Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

ΤΑ 21 ΣΚΑΛΙΑ/ΣΚΑΛΙ 10 Η ΣΚΟΥΝΑ


Είμαστε στο δέκατο σταθμό αυτής της περιήγησης πάνω στον χρόνο,
και μέσω από αυτόν,ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας,
άλλοτε αγκομαχώντας απο το βάρος των αναμνήσεων,που σαν βαρίδια πληγώνουν τον ώμο κουβαλώντας τα,και άλλοτε,πιο ανάλαφρα,
σαν ένα σύννεφο από όνειρα που μένουν ανεκπλήρωτα,
και άλλοτε χωρίς τίποτε στο σακούλι,φορεμένο κατάσαρκα,
σαν δεύτερη σάρκα πάνω μου.

Χειμώνας,ξεκίναγε το 2010,μία καινούργια δεκαετία ξεκινούσε,
όμορφος αριθμός σε χρόνια,να μπορείς να τον διαρέσεις να τον κάνεις κομματάκια μικρά,ψίχουλα,να τα μοιράσεις σε όλους με δίκαιο τρόπο,
να μην παραπονεθεί κανείς,και να φυλάξεις,να δώσεις και στα πουλιά, που πέρσυ φεύγοντας,τους τόχες υποσχεθεί,οτι δεν θα το ξεχάσεις αυτή την χρονιά.
Ο κόσμος ξύπνησε,μια μέρα,που ο ήλιος δεν είχε βγεί,ντροπαλός και σεμνός,άφησε τα σύννεφα να βγούν μπροστά,να κάνουν τα παιχνίδια τους,και ήταν η αυγή μιας καινούργιας χρονιάς και μιας καινούργιας δεκαετίας.
Μπήκε με πάταγο,μπήκε φουριόζος,κοίταξε τριγύρω τους άλλους χρόνους,που σαν σπασμένες κούκλες έβλεπαν τον καινούργιο με τα φανταχτερά χρώματα σαν διάνος,και εντυπωσιασμένοι λούφαξαν.
''Ηρθα'',είπε ο νέος επιβήτορας.
''Καλώς ήρθες'' απάντησαν μισοπεθαμένοι οι άλλοι,
που με δυσκολία ανέπνεαν .

Εγώ,ο Αλφα Κένταυρος,ζούσα την ώριμη φάση της ζωής μου,
είχαν περάσει έτη φωτός από τότε,που ταξιδεύοντας στα αστέρια,
και κάποιοι πήραν την σκόνη μου,που αιωρούνταν,
την έκαναν σάρκα,και της δώσανε πνοή.

Είχα μεγαλώσει αρκετά,είχα ωριμάσει όμως;
Μπά,το αντίθετο συνέβαινε,χαμένος στα ονειρά μου,
που κάποια ξεθώριαζαν επικίνδυνα,στις αναμνήσεις,που σαν ερινύες με δίκαζαν χωρίς ελαφρυντικά,στην καθημερινότητα,
που απαιτούσε,να χτυπάς κάρτα κάθε μέρα και να γράφεις σε χαρτιά 
που μπορούσαν να καταλάβουν όλοι,με τον ίδο τρόπο .

Η κρίση είχε έρθει απο το 2008,χτυπούσε την πόρτα μας,
και φαινόταν οτι πολλά,θα άλλαζαν στην βολεμένη ζωή μας.
Ομως οι περισσότεροι κοίταγαν έξω απο το παράθυρο,
και έβλεπαν την παγωμένη εικόνα απο την προηγούμενη φάση της,
και όχι αυτή που χτύπαγε πόρτες και παράθυρα,αλαλλάζοντας .
Σιωπή και φόβος,μήπως και δεν έρθει το κακό,περιμένοντας,
απο την άλλη τους βαρβάρους να μας σώσουν,που θα ήταν μια λύση.
Και,αυτοί δεν ήρθαν,και μείναμε μόνοι .

Είχε κερδίσει την προηγούμενη χρονιά τις εκλογές,εκείνος ο ανεκδιήγητος βλάκας,ο Γιωργάκης,διαδεχόμενος τον άλλον,
τεμπέλη,ανίκανο,και επικίνδυνο Κωστάκη.
Το αστείο ήταν οτι,τον είχα ψηφήσει κιόλας,και ήμουν και σίγουρος,
οτι είχα κάνει και την τέλεια επιλογή,τρομάρα μου,διαλέγοντας μεταξύ του τεμπέλη χοντρού και του βλάκα απο τζάκι,τον βλάκα.

Ξεκινώντας η χρονιά εκείνη,ήξερα πιά,οτι,όλα θα άλλαζαν σημαντικά, τόβλεπα,το επεδίωκα,ήθελα να αλλάξουν,δεν μπορούσα να περιμένω τους άλλους,να αποφασίσουν για την ζωή μου.
Το περιβάλλον γύρω μου,συνωμοτούσε,ένας εσμός απο μικρούς ανθρώπους,μαζευόταν στα καφενεία και στις ρούγες,
να ασχοληθεί μαζί μου,άνθρωποι,άλλοι κομπλεξικοί,άλλοι,
απο φόβο,και απο ανάγκη,που τελικά,αν και στέγνωσε η γλώσσα τους απο το γλύψιμο,στο τέλος,τους καθαρίσανε στεγνά και αυτούς.
Τα πράγματα πήγαιναν μόνα τους,ήταν γραμμένο στα αστέρια να γίνει και έτσι θα γινόταν.
Δεν ήρθα τόσο ταξίδι κουβαλώντας μνήμες αιώνων,
να μην ξέρω πως οι μικρόνοοες θα νικούσαν,τον νικημένο απο τον ευατόν του αντίπαλο.
Θα μπορούσε να γίνει αλλιώς;Οσον αφορά το αποτέλεσμα όχι,
έτσι θα γινόταν.Οσον αφορά το τρόπο και τις συμπεριφορές θα μπορούσαν να είναι καλλίτερα.Αλλά ποιός μπορεί να περιμένει κάτι τέτοιο,από  αυτούς..
Ανθρωπάκια,μικρά ζαρωμένα,στην κρίση γίναν κριτές,
και όπως συμβαίνει πάντα νίκησαν,αφού ο βασιλιάς ήταν αδύναμος,
και ο πρίγκηπας,ήθελε να αποδείξει οτι,είχε σταματήσει να παίζει με τις κούκλες του και ήρθε η εποχή,να παίξει με τους υπηκόους του .
Για μένα τον Αλφα Κένταυρο,όλα αυτά μικρή σημασία είχαν,
ξεκίνησε η χρονιά με πολύ φώς εκτυφλωτικό,και μάζευα κάθε αχτίνα του,τις στοίβαζα στον αχυρώνα της ζωής μου,και,ετοιμαζόμουν για το μεγάλο φινάλε της καριέρας μου,σαν επαγγελματίας 

Το καράβι-εταιρεία,που κάποτε επιβλητική σκούνα,έσκιζε τις θάλασες 
και άνοιγε δρόμους στα κύματα,που κανένας δεν τολμούσε να ακολουθήσει.
Επι πολλά χρόνια μάζευε φλουριά κωνσταντινάτα για τους καραβοκύρηδες,και βαρύγδουπες φορεσιές και χρυσοποίκιλτες κουκέτες για τον κατεπάνιο και τα πληρώματα που είχαν την τύχη,
να ταξιδεύουν μαζί της.
Ταξιδεύαμε χρόνια πολλά,ανοιχτήκαμε σε θάλασσες πρωτόγνωρες, βρήκαμε λωτοφάγους και δεν τσιμπήσαμε,νεράιδες και υποκύψαμε,περάσαμε την Σκύλα το 85,και τη Χάρυβδη το 94,
και ανοιχτήκαμε με τα πανιά όλα ανοιγμένα,χωρίς αιδώ,προσπερνώντας την αιδώ,και πέσαμε στα δίχτυα της νέμεσης. 
Και εκεί,όταν σήκωσα μετά απο καιρό τα μάτια μου στο ουρανό,
είδα το μεσαίο μεγάλο πανί νάχει σκιστεί,και οι ακτίνες του ήλιου 
να περνάν αδιάντροπα απο την τρύπα,πούταν μεγάλη σαν το κέφαλι μου. 
Ομως,δεν έδωσα σημασία,είπα σιγά το θέμα,θα το φτιάξουμε αύριο που θα πιάσουμε λιμάνι στην Κολχίδα.
Ομως στην Κολχίδα,δεν κάναμε τίποτε,είχαμε πάει για να κλέψουμε το χρυσάφι,και αφού δεν τα καταφέραμε να το πάρουμε,
το ρίξαμε στο πιοτό με άσπρο αλκοόλ και μπόλικο αλμυρό νερό 
και γίναμε λιάδα,για την αποτυχία μας λες,για την επιτυχίας μας
να φτάσουμε μέχρι εκεί,για την επιστροφή,η ακόμη και για την ελπίδα οτι,θέλαμε να γιορτάσουμε την ζημιά και την καταστροφή που ερχόταν .

Εγώ εκεί,με το μονοκυάλι να κοιτάζω το πέλαγος,ένας μονόφθαλμος,
να κοιτάει μακρυά,και να βλέπει κύματα,και πάνω τους χορό να κανουν οι δαίμονες μου.
Την εποχή εκείνη είχα αρχίσει νάχω πάλι παρτίδες μαζί τους,
οι δαίμονες μου είχαν πάρει θέση πιά μόνιμη,και τους εξόρκιζα με την μάγια και θυματιά.
Αλλά μπορείς να ξεφύγεις απο του δαιμονές σου
μόνο με λιβάνι ,δύσκολο .
Ασε που μια μέρα είχα βάλει τόσο πολύ λιβάνι,που παραλίγο να μου πνιγεί ένας κολλητός μου δαίμονας,και φοβήθηκα τόσο!!
Αλλο να μην θέλεις να τους βλέπεις,και άλλο να τους πνίξεις εσύ ο ίδιος. Δεν είναι πρέπον .

Τα πανιά άρχιζαν να σαπίζουν,κανείς δεν ήθελε να τα αλλάξει,
είχαν ακριβύνει οι φόροι στην Βενετιά,και οι καραβοκύρηδες είχαν άλλες ανάγκες και εμείς βαριόμασταν να κάτσουμε να τα μπαλώσουμε.
Το υπερήφανο σκαρί με την πλώρη βαμμένη μπλέ,με ένα κόκκινο μάτι σαν του Πολύφημου,γιού του Ποσειδώνα,έσκυβε και βυθιζόταν στην μήτρα της θάλασας,και έβγαινε αγέρωχο,έτοιμο να ξαναμπεί,
ξανά και ξανά,στο παιχνίδι με την θάλασα πάντα κέρδιζε την χαρά,
απο τον οργασμό της.Κάποτε,αλλά τώρα;
Είχαμε χάσει,τόξερα,έβλεπα τα μηνύματα του καπνού,
απο τις φωτιές που ανάβανε οι υποτακτικοί,ήξερα οτι,αυτή η σκούνα πλησίαζε,όχι σε ένα λιμάνι,άλλα σε ένα καρνάγιο,που με δικαιολογία το βάψιμο της,εμείς,θάπρεπε να φύγουμε,για να πάρουν τα όνειρα των άλλων εκδίκηση και εμείς να αφήσουμε τον χώρο άδειο και καθαρό .

Μπήκαμε και στο μνημόνιο,βάλαμε τα ονειρά μας στον πάγο,
μέχρι νεωτέρας,τόπε ο ο βλάκας απο το Καστελόριζο,
και εγώ τότε,κατάλαβα οριστικά και αμετάκλητα οτι,τα παραμύθια έχουν πάντα δράκο που δεν είσαι εσύ,άλλα κάποιος σε έβαλε να κάνεις την κοκινοσκουφίτσα.
Εκείνο το καλοκαίρι το θυμάμαι,νάμαι στο περίπου,να ξέρω τι θα συμβεί, και πάλι να πιστεύω οτι,δεν μπορεί,κάποιος θα καταλάβει,
κάποιος θα εκτιμήσει,και χανόμουν στις φαντασιώσεις μου, ανακατεμένες με καπνούς και αναθυμιάσεις,για όλα,
που δεν μπορούσα κάθε μέρα και πιο δύσκολα να διαχειριστώ .
Κοιμόμουν και έβλεπα ποτάμια απο λιωμένο μολύβι να έρχεται με φόρα απο το βουνό απέναντι,κατευθείαν στο ποτάμι που μας χώριζε.
Μου άρεσε να περιμένω στην άλλη άκρη του ποταμιού,
να περιμένω το ποτάμι απο μολύβι,ίδιο ασήμι,νάρχεται με φόρα καταπάνω μου και εγώ να νοιώθω την σιγουριά του νερού.
Που θα πάει,θα σβήσει,σκεφτόμουν,δεν κινδυνεύω,άσε που είναι και ωραίο θέαμα.
Ομως μια νύχτα,πάλι στο ίδιο όνειρο,το ποτάμι απο λιωμένο μολύβι ήταν τεράστιο και φόβος άρχισε να με κυριεύει,αφού ήξερα οτι τώρα πια κινδύνευα,και την επόμενη νύχτα,σαν τσουνάμι κατέβηκε με βοή,
το λιωμένο μολύβι πούτανε σαν ασήμι,και μπήκε στο ποτάμι και το στέρεψε και έκανε τις δύο όχθεις μία επίπεδη σανίδα,δίπλα μου κοντά μου .
Είπα,έχασες το στοίχημα,και καλό είναι να το παραδεχτείς 
Ναι ούρλιαζαν οι δαίμονες,έχασες,γέλια και θρίαμβος ολων τους.
Η ζωή δεν είναι αλλιώς για σένα,μούπε ο γέρος που ετοιμαζόταν να φύγει για το αστέρι μας,δεν είσαι ο πρώτος,και δεν θάσαι ο τελευταίος,
έτσι ήταν πάντα,και έτσι θα είναι και χίλια χρόνια μετά.

Απο την μιά το ήξερα οτι έτσι ήταν,και έτσι θα γινόταν,
και απο την άλλη αναρωτιόμουν,πως είναι έτσι προδιαγεγραμμένα όλα,
σε μια γραμμικότητα που οι επιλογές μας,στην ουσία,δεν υπάρχουν.
Απο την άλλη κοίταγα τα δέντρα,τα πουλιά,και την φύση,
και δεν μπορούσα ποτέ να διακρίνω αυτή την γραμμικότητα.
Ολα ήταν τυχαία και διαφορετικά μεταξύ τους,ποτέ δεν υπήρχε  επανάληψη του ίδιου,ακριβώς.
Πως γίνεται με τους ανθρώπους και επαναλαβάνονται όλα με το ίδιο τρόπο,ένα σιγουράκι;Η μήπως,η ασημαντότητα του ανθρώπου ιδωμένη απο τα δικά μας μάτια,είναι η στάχτη που μας εμποδίζει να δούμε οτι,
όλα είναι τυχαία και απροσδιόριστα ..Μάλλον.

Και πριν ο χρόνος εκείνος φύγει,για να πάει στην παρέα των ξεχασμένων,το πλήρωμα του χρόνου για την επαγγελματική μου καριέρα στην γαλέρα ήρθε,και μια μέρα Πέμπτη του Οκτώβρη,ο μικρός πρίγκηπας χαρωπός και ευτυχής,να αναγγείλει την απόφαση του κονγκλαβίου των καραβοκύρηδων.
Δεν  θέλουμε καπετάνιο,θέλουμε πολλούς μικρούς και νέους,
εσύ να ξεκουραστείς πρέπει,είπε.
Τον κοίταξα μέσα απο τον μονόκλ μου,έβαλα το μονοκιάλι,
έκαμα ένα βήμα πίσω,να τον κοιτάξω καλλίτερα,και είπα,καταλαβαίνω.
Και αυτό ήταν,έτσι απλά χάθηκε η γραμμή του ορίζοντα,
και έπρεπε να κατέβω στήν γή και στο έδαφος ..Εκεί.

Πήρα ένα πίνακα,πούχα στην καμπίνα μου,μια ζωγραφιά με ένα ποδήλατο.Πάντα κάτι μου έλεγε το ποδήλατο αυτό.
Αλλοτε,έβλεπα το τιμόνι στραβό,άλλοτε τα πεντάλια,το ένα να είναι μικρότερο απο το άλλο,άλλοτε έβλεπα το λάστιχο πούθελε φουσκωμα,
και πάντα έπιανα κουβέντα με το ποδηλάτη.
Μου μιλούσε,του απαντούσα,ήξερα όμως,οτι με προστάτευε,
είχα την πλάτη μου σίγουρη.
Πήρα λοιπόν τον πίνακα υπομάλλης,και ένοιωθα να καίγεται η μασχάλη μου,ήταν δάκρυα καυτά,ήταν λυγμοί πούχε φύγει απο το σπίτι του,
τόσα χρόνια κρεμασμένος στο ίδιο σημείο,είχε ριζώσει και είχε πιστέψει οτι έτσι θάταν πάντα.
Το κατάλαβα,και γυρνώντας του λέω,μην λυπάσε για τίποτα,
να λυπάσει τους άλλους,που δεν ξέρουν να αγαπάνε,να λυπούνται 
και να κλαίνε.

Κατεβήκαμε την στενή σκάλα,πούχα φτιάξει με ξύλο απο οξιά πριν από χρόνια,σιγά-σιγά,κάθε σκαλι και ένας χρόνος παραμονής σε εκείνο το σκαρί.Ατέλειωτη μου φάνηκε η διαδρομή μέχρι να πατήσω γή.
Εφτασα επιτέλους κάτω,πήγα δίπλα στο σκαρί,είχε ξεφλουδίσει σε πολλά σημεία,το παραμέλησες σκέφτηκα,το χάιδεψα τρυφερά,και γυρνώντας προς την πλώρη,σαν να μου φάνηκε οτι,το μάτι πούχα ζωγραφίσει μόνος μου,δάκρυσε,σταγόνες δάκρυα πέσαν στην θάλασα μαζί με την αλμύρα τους.Μην βάλεις τα κλάματα,πίεσα τον εαυτόν μου,μην δώσεις την χαρά, στον τύπο που σε κοιτάζει απο την κουπαστή,και περιμένει να σε δεί να λυγίζεις,μην του κάνεις την χάρη.

Γύρισα μαζί με το πίνακα με το ποδήλατο,
η πλάτη μου,την ένοιωθα ζεστή,κύματα αγάπης και τρυφερότητας μούστελνε η αγαπημένη μου σκούνα .
Και τότε,ένα τεράστιο δάκρυ έφυγε και έσταξε στην γη,
και τρύπα θεόρατη άνοιξε...

Φευγαλέα κοιτώντας πίσω,ψέλισα Αντίο,
και η σκούνα έκανε ενα νεύμα,νόμισα, οτι σηκώθηκε η πλώρη,
αντίο φίλε μου,σαν μου είπε. 

Πήρα το ποδήλατο και έφυγα,ρίχνοντας πέτρα πίσω μου ..

Ηταν τέλος του 2010,και έτσι έκλεισε ένας ακόμη κύκλος 

ΔΕΛΙΦΙΝΟΣΗΜΟΣ








 










 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...