σταγόνα,η αν ξεκινήσει για το δρόμο,νάσαι εκεί,
να βάλεις την χούφτα σου και να στάξει πάνω σου,δροσιά στην σάρκα σου,βάλσαμο στην ψυχή σου,να νοιώσεις οτι,
η δικαιοσύνη στο κόσμο σου υπάρχει,όταν φροντίζεις νάναι δίκαια,
κάθε σου κίνηση,και δίνει θαλπωρή κάθε σου σκέψη .

Ολη μου την ζωή,πάλευα με την πραγματικότητα,που την καταλάβαινα σαν μια αναγκαία συνθήκη επιβίωσης,σε περιβάλλον άνετης διαβίωσης πάντα,με δυνατότητα πολλών επιλογών πάντα,και συγχρόνως έφτιαχνα κόσμους απροσδιόριστους,χωρίς σχήμα και μορφή,είτε μέσα απο την δοκιμασία του μυαλού μου,είτε συνδυάζοντας μύθους,ξωτικά και μαγικά.
Είχα δε,βρεί καταφύγιο στην Αρχαία Ελλάδα,στους μύθους της,
στους θεούς της,και εκεί παρέα με όλους αυτούς,έβρισκα την γαλήνη,
και την ηρεμία,που ποτέ,δεν κατάφερα στην γήινη ζωή μου.
Δεν πιστεύω στην ψυχή που κατοικεί με ενοίκιο,σε ένα σώμα,
και μετά την φθορά και το θάνατο μετακομίζει κάπου αλλού,
νάβρει καινούργιο σπίτι,προικισμένη με τις εμπειρίες πούχε αποκτήσει απο την κατοίκηση στο δικό μου.
Πιστεύω οτι,υπάρχει ένα όλον,μια ολότητα απο διαφορετικά υλικά,
και που,αναζητά την εκπλήρωση του δικού μου ιδανικού,
της πάλης μεταξύ της μοίρας,της τυχαιότητας δηλαδή,
των έργων μου,και των θεικών δυνατοτήτων,
της απαλλαγής δηλαδή,απο ευθύνες,συνειδήσεις και ενοχές.
Οι θεοί μας οδηγούν,μας ελέγχουν,αλλά δεν έχουν καμμιά ευθύνη,
έτσι λέει κάποιος μεγάλος αρχαίος φιλόσοφος,που τον πιστεύω και εγώ ο αντιγραφέας του .

Πάντα ζούσα μέσα απο τις αντιφάσεις μου,την φάτσα του σκληρού προς τα έξω Ιανού,να φοβούνται οι εχθροί και άσπονδοι φίλοι,
να εντυπωσιάζονται οι αφελείς και ευκολόπιστοι,όπου οι έννοιες, δυνατότητες,ευκαιρίες,περιβάλλον,ήταν τα γαλόνια μου ντυμένα με εξυπνάδα και κίτρινη χρυσόσκονη,με γνώση και γκρίζα γενειάδα σοβαροφάνειας,και παραδίπλα,το άλλο πρόσωπο του γλυκού τρυφερού Ιανού,στραμμένο προς τα μέσα,μόνο για μένα,πλημυρισμένο απο αερικά,νεράιδες της θάλασσας,και βαλκυρίες του δάσους,τερατόμορφα γλυκά πλάσματα με κέρατα,μονόφθαλμοι Κύκλωπες και φλογερές Σκύλες και Χάρυβδες.
Υποτακτικός της Κίρκης,που την γέλασα στο τάβλι και δεν έγινα μπριζόλα χοιρινού,που την πλάνεψα και την γλέντησα όσο ήθελα,
και όταν έφυγα,την άφησα με τον Τηλέγονο στα σπλάχνα της .

Η ουτοπία της ζωής μου,δεν ήταν ένας σταθμός,ήταν πάντα ενσωματωμένη και κολλημένη πάνω μου,μέσα μου,
ήταν η διέξοδος στις κλειστές στροφές και στην ανηφοριές,
ήταν η ανάσα και η ελπίδα μαζί μιάς ζωής,που πάει κάπου,
άλλοτε με τιμόνι και οδηγό και άλλοτε δεν πάει πουθενά,
αφρενάριστη,με τυφλό μάντη οδηγό,να γελάει μεθυσμένος.

Τι όμορφα που είναι,να μην ξέρεις ..

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ 














  










Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...