Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ


Αρχές δεκαετίας του 60΄ κάπου σε ένα νησί του Αιγαίου .Ας δούμε την οικονομική κατάσταση ενος αντιπροσωπευτικού νοικοκυριού της περιοχής ..Μια τετραμελής οικογένεια,ένας πατέρας, απο αγροτική οικογένεια, φτωχική πολυμελής ,ο παππούς πέρα απο τα κτήματα ,είχε και την δουλειά του γανωτζή, επαργυροποιός θα λέγαμε ,κουβαλούσε τα συνεργά του στις ρούγες και σοκάκια ,και κάθε κυρά που τα μαχαιροπήρουνα της είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν ,τάδινε στον γανωτζή ,και αυτός τάκανε σαν καινούργια .Ο πατέρας πέρα απο τα κτήματα που τούδωσε ο γανωτζής πατέρας του, και όσα άλλα πήρε προίκα απο την γυναίκα του ,ασχολείτο και με την σοβαρή δουλειά του μεσίτη καπνών ,ένας ενδιάμεσος ψεύτης, μεταξύ του παραγωγού, και ανήμπορου τις περισσότερες φορές φίλου του, και του εργοστασίου που τα αγόραζε. Στην συνέχεια  τα συσκευάζαν για εξαγωγή  .Αφού ήταν ο ενδιάμεσος είχε βολευτεί και σαν μισθωτός στο εργοστάσιο ,κάτι σαν βολεμένος συνδικαλιστής .Το εργοστάσιο ήταν πάνω στην μεγάλη παραλία, εντυπωσιακό και επιβλητικό ,ξεχώριζε στα δεξιά του λιμανιού όταν έμπαινες με το καράβι στο λιμάνι. 
Ο ιδιοκτήτης του, σημαντικός και επιφανής Φαναριώτης ,που ο Πορθητής αντί να τους κόψει το κεφάλι τότε στην άλωση, τους έδωσε προνόμια και οφίτσια και έτσι όλοι σαν και αυτόν πήραν προίκα όλοκληρα νησιά, και όλη την παραγωγή τους μαζί .
Ο πατέρας έκανε το μεσίτη και όταν δεν αγόραζε φθηνά ,τότε καθόταν και ρέμβαζε το πέλαγος καπνίζοντας απο καλά χαρμάνια, στριφτά ,Με κάτι ρόζ τσιγαρόχαρτα ,ειδική εισαγωγή απο την Οδησσό, για τους μερακλήδες του τσιγάρου .
Δούλευε λοιπόν ο πατέρας στο εργοστάσιο το πρωί ,τα απογεύματα έκανε το μεσίτη και το βράδυ άραζε στο καφενείο ,στο πάνω ,το μεγάλο, με τους κεντρώους αριστερίζοντες και ψηλοδηλωσίες ,πρέφα και συζήτηση ,και ντουμάνια ο καπνός, και η πήχτρα η φασαρία.

Η μάνα έκανε όλα τα υπόλοιπα ,νοικοκυριό ,παιδιά και τα κτήματα ,με την υψηλή εποπτεία του συζύγου-όταν του περίσσευε χρόνος -τις προμήθειες  για καθετί πούταν αναγκαίο .Η μάνα ήταν απο καλή γενιά ,κατευθείαν απόγονοι της οικογένειας των Ευγενικών, στην πόλη είχαν σημαντικά αξιώματα ,είτε στα δημόσια οικονομικά, είτε στο στρατό σαν φρουρές προσωπικές των αυτοκρατόρων ,απο την εποχή των Κομνηνών.
Η μάνα, μοναχοπαίδι που έχασε τον ευγενή πατέρα της σε ηλικία των 16 ετών, με μια μάνα δεσποτική και ανδρογυναίκα ,βρέθηκε απο τα πούπουλα, και τα κρίνα, στην κουζίνα και στην ξερή και άνυδρη γη ,και πολύ της εστοίχισε .αλλά άχνα δεν έβγαλε όταν η μάννα -δυνάστης απεφάσισε να την παντρέψει σε τόσο τρυφερή ηλικία ,μήπως και χάσει το κελεπούρι .

Είχαν και δυό παιδιά, με διαφορά μια βαθμίδα μόρφωσης ,όταν ένας πήγαινε σχολείο στο δημοτικό, ο άλλος γενιόταν, και όταν ο ένας πήγαινε στο γυμνάσιο ο άλλος στο δημοτικό .
Αυτό απο μόνο του κάτι έλεγε ,κάτι στα αστέρια γραμμένο ήτανε ,να μην συναντιώνται στο ίδιο χώρο ,να απέχουν μεταξύ τους, με το μαγικό αριθμό επτά .
Ο ένας ήταν καλός μαθητής ,ο άλλος όχι ,ο ένας ήταν απείθαρχος και ταραξίας ,ο  άλλος βολικός και μαζεμένο καλό παιδί ,τον πρώτο το κακομάθαινε η μάνα του ,και στον άλλο επένδυε ο πατέρας τους .

Τα εισοδήματα τους ήταν η σοδειά του καπνού ,οι μεσιτείες και τα μισθά απο το εργοστάσιο Απόλυτος διαχειριστής ήταν η μάνα ,που συνήθως έκανε ότι ήθελε ,και που πάντα τσακωνόταν με τον πατέρα που μονίμως γκρίνιαζε για τις σπατάλες της ,όπως έλεγε.
Επαιρναν τότε 10,000 περίπου δραχμές απο τα καπνά και 30 δραχμές απο το εργοστάσιο την ημέρα και ένα χιλιάρικο το χρόνο απο τις μεσιτείες ..

Ο υπουργός οικονομικών της οικογένειας ,είχε την εξής οικονομική πολιτική .
Ολες οι αγορές για τα φαγώσιμα γινόταν με πιστώσεις στο μπακάλικο της κας Μαρίας Βουργάνα (ευγενείς και αυτοί απο την πόλη ) ,τα μισθά και οι μεσιτείες πήγαιναν στα λοιπά έξοδα .Σκηνες απείρου κάλλους, να διαπραγματεύεται ο πατέρας το καθημερινό του χαρτζηλίκι ,με την γυναίκα του ,να του δίνει τα ελάχιστα ,αλλά εκείνη, να έχει το εν λευκώ δικαίωμα, να τα χαλάει κατα βούληση.
Ειχανε λοιπόν ενα μπλοκάκι μικρό με γραμογράφηση σαν τα παλιά λογιστικά βιβλία και ο μικρός, δηλαδή ο μεγάλος γιός, είχε αναλάβει το ρόλο του μπακαλόγατου .

Το μαγαζί ,το μπακάλικο δηλαδή ,ήταν ενα μικρό γωνιακό σπίτι στην ακριβώς αποπάνω απο το σπίτι πλευρά ,υπερυψωμένο ,με τα χαγιάτια του να εξέχουν ,τα μπλέ αφηρημένο χρώμα παραθυρόφυλλα με τους σκαλιστούς μύλους για να μην ανοιγοκλείνουν .Απο μέσα καφασωτά τζάμια ,κάθε φύλλο και έξη τετράγωνα των τριάντα πόντων το καθένα .
Είχε μια ψηλή σκαλιστή δίφυλλη πόρτα ,με ένα μάνταλο απο μπρούτζο και για να είναι πάντα ανοιχτή την είχαν δέσει με ενα σπάγγο στο πίσω τοίχο .Κάτω είχε ξύλινο πάτωμα .με κυματισμούς ,σαν ανισόπεδες με σαμαράκια διαβάσεις ,σαρακοφαγωμένο ,και αν πήγαινες ξυπόλητος γέμιζες τις πατούσες σου με σκλήθρες .
Γύρω -γύρω οι τοίχοι, οι πίσω πέτρινοι με εξογκώματα και ασβεστωμένοι ,στην πρόσοψη και δίπλα με τσατιά ,κατασκευές με ξύλα ,λάσπη και τρίχες ζώων που ήταν η συγκολητική ταινία και στο ταβάνι λεπτές σανίδες και μια λάμπα να κρέμεται κουρασμένη και γεμάτη απο τα περιτώματα απο τις μύγες που κάναν βόλτες γύρω γύρω .
Στην αριστερή γωνιά μπαίνοντας υπήρχε το βασίλειο της κας Μαρίας ,Θεία Μαρία την λέγανε όλοι ,μια κοντή ξερακιανή γυναίκα ,με μαλλιά τραβηγμένα πίσω κάτι σαν κότσο ,απροσδιόριστης κατασκευής ,είχε αρχίσει να γκριζάρει ,αλλά δεν θάταν πάνω απο πενήντα χρονών ,κιόμως ένοιαζε γριά στα μάτια του καθημερινού της επισκέπτη .
Φορούσε κάτι καφέ γυαλιά που στο δεξί μέρος είχαν σπάσει και τάχε δέσει με ένα σπάγγο ,,τζίβα, και αυτό ήταν το μόνο ξανθό χρώμα πούχε πάνω της,Φορούσε κάτι ρηχτές ρόμπες με κουμπιά μπροστά ,συνήθως μεγάλα με έντονα χρώματα ,η δε ρόμπες ήταν πολύχρωμες ,με μεγάλα λουλούδια ,,παπαρούνες και αμυγδαλιές .Οταν την έβλεπε ο μικρός ,σαν επιτάφιο μέσα στο χειμώνα τούφερνε .
Στα πόδια φορούσε κάτι τσόκαρα ,με σκληρή σόλα, με ένα πέταλο μπρός και πίσω για να μην γλυστράει ,όπως τα άλογα φρενάρουν στο καλντερίμι ,και κάλτσες μέχρι το γόνατο ,με ένα λάστιχο να τις συγκρατεί ,τις περισσότερες φορές ήταν ξετανιμένο ..
Ο μικρός ,μεγάλος γιός της οικογένειας ,είχε δεί και κάτι άλλο Μια μέρα που η κα Μαρία τουρλώνοντας τον πισινό της, να βάλει απο το σακκί ρύζι , είδε το εσώρουχο της ,δηλαδή μια βράκα πορτοκαλλί ,πούφτανε σχεδόν μέχρι το γόνατο και έδενε σε αυτό με ένα λάστιχο. ..

Ο πάγκος ,ήτανε για όλα ,να ζυγίζει ,να κόβει το τυρί ,την λακέρδα ,ταμείο, τα πάντα .Στο τοίχο δίπλα ακριβώς σε περίοπτη θέση, υπηρχε μια αφίσσα ,που έδειχνε ενα χοντρό με υψίληλο καπέλλο και πούρο ,κατάλοιπο του σχεδίου Μάρσαλ ,και ένα κουρελή και χλεμπονιάρη, αδύνατο σαν στέκα ,και αποκάτω ο επιβλητικός τίτλος ,'''ο πωλών επι πιστώσει''για τον χλεμπονιάρη και'' ο πωλών μετρητοίς'' για τον μπρούκλη .
Τότε είχανε την οκά και τα δράμια .έβαζε απο την μια τα πράγματα και απο την άλλη τα μέτρα ,κάτι σιδερένια πολύγωνα μέτρα ,με ενα χαλκά να τα πιάνεις, απο πέντε οκάδες πούτανε το μεγαλύτερο μέχρι δέκα δράμια πούτανε το μικρότερο .

Εμπαινε λοιπόν μέσα ο γιός ,και έπρεπε να περάσει απο ενα διάδρομο ,αριστερά και δεξιά ήτανε παρατεταγμένα σε επίπεδα όλο τα αγαθά .Μόνο μερικά τάχανε σε ''ψυγεία'' τις εποχής που ήταν σιδερένιες κατασκευές, με δύο εσωτερικές θέσεις ,  γύρω-γύρω είχαν σίτες, για τις μύγες, και για να παίρνουν αέρα τα κρεμούσαν είτε απο την οροφή ,είτε απο μεγάλα καρφιά στο τοίχο .

Οι συσκευασίες ήταν όλες μεγάλες ,φαντάζομαι για ενα λόγο ,να μην μπαίνεις στο πειρασμό να αγοράσεις αντι για μια οκά φάβα ,ένα τσουβάλι που ζύγιζε είκοσι οκάδες .Αρα ,οι άνθρωποι έπαιρναν ότι είχαν ανάγκη,και ποτέ μια οκά ,συνήθως το περισσότερο ήταν πεντακόσια δράμια .Ολα ήταν χύμα ,όσπρια ,ζυμαρικά ,ζάχαρη ,καφές ,τυρί, λάδι .Τα μόνα συσκευασμένα ήταν τα γάλατα, συμπυκνωμένα ,τα κορν φλάουερ ,όλα τα αγγλόφερτα και αμερικανόφερτα προιόντα ,που έρχονταν σαν εισβολείς, μαζί με τις κάθε λογιών βοήθειες και δάνεια .Αλίπαστα απο την Μυτιλήνη σε μεγάλα στρογγυλά κουτιά  ,μπακαλιάροι σε μεγάλα κομμάτια με μπόλικο χοντρό αλάτι , τυριά σε βαρέλια ,και όλα τ'άλλα σε τσουβάλια ,όλα ανοιχτά ,όλα χωρίς τιμή ,αφού πάνω απο όλα υπήρχε εμπιστοσύνη .Ο μπακάλης ήτανε πιο έμπιστος και απο τον παπά ,αφού ήξερε τα πάντα ,έδινε με πίστωση ,και πάντα περίμενε .

Εφερνε το τεφτέρι ο γιός ,και  έγραφε με το το μολύβι τις νέες αγορές, και αυτό γινόταν για ένα ολόκληρο χρόνο .
Οταν εισπράτανε την σοδειά ,μοιράζανε τα  μερίδια σαν τα κομμάτια της βασιλόπιτας .Πρώτα την αποταμίευση ,αν είχανε βάλει χέρι στην περσυνή ,συπληρώναμε την διαφορά ,όφειλε ο ταμίας -μάνα, να βάλει τα χρήματα στο μπλέ βιβλιαράκι του ταμιευτηρίου .Μετά τα χρωστούμενα στο μπακάλικο ,άλλοτε φθάνανε, άλλοτε όχι ,τότε έπρεπε η μάνα να κάνει αιματηρές οικονομίες για να τα συμπληρώσει ,ποτε δεν αφήνανε χρωστούμενα απο την προηγούμενη χρονιά .Αν τύγχαινε και περισσεύανε αρκετά, τότε ήταν η καλλίτερη της μάνας.Κατέβαινε στα μαγαζιά στην πόλη, και τα χαλούσε όλα .Ομως είχε μια ηθική στις αγορές της ,μια πολιτική θάλεγες σήμερα ,αγόραζε ρούχα, παπουτσια, για το σύζυγο ,ο οποίος ποτέ δεν τάθελε και πάντα σκοτωνόντουσαν γιαυτό ,μετά αγόραζε τεχνολογία ,πετρογκάζ ,ραδιόφωνα για την εξοχή με τις τεράστιες μπαταρίες σαν βαλίτσες ,είδη σπιτιού, Για το ευατόν της και για τα παιδιά είχε κάμει απο αλλού το κουμάντο της .

Επαιρνε λοιπόν τα χρήματα ο γιός και πήγαινε στη κα Μαρία ,ήτανε η πιο σημαντική μέρα της χρονιάς ,ένοιωθε δυνατός ,κράταγε σφιχτά τα καφέ χιλιάρικα ,και τα κατοστάρικα και περίμενε μέχρι να τα μετρήσει .Μετά το μολύβι, που έγραφε ολογράφως το ποσόν και τη λέξη ''εξοφλήθειν ''την ημερομηνία, και μια γραμμή διαγώνια στην σελίδα σαν τους συμβολαιογράφους .
Μετά γύριζε σελίδα και ξεκινούσε μια ακόμη χρονιά .Στο τέλος τούδινε και μια χούφτα καραμέλλες, αυτές τις αγγλικές με την γέμιση, και πάντα το αγαπημένο του ζαχαρωτό, καρύδα ..

Ποτε δεν πείνασαν ,ποτέ δεν χρωστάγανε πάνω απο ένα χρόνο ,πάντα είχανε στην άκρη κάποια χρήματα ,πάντα ήτανε καλοντυμένοι, και ποτέ δεν τους έλειπε τίποτε στο σπίτι τους .είχανε και ηλεκτρικό και ραδιόφωνο για το σπίτι, και με μπαταριές, και πετρογκάζ .
Αγαπούσαν την γη τους ,πονούσαν τα ζωντανά που είχαν, κυρίως κότες ,δούλευαν πολύ απο το πρωί μέχρι το βράδυ και είτε ο ένας στο καφενέ, είτε η άλλη στα γλεντια στην γιορτή του άνδρα της, πέρναγαν με σεβασμό την ζωή τους ,και κοιμόντουσαν ήρεμοι .

Οταν έφυγαν απο εκεί, και όταν πέρασαν τα χρόνια, άλλαξαν, και μαζί άλλαξε προς το χειρότερο η ζωή τους ,και όχι έξ αιτίας οικονομικών λόγων ..

ΔΕΛΦΙΝΟΣΗΜΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13:ΘΕΩΡΙΕΣ ΥΠΝΟΥ

  Είχα πέσει για ύπνο,νωρίς σχετικά,πάντα το έκανα έτσι,από φόβο,μην και δεν τηρήσω το μέτρο,μην και χαλάσω μια ισορροπία φτιαγμένη στα μέτρ...